Η Αθήνα ως μη-τόπος (2): προς αναζήτηση βιβλιοθηκών (της Έφης Κατσουρού)

2
450
Βιβλιοθήκη της ΑΣΚΤ

της Έφης Κατσουρού (*)

 

Ο σχεδιασμός της πόλης είναι κάτι πολύ μεγαλύτερο από τον σχεδιασμό του δομημένου περιβάλλοντος που της δίνει σχήμα, κάτι πολύ περισσότερο από τα χρώματα και τις μορφές που την περιγράφουν. Τα κτίρια, οι πλατείες, τα πάρκα, ο αστικός εξοπλισμός, τα υλικά που έχουν επιλεγεί για τους δημόσιους κοινόχρηστους χώρους παράγουν σαφέστατα το αισθητικό αποτύπωμα του αστικού χώρου, και στις επιτυχέστερες επιλογές τους το αισθητηριακό του έκδοχο, ο σχεδιασμός, όμως, της πόλης δεν μπορεί να περιορίζεται σε αυτό. Όταν μιλάμε για σχεδιασμό και οργάνωση του χώρου και, εν προκειμένω, για τον αστικό σχεδιασμό πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι μιλάμε για σχεδιασμό χρήσεων, σχέσεων, αλληλεπιδράσεων, κοινωνικών συσχετισμών -για ένα σχέδιο κατ’ αρχάς προγραμματικό το οποίο, σε αντίθεση με το δομικό κομμάτι της πόλης, οφείλει να είναι δυναμικό, να μπορεί να προσαρμόζεται στην ανάγκη της κοινωνίας που το κατοικεί χωρίς, όμως, να στερείται μέσα από τις αλλαγές, των θεμελιωδών αξιών που το συγκρότησαν. Είναι εύκολα αντιληπτό ότι όπως ένα σπίτι υπόκειται σε μία διαρκή αναδιοργάνωση, έναν συνεχή επανασχεδιασμό από τους χρήστες που το οικειοποιούνται καθημερινά και το επανανοηματοδοτούν μέσα από την χρήση του, η πόλη, ως χώρος κατοίκησης ενός κοινωνικού συνόλου, με τη σειρά της δεν σταματά να επανασχεδιάζεται ποτέ (μέσα από τον βαθμό οικείωσης των πολιτών της κατά τρόπο αυθόρμητο και μέσα από την πολιτική βούληση των δημοτικών και κυβερνητικών αρχών κατά τρόπο οργανωμένο και προγραμματικό) αλλά και σε μία σχέση αμφίδρομη να επανασχεδιάζει τη ζωή των κατοίκων της μέσα από τις επιλογές που τους παρέχει.

Η Αθήνα, υπό το πρίσμα αυτό, την τελευταία δεκαετία μοιάζει με μία πόλη που διαρκώς συρρικνώνεται και ενώ φαινομενικά ανοίγεται μέσα από επιλογές και πολιτικούς σχεδιασμούς που αποσκοπούν στον εκσυγχρονισμό της, τελικά, οι επιλογές που παρέχει στους κατοίκους της φανερώνουν την, εκούσια ή ακούσια, μετατροπή της σε ένα φθηνό τουριστικό κέντρο διέλευσης και βραχείας στάσης, που προσανατολιζόμενη σην κάλυψη των αυξημένων αναγκών εστίασης και διασκέδασης, σταδιακά, τείνει να χάσει κάθε συγκροτητικό χαρακτηριστικό της. Γινόμαστε με άλλα λόγια, σχεδόν χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε, παρασυρμένοι από τους έντονους ρυθμούς της καθημερινότητας, μέτοχοι της μετατροπής της πόλης σε έναν μη-τόπο, σε ένα γιγαντιαίων διαστάσεων προθάλαμο ξενοδοχείου. Το ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει είναι πώς αυτή η τάση μπορεί να ανατραπεί, πώς η Αθήνα διατηρώντας την εξωστρέφεια της, ως πρωτεύουσα και τόπος εισδοχής του μεγάλου όγκου των τουριστών (που «οφείλει» για οικονομικούς λόγους να δέχεται), μπορεί να προσελκύσει μία ποιοτική μερίδα επισκεπτών, που δεν θα περιορίζεται στην περιδίνηση μέσα στα αρχαία κατάλοιπα ενός παρελθόντος πολιτισμού και πολύ περισσότερο, το πώς θα συσπειρώσει τους μόνιμους (υπεράριθμους) κατοίκους της γύρω από ενεργούς πυρήνες πολιτισμού. Διότι, κάθε χώρος, ακόμη και ο αστικός, για να μπορεί να διατηρεί τα χαρακτηριστικά της οικειότητας που τον ανάγουνε σε τόπο, για να γίνεται ένα τοπίο βιωμένο, με χρόνους παρελθόντες, παρόντες και μέλλοντες στις αποσκευές του, πρέπει να διατηρεί, ή να εφευρίσκει νέους, θετικούς θύλακες συσπείρωσης του πλήθους που τον κατοικεί.

