του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Τα τελευταία χρόνια έχω γράψει κατ’ επανάληψη για τα πεζά του Γιάννη Ευσταθιάδη και για τον ποιητικό αέρα που ξεσπά από ποικίλες διευθύνσεις, φυσώντας στις σελίδες τους. Άλλο, όμως, είναι ένα ποιητικό κλίμα το οποίο έχουμε κάποτε την ευκαιρία να συλλάβουμε σε ορισμένα πολύ άξια κείμενα πρόζας κι άλλο η ποίηση που προέρχεται από τον ίδιο γραφιά. Στον τόμο Ποιήματα και στιχουργήματα (1975-2021), που κυκλοφόρησε προ ολίγου καιρού από το Μελάνι, ο Ευσταθιάδης συγκεντρώνει τα προϊόντα μιας ποιητικής δραστηριότητας η οποία τείνει να αγγίξει τον μισό αιώνα: από τα Ασπρόμαυρα (1975) και την Ποίηση δωματίου (1981) μέχρι το Μάθημα Ωδικής (2018). Να συμπληρώσω εδώ τα παιγνιώδη του Στιχουργήματα (μεταξύ 1987 και 2012), καθώς και κάποια ανέκδοτα ποιήματα της δεκαετίας του 1990 συν τα Στιχάκια για παιδιά (2003-2004).
Τι ακριβώς, όμως, είναι και τι θέλει να μας πει η ποίηση του Ευσταθιάδη; Παίρνοντας αφορμή από την Ποίηση δωματίου, τον τίτλο της δεύτερης συλλογής του, και συνυπολογίζοντας το Μάθημα Ωδικής, τον ακροτελεύτιο τίτλο της σειράς των ποιητικών του βιβλίων, θα έλεγα πως με έναν τέτοιο τρόπο θα πρέπει να σκεφτούμε ολόκληρη τη δουλειά του: σαν μια ποίηση που λειτουργεί όπως η μουσική δωματίου. Γραμμένη για μικρά σύνολα μουσικών οργάνων, η μουσική δωματίου εκτελείται σε μικρούς χώρους, συνήθως με δύο ή τρία έγχορδα και ένα πιάνο. Η ποίηση του Ευσταθιάδη προορίζεται για να ακουστεί από λίγα όργανα σε περιορισμένο χώρο: είναι με άλλα λόγια εξαρχής απέριττη, αδιακόσμητη και χωρίς μακρά και περίπλοκη ανάπτυξη των στίχων της, με τόνους που μοιάζουν ψιθυριστοί και εξαρχής χαμηλόφωνοι, σαν να μην τους επιτρέπεται ποτέ να κατακλύσουν (και να καταλύσουν) τον αναγνώστη. με ένα ηχόχρωμα προσαρμοσμένο στον μικρό αριθμό των στίχων και στην παρομοίως μικρή έκταση των ποιημάτων.
Δεν έχει, βεβαίως, νόημα να ανακαλύψουμε στις ημέρες μας τα στοιχεία μοντερνισμού ή καλλιτεχνικής πρωτοπορίας σε τέτοιου επιλογές – μιλώ για κριτικές παρατηρήσεις που συνόδεψαν τα πρώτα ποιητικά φανερώματα του Ευσταθιάδη. Εκείνο το οποίο έχει κρισιμότερη σημασία είναι πως το ύφος του, ένα ύφος που δεν δίνει βάρος στο ύφος, όπως παρατήρησε ο Τάσος Λειβαδίτης, από την κριτική του στήλη το 1975 στην Αυγή, διατηρεί μέχρι και σήμερα, και σε όλες τις ποιητικές συλλογές του, τη λειτουργικότητά του. Τα ολιγόστιχα και απογυμνωμένα από την οποιαδήποτε πεποικιλμένη έκφραση ποιήματά του αγγίζουν αμέσως την ευαισθησία μας, παρακινώντας πάραυτα και τη συγκινησιακή μας ανταπόκριση. Η ποίησή του μπορεί κατά καιρούς και κατά τόπους να σκοτεινιάζει από τα σύννεφα της νεανικής ή της ώριμης μελαγχολίας, να πενθεί για τον θάνατο προσώπων και πραγμάτων, να αναλογίζεται το κενό της ύπαρξης (και να τρομάζει μπροστά στο μέγεθος της επικράτειάς του), ή, προχωρώντας σε αντίστροφη φορά, να γεύεται τη χαρά και να τιμά τη γλυκύτητα της ζωής, να ενθουσιάζεται με τον έρωτα (παρά τις πικρές συχνά διαψεύσεις του) και να υποκλίνεται αφειδώλευτα στην εσωτερική και όχι στη χυδαία ή στην τυχαία ευμάρεια. Ό,τι κι αν συμβαίνει, παρόλα αυτά, εκάστοτε, ο Ευσταθιάδης δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση να μας υψώσει διδακτικά (ή και δυναστικά) το δάχτυλο, παραιτημένος συνειδητά και εκ των προτέρων από την πόζα και τη μεγαλαυχία. Και αυτό θα προικίσει γρήγορα την ποίησή του και με μια επιπλέον αρετή, θα της προσφέρει τη δυνατότητα να επικοινωνήσει με ένα ευρύτερο ακροατήριο, χωρίς εκ παραλλήλου να αναγκαστεί ο ποιητής να πληρώσει αντίτιμο για τυχόν άβολες παραχωρήσεις.
