Ο εναγκαλισμός Καλομοίρη και Βενιζέλου (62 χρόνια από τον θάνατο του συνθέτη)- γράφει ο Γιάννης Μουγγολιάς

0
190

 

*Με αφορμή τη σημερινή συμπλήρωση 62 χρόνων από τον θάνατο του συνθέτη

 

του Γιάννη Μουγγολιά

 

Με αφορμή τη σημερινή συμπλήρωση 62 χρόνων από τον θάνατο του Μανώλη Καλομοίρη (3 Απριλίου) , θα αναφερθούμε σε μια συγκεκριμένη παράμετρο της ζωής και του έργου του, τη σχέση του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο (στις 23 Αυγούστου συμπληρώνονται 160 χρόνια από τη γέννησή του). Μια σχέση καίρια και επιδραστική για την πορεία του θεμελιωτή της Εθνικής Μουσικής Σχολής, που απέκτησε ξεχωριστές διαστάσεις και θα επιχειρήσουμε να φωτίσουμε τόσο μέσα από διηγήσεις του ίδιου του συνθέτη και μέσα από σημαντικά μουσικά έργα του όσο και προσλαμβάνοντας το φως των γεγονότων εκείνης της περιόδου τα οποία αντανακλούν κορυφαίους σταθμούς στην ιστορία της Ελλάδας.

 

Ο ύμνος του Βενιζέλου

Αφορμή η ιδιαίτερη παρτιτούρα που έφτασε στα χέρια μου για ένα λαϊκό τραγούδι («σαν εμβατήριο») με τίτλο «Βενιζέλος» που συνέθεσε το 1917, στον πυρετό της Μεγάλης Ιδέας και μια πενταετία πριν την Μικρασιατική Καταστροφή ο κορυφαίος συνθέτης όταν ήταν 40 ετών και βασίζεται σε λόγια του Κωνσταντινουπολίτη γιατρού-ψυχαναλυτή, ποιητή και λογοτέχνη Άγγελου Δόξα. Το θριαμβικό τραγούδι διάρκειας 3 λεπτών που ερμηνεύει ο τενόρος Γιώργος Κανάκης συμπεριλαμβάνεται με τον τίτλο «Ύμνος του Ελευθερίου Βενιζέλου»  στο διπλό cd-συλλογή «Τα Εμβατήρια – Σπάνια Ηχητικά Ντοκουμέντα» που κυκλοφόρησε το 2003 από την MBI Εταιρεία Γενικών Εκδόσεων.

Αντιγράφω από την παρτιτούρα του στίχους του Άγγελου Δόξα που ακούγονται στον δίσκο από την φωνή του τενόρου με εμφανή τα σημάδια της φθοράς και του χρόνου στην ηχογράφηση:

«Βενιζέλε μας πατέρα της πατρίδας

Βενιζέλε μας σωτήρα της φυλής κάθε πόθου και κάθε μας ελπίδας

είσαι Συ ζωή και φως κι αγωνιστής.

Ζήτω, ζήτω η λευτεριά, ζήτω κι ο Λευτέρης

πούναι πρώτος στην τρανή μας λεβεντογενιά

Βενιζέλε! Τι χαρά! Μόνο εσύ το ξέρεις

το στρατί που βγάζει πέρα στην Αγιά Σοφιά

Βενιζέλε συ απ΄ του βούρκου την αγκάλη

την Ελλάδα μας την άδραξες γερά,

και την έσωσες, τη δόξασες και πάλι

μας την έδωκες με τρόπαια λαμπρά.

Της Κρήτης κλείνεις μέσ΄ στα στήθεια τη φωτιά

που ανάφτει που φλογίζει όλων την καρδιά.

Σαν βουνό τον Ψηλορείτη, σε θωρώ

που μπόρες δεν φοβάται και νερό συρμό.

Λευτεριά για σε, να ω λευτεριά,

το χάρο δεν ψηφάμε.

Σαν το πης Λευτέρη, σαν πουλιά στη μάχη φτερουγάμε

 

Ο Καλομοίρης συνθέτει εδώ τη μουσική για ένα λαϊκό τραγούδι υμνώντας και ηρωοποιώντας τον Βενιζέλο. Οι στίχοι του Δόξα απλοί και αποθεωτικοί, δηλωτικοί της Μεγάλης Ιδέας που συγκλόνισε τον ελληνισμό και τις αλύτρωτες βλέψεις του για την επανάκτηση της Κωνσταντινούπολης. Ο Βενιζέλος γίνεται το είδωλο του Καλομοίρη, ο οποίος ουσιαστικά εδραίωσε τον βενιζελισμό στην έντεχνη κλασική μουσική της εποχής. Η αγάπη του Καλομοίρη για τα εμβατήρια ανιχνευόταν από μικρή ηλικία όταν άκουγε τα εμβατήρια του δασκάλου του Τιμόθεου Ξανθόπουλου. Όπως σημείωνε ο συνθέτης: «Εκτός από μερικά γλυκοστάλαχτα τραγουδάκια που δεν τα πρόσεχα ιδιαιτέρως, θαύμαζα κυρίως τα διάφορα εμβατήριά του. Είχε γραμμένα πολλά για κάθε περίσταση και για κάθε γεγονός, εσωτερικό ή παγκόσμιο, και τα έστελνε αφιερωμένα στους ισχυρούς της ημέρας, δικούς μας και ξένους». Ό,τι έκανε δηλαδή ο Καλομοίρης στην περίπτωσή μας με το εμβατήριό του για τον Βενιζέλο.

