Αλμπέρ Καμύ : “H τιμή του κόσμου βρίσκεται στους καταπιεσμένους” (του Στέφανου Δημητρίου)

1
323

του Στέφανου Δημητρίου

 

I

 

«Για μένα, η τιμή του κόσμου βρίσκεται στους καταπιεσμένους, και όχι στους ισχυρούς». [1]  Η συγκεκριμένη φράση ίσως να είναι και η αφετηριακή προϋπόθεση, για να προσεγγίσει κανείς το έργο του Καμύ και σίγουρα τα τριάντα τρία κείμενα που συγκεντρώνονται σε αυτήν την ωραία έκδοση και τα οποία φέρουν έντονα όλα τα γνωρίσματα από τον ιδιαίτερο παλμό που χαρακτηρίζει τον λόγο του Καμύ.  Άλλωστε πρόκειται για κείμενα από διαλέξεις. Έχουν γραφεί τόσα για τον Καμύ, ώστε να μην υπάρχει ευπαίδευτος άνθρωπος που να μη γνωρίζει κάτι για το έργο του. [2]  Μπορούμε, πριν να προχωρήσουμε σε αυτά τα κείμενα, να ξεκινήσουμε από ένα από τα πιο γνωστά – μαζί με την «Πανούκλα» – έργο του. Και αυτό νομίζω ότι είναι ο «Ξένος».  Από τα αναγνωστικά σκιρτήματα της πρώιμη εφηβείας ακόμη, στα επόμενα χρόνια, μέχρι και την ανάγνωσή του κατά την ηλικιακή ωρίμαση, όπου όλα μάλλον διαβάζονται αλλιώς και σαν είναι άλλα, σε σχέση με τις προηγούμενες αναγνωστικές προσεγγίσεις, ο «Ξένος» δεν είναι απλώς το κορυφαίο έργο του Καμύ. Είναι ο Καμύ. Δεν το λέω με την έννοια ότι ο Καμύ, στον «Ξένο», περιγράφει τον εαυτό του. Αυτό είναι δουλειά των έγκυρων μελετητών του να το κρίνουν, και ο γράφων δεν συγκαταλέγεται σε αυτούς. Το λέω με την έννοια ότι ο Καμύ, στον «Ξένο», περιγράφει το πώς είναι το να είμαστε – ή να φανταστούμε ότι είμαστε – ξένοι προς εμάς τους ίδιους, προς τον ίδιον μας τον εαυτό. Με άλλα λόγια, νομίζω ότι ο «Ξένος» μάς θέτει ενώπιον του ερωτήματος ως προς το τι μπορεί να μας κρατήσει μακριά από το πρώτο πρόσωπο της προσωπικής αντωνυμίας, δηλαδή την κατεξοχήν δήλωση της προσωπικής ταυτότητας. [3]

Το κείμενο της πρώτης διάλεξης, «Η Γηγενής Κουλτούρα. Η νέα μεσογειακή κουλτούρα», που έδωσε ο Καμύ, στα είκοσι τρία χρόνια του, το 1937, μέλος, τότε, το Κομμουνιστικού Κόμματος της Αλγερίας, αλλά και Γενικός Γραμματέας του Πολιτιστικού Κέντρου της Αλγερίας, αναδεικνύει τη σημασία της Μεσογείου, μέσα από μία δήλωση προθέσεων και ένα συνακόλουθο ερώτημα: «Επιθυμούμε απλώς να βοηθήσουμε έναν τόπο να εκφράσει τον εαυτό του. Τίποτα περισσότερο. Το πραγματικό ερώτημα: είναι εφικτή μια νέα μεσογειακή κουλτούρα;» (σ. 15). Για τον Καμύ, αυτή η κουλτούρα είναι το πνευματικό περιβάλλον μιας κοινής ζωής διαφορετικών ανθρώπων. Ως προς αυτό το πνευματικό περιβάλλον, θα ξεχωρίσει τις μορφές δύο ανθρώπων: Η αναφορά του στον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης, για τον οποίον πιστεύει ότι είναι «αυτός που έπλασε, από τον εσωστρεφή και ταλανιζόμενο χριστιανισμό, έναν ύμνο στη φύση και στην απλοϊκή χαρά», θα συμπληρωθεί από το ότι «Ο προτεσταντισμός είναι, κυριολεκτικά μιλώντας, ο καθολικισμός που απομακρύνθηκε από τη Μεσόγειο και από τη, μοιραία και συναρπαστική ταυτόχρονα, επιρροή της» (σ. 17). Με αυτές τις δύο αναφορές, που κάνει ο Καμύ, σε αυτήν τη διάλεξη, τονίζει την αντίθεσή του προς τη θέση ότι η Μεσόγειος έχει μια κουλτούρα, η οποία «είναι η εικόνα εκείνης της λατινικής αρχαιότητας που η Αναγέννηση προσπάθησε να ανακαλύψει εκ νέου διασχίζοντας τον Μεσαίωνα». Η αναφορά αυτή δεν είναι τυχαία: Ο Καμύ θέλει να δείξει ότι η μουσολινική επέμβαση στην Αιθιοπία είναι βαρβαρότητα, έξω από την κουλτούρα της Μεσογείου. Η Ευρώπη, αλλά και η κουλτούρα της Μεσογείου,  είναι το πεδίο, ο τόπος, του ανθρωπισμού, άρα η φασιστική βαρβαρότητα είναι η ακύρωση του ευρωπαϊκού πολιτισμού. Όμως, μόνο με τα κριτήρια αυτού του πολιτισμού και του ανθρωπισμού, τον οποίον ανέδειξε, μπορεί να κριθεί και να προσδιοριστεί ως βαρβαρότητα. Αλλιώς, θα είναι απλώς κάτι που συνέβη ως επιβολή της κυριαρχική βούλησης του ισχυροτέρου, δηλαδή του μεσοπολεμικού φασισμού. Για την αξία αυτού του ανθρωπισμού, θα δούμε και πιο κάτω, όταν θα δούμε γιατί ο Καμύ μάς ξαναέμαθε γράμματα από την αρχή.