Το βιβλίο, ως μία ξεχωριστή μονάδα πολιτισμού, ως ένα εξαιρετικά επιδραστικό μέσο θετικής συσπείρωσης των κοινωνιών, θα μπορούσε να αποτελέσει έναν βασικό τέτοιο θύλακα. Και μιλώντας για το δίπολο βιβλίο και πόλη μεταφερόμαστε αυτόματα στην έννοια της δημόσιας/δημοτικής βιβλιοθήκης. Ποια όμως είναι η θέση των βιβλιοθηκών στην σημερινή Αθήνα; Πόσο ενεργός είναι ο ρόλος τους στη ζωή της πόλης και πόσο σωστή χωροταξικά η θέση τους μέσα στον πολεοδομικό ιστό; Πώς λειτουργεί σήμερα η Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων; Η μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στις σύγχρονες αλλά εξωαστικές εγκαταστάσεις του Πάρκου Σταύρος Νιάρχος είναι μία κίνηση που ενισχύει ή που εξασθενεί τη σύνδεση του βιβλίου με τον πολίτη και την αστική ζωή; Δυστυχώς, η Αθήνα στη σημερινή συνθήκη αποτελεί μία πόλη, η οποία στρέφει τα νώτα στο βιβλίο και τον φυσικό του χώρο, τις βιβλιοθήκες,. Και ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια, το 2018, χρίστηκε από την UNESCO παγκόσμια πρωτεύουσα βιβλίου μοιάζει ότι σήμερα οι δημόσιοι χώροι που αφορούν στο βιβλίο, την διάδοση της φιλαναγνωσίας και της αναγνωστικής παιδείας των πολιτών της στερούνται κάθε πολιτειακής μέριμνας. Όπως πολύ εκτενώς αναφέρει η Ραφαέλα Μανέλη στο άρθρο της «Αθήνα: μία πρωτεύουσα χωρίς δημοτικές βιβλιοθήκες» στο Insidestory: Για τα επτά συνολικά δημοτικά διαμερίσματα, οι βιβλιοθήκες που διοικητικά υπάγονται στον Οργανισμό Πολιτισμού Αθλητισμού και Νεολαίας (ΟΠΑΝΔΑ) είναι πέντε· εκτός από την Κεντρική, η μόνη άλλη για ενήλικες είναι η Ιωάννειος δανειστική, που συστεγάζεται –θυμίζοντας εφορία– στον 3ο όροφο ενός κληροδοτήματος μαζί με άλλες υπηρεσίες στην οδό Πανόρμου. Η συλλογή της είναι μικρή και παλιά, ενώ η βιβλιοθήκη δεν διαθέτει καν βιβλιοθηκονόμο, αφού ο τελευταίος συνταξιοδοτήθηκε. Στην ίδια μοίρα είναι και η βρεφική βιβλιοθήκη λίγο πιο κάτω. Κατά συνέπεια, οι πέντε βιβλιοθηκονόμοι της κεντρικής βιβλιοθήκης αναγκάζονται να εργάζονται εναλλάξ σε αυτές, για να καλύπτουν τις ανάγκες. Ακόμα, ο Δήμος διαθέτει την παιδική βιβλιοθήκη απέναντι από την κεντρική και μια παιδική-εφηβική στο Πάρκο για τον Παιδί και τον Πολιτισμό, στο 7ο δημοτικό διαμέρισμα.