 

Συναντώντας τον Βενιζέλο

Ο Καλομοίρης στην αποκαλυπτική αυτοβιογραφία του «Η ζωή μου και η τέχνη μου-Απομνημονεύματα 1883-1908» αφού αναφέρει με έμφαση ότι ο Παλαμάς και ο Βενιζέλος τον επηρέασαν καταλυτικά: «Ο Παλαμάς κι ο Βενιζέλος σταθήκανε πάντα, σ΄ όλη μου την καλλιτεχνική και ψυχική βίωση, οι δυο φάροι της πνευματικής μου ζωής», δίνει εκτεταμένες πληροφορίες για την πρώτη συνάντησή του με τον Ελευθέριο Βενιζέλο, η οποία έγινε στο Υπουργείο Εξωτερικών και τον επακόλουθο ενθουσιασμό του συνθέτη:

«Κυβερνούσε τότε ο Βενιζέλος. Τον έφερε στην αρχή το αυθόρμητο ξέσπασμα του λαού.

Μόλις έφτασα στην Αθήνα, τράβηξα ευθύς αμέσως στο Υπουργείο των Στρατιωτικών, που κρατούσε τότες ο ίδιος ο Βενιζέλος, και ζήτησα ακρόαση. Με δέχτηκε ο υπασπιστής του, που τύχαινε να είναι ο κατόπιν στρατηγός Κουρουσόπουλος.

Ο Κουρουσόπουλος πολύ ευγενικά μου είπε πως ο κ. Πρόεδρος είναι πολύ απασχολημένος. Πάντως, θα τον ειδοποιούσε και με παρακάλεσε να περιμένω για να τον ρωτήση και να μου πη αν και πότε θα μπορούσε να με δεχτή.

Περίμενα καμμιά δεκαριά λεπτά, όταν βγαίνη ο Κουρουσόπουλος και με ύφος ακόμη πιο ευγενικό και με κάποιο σεβασμό στη φωνή του μου λέγει: “Ο κ. Πρόεδρος θα σας δεχτή αμέσως και σας παρακαλεί να περάσετε στο γραφείο του».

Πέρασα στη μεγάλη αίθουσα που χρησίμευε πάντα για γραφείο του Υπουργού, και βρέθηκα για πρώτη φορά μπρος στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Μόλις τον αντίκρυσα, θυμήθηκα την προφητεία της γρηάς Λεμονή στην Πόλη, “ο Λευτέρης θα μας λευτερώση”, και την πίστεψα ως τα κατάβαθα της ψυχής μου. Ένοιωσα την ίδια συγκίνηση, το ίδιο ψυχικό συνέπαρμα όπως όταν πρωτογνώρισα τον Παλαμά. Είδα με τα μάτια της ψυχής μου πώς αυτός ο άνθρωπος, με τη γλυκειά και συγχρόνως τόσο διαπεραστική ματιά που προσπαθούσε να την κρύψη κάτω από τα γυαλιά του και το αινιγματικό χαμόγελο στα χείλη, ξεχώριζε από όλους όσους είχα γνωρίσει ως τότες, δικούς μας και ξένους.

Ένοιωσα πως θα μπορούσα να ριχτώ στη φωτιά με μια του μόνο λέξη…

Σηκώθηκε, ήρθε καταπάνω μου, μούσφιξε μ΄ εγκαρδιότητα το χέρι.

Με βαθειά συγκίνηση αλλά και με κατάπληξη τον άκουσα να μου λέη: “Κύριε Καλομοίρη, χαίρω πολύ που σας γνωρίζω. Έχω παρακολουθήσει από μακρυά τη δράση σας και ιδιαιτέρως τα άρθρα σας στο Νουμά. Σας συγχαίρω για το θάρρος της γνώμης σας που δυστυχώς που δυστυχώς είναι τόσο σπάνιο στην Ελλάδα. Τη μουσική σας δεν έτυχε να τη γνωρίσω, αλλά τις ιδέες σας σχετικά με τη δημιουργία Νεοελληνικής μουσικής τις βρίσκω πολύ σωστές”.

Από τη συγκίνηση αποβλακώθηκα και δεν θυμάμαι με τί κοινοτοπίες του απάντησα. Κατόρθωσα όμως να του πω πως πρόκειται προσεχώς να δώσω μια συμφωνική συναυλία με έργα μου και να τον παρακαλέσω, αν οι ασχολίες του το επιτρέψουν, να μου κάνη την τιμή να παρευρεθή.

“Θα έλθω εξάπαντος”, μου απάντησε και ανοίγοντας την πόρτα δεξιά, εφώναξε: “Κλέαρχε, έλα σε παρακαλώ απo δώ”.

Και τότε παρουσιάστηκε ένας κοντούλης ανθρωπάκος που δεν θύμιζε τίποτε από το λεβεντόκορμο φίλο του Προέδρου του.

