Το Στάλκερ χωρίς θεολογία (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
3204

                                

 

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Το Στάλκερ του Αντρέι Ταρκόφσκι πρωτοβγήκε στις κινηματογραφικές αίθουσες το 1979, ύστερα από μια μεγάλη περιπέτεια γυρισμάτων και μετά από πολλές καρατομήσεις συνεργατών. Έκτοτε ξέσπασε ο μεγάλος πόλεμος των ερμηνειών, που δεν έχει πάψει μέχρι και σήμερα: ερμηνείες αλληγορικές και συμβολικές, ερμηνείες πολιτικές, πρωτίστως ωστόσο θρησκευτικές ερμηνείες, χωρίς να λείψει πάντως και η συζήτηση περί επιστημονικής φαντασίας, ιδίως αν λάβουμε υπόψη και το προγενέστερο Σολάρις. Ο ίδιος ο σκηνοθέτης είχε κατ επανάληψη εκφράσει τη δυσφορία του για κάθε ερμηνευτική μεταγωγή και μεσολάβηση, πιστεύοντας πως η «Ζώνη» στην οποία μπαίνουν οι ήρωες της ταινίας -ένας τόπος νεκρός και απαγορευμένος, που έχει προέλθει από πρόσκρουση μετεωρίτη- στη γη- δεν μιλάει ούτε για την πολιτική ούτε για τη θρησκεία παρά μόνο για τον απολύτως γυμνό και έκθετο εαυτό του.

Το σύντομο αλλά εξαιρετικά πυκνό κριτικό δοκίμιο του Θωμά Λιναρά, που τιτλοφορείται Stalker.Το Μεγάλο Πουθενά και μας έρχεται με τις εισαγωγικές συστάσεις του Αλέξανδρου Ίσαρη  (από τις εκδόσεις Σαιξπηρικόν της Θεσσαλονίκης), είναι σημαντικό όχι γιατί πριμοδοτεί την άποψη του Ταρκόφσκι για την ταινία του, αλλά επειδή καταφέρνει να αποδείξει (όσο μπορούμε να αποδείξουμε οτιδήποτε στην τέχνη) τη βασιμότητά της.

Το περίκλειστο σύμπαν στο οποίο εισβάλλουν οι τρεις πρωταγωνιστές της ταινίας -ο Συγγραφέας, ο Επιστήμονας και ο Σταλκερ (ο ιχνηλάτης τους)- δεν είναι μια επιμέρους αδιευκρίνιστη μονάδα που παραπέμπει αίφνης σε ένα σύνολο μεστό νοήματος, ανεξάρτητα από το αρνητικό ή το θετικό του πρόσημο, αλλά μια αρτισύστατη, μη διαιρετή και μη αναγώγιμη επιφάνεια, ένα σύμπαν κατακλυσμένο από τη διάβρωση και περιβεβλημένο από το κενό: ένα Μεγάλο Πουθενά  χωρίς αφετηρία, κέντρο και τέρμα, ικανό να προσελκύσει μόνο τους δυστυχισμένους και τους έκπτωτους.

Ο Λιναράς διαθέτει μεγάλη κριτική εμπειρία και κινηματογραφική και λογοτεχνική παιδεία που του επιτρέπουν να προσεγγίσει το θέμα του σε ανοιχτό πεδίο, μακριά από οποιονδήποτε δογματισμό. Το αποτέλεσμα είναι να αποφύγει εντέλει και τη θεολογία η οποία καταδίωκε ανέκαθεν τον Ταρκόφσκι (αν και όχι ακριβώς ερήμην των δηλώσεων και των συνεντεύξεών του). Ο Θεός υπάρχει και κυριαρχεί στη «Ζώνη» με τη διαφορά πως δεν είναι ουρανόπεμπτος, πως η παρουσία του δεν σαλπίζεται από τάγματα αγγέλων. Ο Θεός είναι εντός των ανθρώπων, μέρος της καθημερινής τους ζωής και της άμεσης πραγματικότητάς τους, δεν είναι όμως (και δεν μπορεί ποτέ να καταλήξει) υπερφυσικός μια και ως αποστολή του έχει  (αν δεχτούμε πως είναι επιφορτισμένος με κάποια αποστολή) να αντιπροσωπεύσει τον αγώνα τους να σταθούν στα πόδια τους. Το αν θα κατορθώσουν εντέλει να ορθοποδήσουν, δεν το ξέρει κανείς και με τον ίδιο αγνωστικισμό θα πρέπει να αναλογιστούμε τον ίδιο τον Θεό και την ταυτότητά του. Ιδού, λοιπόν, ο Ταρκόφσκι χωρίς αποξενωτικά και βαριά φιλοσοφικά (ή και απλώς φλύαρα) ματογυάλια – μόνο με την ποιητικότητα των εικόνων του και την ασίγαστη υπαρξιακή του αγωνία. Γιατί εκείνο που προκύπτει ως άσφαλτο συμπέρασμα από το κείμενο του Λιναρά, και το οποίο πρόθυμα θα υιοθετήσουν όσοι δεν βλέπουν την κινηματογραφία του Ταρκόφσκι ως ενσάρκωση του χριστιανικού πνεύματος, είναι το ρίγος που διαπερνά την ατομική και τη συλλογική ύπαρξη όταν καλείται να αναμετρηθεί με την απορριγμένη τύχη της στον κόσμο.

 

Προηγούμενο άρθροΟ Καρλ Μαρξ και τα ελληνικά γράμματα (από τον Σπύρο Κακουριώτη)
Επόμενο άρθροΈνα ποιητικό transcription στον Γιώργο Χειμωνά(των Λένα Καλλέργη και Ειρήνη Μαργαρίτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