Αυτή η βαρβαρότητα, για τον Καμύ, ανατρέχει σε μία εικόνα της Ρώμης, που «δεν πήρε από την Ελλάδα τη ζωή, αλλά μια παιδαριώδη, παραπλανητική αφηρημένη έννοια. Η Μεσόγειος είναι αλλού. Είναι η άρνηση αυτή καθαυτήν της Ρώμης και του λατινικού πνεύματος» (σ.18). Θα μπορούσαν να διατυπωθούν σοβαρές, επιχειρηματολογικώς πολύ στέρεες, αντιρρήσεις σε αυτή θέση – τις οποίες θα συμμεριζόμουν – ιδίως σε αναφορά προς την καταγωγική προέλευση του ευρωπαϊκού δικαιικού πολιτισμού. Σε μία τέτοια περίπτωση, όμως, θα παραβλέπαμε το έτος κατά το οποίο ο Καμύ δίνει αυτή τη διάλεξη. Ο Καμύ συνδέει τον πολιτισμό της Μεσογείου με μία ιδέα της αξίας του Ανθρώπου. Γι’ αυτό και θεωρεί βάρβαρη την πολιτική της μουσολινικής Ιταλίας στην Αιθιοπία. Ο Καμύ συνδέει τον ευρωπαϊκό πολιτισμό με τον ανθρωπισμό και τις καταβολές του. Αυτός ο ανθρωπισμός προϋποθέτει τη δυνατότητα κοινοτικής συνύπαρξης. Αυτή η κοινότητα δεν θα είναι ρωσική (έχει πάντα σημασία η χρονιά της διάλεξης). Ο Καμύ, αφού έχει περιγράψει τη Μεσόγειο ως συνθήκη και τόπο που, «επειδή μεταμόρφωσε τόσο πολλά δόγματα οφείλει να μεταμορφώσει και τα σημερινά», θα τονίσει εμφατικώς, και πάντα σε αναφορά προς τη συγκυρία, δηλαδή το έτος κατά το οποίο δίνει τη διάλεξη του, ότι «Ένας μεσογειακός κολλεκτιβισμός θα είναι διαφορετικός από έναν ρωσικό κολλεκτιβισμό αυτόν καθαυτόν. Η παρτίδα του κολλεκτιβισμού δεν παίζεται πλέον στη Ρωσία: παίζεται στη λεκάνη της Μεσογείου και στην Ισπανία τώρα που μιλάμε. Βέβαια, η παρτίδα του ανθρώπου έχει παιχτεί προ πολλού, αλλά ίσως τώρα να έχει φτάσει η κορύφωση της τραγωδίας και να κρατάμε τόσα πολλά ατού στα χέρια μας» (σ.20). Υπάρχει, λοιπόν, μια παρτίδα του ανθρώπου, που παίζεται συνεχώς. Αλλά, «ίσως τώρα», δηλαδή «τώρα που μιλάμε», να είναι καλύτερα τα πράγματα. Αυτή η «παρτίδα του ανθρώπου», που «έχει παιχτεί προ πολλού», φαίνεται στα κείμενα των διαλέξεων του Καμύ σαν υδατογράφημα. Είναι σαν μια εικόνα που τρεμοπαίζει κάτω από το εξεταστικό βλέμμα του αναγνώστη. Είναι, λοιπόν σαν υδατογράφημα, είναι σαν μια εικόνα που τρεμοπαίζει, αλλά αυτή η ίδια καθεαυτή τι είναι; Είναι, όπως θα δούμε, μια ιδέα για το τι είναι ο άνθρωπος. Μια ιδέα μπορούμε να την γράψουμε, να την ακούσουμε ή και να την φανταστούμε. Ο Καμύ, στη διάλεξή του, θα προτιμήσει την ενάργεια