Ήτανε ο Μαρκαντωνάκης. Κρατούσε ένα σημειωματάριο όπου εσημείωσε την ημερομηνία της συναυλίας, με την εντολή του Προέδρου να μη βάλη εκείνη την ώρα καμμιάν άλλη συνέντευξη ή συμβούλιο.

Έφυγα από το Βενιζέλο κυριολεκτικά μαγεμένος. Πίστευα και πιστεύω με όλη μου την ψυχή και με όλη μου την καρδιά στην αποστολή του μεγάλου αυτού ανθρώπου. Του έμεινα πιστός και αφοσιωμένος σε όλη μου τη ζωή, όσο κι αν συχνά αυτό μου κόστισε πικρίες, έχθρητες και διώξεις… Και σήμερα ακόμα, όταν με ρωτούν σε ποιο κόμμα πιστεύω, απαντώ: “Στον Ελευθέριο Βενιζέλο”.

Η Μνήμη του θα μου είναι ιερή όσο θα μου μένη πνοή.

Κοντά στα άλλα, η πρώτη μου αυτή γνωριμιά με τον αρχηγό του Γένους με είχε γεμίσει ψυχική αγαλλίαση. Είχα διαπιστώσει πως ο Βενιζέλος όχι μόνο συμπαθούσε το δημοτικισμό, αλλά διάβαζε ο ίδιος το Νουμά και δεν ντρεπόταν να το μολογήση.

“Ο Λευτέρης θα μας λευτερώσει” όχι μόνον από τον Τούρκο, αλλά και από τα δεσμά του σχολαστικισμού και των γλωσσαμυντόρων, έλεγα μέσα μου καθώς κατηφόριζα προς το ξενοδοχείο “Ερμής” όπου έμενα».

 

Ζητώντας ένα εισιτήριο

Στο ίδιο βιβλίο περιγράφεται νέα συνάντηση του Καλομοίρη με τον Βενιζέλο, αυτή τη φορά με αστεία αφορμή, για να βρει ο συνθέτης ένα εισιτήριο:

«Η Νίνα Φωκά πήρε άδεια από το Ωδείο Αθηνών, εζήτησε δωρεάν εισιτήρια από το Υπουργείο και της δώσανε δύο α΄ θέσης για κείνη και για τον άντρα της και ένα β΄ θέσης για μένα.

Δεν θύμωσα γι΄ αυτό, αλλά μου χρειαζότανε ακόμα ένα, για τη γυναίκα μου.

Και τότε έκανα μιαν από τις συνηθισμένες αδεξιότητες – κι ας με θεωρούνε άσπονδοι φίλοι ως εξαιρετικά επιδέξιο – που συχνά έκανα σ΄ όλη μου τη ζωή. Θυμήθηκα  πως ο Βενιζέλος τη βραδυά της συναυλίας μου μού είχε πει να πάω να τον δω πριν φύγω από την Αθήνα.

Τράβηξα, λοιπόν, για το Υπουργείο των Στρατιωτικών κι΄ εζήτησα να τον δω.

Με δέχτηκε με εξαιρετική θερμότητα, με συνεχάρη και πάλιν και με βεβαίωσε πως θα έκανε ό,τι εξαρτιότανε από εκείνον για να βοηθήση την προσπάθειά μου. Στο τέλος, με ρώτησε σε τι θα νόμιζα πως θα μπορούσε να μου φανεί χρήσιμος.

Τον ευχαρίστησα και του είπα πως από την προσεχή σχολική χρονιά είχα προσληφθή στο Ωδείον Αθηνών κι΄ έτσι, για την ώρα τουλάχιστον, δεν χρειαζόμουν τίποτε, εκτός αν του ήτανε δυνατόν…να μου δώσουν ένα δωρεάν εισιτήριο β΄ θέσης για την Αλεξάνδρεια.

Χαμογέλασε και μου είπε: “Αυτό ήτανε όλο;” Φώναξε το Μαρκαντωνάκη, κι ως που να φτάσω στο ξενοδοχείο μου, βρήκα κιόλας στο θεωρείο το δωρεάν εισιτήριό μου».

Στο κείμενό του με τίτλο «Ελληνικό έθνος και μουσική (1900-1950). Η εθνική σχολή και οι μεγάλοι παραβάτες» που εμπεριέχεται στην τριμηνιαία περιοδική έκδοση «Τα μουσικά» (τεύχος 5, Άνοιξη 2000, εκδ. Εξάντας), ο συνθέτης Θωμάς Σλιώμης σημειώνει ένα χαρακτηριστικό γεγονός που συνέβη μετά το 1919, μια τριετία πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή, ενδεικτικό της εποχής και της κυριαρχίας της Μεγάλης Ιδέας στη συνείδηση των Ελλήνων:

