του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Ποιος ήταν ο Δημήτρης Μορτόγιας και ποιος υπήρξε ο ρόλος τον οποίο έπαιξε στη διερεύνηση και στην ανάδειξη της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας; Θυμάμαι πως πρώτη φορά διάβασα για τον Μορτόγια στο περιοδικό Ο Πολίτης του Άγγελου Ελεφάντη, περί τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Το όνομα και οι τοτινές γεμάτες έκπληξη και περιέργεια αντιδράσεις μου δεν έσβησαν από τη μνήμη, και τώρα κοιτάζω τη μελέτη της Μαίρης Μικέ και της Ελένης Κατσαβέλα, στον τόμο 32 (του 2023), της έγκριτης επιθεώρησης Σύγκριση, με τίτλο «Λησμονημένα ίχνη. Η παρέμβαση του Δημήτρη Μορτόγια (1934-1975)».
Ο Μορτόγιας παραμένει μέχρι και σήμερα μια μορφή της λογοτεχνικής λήθης, όπως ευνόητα σπεύδουν να επισημάνουν οι μελετήτριες. Δεν έχει δημοσιεύσει ούτε ένα βιβλίο με δική του πρωτοβουλία, και η κριτική, πλην ελαχίστων περιπτώσεων (καταγράφονται λεπτομερώς στη μελέτη), μοιάζει με τη σειρά της να τον έχει ξεχάσει. Ο δοκιμιογράφος, αρθρογράφος, ποιητής και μεταφραστής Δημήτρης Μορτόγιας γεννήθηκε στον Πύργο της Ηλείας στις 13 Μαρτίου 1934. Σπούδασε οικονομικές και πολιτικές επιστήμες στην Αθήνα και το 1958 πήγε στη Γερμανία για μετεκπαίδευση. Εκεί παρακολούθησε ευρεία γκάμα μαθημάτων Οικονομίας, Κοινωνιολογίας, Φιλοσοφίας, Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας, αρχικά στο Φράιμπουργκ και αργότερα στο Βερολίνο. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1964, αρθρογράφησε και ήταν μεταφραστής για τα περιοδικά Οικονομικός Ταχυδρόμος και Εποχές. Μετά την επιβολή της δικτατορίας των συνταγματαρχών έλαβε μέρος στον αγώνα εναντίον της, από τις γραμμές της οργάνωσης «Δημοκρατική Άμυνα». Για την αντιδικτατορική του δράση συνελήφθη, φυλακίστηκε και το 1971 αυτοεξορίστηκε στο Λονδίνο, όπου και παρέμεινε μέχρι και το τέλος του βίου του. Πέθανε στις 5 Μαρτίου 1975, σε ηλικία μόλις 41 ετών, μάλλον από έμφραγμα. Σύμφωνα με ρητή επιθυμία του, η σορός του αποτεφρώθηκε και σκορπίστηκε στο Ιόνιο Πέλαγος, στη θάλασσα του Κατάκολου, με τη μουσική επένδυση της 7ης συμφωνίας του Μπετόβεν. Προ ετών ολόκληρη η βιβλιοθήκη του Μορτόγια και της συζύγου του Λένας δωρήθηκε στη Σχολή Ανθρωπιστικών Επιστημών (Καλαμάτα) του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Την εργογραφία του Μορτόγια συνιστούν πρωτίστως δύο τόμοι, ποιημάτων και δοκιμίων, που κυκλοφορούν μεταθανάτια από τις εκδόσεις Ολκός (1977). Σήμερα, μπορεί κανείς να έχει άμεση πρόσβαση σε αυτούς τους τόμους, χάρη στην απόφαση πρωτοβουλία της Δημοτικής Βιβλιοθήκης Άμφισσας να τους αναρτήσει στο ιστολόγιό της σε ψηφιακή μορφή (http://dbamfis.blogspot.com/2017/02/blog-post_13.html).
