της Βασιλικής Βασιλούδη (*)
Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Βιβλίου Χανίων (Ιούνιος 2023) συμμετείχα μαζί με τη Μαρίζα Ντεκάστρο και την Ελένη Σβορώνου στη συζήτηση που διοργάνωσε Ο ΑΝΑΓΝΩΣΤΗΣ με θέμα «Το μέλλον της ανάγνωσης: Τα παιδιά», με συντονιστή τον Γιάννη Μπασκόζο. Οι δύο συγγραφείς και κριτικοί παιδικού βιβλίου μίλησαν για τους μύθους και τις αλήθειες που περιβάλλουν το ζήτημα της φιλαναγνωστικής στάσης των παιδιών στη χώρα μας. Προερχόμενη από τον χώρο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, όπου είχα την ευκαιρία να «μοιραστώ» αρκετές ώρες φιλαναγνωσίας και φιλαναγνωστικών δράσεων με τους μαθητές και τις μαθήτριές μου, στο πλαίσιο είτε διαφόρων γνωστικών αντικειμένων είτε ομίλων φιλαναγνωσίας, διαπίστωσα από τις τοποθετήσεις τους για μια ακόμη φορά την ευρεία κοινωνική συναίνεση σχετικά με τη σπουδαιότητα της πρώιμης μύησης των παιδιών στην ανάγνωση, την αναγκαιότητα της καλλιέργειας φιλαναγνωστικών στάσεων και τον ρόλο που μπορεί να διαδραματίσουν οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί.
Οι εκπαιδευτικοί; Οι υπηρετούντες και οι μελλοντικοί.Οι μελλοντικοί; Ναι, οι φοιτητές και οι φοιτήτριές μας των Παιδαγωγικών Τμημάτων. Η εμπειρία μου πλέον στην Τριτοβάθμια, σε ένα Παιδαγωγικό Τμήμα, μου επιτρέπει να μελετήσω κι έναν άλλο παράγοντα στην εξίσωση της φιλαγνωσίας: όχι μόνο τον ρόλο των γονέων, των υπηρετούντων εκπαιδευτικών, της πολιτείας, των διαθέσιμων πόρων, αλλά και τον ρόλο των μελλοντικών εκπαιδευτικών, οι οποίοι μπορεί να λειτουργήσουν ως μέντορες των εκκολαπτόμενων αναγνωστών.
Προϋπόθεση βασική: να είναι οι ίδιοι αναγνώστες. Ερώτημα βασικό: Είναι αναγνώστες; Και ναι, και όχι! Στην πλειονότητά τους, όμως, μετά λύπης, λέω όχι. Είναι, ωστόσο, περιστασιακοί αναγνώστες… Δεν μπορούν να χαρακτηριστούν εντατικοί αναγνώστες με διαμορφωμένες προτιμήσεις και κριτική στάση. Για να μην χαρακτηριστώ απαισιόδοξη, σπεύδω να υπογραμμίσω ότι η εμπειρία μου δείχνει πως στο Πανεπιστήμιο μπορούμε να ξαναπιάσουμε το νήμα… Και λέω να ξαναπιάσουμε το νήμα, γιατί η αίσθησή μου είναι ότι εκεί γύρω στην εφηβεία τα παιδιά, για πολλούς και διάφορους λόγους, οι οποίοι σχετίζονται τόσο με τη διαμόρφωση του εσωτερικού εαυτού όσο και με την επίδραση του ψηφιακού σκηνικού – όχι δεν είμαι από αυτούς που απορρίπτουν την τεχνολογία – παύουν να βρίσκουν το βιβλίο ελκυστικό.
Η συνάντησή μου στο αμφιθέατρο στην αρχή του εξαμήνου με αυτούς τους νεαρούς ενήλικες αποκαλύπτει πολλά για το προφίλ των μελλοντικών εκπαιδευτικών: περιστασιακοί αναγνώστες, νεφελώδεις γνώσεις έως και μεγάλη σύγχυση σχετικά με τα γένη και τα είδη της λογοτεχνίας, στερεοτυπικές γνώσεις αφηγηματολογίας – κατάλοιπο του μηχανισμού των Πανελλαδικών εξετάσεων – αντίσταση στην ανάγνωση ολόκληρων έργων στο πλαίσιο των υποχρεώσεών τους στα μαθήματα Λογοτεχνίας, κατάλοιπο κι αυτό του σχολείου που διδάσκει ή τουλάχιστον προέκρινε μέχρι πρότινος τη διδασκαλία αποσπασμάτων, άγνοια για τους κλασικούς της ελληνικής και της παγκόσμιας λογοτεχνίας … σποραδικές γνώσεις για τα είδη και τους συγγραφείς της παιδικής λογοτεχνίας.