«Έχουν προηγηθεί ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος, οι Βαλκανικοί πόλεμοι και βέβαια, η θριαμβευτική απελευθέρωση εκτεταμένων περιοχών της Βόρειας Ελλάδας. Ο Καλομοίρης μεταξύ άλλων είναι – ήδη από το 1917- Γενικός Επιθεωρητής Στρατιωτικών Μουσικών με τον βαθμό του ταγματάρχη. Με αυτή την ιδιότητα επισκέφτηκε, μαζί με άλλους ανώτερους και ανώτατους αξιωματικούς, τη Κωνσταντινούπολη, ύστερα από πρόσκληση των συμμάχων. Εκεί ο Καλομοίρης διοργάνωσε με την μπάντα του συναυλία σε ένα μεγάλο δημόσιο πάρκο. Μετά το θριαμβευτικό φινάλε της συναυλίας και κάτω από τις ζητοκραυγές των χιλιάδων ομογενών ακροατών, πήρε την πρωτοβουλία και επικεφαλής της μπάντας διέσχισε τη μεγάλη οδό του Πέραν παίζοντας πατριωτικά εμβατήρια «…ενώ οι μυριάδες Έλληνες της Πόλης… με παραλήρημα ενθουσιασμού χειροκροτούσαν τον Καλομοίρη και τον έρραιναν με λουλούδια…».

Πολύ πιθανόν ανάμεσα στα εμβατήρια που θα έπαιξε ο Καλομοίρης με την μπάντα θα ήταν και αυτό για τον Βενιζέλο μια και την εποχή αυτή στον Βενιζέλο είχαν ακουμπήσει όλες οι προσδοκίες του ελληνισμού και των ομογενών.

 

Η μουσική του Καλομοίρη και οι αφετηρίες για την εθνική μουσική σχολή

Ποια είναι όμως τα χαρακτηριστικά της μουσικής του Μανώλη Καλομοίρη που τον κατέστησαν ως κορυφαίο συνθέτη της εποχής στην Ελλάδα και με τι αφετηρίες λειτούργησε στην προσπάθειά του για θεμελίωσης της Εθνικής Μουσικής Σχολής;

Στο βιβλίο του Δημήτριου Α. Χαμουδόπουλου «Η ανατολή της έντεχνης μουσικής στην Ελλάδα και η δημιουργία της Εθνικής Σχολής. Ανασκοπήσεις και Σκέψεις» (εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1980) διαβάζουμε:

«Πάθος, όνειρο και ορμή που ζούσαν στο υποσυνείδητό του, ανέβηκαν στην επιφάνεια στο άκουσμα γνώριμων μηνυμάτων, ανάβοντας τη φλόγα του ενθουσιασμού.

Ήταν αυτή η ενσυνείδητη πια αναγνώριση της ανάγκης δημιουργίας εθνικής μουσικής, στην Ελλάδα, για την πλήρωση του κενού και αποκατάσταση της ισορροπίας άντικρυ στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Έτσι με την πίστη γνήσιου επαναστάτη, επαναστάτη που αγωνίζεται για εθνικό ιδανικό, ήλθε ο Καλομοίρης κατά την πρώτη δεκαετία του αιώνα μας, στην Ελλάδα, γνωρίζοντας πια το χρέος του και τις ευθύνες του.

Και ήξερε ποιο υλικό έπρεπε να χρησιμοποιήσει για το μουσικό του οικοδόμημα.

Το υλικό τούτο πλούσια του το πρόσφερε ο τόπος∙ ήταν: η ιστορία μας, οι θρύλοι, οι παραδόσεις, ο μεσαιωνικός πολιτισμός μας, οι μελωδίες και οι ρυθμοί και τα κείμενα του δημοτικού τραγουδιού, ο νεοελληνικός στίχος και ο πεζός λόγος – η ψυχή και το πνεύμα της Ελλάδας.

Χρέος και ευθύνες έγιναν μελωδία, ρυθμός και αρμονία, έγιναν «στοιχεία» της άυλης τέχνης των ήχων.

Έτσι, το έργο του Μανώλη Καλομοίρη δεν είναι μόνο μια φωνή απ΄ τη βαθειά , την ήρεμη πλευρά της ιστορίας, από τα ελεύθερα και τα αλύτρωτα χώματα, αλλά και μια δύναμη, που ενισχύει την πίστη στη διάρκεια και τις ικανότητες της φυλής.

Στη συμφωνική του μουσική, στα έργα του για το μουσικό δραματικό θέατρο, στη μουσική δωματίου, στα τραγούδια του, στις συνθέσεις για πιάνο κλπ ζει η ελληνική ψυχή και η ελληνική φύση…

… Λέγοντας δραματικό στοιχείο δεν εννοούμε μια δραματική ή τραγική σύγκρουση ή λύση, αλλά έκφραση ή περιγραφή ενός “συγκεκριμένου” εξωμουσικού πράγματος.

Επομένως, στη περίπτωση της εθνικής μουσικής σχολής μας οι πηγές δημιουργίας της (όπως η μουσική και ο στίχος του δημοτικού τραγουδιού, η ελληνική ζωή και φύση κ.α.) έχουν ως αναγκαίο επακόλουθο την ύπαρξη του δραματικού στοιχείου στη μουσική…

… Το έργο του Μανώλη Καλομοίρη, πλουσιότατο σε αριθμό και περιεχόμενο συνθέσεων, έχει κατά το μεγαλύτερο μέρος του το δραματικό αυτό στοιχείο.

Στο έργο του υπάρχει το “συγκεκριμένο”∙ υπάρχουν οι μεγάλες στιγμές που έζησε ο τόπος του∙ υπάρχει η ιστορία και ο θρύλος, η ελληνική παράδοση, η ελληνική ζωή που το μέγα τόξο της μιλά για την ενότητα και τη διάρκεια της φυλής.