Λάτρης της μουσικής και των ήχων, ο Ευσταθιάδης θα παίξει πολλαπλά ηχητικά παιχνίδια με τις λέξεις και με τα ονόματα, με τις καταλήξεις και τα ομόηχα ή ακόμα και με την ακουστική φαντασία την οποία παράγουν οι στίχοι του. Θα παίξει επίσης με τις ομοιοκαταληξίες, χτίζοντας σταθερές ενότητες ή σπάζοντας παραδοσιακά μέτρα, με την ποίηση και με την ποιητική παλαιότερων ποιητών, καθώς και με πλήθος κοινωνικά ή εθνικά στερεότυπα. θα δοκιμάσει επιπροσθέτως έξυπνα γλωσσικά και σημασιακά τρυκ χωρίς να ξεπέσει στο ευφυολόγημα, θα ενορχηστρώσει ποιήματα με γάτες και με πειρασμούς για τον ουρανίσκο μας (μαγειρικές όχι μόνο επικίνδυνες, αλλά και ευφρόσυνες) και θα μιλήσει ξανά και ξανά για την ποιητική μοναξιά και για την ανθρώπινη μοναχικότητα, χωρίς να επιβαρύνει τον λόγο του με το μάταιο και τόσο δυσάρεστο μουρμουρητό της αισθηματολογίας και της αυτολύπησης:
Αφαιρώντας από την
περιγραφή
φωνές αηδονιών και τις ιαχές των κρίνων
εξομοιώνω το τοπίο
μ’ εμένα
μένουν μόνο
οι μαύρες λέξεις
βότσαλα σαν
που χτυπούν η μία την άλλη
το νιώθεις τώρα
πες το με τα δικά σου λόγια.
Ας το πω ξανά, τελειώνοντας: αποφασισμένα να μην ξεπεράσουν τους τοίχους του κλειστού χώρου τους, βασισμένα σε μερικά έγχορδα και σε ένα πιάνο, αγκυρωμένα στον καθημερινό εσωτερικό βίο, χωρίς να φοβούνται την τύρβη της καθημερινότητας, την οποία σπεύδουν, αντιθέτως, να μετατρέψουν σε πηγή έμπνευσης, τα ποιήματα του Ευσταθιάδη αποτελούν ένα είδος μουσικής δωματίου από το οποίο δεν λείπουν η υποκειμενικότητα, ο σχετικισμός και ο ανθρωποκεντρισμός του Πρωταγόρα, όπως τα έχουμε παραλάβει από τον Πλάτωνα: μέτρον πάντων χρημάτων ἄνθρωπος, τῶν μὲν ὄντων ὡς ἔστιν, τῶν δὲ οὐκ ὄντων ὡς οὐκ ἔστιν. Κι ας γίνει αυτό το μέτρο και ένα μέτρο δίκαιο για την αξιολόγηση και την αποτίμηση της ποίησής του, τόσο στο επίπεδο της καλλιτεχνικής μορφής όσο στο επίπεδο των νοημάτων της.
Γιάννης Ευσταθιάδης, Ποιήματα και στιχουργήματα, 1975-2020), Μελάνι