            Εκτός όμως από τον περιορισμένο αριθμό τους, την υποστελέχωση και τα πολύ δυσλειτουργικά ωράρια (κλειστές κατά τις απογευματινές ώρες και τα Σαββατοκύριακα) των λίγων, για τον πληθυσμό και την έκταση της πόλης, δημοτικών βιβλιοθηκών, αυτό που θέλω με επίφαση να σημειώσω από τη δική μου σκοπιά, ως βασική τροχοπέδη στην ανάπτυξη ενός ζωτικού δικτύου για το βιβλίο και την διάδοση του αναγνωστικού πολιτισμού, είναι η εσφαλμένη επιλογή των θέσεών τους στον αστικό χάρτη των χρήσεων. Αρχής γενομένης από την Κεντρική Δημοτική Βιβλιοθήκη του Δήμου Αθηναίων, που στεγάζεται στο παλιό φρουραρχείο της πόλης στην οδό Δομοκού, στον Σταθμό Λαρίσης, σε μία ακραία υποβαθμισμένη και δύσκολα προσβάσιμη ζώνη (με το κτίριο σε καθεστώς αποκατάστασης τα τελευταία χρόνια), αλλά και την μεταφορά της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο ΙΣΝ, ο πυρήνας της πόλης, το Σύνταγμα, η ευρύτερη περιοχή του Πανεπιστημίου, τα Εξάρχεια αλλά και ο παραδοσιακός οικισμός της Πλάκας, (το οραματικό τρίγωνο των Κλεάνθη-Σάουμπερτ, που παρότι δεν υλοποιήθηκε υπήρξε χωροταξικά για περισσότερο από ενάμιση αιώνα χώρος συγκέντρωσης και διάδοσης ιδεών) ζουν και αναπτύσσονται αποκομμένες από την έννοια των βιβλιοθηκών και παραδομένες στην άκρατη και άκριτη τουριστική ανάπτυξη. Τόσο το Υπουργείο Πολιτισμού, όσο και ο Δήμος Αθηναίων, διαθέτουν στην κατοχή τους ένα τεράστιο κτιριακό απόθεμα, ένα τμήμα του οποίου στεγάζει δημόσιες υπηρεσίες και ένα πολύ μεγαλύτερο κομμάτι παραμένει πλήρως ανενεργό και στα όρια της ερειπίωσης. Γιατί, λοιπόν, οι βιβλιοθήκες παραμένουν παραγκωνισμένες στα όρια της πόλης και έξω από αυτή ενώ οι κρατικές δομές έχουν στην ιδιοκτησία τους κτίρια που θα μπορούσαν να τις στεγάσουν στον πυρήνα της πόλης; Πώς οι νέοι θα προσεγγίσουν τη γνώση, τη λογοτεχνία, την επιστήμη, την ιστορία, ανεπιτήδευτα, χωρίς τις παρωπίδες που θέτει το εκπαιδευτικό σύστημα από την πρωτοβάθμια έως και την τριτοβάθμια εκπαίδευση, απαγκιστρωμένοι από τη χρησιμοθηρική χροιά, που είναι συνυφασμένη με την μελέτη και την έρευνα στα ελληνικά σχολεία και στα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας;

Η περιπλάνηση ανάμεσα στα ράφια και τους διαδρόμους των βιβλιοθηκών, οι χαμηλόφωνοι διάλογοι στα τραπέζια και η άναρχη ανταλλαγή απόψεων που χτυπούν πάνω στους τοίχους από βιβλία και επιστρέφουν με άλλες ιδέες, από μόνα τους μπορούν να συγκροτήσουν μία πόλη, μία ολόκληρη πόλη μέσα στην πόλη παλλόμενη και ζωντανή, έτοιμη να απελευθερώσει τις σκέψεις και τα αισθήματα των κοινωνιών. Κατά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους ο σχεδιασμός και η συγκρότηση της εθνικής ταυτότητας επετεύχθη μέσα από τον επανασχεδιασμό της Αθήνας, ως πρωτεύουσα, όχι γύρω από τα Ανάκτορα αλλά με κέντρο την αθηναϊκή τριλογία της Ακαδημίας, του Πανεπιστημίου και της Βιβλιοθήκης, με την αντίστροφη δηλαδή πορεία, που μοιάζει να σχεδιάζεται σήμερα η αποδόμησή της, καθώς ένας-ένας οι εμβληματικοί αυτοί χώροι αποκτούν μνημειακό χαρακτήρα και οι χρήσεις, που αποτελούσαν τα ζωτικά τους όργανα, μετεγκαθίστανται σε νέους χώρους, διαφορετικής νοηματοδότησης και αρχιτεκτονικής, απομακρυσμένους από το σφικτό αστικό ιστό. Και αναρωτιέμαι: αν αυτό δεν είναι προϊόν οργανωμένου σχεδίου υποβάθμισης του βιβλίου και συνεπώς αδρανοποίησης της κριτικής σκέψης της κοινωνίας, μήπως οι υπεύθυνοι θα έπρεπε να επανεξετάσουν τη θέση των βιβλιοθηκών μέσα στον αστικό χώρο της Αθήνας υπό το πρίσμα ενός ολιστικού επανασχεδιασμού των χρήσεων γύρω από τα τοπόσημα του νεώτερου πολιτισμού και της αστικής, συλλογικής μας μνήμης; Κτίρια μικρότερης ή μεγαλύτερης κλίμακας, που βρίσκονται στην κατοχή του ΥΠΠΟΑ και του Δήμου Αθηναίων και σήμερα απλώς γερνούν, θα μπορούσαν να στεγάσουν μικρότερες ή μεγαλύτερες βιβλιοθήκες, θεματικές ή μη, με ευρύ ωράριο, ανοιχτές τα Σαββατοκύριακα και τις απογευματινές και βραδινές ώρες, που θα στεγάσουν την ανία των ανθρώπων της, την ανάγκη για έρευνα, τη μοναξιά της σύγχρονης αστικής συνθήκης, δημιουργώντας ένα διευρυμένο δίκτυο, έναν πυρήνα κοινωνικοποίησης και κοινωνικής δικτύωσης έξω από το ψηφιακό κόσμο ανάμεσα σε ανθρώπους που θα συνδέονται μέσα από τις λέξεις και όχι από τα αρχικόλεκτα και τα emoticons. Ένα τέτοιο δίκτυο για το βιβλίο, σε συνδυασμό με δορυφορικές, συγγενείς και επικουρικές, χρήσεις θα μπορούσε να δώσει νέα πνοή στην πόλη και στην κοινωνία, να επανανοηματοδοτήσει κινήσεις και διαδρομές, αλλά και να επανασχεδιάσει ολόκληρες ζώνες, που, σήμερα, είτε γερνούν είτε μεταποιούνται σε ένα διαφορετικής υφής τουριστικό προϊόν.