Στη “Συμφωνία της Λεβεντιάς”, η ψυχή των πολεμιστών μας κατά τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο, που μεγαλουργεί στις μεγάλες, στις αποφασιστικές στιγμές.

Στο μουσικό του δράμα “Ο Πρωτομάστορας” ο ελληνικός θρύλος του Γιοφυριού της Άρτας».

Και στα δυο αυτά έργα του Καλομοίρη υπήρχε έντονος συμβολισμός που στόχευε να αφυπνίσει τον ελληνισμό τονώνοντας το εθνικό του φρόνημα. Αλλά ας δούμε αναλυτικότερα στοιχεία για αυτά τα δυο κορυφαία έργα του Καλομοίρη, τα οποία συνδέθηκαν άρρηκτα με τον Βενιζέλο. Τον «Πρωτομάστορα» ο Καλομοίρης τον αφιέρωσε δτον Βενιζέλο, ενώ τον πολιτικό είχε στο μυαλό του δημιουργώντας τη «Συμφωνία της Λεβεντιάς», που ήταν αφιερωμένη στον Κωστή Παλαμά. Μάλιστα στην πρώτη εκτέλεση της συμφωνίας το Ηρώδειο παρευρέθηκε προσωπικά ο Βενιζέλος.

 

Ο «Πρωτομάστορας»

Η όπερα «Πρωτομάστορας», η πρώτη σκηνική δημιουργία που συνέθεσε ο Καλομοίρης το 1915 σε λιμπρέτο του Νίκου Καζαντζάκη, βασισμένο στο δημοτικό ποίημα «Το γιοφύρι της Άρτας», πρωτοπαρουσιάστηκε στις 11 Μαρτίου 1916, στην καρδιά του εθνικού διχασμού. Ο Καλομοίρης σχετίστηκε στενά με τον Καζαντζάκη όπως και με άλλες προσωπικότητες των γραμμάτων. Την όπερα αφιέρωσε ο Καλομοίρης στον Βενιζέλο αποτυπώνοντας μια ολόκληρη εποχή που άφησε έντονο ίχνος στην ιστορία της Ελλάδας και περιελάμβανε τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον εθνικό διχασμό, την προσωρινή κυβέρνηση του Βενιζέλου στη Θεσσαλονίκη, την μεταφορά του στην Αθήνα και την απόκτηση της εξουσίας από αυτόν, την Μεγάλη Ιδέα. Το πάθος για τον Βενιζέλο ήταν αυτό που αργότερα τον καθιέρωσε με το προσωνύμιο «ο συνθέτης του Βενιζελισμού». Παράλληλα με την εθνική μουσική στον «Πρωτομάστορα» καταγράφεται το πάθος του Καλομοίρη για την εθνική γλώσσα. Πλήθος έντονων συμβολισμών δεσπόζουν στην όπερα και αφορούν στην απελευθέρωση των πατρίδων που παρέμεναν υπό τον τουρκικό ζυγό, στη δημιουργία της μεγάλης ελληνικής τέχνης και κατ΄ επέκταση της εθνικής μουσικής σχολής και την εμψύχωση της μεγάλης ιδέας, εν τέλει της μεγάλης Ελλάδας. Στο έργο συμπλέουν το δημοτικό τραγούδι με την όπερα και τη δυτική μουσική. Αυτό γίνεται εμφανές και διακριτό κατά την ακρόαση του διπλού cd «Protomastoras’ που κυκλοφόρησε το 1991 από τη δισκογραφική εταιρεία Lyra (ηχογράφηση: 1990) με τη συμμετοχή της Ορχήστρας της Σοβιετικής Κινηματογραφίας υπό τη διεύθυνση του Emin Kachaturian.

O Δημήτριος Α. Χαμουδόπουλος εντοπίζει στο βιβλίο του ότι η όπερα του Καλομοίρη «Ο Πρωτομάστορας» ανήκει στη σφαίρα της καθαρά δραματικής μουσικής και ειδικότερα του μουσικού δραματικού θεάτρου. Η όπερα του Καλομοίρη είναι επηρεασμένη από τις βαγκνερικές αισθητικές αντιλήψεις και το βαγκνερικό μουσικόδραμα αλλά και από τις αντίστοιχες καλλιτεχνικές πραγματοποιήσεις της εθνικής ρωσικής μουσικής σχολής.

Όπως σημειώνει χαρακτηριστικά: «Με την ένωση μουσικής και δράματος, στο μουσικό θέατρο πραγματοποιείται αυτό που ονομάζουμε “όπερα συνέχειας”, όπερα, δηλαδή, που δεν αποτελείται από “κλειστά”, “κομματιαστά” μέρη (άριες, ντουέτα κλπ),, αλλ΄ από “αλυσιδωτά”, “σε συνέχεια”, που παρουσιάζουν μια συμφωνικού χαρακτήρα ανάπτυξη του δράματος.

Τα “αλυσιδωτά” αυτά μέρη αποτελούν ένα οργανικά ενωμένο όλο.