της τελευταίας δυνατότητας. Η επιλογή του θα είναι να μας κάνει να φανταστούμε. Να φανταστούμε μια ιδέα του πώς μπορεί να είναι οι άνθρωποι, μέσα στη συντυχία των πραγμάτων, όταν κινούνται στην κόψη της απόγνωσης και του αδιεξόδου. Και, τότε, ξάφνου, αντικρύζουν κάτι που τους κάνει να είναι άνθρωποι, οι οποίοι, στη θέα μιας εικόνας, αλλάζουν και αυτό που γίνονται είναι αυτό το οποίο κάνουν εκείνη τη στιγμή. Και αυτό που γίνονται και κάνουν συνδέεται και με την πολιτική, ώστε, μάλιστα, μέσα από αυτήν την εικόνα, ο Καμύ να μας λέει και τι είναι η πολιτική, να εξηγεί γιατί υπάρχει αυτή. Και έτσι να μας δίνει και τον ορισμό της. Μας καλεί, λοιπόν, να φανταστούμε το εξής: «Ο Ξενοφών εξιστορεί στην Κάθοδο των Μυρίων, πώς οι Έλληνες στρατιώτες που ριψοκινδύνευσαν στην Ασία, επιστρέφοντας στην πατρίδα τους, μισοπεθαμένοι από την πείνα και τη δίψα, απελπισμένοι από τις τόσες ατυχίες και ταπεινώσεις, έφτασαν στην κορυφή ενός βουνού απ’ όπου διέκριναν τη θάλασσα. Και τότε, λησμονώντας μπρος στο θέαμα που αντίκρισαν τις κακουχίες τους και την απέχθειά τους, άρχισαν να χορεύουν. Ούτε κι εμείς θέλουμε να απομακρυνθούμε από τον κόσμο. Μόνο μία κουλτούρα υπάρχει. Όχι αυτήν που τρέφεται με αφηρημένες ιδέες και μεγαλορημοσύνες. Όχι αυτήν που δικαιολογεί τις καταχρηστικές συμπεριφορές και τους νεκρούς της Αιθιοπίας και νομιμοποιεί την κλίση προς την ανελέητη κατάκτηση. Αυτήν την ξέρουμε καλά και διόλου δεν την θέλουμε. Θέλουμε αυτήν που ζει στα δέντρα, στους λόφους, στους ανθρώπους. Ιδού λοιπόν γιατί άνθρωποι της Αριστεράς εμφανίζονται σήμερα ενώπιόν σας για να υπηρετήσουν έναν σκοπό που εκ πρώτης όψεως δεν έχει τίποτα κοινό με τις απόψεις τους. Θα ήθελα κι εσείς, όπως εμείς, να πειστείτε τώρα περί του αντιθέτου. Ό, τι είναι ζωντανό είναι δικό μας. Η πολιτική είναι φτιαγμένη για τους ανθρώπους, όχι οι άνθρωποι για την πολιτική» (σ.22). Είναι, λοιπόν, σε αυτήν την εικόνα οι απελπισμένοι Έλληνες στρατιώτες, που, μόλις, ανελθόντες σε μια κορυφή, αντικρίσουν τη θάλασσα, αψηφούν την απελπισία και χορεύουν. Αυτό τούς κάνει να μην απομακρύνονται από τον κόσμο. Αυτό είναι, για τον Καμύ, το καθήκον της πολιτικής: να μην απομακρύνεται η ίδια από τον κόσμο, από τους ανθρώπους. Εκεί παίζεται και «η παρτίδα του ανθρώπου». Ποιου ανθρώπου, όμως;