Τα περισσότερα από τα ποιήματα του Μορτόγια δεν έχουν ξεπεράσει το στάδιο της επεξεργασίας. Εκείνο που έχει σημασία για μας σήμερα, και στο οποίο θέλω να εστιάσω εν προκειμένω, είναι το δοκιμιακό του έργο. Όπως παρατηρούν η Μικέ και η Κατσαβέλα, ο Μορτόγιας απορρίπτει το δόγμα της εθνικής λογοτεχνικής συνέχειας, όπως το είχε κάνει και ο Δημήτρης Χατζής, και τούτο επειδή το βάρος της ιδεολογίας που φέρει μαζί του δεν του επιτρέπει να πάει προς τη ζωντανή παράδοση και προς το παρόν. Η Αριστερά ενεπλάκη μεταπολιτευτικά σε αυτή τη συζήτηση και ο Μορτόγιας δείχνει πόσο της κόστισε μια τέτοια εμπλοκή μια και, όπως ξέρουμε πολύ καλά, αρχαιότητα δεν σημαίνει κάτι αναλλοίωτο ενώ το ίδιο ισχύει και για τον λαϊκό πολιτισμό.
Το πιο σπουδαίο με τον Μορτόγια, πάντως, είναι η εγκατεστημένη του αντίληψη για την αυτονομία της τέχνης – άλλος τοίχος δογματισμού πάνω στον οποίο έπεσε κατ’ επανάληψη η Αριστερά είτε με τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό και με τη θεωρία της αντανάκλασης είτε και με τον κριτικό ρεαλισμό. Όπως επισημαίνουν οι δύο μελετήτριες, ο Μορτόγιας προεκτείνει την πάγια μαρξιστική θέση ότι «η ιδεολογία είναι ψευδής συνείδηση», σημειώνοντας πως η ιδεολογία βαραίνει πριν και πάνω απ’ όλα τη στρατευμένη τέχνη. Όπως το λένε η Μικέ και η Κατσαβέλα: «Τη στιγμή επομένως που μεμονωμένες φωνές της ανανεωτικής Αριστεράς αρχίζουν δειλά-δειλά να ασκούν μια φανερή αλλά σχετικά ήπια κριτική στην κομματική στράτευση, αντιπροτείνοντας μια άλλου είδους δέσμευση, ο Μορτόγιας αποκηρύσσει ρητά τη στράτευση ως παραμορφωτική της πολιτικής, της ιδεολογίας και της αισθητικής, εδράζοντας τον κοινωνικό χαρακτήρα της λογοτεχνίας στην αυτονομία της. Οι τολμηρές για την εποχή του κριτικές θέσεις ευοδώνονται και εδραιώνονται στα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Τότε, στο πεδίο της ανανεωτικής Αριστεράς αναπτύσσεται ένας (ανα)στοχαστικός λόγος για το θέμα της στράτευσης, με αποτέλεσμα η στρατευμένη τέχνη να αντιμετωπίζεται άλλοτε συναινετικά και άλλοτε αδιάλλακτα. Η κατηγορηματική απόρριψη της στράτευσης από τον Μορτόγια τον τοποθετεί αρκετά νωρίς στον προθάλαμο των αντιλήψεων που εκφράζονται αργότερα από το πιο προωθημένο μέρος της μεταπολιτευτικής Αριστεράς».
Πώς προχώρησε τόσο πολύ ο Μορτόγιας; Εύλογη η απάντηση της μελέτης: «Εκτιμούμε πως η πολύ ριζοσπαστική και μοντέρνα για την εποχή που διατυπώνεται άποψη του Μορτόγια οφείλεται, ως έναν βαθμό, στη διαμονή του τα κρίσιμα χρόνια της διαμόρφωσης στις χώρες της Ευρώπης, κυρίως όμως στην εκ του σύνεγγυς προσέγγιση των νέων θεωριών του δυτικού μαρξισμού».
Ο Κάλβος είναι ριζοσπάστης, Γιακωβίνος και ταυτοχρόνως αρχαϊστής και οπαδός της ακραίας ριζοσπαστικής πτέρυγας του γαλλικού διαφωτισμού. Και ως προς τον Καβάφη, δεν γίνεται να αγνοήσουμε ή να υποτιμήσουμε τις κοινωνικές διαστάσεις του έργου του. Άλλες δυο κρίσιμες παρεμβάσεις του Μορτόγια, που προδίδουν και το εύρος των γραμματολογικών αναφορών του. Ελπίζω, εύχομαι και προσδοκώ μελέτες σαν κι αυτήν της Μικέ και της Κατσαβέλα να κεντρίσουν το ενδιαφέρον των νεότερων ερευνητών και να ανακινήσουν δημιουργικά τις κάπως ξεχασμένες πια κατακτήσεις του δυτικού μαρξισμού.