Πάνω στην αισθητική αυτή μορφή όπερας, ο Καλομοίρης έχτισε το ελληνικό εθνικό μουσικόδραμά του, που προδίδει την αφομοίωση των καλλιτεχνικών-αισθητικών τούτων επιδράσεων, και τη δημιουργία προσωπικού έργου με χαρακτήρα καθαρά ελληνικό.

Στο θρύλο αναζητά ο Καλομοίρης τους πυρήνες των μουσικοδραμάτων του. Γιατί πιστεύει ότι πάνω στο θρύλο μπορεί “κατ΄ εξοχήν” να στηριχτεί το μουσικό δραματικό θέατρο ενός τόπου».

Η Συμφωνία της Λεβεντιάς , 4ο μέρος

«Η Συμφωνία της Λεβεντιάς»

Στο οπισθόφυλλο του δίσκου βινυλίου «Μανώλης Καλομοίρης Η Συμφωνία της Λεβεντιάς» με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα της Σόφιας και την Εθνική Χορωδία της Βουλγαρίας «Σβετοσλάβ Ομπρέτενωφ» (διευθυντής χορωδίας: Γκιόργκι Ρόμπεφ) υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Βύρωνα Φιδετζή, που εκδόθηκε από την Concert Athens το 1981 (ηχογράφηση  από την Balkanton Records για λογαριασμό της Concert Athens στην Salla Bulgaria της Σόφιας στις 5,6 και 7 Νοεμβρίου 1981) πληροφορούμαστε ότι η «Συμφωνία της Λεβεντιάς» γράφτηκε από το καλοκαίρι του 1918 έως το καλοκαίρι του 1920 και αφιερώθηκε από τον Καλομοίρη στον Κωστή Παλαμά. Η «Συμφωνία της Λεβεντιάς, έργο 21, για μεγάλη ορχήστρα και χορωδία» είναι ορόσημο όχι μόνο για τη δημιουργική πορεία του Καλομοίρη αλλά και για όλη την ελληνική μουσική: είναι η πρώτη χρονολογικά ελληνική συμφωνία και συνάμα έργο ρωμαλέο και μεγαλόπνοο, που επηρέασε την εξέλιξη της μουσικής στην Ελλάδα. Αναθεωρήθηκε το 1937 και ξαναδουλεύτηκε άλλη μια φορά, τελειωτικά το 1952.

Στην παρτιτούρα του έργου (‘Ενωση Ελλήνων Μουσουργών-Εκδόσεις Ελληνικών Συνθέσεων με την αρωγή των υπουργείων της Κυβερνήσεων και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων, Αθήνα 1956) που έφτασε στα χέρια μου και είναι αφιερωμένη στον εξαιρετικό βιολιστή Τάτση Αποστολίδη, ο Φοίβος Ανωγειανάκης υπογραμμίζει: «Ο συνθέτης συνέλαβε τις πρώτες θεματικές εμπνεύσεις της συμφωνίας αυτής στα βουνά και στους κάμπους της Μακεδονίας. Και θέλησε να αποδώση μουσικά τη συγκίνηση που ένοιωσε μπροστά στην ελληνική λεβεντιά σε όλες της τις εκδηλώσεις: τη χαρά της ζωής, τον πόλεμο, το χορό, την αγάπη, το θάνατο».

Στην ίδια παρτιτούρα παρουσιάζονται πολύτιμες πληροφορίες για τις εκτελέσεις της συμφωνίας:

Εκτελέστηκε για πρώτη φορά το 1920 για πρώτη φορά στο Θέατρο Ηρώδου του Αττικού στις εορτές της Νίκης που δόθηκαν τότε με διευθυντή της Στρατιωτικής Ορχήστρας και της Χορωδίας του Ελληνικού Ωδείου τον συνθέτη, ενώ παρόντες ήταν ο Ελευθέριος Βενιζέλος και ο βασιλιάς Αλέξανδρος. Λίγες μέρες αργότερα επαναλήφθηκε στο Δημοτικό Θέατρο. Το 1924 το έργο παρουσιάστηκε στο Παρίσι στα Concerts Colonne με διευθυντή ορχήστρας τον Gabriel Pierne. Τον Μάρτη του 1925 και το 1930 ολόκληρη η συμφωνία εκτελέστηκε με διευθυντή ορχήστρας τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Ακολούθησαν πολλές ζωντανές εκτελέσεις με διευθυντές ορχήστρες τον Καλομοίρη και τους Λεωνίδα Ζώρα, Γιώργο Λυκούδη, Φιλοκτήτη Οικονομίδη, Albert Wolff. Tον Σεπτέμβρη του 1955 παρουσιάστηκε ολόκληρο το έργο στο 1ο Φεστιβάλ Αθηνών από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών με σύμπραξη της Χορωδίας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, κατά διδασκαλία Μ. Βούρτση.

Το έργο χωρίζεται σε τέσσερα μέρη:

Το Α΄ μέρος, «Ηρωικά και Παθητικά», προσπαθεί να τραγουδήσει την ορμή της νιότης και τη χαρά του πάθους και της νίκης.

Το Β΄ μέρος, «Το κοιμητήρι στη βουνοπλαγιά», έχει γραφτεί επάνω στο ακόλουθο πεζό ποίημα:

Πέρα στη βουνοπλαγιά βαθειά κοιμούνται τα παλληκάρια.