 

II

Ο Καμύ, στην πολύ γνωστή διάλεξή του «Η Κρίση του Ανθρώπου» (1946), δηλώνοντας ότι σκοπός του είναι να μιλήσει για τη Γαλλία και τους Γάλλους, ορίζει το θέμα του ως εξής: «Οι Γάλλοι αισθάνονται ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να απειλείται και, επιπλέον, ότι δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν εάν μια ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο δεν διασωθεί από την κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος» (σ.33). Νομίζω ότι αυτό το απόσπασμα είναι ιδιαίτερα και κρίσιμα επίκαιρο και σήμερα, τώρα δηλαδή που η Ευρώπη θυμίζει μεσοπολεμική περίοδο, με την άνοδο της Άκρας Δεξιάς και τον ρατσισμό, που απειλούν την αντιπροσωπευτική, φιλελεύθερη δημοκρατία. Είναι επίκαιρο, διότι και τώρα ζούμε μια «κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος», αλλά και επειδή –  και τώρα, όπως και όταν έδινε τη διάλεξή του ο Καμύ – ίσως υπάρχει μια προϋπόθεση, για να μπορούμε να ζούμε. Είναι, λοιπόν, αυτή η προϋπόθεση μια ιδέα. Αλλά τι σημαίνει ότι οι άνθρωποι «δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν εάν μια ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο δεν διασωθεί από την κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος»; Ποια ιδέα για τον άνθρωπο μπορεί να αποτελεί όρο δυνατότητας, ώστε να εξακολουθούν να ζουν οι άνθρωποι; Ο Καμύ ξεκινά με αναφορά στη γενιά του, στις συνθήκες που αναπτύχθηκε, αλλά και στη σχέση της με άλλες γενιές. Είναι η γενιά του πολέμου και των μεγάλων αντιφάσεων. Εκεί, κατά τον Καμύ, αναδεικνύεται η «Κρίση του Ανθρώπου». Ο Καμύ – και πάλι, όπως και πριν – θα πρέπει να δώσει έναν ορισμό, αλλά οι ορισμοί, όπως είδαμε, ενίοτε χάνονται, όπως το νερό μέσα από τα δάχτυλα της χούφτας μας: για να ορίσεις μια έννοια, θα πρέπει να είναι σταθερή σε ένα πλαίσιο, έναν τόπο, τον τόπο του ορισμού. Ο Καμύ, και αυτή τη φορά, θα καταφύγει σε μια εικόνα. Θα προσπαθήσει να ορίσει το τι είναι «Η Κρίση του Ανθρώπου», δηλαδή να απαντήσει στο ερώτημα ως προς το σε τι συνίσταται αυτή, όχι χαρακτηρίζοντάς την, αλλά απεικονίζοντάς την: «Αντί να τη χαρακτηρίσω εν γένει, θα ήθελα να την απεικονίσω καταρχάς με τέσσερις σύντομες ιστορίες μιας εποχής που ο κόσμος έχει αρχίσει να λησμονεί, αλλά η οποία τσουρουφλίζει ακόμα τις καρδιές μας» (σ.35). Ας δούμε, λοιπόν, κάτι πιο σύγχρονο από την εξιστόρηση του Ξενοφώντα: Η πρώτη ιστορία περιγράφει δύο ανακρινόμενους, σε ένα κτίριο της Γκεστάπο, σε μία ευρωπαϊκή πρωτεύουσα, οι οποίοι, βλέπουν, αιματοβαμμένοι οι ίδιοι, τη θυρωρό του κτιρίου να έχει μόλις απολαύσει το πρόγευμά της. Εκείνη, βλέποντας την αντίδραση των δύο, θα τους πει: «Ποτέ δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των ενοίκων!» (σ.36). Οι επόμενες τρεις ιστορίες είναι παρόμοιες και τις παραλείπω, για να μην εκταθεί και άλλο το κείμενο. Γιατί, όμως, ο Καμύ επέλεξε να ορίσει το τι είναι η «Κρίση του Ανθρώπου» με το να την απεικονίσει με αυτές τις ιστορίες; Αφού διευκρινίσει ότι σκοπός του δεν ήταν η συναισθηματική διέγερση των ακροατών-αναγνωστών του, θα πει: «Τις επέλεξα επειδή μου επιτρέπουν να απαντώ διαφορετικά από ένα συμβατικό ‘ναι’ στο ερώτημα ‘Υπάρχει Κρίση του Ανθρώπου;’. Μου επιτρέπουν να απαντώ όπως απάντησαν όλοι αυτοί για τους οποίους μίλησα: ναι, υπάρχει Κρίση του Ανθρώπου, εφόσον ο θάνατος ή ο βασανισμός μιας ύπαρξης μπορεί να εξεταστεί στον κόσμο μας με ένα αίσθημα αδιαφορίας ή φιλικού ενδιαφέροντος, η πειραματισμού, η απλής παθητικότητας. Ναι, υπάρχει Κρίση του Ανθρώπου, εφόσον η θανάτωση ενός ανθρώπου μπορεί να ιδωθεί με τρόπο διαφορετικό από εκείνον του αποτροπιασμού και του σκανδάλου που θα έπρεπε να προκαλέσει, εφόσον ο ανθρώπινος πόνος είναι αποδεκτός ως μια μάλλον βαρετή αγγαρεία όπως τα καθημερινά ψώνια ή η αναμονή στη σειρά για λίγα γραμμάρια βούτυρο» (σ.37).