Η Αθήνα, ως πρωτεύουσα και ως πολιτεία, κάποτε, μενεξεδένια, έχει δυνατότητες ανάπτυξης, τόσο λόγω του ιστορικού της αποτυπώματος, όσο και λόγω της πολεοδομικής της δομής, πολύ ευρύτερες από αυτές που τις δίδονται αλλά και από αυτές ακόμη, που μπορεί να φανταζόμαστε. Είναι μία πόλη που ακόμη και όταν λιποψυχεί διατηρεί τον παλμό της και η λογοτεχνία, η ποίηση, η φιλοσοφία, που κρύβονται μέσα στις, εν υπνώσει, βιβλιοθήκες της, στα σπίτια των συγγραφέων και των ποιητών της, που συχνά απλά και μόνο υπομνηματίζονται από μεταλλικές πλακέτες στις προσόψεις τους, μπορούν να γίνουν ο ρυθμός πίσω από το χτύπο της, αρκεί κάποιος, κάποτε να κοιτάξει με σοβαρότητα την ανάγκη της κοινωνίας να στραφεί ξανά στις λέξεις που κρύβονται μέσα στα βιβλία και να ενορχηστρώσει αυτή την ανάγκη. Γιατί μπορεί να ζούμε στην ψηφιακή εποχή του διαδικτύου και της εικόνας, όπου οι πληροφορία διακινείται με ταχύτητες φωτός, αλλά συχνά αυτό το φως της πληροφορίας πλάθει εικόνες που αδρανοποιούν τις αισθήσεις και τη σκέψη. Και μπορεί, ακόμη, μία εικόνα να ισούται με χίλιες λέξεις αλλά, ας μην ξεχνάμε, ότι χίλιες λέξεις ενός βιβλίου πλάθουν κόσμους, τόσους, όσοι οι άνθρωποι που θα τις διαβάσουν και όλοι οι κόσμοι αυτοί κατοικούν στα βιβλία εκείνα που δανειζόμενα πέρασαν από χέρι σε χέρι και αναπαύονται στα ράφια κάποιας δανειστικής βιβλιοθήκης.

 

(*) Η Έφη Κατσουρού είναι αρχιτέκτων, ποιήτρια.

Βλέπε ακόμα και το

Η Αθήνα ως μη-τόπος (1)

Προηγούμενο άρθρο «Ονειρόδραμα» του Στρίντμπεργκ – Το όνειρο της ζωής και το όνειρο του θεάτρου (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΜια αυτοβιογραφία της Μεταπολίτευσης (της Αγγέλας Καστρινάκη)

2 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Τι μπορεί να γίνει για την “ανασταση” της Βαλλιανειας Βιβλιοθήκης?? Είναι συνεχώς κλειστή.. Ποιος ο προγραμματισμός για την λειτουργία του μοναδικού κτιρίου??
    Τι πρέπει να κάνουμε??

  2. Είναι ακριβώς έτσι τα πράγματα σε όλες τις Δημοτικές Βιβλιοθήκες της Αθήνας. Δυστυχώς υπολειτουργούν και είναι κρίμα γιατί όλοι τις χρειαζόμαστε.
    Μικροί και μεγάλοι.
    Να στείλουμε το άρθρο στο νέο Δήμαρχο;
    Να μαζέψουμε υπογραφές για να υπερασπιστούμε τις Βιβλιοθήκες!
    Αξίζει τον κόπο.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