Τα νύχτια πουλιά πικρά τα μοιρολογάνε.

Καντήλια του τ’ αστέρια και νανούρισμά τους το δροσερό αεράκι,

Όμως επάνω τους η Δόξα αιώνιο στεφάνι πλέκει…

Πέρα στη βουνοπλαγιά βαρειά κοιμούνται τα παλληκάρια

Το Γ΄ μέρος, «Σκέρτσο-γλέντι», προσπαθεί να δώσει την εικόνα μιας γιορτής των παλληκαριών, αλλά και τον καημό και τη μοιρολατρεία τους.

Το Δ΄ μέρος, τα «Νικητήρια», βασίζεται επάνω στον γνωστό βυζαντινό ύμνο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ τα Νικητήρια», μαζί με τον οποίον πλέκεται συμφωνικά το ηρωικό θέμα του πρώτου μέρους.

Το έργο ολοκληρώθηκε την περίοδο της μικρασιατικής εκστρατείας όπου απελευθερώθηκε η Σμύρνη, τόπος που γεννήθηκε ο συνθέτης στις 14 Δεκεμβρίου 1883. Αξίζει τέλος να σημειώσουμε ότι στην ιστορική πρώτη παράσταση της συμφωνίας το 1920 στο Ηρώδειο συμμετείχε και η Κατίνα Παξινού στα 20 της χρόνια ως Μάνα, στο τραγούδι «Δαχτυλίδι της Μάνας», που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε στο τραγούδι, 9 χρόνια πριν την κερδίσει ο χώρος του θεάτρου και πραγματοποιήσει το υποκριτικό θεατρικό ντεμπούτο της.

 

«Το Τρίπτυχο»: Η μουσική του Καλομοίρη για τον θάνατο του Βενιζέλου

Στο ένθετο του cd «Triptych» που κυκλοφόρησε το 2007 από τη δισκογραφική εταιρεία Naxos με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Βύρωνα Φιδετζή και με αφηγητή τον Νικήτα Τσακίρογλου, διαβάζουμε:

«Το απόγευμα της 18ης Μαρτίου 1936, η γυναίκα του Καλομοίρη, Χαρίκλεια, βρήκε τον άνδρα της να γράφει μουσική στο πιάνο και τα μάτια του να τρέχουν δάκρυα. Τον ρώτησε γιατί έκλαιγε και εκείνος, συντετριμμένος, της απάντησε: “Μόλις πέθανε ο Βενιζέλος και προσπαθώ να γράψω ένα πένθιμο εμβατήριο για να θρηνήσω τον Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας”. Η παρτιτούρα που είχε ο Καλομοίρης μπροστά του ήταν το δεύτερο μέρος του “Τρίπτυχου”».

H σύνθεση του Καλομοίρη που έχει ηρωικό χαρακτήρα και είναι επηρεασμένο τόσο από τη δημοτική παράδοση όσο και από τον μουσικό χώρο των εμβατηρίων με πένθιμο και ελεγειακό ωστόσο ύφος, αποτελείται από τρία μέρη: «Πρελούδιο», «Ιντερλούδιο» και «Ποστλούδιο». Το τρίτο μέρος ανακεφαλαιώνοντας τα θέματα των προηγούμενων μερών και συνδυάζοντας το ηρωικό και το πένθιμο, αποτυπώνει εξαιρετικά τη μνήμη της Μεγάλης Ιδέας προσαρμόζοντάς τη στα δεδομένα της ζοφερής περιόδου της Κατοχής που ήταν κοντά.

Ο Καλομοίρης άρχισε να δουλεύει το «Τρίπτυχο» για ορχήστρα τον Μάρτιο του 1936, ευθύς μετά την θλιβερή είδηση του θανάτου του Βενιζέλου. Το έργο στην πρώτη του μορφή και με τίτλο «Συμφωνικό τρίπτυχο: Η Κρήτη, “στη μνήμη ενός ήρωα”» (εμφανή αναφορά στον Κρητικό Ελευθέριο Βενιζέλο) ολοκληρώθηκε το 1938 και έκλεινε με το χορωδιακό «Στη λευτεριά της Κρήτης» σε ποίηση του Ιωάννη Ηλιάκη. Το 1940 όμως το έργο άλλαξε μορφή και τη θέση του χορωδιακού τμήματος πήρε το συμφωνικό τρίτο μέρος «Ποστλούδιο».