Αν κι η εικόνα που σκιαγραφώ, φαντάζει μάλλον αποθαρρυντική, θα έλεγα ότι αλλάζει σταδιακά στη διάρκεια της ένταξής μας σε μια ερμηνευτική κοινότητα στο πλαίσιο των μαθημάτων. Διδάσκω παιδική λογοτεχνία στο δεύτερο έτος και σύγχρονη ευρωπαϊκή και νεοελληνική λογοτεχνία στο τρίτο, σε δύο συνεχόμενα εξάμηνα, γεγονός που μου επιτρέπει να δω κάποιες, μικρές έστω, μα συνάμα σημαντικές, μετατοπίσεις στην αναγνωστική τους συμπεριφορά: στην αρχή αντίσταση, η οποία όμως κάμπτεται με την επιλογή έργων που τους ενδιαφέρουν ή έργων που εν αγνοία τους τα έχουν παρακολουθήσει εν είδει σειράς στο Netflix, επιλογή έργων με ενδιαφέρουσα πλοκή και πρωτότυπες αφηγηματικές τεχνικές, επιλογή επιτυχημένων διασκευών των κλασικών έργων.
Επιχειρώ να καταστήσω σαφές ήδη από τις πρώτες συναντήσεις μας ότι αν δεν είναι οι ίδιοι αναγνώστες ή αν δεν γίνουν, δεν υπάρχει περίπτωση να διαμορφώσουν αναγνώστες. Ξεκινώ κάνοντας λόγο για την εσωτερική μας βιβλιοθήκη, την οποία «χτίζουμε» στη διάρκεια της ζωής μας και τονίζω πως είναι απαραίτητο και οι ίδιοι να συγκροτήσουν, ως μέρος του ρόλου τους, σταδιακά μια εσωτερική βιβλιοθήκη. Φαίνεται να πείθονται όταν τους λέω ότι αν δεν είμαστε αναγνώστες, αν δεν ξέρουμε, τα «τερτίπια» της ανάγνωσης, δεν θα είμαστε καθόλου πειστικοί, όταν έρθει η ώρα να «μοιραστούμε» αναγνώσματα και αναγνώσεις, και να μπολιάσουμε τους μαθητές μας με την εμπειρία της ανάγνωσης. Καθώς πρόκειται για φοιτητές πιαδαγωγικών τμημάτων, οι οποίοι εκπαιδεύονται και στην κριτική ανάγνωση και την αποτελεσματική χρήση των κανονιστικών κειμένων της Πολιτείας, δηλαδή των Προγραμμάτων Σπουδών, θεωρώ πολύ σημαντική τη συζήτηση για τον ρόλο της ανάγνωσης, με την ευρεία έννοια του όρου στη σύγχρονη εποχή. Ανάγνωση όχι μόνο λογοτεχνικών κειμένων, αλλά και του δημόσιου λόγου, των έργων τέχνης, των κινηματογραφικών ταινιών, των διαφημίσεων, των ειδήσεων, των πολυτροπικών κειμένων, ώστε να μπορούν να αποκωδικοποιούν το νόημα. Ευχής έργον, βέβαια, να διαβάζουμε όλοι μας και λογοτεχνία, αλλά φιλαναγνωσία σημαίνει εθελοντική ανάγνωση δηλ. να διατηρεί κανείς το δικαίωμα της επιλογής και να συμμετέχει σε μια κατά βάση μοναχική δραστηριότητα σε χρόνο και τόπο που αυτός επιλέγει. Αυτή η βασική αρχή της φιλαγνωσίας καταστρατηγείται τόσο στη σχολική τάξη όσο και στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, αφού καλούνται να προσεγγίσουν κείμενα που δεν έχουν επιλέξει οι ίδιοι. Γι’ αυτόν τον λόγο, φροντίζω να αντιληφθούν την παραδοξότητα του εγχειρήματος, αλλά συγχρόνως να αναδείξω μέσα από τη συζήτηση ποιος είναι εντέλει ο ρόλος της λογοτεχνίας και της κριτικής ανάγνωσης στον σύγχρονο κόσμο: η ανάγνωση του ίδιου του κόσμου μέσα από μια πολυπρισματική οπτική στη βάση των ανθρωπιστικών αξιών.