Στις παλιές ελληνικές ταινίες, ακούγεται η φράση: «Ρε συ, τι σου είναι ο άνθρωπος…». Ο Πρίμο Λέβι το διατύπωσε με τον δικό του αφοπλιστικό τρόπο, με τον τίτλο του συγκλονιστικού βιβλίου του «Εάν αυτό είναι άνθρωπος…». Ο τίτλος περιλαμβάνει και τον Ναζί φρουρό του στρατοπέδου, ο οποίος, έλεγε στους νεοεισερχόμενους κρατουμένους, στο στρατόπεδο συγκέντρωσης: «Εδώ δεν υπάρχουν γιατί…». Και οι δύο, αταίριαστες –  ως προς το ύφος, την τραγικότητα των ορίων, τα οποία ξεπερνά ο άνθρωπος, όταν αυτό το όριο είναι η ανθρωπιά του, αλλά και το νοηματικό βάρος – φράσεις υπαινίσσονται μια ιδέα του ανθρώπου. Είναι αυτό που αναζητεί ο Καμύ, ώστε να πιστέψει ότι θα έχει μέλλον ο κόσμος. Το ερώτημα όμως είναι το πού αναζητεί αυτήν την ιδέα του ανθρώπου ο Καμύ, ώστε να την διασώσει. Οι τέσσερις ιστορίες, που απεικονίζουν την κρίση του ανθρώπου, δείχνουν προς το ψυχικό και ιστορικό έρεβος. Πρόκειται, λοιπόν, για μια ιδέα εκτός Ιστορίας; Ο Καμύ είναι μάλλον πολύ ανθρώπινα ανθρώπινος, για να πιστέψει κάτι τέτοιο. Γι’ αυτό και θα αναζητήσει αυτήν την ιδέα στις αντιφάσεις. Είναι οι αντιφάσεις των ανθρώπων και των περιστάσεων και της Ιστορίας της ίδιας. Ο Καμύ δεν έχει καμία εξωιστορική πίστη (και δεν εννοώ τη θρησκευτική), η οποία να απορρέει από κάποια αναμφίλεκτη βεβαιότητα. Αντιθέτως, θα δείξει μία περίπτωση ανθρώπων, ο οποίοι καταλαβαίνουν τη σκεπτικιστική σχετικοποίηση των βεβαιοτήτων, συνδυάζοντάς την με τη στερεότητα μιας διαρκώς δοκιμαζόμενης πεποίθησης: «Οι Γάλλοι της Αντίστασης που γνώρισα και που διάβαζαν Μοντένιο στο τρένο, καθώς μετέφεραν τις προκηρύξεις τους, αποδείκνυαν ότι μπορούσαμε, τουλάχιστον στη χώρα μας, να καταλάβουμε τους σκεπτικιστές έχοντας συνάμα μια ιδέα περί τιμής» (σ. 45). Το να καταλαβαίνει κάποιος τον σκεπτικισμό, «έχοντας συνάμα μια ιδέα περί τιμής», δηλαδή μιας πεποίθησης τόσο ισχυρής, ώστε να μοιάζει να είναι στερεωμένη σε βραχώδες υπόστρωμα, είναι σαν να σκέφτεται ταυτόχρονα και το υπόστρωμα και την αμφισβήτηση που το διαβρώνει. Άλλωστε αυτό κάνει ο σκεπτικισμός και, γι’ αυτό και είναι  αναγκαίος: σχετικοποιεί, με την κριτική αμφισβήτηση, τη θεμελίωση βεβαιοτήτων, όχι, για να καταρρεύσουμε μέσα στην ισοσθένεια όλων των απόψεων, αλλά για να ξέρουμε, κάθε φορά, γιατί πιστεύουμε ό, τι πιστεύουμε, εξετάζοντάς το συνεχώς. Η ιδέα για τον άνθρωπο, που έχει κατά νουν ο Καμύ, συλλαμβάνει μαζί αυτά τα δύο. Είναι η ιδέα περί ανθρώπου, η οποία συνδυάζει την αλήθεια της πεποίθησης με τη δυνητική της αμφισβήτηση. Είναι η ιδέα του ανθρώπου, ο οποίος είναι κάτι παραπάνω από τη βιολογική του ύπαρξη, το ατομικό του συμφέρον και το «ποτέ δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των ενοίκων», δηλαδή το «εγώ τη δουλειά μου κοιτάζω». Τι είναι, όμως, αυτό που επιτρέπει την ιδέα ενός τέτοιου «διπλού» ανθρώπου, δηλαδή του ανθρώπου ο οποίος συνδυάζει τον Μονταίνιο με την τιμή ως αξία μιας στάσης απέναντι στα πράγματα, όταν αυτό που διακυβεύεται είναι ο ίδιος ο άνθρωπος, ως αξία, και όχι απλώς τα πράγματα; Ο Καμύ θα μας οδηγήσει σε μια ταυτολογία: εάν ο άνθρωπος είναι αυτός που λέει το «ποτέ δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των ενοίκων», ο άνθρωπος είναι και αυτός που θα δείξει ότι αυτό δεν είναι ανθρώπινο, σύμφωνα