Το «Τρίπτυχο» παρουσιάστηκε στις 28 Φεβρουαρίου 1943, τη μέρα που κηδεύτηκε ο Κωστής Παλαμάς στην Αθήνα και πλήθος κόσμου με τον πιο φυσικό και αυθόρμητο τρόπο έδωσε στην καθοριστική αυτή μέρα διαστάσεις παλλαϊκής διαδήλωσης, η οποία συνδέθηκε με αίτημα ελευθερίας της Ελλάδας από τους Γερμανούς κατακτητές. Η συναυλία που ο Καλομοίρης στο πόντιουμ διηύθυνε την ΚΟΑ (πρώτη συναυλία της ορχήστρας) στο συγκεκριμένο έργο, συνδέθηκε με διακριτούς συμβολισμούς αφού εκτός του θρήνου για την απώλεια μιας εποχής και μιας κατάστασης πραγμάτων που αποσύρονταν ανεπιστρεπτί, δηλωνόταν απερίφραστα το αίτημα για μεγάλα και υψηλά ιδανικά. Η έντονη φόρτιση ωστόσο της μέρας δεν μπορεί να είχε τη δυναμική της, όμως η χρονική συγκυρία γέννησης του έργου δεν βοηθούσε για θερμές εκδηλώσεις υπέρ του Βενιζέλου και για τάσεις εξέγερσης κατά των καλά εδραιωμένων τότε κατακτητών. Για αυτό και ο τελικός ανώδυνος τίτλος «Triptych» (Prelude: Moderato Appassionatο / Interlude: In Tempo di Una Marcia Funebre / Postlude: Finale) υιοθετήθηκε σηματοδοτώντας περισσότερο το ύφος της μουσικής και αποσιωπώντας κάθε ανάμνηση περί Βενιζέλου, όπως συνέβαινε στην πρώτη μορφή του έργου. Άλλωστε οφείλουμε να θυμηθούμε ότι το 1938 πρωθυπουργός της Ελλάδας ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος είχε εξοριστεί από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στην Κορσική. Ωστόσο αξίζει να τονίσουμε ότι ο Μανώλης Καλομοίρης απολύθηκε από τις θέσεις και τα μουσικά του αξιώματα (Γενικός Επιθεωρητής και Αρχιμουσικός σε όλα τα στρατιωτικά μουσικά σύνολα-φιλαρμονικές) από τον Ιωάννη Μεταξά λόγω ακριβώς αυτής της συμμετοχής του στην κηδεία του Ελευθέριου Βενιζέλου. Γενικό Επιθεωρητή των Μουσικών Φιλαρμονικών είχε χρίσει για πρώτη φορά τον Καλομοίρη ο Βενιζέλος το 1918 διορίζοντάς τον. Από τη θέση παύτηκε το 1920 με την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές, ενώ επανήλθε στη ίδια θέση το 1922 από τον Βενιζέλο εκ νέου μετά την θλιβερή εξέλιξη της μικρασιατικής εκστρατείας. Ο Βενιζέλος επίσης το 1919 απένειμε στον Καλομοίρη το βραβείο Γραμμάτων και Τεχνών.

 

Κλείνω με μια καθοριστική παρατήρηση που κάνει ο μουσικολόγος και αρχιμουσικός Μάρκος Τσέτσος στο κείμενό του «Καλομοίρης και Βενιζέλος. Αισθητικές και ιδεολογικές πτυχές μιας σημαίνουσας σχέσης» όπως εμπεριέχεται στο συλλογικό βιβλίο «Μανώλης Καλομοίρης, 50 χρόνια μετά. Αφιέρωμα στη συμπλήρωση μισού αιώνα από το θάνατο του συνθέτη» (εκδ. Fagotto, Αθήνα 2013) προσεγγίζοντας την ιδεολογική σχέση μουσικής και πολιτικής μέσα από τον «εναγκαλισμό» των δύο ανδρών:

«Το πρόταγμα του εκσυγχρονισμού με αναφορά στα ευρωπαϊκά πρότυπα, ως όρου της εθνικής ολοκλήρωσης, προσέγγισε τον Καλομοίρη στο ιδεολογικό στρατόπεδο των βενιζελικών…

…Ο ανατολισμός του Καλομοίρη εύκολα θα μπορούσε να ταυτιστεί, συνειρμικά, με τον αντιβενιζελισμό. Μια προσεκτική όμως ματιά στο “μανιφέστο” του καλομοιρικού μουσικού εθνικισμού, το πρόγραμμα της πρώτης συναυλίας στην Ελλάδα, στο Ωδείο Αθηνών, το 1908, δείχνει ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Γράφει εκεί ο Καλομοίρης:

“Ο συνθέτης που πρωτοπαρουσιάζει σήμερα μικρό μέρος της αρχής του έργου του, ονειρέφτηκε να φτιάξη μιαν αληθινή Εθνική μουσική, βασισμένη από τη μια μεριά στη μουσική των αγνών μας δημοτικών τραγουδιών, μα και στολισμένη με όλα τα τεχνικά μέσα που μας χάρισεν η αδιάκοπη εργασία των προοδευμένων στη μουσική λαών, και πρώτα πρώτα των Γερμανών, Γάλλων, Ρούσσων και Νορβηγών. […] Και κατά πως ο ποιητής είναι λεύτερος να γυρέψη την έμπνεψή του εκεί που τη βρίσκει, πότε στις εθνικές τις παραδόσεις και πότε στα παγκόσμια προβλήματα, έτσι κι ο μουσικός, πότε πιο σιμά στην Εθνική τη Μούσα θα πέση και πότε στην Ξένη τη Μαστόρισσα”».

Ο συνθέτης με την εγγονή του Χαρά Καλομοίρη, σημερινή διευθύντρια του Εθνικού Ωδείου

 

 

Προηγούμενο άρθροΦεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου 2024: η ιστορία συνομιλεί με το μέλλον (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροH πραγματική ιστορία της Ιζαμπέλ Τρενόν (επιμ. Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