Τι κείμενα προσεγγίζουμε; Για κάποιον λόγο, δεν μου αρέσει να χρησιμοποιώ τον όρο «διδάσκω» σε σχέση με το λογοτεχνικό φαινόμενο, λόγω και της αισθητικής του διάστασης, αν και πράγματι πρόκειται για διδασκαλία, εφόσον οι φοιτητές αξιολογούνται και σε αυτό το μάθημα. Πίσω στα κείμενα: στα υποχρεωτικά μαθήματα, η πλειονότητα των κειμένων εντάσσεται στον κανόνα της Λογοτεχνίας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι λείπουν τα σύγχρονα έργα. Στη διάρκεια του εξαμήνου καλούνται να διαβάσουν πέντα έργα διαβαθμισμένης δυσκολίας – δεν σημαίνει ότι τα διαβάζουν όλοι και όλα – και κάποια αποσπάσματα από άλλα έργα στο πλαίσιο της οργάνωσης του μαθήματος στη λογική της συνανάγνωσης, ή του δικτύου ή της συστάδας κειμένων. Επιχειρώ με αυτόν τον τρόπο αφενός να τους εισαγάγω σε περισσότερα κείμενα, συγγραφείς, αισθητικές τάσεις, αφετέρου να δείξω ότι στην τάξη ενδείκνυται να χρησιμοποιούν για το ίδιο θέμα κείμενα διαφορετικών ειδών που πριμοδοτούν διαφορετικές οπτικές του ίδιου θέματος, συχνά αντικρουόμενες, ώστε να εθίζουν τους μαθητές τους στην κριτική ανάγνωση των κειμένων. Παράλληλα, η λογική της συστάδας κειμένων ανταποκρίνεται όχι μόνο στις διαφορετικές προτιμήσεις των μαθητών, αλλά συμβάλλει και στη διαφοροποίηση της διδασκαλίας για τους πιο αδύναμους ή λιγότερο πρόθυμους αναγνώστες, την οποία επιτάσσει η σύγχρονη αρχή της συμπεριληπτικής εκπαίδευσης. Εκτός από τα υποχρεωτικά μαθήματα, οι φοιτητές μας έχουν τη δυνατότητα να παρακολουθήσουν και σεμινάρια λογοτεχνίας που απευθύνονται σε μικρότερα ακροατήρια. Στο πλαίσιο των σεμιναρίων λογοτεχνίας, επιλέγουν μόνοι τους κείμενα σχετικά με ένα θέμα και με την υποστήριξή μου καταλήγουν να παρουσιάζουν προφορικά και γραπτά μια εργασία που έχουν δομήσει οι ίδιοι. Στην περίπτωση αυτή, πολλές φορές προχωρούν σε «ατυχείς» επιλογές, δηλαδή επιλέγουν έργα που ενώ επιχειρούν, υποτίθεται, να υπονομεύσουν στερεότυπα, στην ουσία τα αναπαράγουν, ή έργα με κακή εικονογράφηση ή κείμενα χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, όμως, αρχίζουν να αντιλαμβάνονται και οι ίδιοι ότι η επιλογή των κειμένων είναι πολύ σημαντικό ζήτημα και κατ’ επέκταση ζήτημα αισθητικής, αλλά και πολιτικό ζήτημα: τα βιβλία που επιλέγουμε να δώσουμε στα παιδιά μας, στους φοιτητές μας, αποτελούν εν πολλοίς κι έναν καθρέφτη της κοινωνίας που οραματιζόμαστε …
Στη διάρκεια, λοιπόν, της κοινής μας πορείας για ένα έως δύο χρόνια, βλέπω ελπιδοφόρες μετατοπίσεις και δεν είναι λίγες οι φορές που οι φοιτήτριες και οι φοιτητές ζητούν να τους συστήσω κάποιο βιβλίο ή βιβλία για την πρακτική τους άσκηση. Δεν αρνούμαι να τους υποστηρίξω, αλλά τους παροτρύνω να ψάξουν πρώτα οι ίδιοι στις βιβλιοθήκες και στα βιβλιοπωλεία και στη συνέχεια να συζητήσουμε τις επιλογές τους.
Με ποιους άλλους τρόπους επιχειρούμε τη σφυρηλάτηση αναγνωστικών συμπεριφορών; Για παράδειγμα, στο επόμενο εξάμηνο σχεδιάζουμε το στήσιμο θα στήσουμε μιας έκθεσης προς τιμήν της Άλκης Ζέη στην Κεντρική Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου, η οποία θα είναι ανοικτή τόσο στο φοιτητικό όσο και στο μαθητικό κοινό. Θα διαβάσουν, θα πειραματιστούν, θα φανταστούν το στήσιμο της έκθεσης και στο πλαίσιο ημερίδας προς τιμήν της συγγραφέως θα φιλοτεχνήσουν αφίσες σχετικές με το έργο της, με το οποίο, βέβαια, θα έχουν εξοικειωθεί περισσότερο μέσω της ανάγνωσης. Επίσης, θα οργανώσουν ένα μουσικό δρώμενο με βάση τη μουσική που εν είδει διακειμένου εμφανίζεται στον Μεγάλο Περίπατο του Πέτρου. Ένας άλλος τρόπος θα ήταν η δημιουργία αφισών με έργα γύρω από ένα θέμα – δηλαδή συναποφασίζουμε τη θεματολογία, επιλέγουν τα έργα, τα διαβάζουν, τα παρουσιάζουν σε τρία λεπτά και στη συνέχεια φιλοτεχνούν και τη συλλογική αφίσα που αναρτάται σε καίρια σημεία στο campus. Στα προσεχή μας σχέδια είναι η δημιουργία λέσχης ανάγνωσης που θα υποστηρίζεται από εμένα, αλλά και άλλα μέλη-συναδέλφους στο Τμήμα ή και από άλλα Τμήματα, καθώς και η προβολή ταινιών που είναι διασκευές λογοτεχνικών έργων. Έχω την πεποίθηση ότι οι νέοι είναι δεκτικοί στις αλλαγές, περισσότερο από εμάς, πιο αυθόρμητοι στις αντιδράσεις και «ανοιχτοί» στους πειραματισμούς.