με μια ιδέα του ανθρώπου, η οποία ταυτίζει την παραπάνω φράση με την κατεξοχήν «Κρίση του Ανθρώπου». Πού θα αναζητήσουμε, λοιπόν, τον πυρήνα αυτής της κρίσης, αλλά και την πιθανή άρση της; Συχνά, ακόμη και η αναφορά της λέξης «ιδέα», όπως αυτή που είδαμε στην εμβληματική φράση του Καμύ, ότι δηλαδή «Οι Γάλλοι αισθάνονται ότι ο άνθρωπος εξακολουθεί να απειλείται και, επιπλέον, ότι δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν εάν μια ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο δεν διασωθεί από την κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος», υπονοεί ένα είδος υπερβατικής τάξης. Ο Καμύ δεν έχει υπόψη κάτι τέτοιο. Η ματιά του είναι πολύ ανθρώπινη, διότι απλώς κοιτάζει τα ανθρώπινα. Είναι αυτός ο ίδιος, όταν το κάνει αυτό. Δεν είναι «Ξένος». Και, για τον Καμύ, και ο ίδιος ο άνθρωπος δεν είναι «Ξένος», όταν θέλει να διασώσει μία τέτοια ιδέα. «Ξένος», προς μία τέτοια ιδέα του ανθρώπου, άρα και προς τη δυνητική απάντηση στο ερώτημα για τον ίδιο τον άνθρωπο, είναι, όταν λέει το «ποτέ δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των ενοίκων». Πού, λοιπόν, μας καλεί ο Καμύ να κοιτάξουμε, για να δούμε αυτή την, προς διάσωση, ιδέα του ανθρώπου, ώστε αυτή να διασωθεί «από την κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος»; Μα εκεί όπου συμβαίνει αυτή η κρίση. Το «συμβαίνει» ουδέποτε συντελείται εν κενώ. Εγγράφεται πάντοτε εντός μίας συνθήκης, σε μια περίσταση, σε μία περίοδο ή σε μία διαμορφωμένη, αλλά και πάντοτε μετασχηματιζόμενη – έστω και σιωπηρώς – κατάσταση. Και πώς ονομάζουμε το πεδίο αυτής της εγγραφής; Η απάντηση του Καμύ θα εντάξει τη ζητούμενη, προς διάσωση, «ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο», καθώς και την «κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος», με τη συνθήκη, αποτέλεσμα της οποίας είναι η ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο. Αυτό, όμως, συνυπάρχει και με το «ποτέ δεν ανακατεύομαι στις δουλειές των ενοίκων». Η τελευταία φράση ανέτως χωρεί στο λανθάνον ερώτημα περί το τι είναι ο άνθρωπος, δηλαδή το τι μπορεί να είναι, κάθε φορά, ο άνθρωπος, διότι αυτός δεν είναι ποτέ κάτι μονοσήμαντο, αλλά είναι η προϋπόθεση, ώστε αυτός ο ίδιος να είναι πολλά, όπως πολύμορφος είναι και ο κόσμος στον οποίο ζει, όπως πολυσχιδείς και πολύπλοκες είναι και οι κρίσεις με τις οποίες παλεύει. Ο Καμύ θα συνδέσει τον άνθρωπο με την κατεξοχήν συνθήκη της αυτοκατανόησής του, δηλαδή την Ιστορία: «Ο κόσμος θα βρισκόταν πάντα μες στην απόγνωση εάν δεν υπήρχε ο άνθρωπος, αλλά υπάρχει ο άνθρωπος και τα πάθη του, τα όνειρά του και η κοινότητά του. Υπάρχουν ορισμένοι από εμάς στην Ευρώπη που, με αυτόν τον τρόπο, συνδυάζουν μια πεσιμιστική άποψη του κόσμου και έναν βαθύ οπτιμισμό για τον άνθρωπο. Δεν ισχυριζόμαστε ότι ξεφεύγουμε από την Ιστορία, γιατί βρισκόμαστε μέσα στην Ιστορία. Ισχυριζόμαστε απλώς ότι αγωνιζόμαστε μέσα στην Ιστορία για να διαφυλάξουμε από την Ιστορία αυτό το κομμάτι του Ανθρώπου που δεν της ανήκει. Θέλουμε μόνο να ανακαλύψουμε εκ νέου τους δρόμους αυτού του πολιτισμού όπου ο άνθρωπος, δίχως να απομακρύνεται από την Ιστορία, δεν θα της είναι πλέον υποδουλωμένος∙ όπου η υπηρεσία την οποία κάθε άνθρωπος οφείλει σε όλους τους