Βέβαια, αν θέλουμε να αλλάξει η αναγνωστική τους στάση, πρέπει να μελετήσουμε την αναγνωστική συμπεριφορά τους. Απ’ όσο γνωρίζω, τέτοια πρόσφατη έρευνα πανελλαδικής εμβέλειας δεν έχει γίνει. Εχουμε, βέβαια, την έρευνα των Γκίβαλου, Πολίτη κ.ά. οι οποίοι μελέτησαν το αναγνωστικό προφίλ των φοιτητών στα Παιδαγωγικά Τμήματα της χώρας μας, με ένα ερωτηματολόγιο που απευθυνόταν προς τις διδάσκουσες/τους διδάσκοντες. Επίσης, διαθέτουμε την πρόσφατη έρευνα του ΟΕΣΔΛ (2022), η οποία όμως δεν εστιάζει αποκλειστικά στους νέους. Ωστόσο, καλό θα ήταν να ξεκινήσουμε από τους ίδιους τους νέους και συντονισμένα πλέον να επιχειρήσουμε να παγιώσουμε επιθυμητές αναγνωστικές συμπεριφορές. Η εμπειρία μου τόσο από την Αθμια όσο και από την Γθμια δείχνει ότι το παιχνίδι δεν έχει χαθεί…επένδυση χρειάζεται κι ανθρώπους που να επιθυμούν να σηκώσουν το βάρος αυτής της επένδυσης.
Βέβαια, το ζήτημα της δημιουργίας αναγνωστών δεν είναι μόνο ζήτημα της εκπαίδευσης και των εκπαιδευτικών, αλλά χρειάζεται και ισχυρή πολιτική βούληση. Προσπάθειες γίνονται σε διάφορα επίπεδα… Να αναφέρω τα προγράμματα της Εθνικής Βιβλιοθήκης στο Πλαίσιο της Καλοκαιρινής Εκστρατείας, τα προγράμματα φιλαναγνωσίας μουσείων και βιβλιοθηκών ανά την επικράτεια, τους σχολικούς ομίλους φιλαναγνωσίας, τις λέσχες ανάγνωσης, τις βιβλιοπαρουσιάσεις έργων για παιδιά, οι οποίες μπορεί να συνοδεύονται κι από παιγνιώδεις δραστηριότητες φιλαναγνωσίας, τα φεστιβάλ βιβλίου και παιδικού βιβλίου και σταματώ εδώ …
Τι λείπει, κατά την άποψή μου; Δεν είμαι ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία που τονίζει την ανάγκη για ένα οργανωμένο πρόγραμμα αναγνωστικής παρέμβασης σε εθνικό επίπεδο, με πρωταρχικό στόχο την καλλιέργεια φιλαναγνωστικών στάσεων στα παιδιά, αλλά και σε άλλες κοινωνικές ομάδες π.χ. ευάλωτες κοινωνικές ομάδες, άτομα τρίτης ηλικίας. Απαιτούνται, επομένως, κεντρικός συντονισμός, ακόμα και σε επίπεδο περιφέρειας, αν όχι σε επίπεδο κρατικού σχεδιασμού, οικονομική επένδυση, μακρόπνοο όραμα και αξιολόγηση – ναι, κυρίως αυτή – των προσπαθειών, ώστε να διαπιστώσουμε τι μπορεί να αλλάξει σε βάθος χρόνου. Επένδυση, λοιπόν, μικροσκοπική και μακροσκοπική… για να φύγουμε επιτέλους από το σημείο εκκίνησης.
(*) Η Βασιλική Βασιλούδη είναι Επίκουρη Καθηγήτρια Παιδικής Λογοτεχνίας στο
Παιδαγωγικό Τμήμα Δημοτικής Εκπαίδευσης, Πανεπιστήμιο Κρήτης.