ανθρώπους θα ισορροπήσει με την περισυλλογή, τη σχόλη και το μερίδιο της ευτυχίας που ο καθένας οφείλει στον εαυτό του» (σ. 50). Ίσως μόνο στον Ουγκώ, τον κατεξοχήν εκφραστή του Διαφωτιστικού-δημοκρατικού ανθρωπισμού, μπορούμε να βρούμε κάτι παρόμοιο. Αυτός είναι μάλλον ο «υποβολέας», που ψιθυρίζει στον Καμύ την «τιμή» αυτής της παράδοσης και του κόσμου της. Πρόκειται για ένα πεδίο∙ το πεδίο αυτού του ανθρωπισμού. Χωρίς αυτό το πεδίο, δεν συγκροτείται το νόημα της ιδέας του ανθρώπου, άρα ούτε και η κρίση της. Το νόημα δεν παράγεται από τα επιμέρους, μεμονωμένα γεγονότα, αλλά από την ένταξή του σε ένα πεδίο. Οι θρησκείες, οι μεγάλες ιδεολογίες (δεν υπονοώ ότι οι δεύτερες υποκαθιστούν τις πρώτες, αλλά, από την άλλη, και ο συσχετισμός είναι αναπόφευκτος, εάν δεν θέλουμε να είμαστε δογματικοί) εντός ενός πεδίου νοηματοδοτούνται ως προς κάτι το οποίο είναι κακό ή δυστυχές και θα πρέπει να αλλάξει προς την κατεύθυνση της πραγμάτωσης κάποιων ιδεωδών ή μιας γενικής ευτυχίας. Αλλιώς, δεν υπάρχει ελπίδα. Ο Καμύ δεν μιλά για μια ιδέα της Ιστορίας, η οποία ξεδιπλώνεται, έτσι όπως ανοίγουν οι σελίδες βιβλίων μιας ουτοπικής αποκάλυψης. Άλλωστε το τονίζει: «Δεν ισχυριζόμαστε ότι ξεφεύγουμε από την Ιστορία, γιατί βρισκόμαστε μέσα στην Ιστορία». Γι’ αυτό και συνταιριάζει, όχι μόνο την περισυλλογή, αλλά και τη σχόλη, «με το μερίδιο της ευτυχίας που ο καθένας οφείλει στον εαυτό του». Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το θυμόμαστε, όχι μόνο για εμάς, αλλά και σε σχέση με τους άλλους. Γι’ αυτό και αναγνωρίζει και το χρέος που έχουμε στη μνήμη. Γιατί, εάν δεν είμαστε συνεπείς στην εξόφληση αυτού του χρέους, η ιδέα του ανθρώπου, ευρισκόμενη εκτός πεδίου, απονοηματοδοτείται και χάνεται. Η αναφορά του Καμύ στους αντιστασιακούς Γάλλους, που συναιρούν τον σκεπτικισμό «με μια ιδέα περί τιμής», προϋποθέτει την κατανόηση αυτής της έννοιας της τιμής, όχι σε αναφορά προς έναν αρχαϊκό κώδικα, αλλά ως κατάφαση σε ένα προσωπικό ήθος, σε μία ηθική του ανθρώπινου χαρακτήρα και της υπόστασής του εντός των πραγμάτων. Ίσως μόνον έτσι να είναι πιο σαφές το γιατί οι άνθρωποι, πλέον, και όχι μόνον οι Γάλλοι, «δεν θα μπορούν να συνεχίσουν να ζουν εάν μια ορισμένη ιδέα για τον άνθρωπο δεν διασωθεί από την κρίση με την οποία παλεύει ο κόσμος». Αλλά, όπως είπαμε, αυτή η ιδέα, όπως και η κρίση της, συνδέθηκε με μία έννοια περί τιμής ως ηθικής του ανθρώπινου χαρακτήρα και της υπόστασής του μέσα στα πράγματα. Εκεί μάλλον βρίσκεται εκείνο «το κομμάτι του Ανθρώπου», που δεν ανήκει στην Ιστορία. Αυτό ανήκει στην τιμή του κόσμου. Και αυτή, για τον Καμύ – για τον άνθρωπο, τον διατελούντα σε διαρκή ηθική αγρυπνία –  «βρίσκεται στους καταπιεσμένους και όχι στους ισχυρούς». Και το έργο του Καμύ είναι η υπεράσπιση αυτής της τιμής και αυτού του ανθρωπισμού. Είναι, πια, η τιμή της ιδέας για τον άνθρωπο. Χωρίς αυτήν, δεν συγκροτείται η έννοια και η αξία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ίδιας της εγγενούς αξίας του ανθρώπου, η οποία συνδέθηκε με τον ευρωπαϊκό πολιτισμό και τις ελληνορωμαϊκές του καταβολές. Χωρίς αυτήν την ιδέα περί αξίας του ανθρώπου, όχι μόνο τότε, αλλά και σήμερα – κυρίως σήμερα – όλα τα άλλα ίσως και να μην αξίζουν μια πεντάρα.

 

Ο Στέφανος Δημητρίου είναι καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου

[1] Αλμπέρ Καμύ, Ο πρώτος άνθρωπος, μετάφραση: Ρίτα Κολαϊτη, επιμέλεια: Δημήτρης Λυμπερόπουλος, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2017, σ. 291.

[2] Από τις πιο αξιόλογες, πρόσφατες, εργασίες, ξεχωρίζουν τα κείμενα της Μαρίας Στεφανοπούλου, «Ο ήλιος και η ιστορία για τον Καμύ: Μια αναμέτρηση με την ευτυχία ή με το παράλογο» και του Γιάννη Πρελορέντζου, «Μεταστοιχειώνοντας το δύσκολο ξεκίνημα της ζωής σε λογοτεχνική φιλοσοφική δημιουργία», στο:  Τιμή στον Αλμπέρ Καμύ (1913-1960), επιμέλεια: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος, Λόγος, 2022. Αναφέρω αυτά τα δύο κείμενα, επειδή νομίζω ότι η προσεκτική τους μελέτη μπορεί να φωτίσει πολλές από τις πλευρές των κειμένων από τις εν λόγω διαλέξεις του Καμύ. Συνδέουν δηλαδή κυρίως την αναφορά της Μαρίας Στεφανοπούλου για την ευτυχία και του Γιάννη Πρελορέντζου για το πώς οι συνθήκες, κατά το ξεκίνημα του Καμύ, είναι μέρος της λογοτεχνικής και φιλοσοφικής του δημιουργίας, με το περιεχόμενο και το ύφος αρκετών από τις ομιλίες και τις διαλέξεις του.

[3] Δεν αναφέρω καθόλου την «Πανούκλα», ως αριστουργηματική γραφή σχετικά με το πώς το κακό εμφανίζεται στην ανθρώπινη μοίρα και συντυχία ως απρόσμενη, σαρωτική επέλαση μιας δυστυχίας, που πλήττει αναίτια τους ανθρώπους και, ως εκ τούτου, επανακαθορίζει, μεταβάλλοντάς την, την ανθρώπινη κατάσταση, γιατί θέλω, μέσω της σύνδεσης του «Ξένου», με τα κείμενα των διαλέξεων και των ομιλιών, να δείξω ότι ο Καμύ μόνος ξένος δεν ήταν με τον εαυτό του ως υπερασπιστής της τιμής του κόσμου, όπως δηλαδή ερμήνευσα τη φράση – που τιτλοφορεί και αυτό το κριτικό κείμενο – από το «Ο πρώτος άνθρωπος».

 

 

Αλμπέρ Καμύ, Διαλέξεις και ομιλίες 1937-1958, μετάφραση: Ρίτα Κολαϊτη, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 2023.

Προηγούμενο άρθροΗ fake ελληνική διανόηση και η ανασυγκρότηση της αυθεντικής (του Μάκη Ανδρονόπουλου)
Επόμενο άρθροΒιβλιαγορά στην Ακαδημία Αθηνών

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Ευχαριστώ για την καταπληκτική ανάλυση που κάνατε και είχατε την ευγένεια και την καλωσύνη να το μοιραστείτε.
    Είναι τόσο επίκαιρα αυτά που ο Καμύ αλλά κι εσείς καταθέτετε

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