του Βασίλη Λέτσιου (*)
Η Λουκία Δέρβη καταπιάνεται με διαφορετικά είδη της πεζογραφίας, το διήγημα (Κακός χαρακτήρας, Μελάνι, 2004, Αλλού, στο πουθενά, Μελάνι, 2015, και τώρα Ακούω φωνές, Μεταίχμιο, 2023), τη νουβέλα (Ομπρέλες στον ουρανό, Μελάνι, 2009) και το μυθιστόρημα (Group therapy, Μελάνι, 2013, Θέα Ακρόπολη, Μεταίχμιο, 2019) με συμμετοχή και σε συλλογικά έργα, στον συλλογικό τόμο Συνταξιδιώτες (Fnac, 2005), Passengers (Free Thinking Zone, 2018), … των δακρύων (Οδός Πανός-Σιγαρέτα, 2019). Προκαταβολικά να πω ότι το πεζογραφικό της έργο το χαρακτηρίζουν όμορφα και τίμια πράγματα, ένα από τα οποία είναι ότι μπορεί, κατά τη γνώμη μου, να αναγνωσθεί από πολλούς, από απαιτητικούς αναγνώστες της πεζογραφίας, που αναζητούν την εμπνευσμένη σύλληψη και τη στοχευμένη επεξεργασία, και τους αρχάριους, νέους και μεγαλύτερους, που τώρα πρωτοδιαβάζουν ελληνική πεζογραφία, αλλά θέλουν, έχοντας αφήσει στην άκρη για λίγο το κινητό ή το τάμπλετ τους, να διαβάσουν κάτι σύγχρονο και να μην το βαρεθούν, αλλά και τους δυνάμει συγγραφείς, που τώρα πρωτογράφουν και θέλουν να δουν νέους, ευφάνταστους αφηγηματικούς τρόπους σε διάφορα κειμενικά είδη, με διάφορες τεχνικές, που να εκπροσωπούν το πολύ καινούργιο, αλλά να αντικρίζουν και το παλιό με διάφορες διαθέσεις, να εκπροσωπούνται τα δύο φύλα, να θίγονται κοινωνικοί προβληματισμοί και φυσικά πάσης φύσεως εσωτερικά θέματα που αποκρυσταλλώνονται σε διαφορετικά συναισθήματα – αυτό που εντοπίζω πρωτίστως είναι μια σύγχρονη πεζογράφο που γράφει εμπνευσμένα και με ενεργοποιημένη τη συναισθηματική της οξύτητα, που τα βάζει, μέσω της γραφής της, με την ελκυστικότητα των εικόνων και των ήχων που μας περιτριγυρίζουν και δεν βγαίνει «χαμένη» από αυτήν την αναμέτρηση.
Ήδη θα βρούμε αρκετές αναφορές για το πεζογραφικό της έργο σε συγκεντρωτικές εκτιμήσεις-θεωρήσεις-απόψεις για την πρόσφατη και σύγχρονη ελληνική πεζογραφία. Ο Βαγγέλης Χατζηβασιλείου, στον τόμο του Η κίνηση του εκκρεμούς (2018), γράφει: «Με το κοινωνικό της βλέμμα η Δέρβη αποσπά από τους χαρακτήρες της μια βαθύτερη ανθρωπιά, η οποία προβάλλεται σε ευρύτερο πεδίο όταν καταπιάνεται με το δράμα του διωγμού των Εβραίων, εναλλάσσοντας τον φόβο και την απόγνωση με τη χαρά της νιότης και την ακατανίκητη όρεξη για ζωή. Δεν συμβαίνει το ίδιο», γράφει, «όταν ένα ανορθόδοξο παιχνίδι ομαδικής ψυχοθεραπείας οδηγεί τους συμμετέχοντες στον δρόμο μιας πρωτοφανούς ελευθερίας με ένα ακατανόητα θετικιστικό – έως και απλοϊκό – πνεύμα. Μιλώντας, παρ’ όλα αυτά, λίγο αργότερα για τη μοίρα των μεταναστών σε διάφορα μέρη του πλανήτη, η Δέρβη αποκαθιστά τη διαταραγμένη ισορροπία ανάγοντας προσεκτικά το ατομικό στο συλλογικό» (σ. 422). Το θέμα αυτό, με αναφορά στη συλλογή διηγημάτων Αλλού, στο πουθενά (2015), θίγεται από την Μαρία Στασινοπούλου σε άρθρο της στον «Ανοιχτό βιβλίο» της Εφημερίδας των Συντακτών (2016). Επίσης, στο βιβλίο της Τα μέτρα και τα σταθμά (2020), η Ελισάβετ Κοτζιά γράφει: «Στους εννέα καθαρών περιγραμμάτων ήρωες του Κακού χαρακτήρα συνυπάρχουν η αφέλεια με τη σοφία, η ανασφάλεια με το κέφι, η δροσιά με τη χάρη. Κι ανάλογο ζωηρό τέμπο διακρίνει το μυθιστόρημα Θέα Ακρόπολη, μια πολύβουη ξενοδοχειακή κυψέλη, το πολυπληθές προσωπικό της οποίας περιφέρει, ανάμεσα σε υποδοχές, υπόγεια, δωμάτια και διαδρόμους, τους πόθους, τις ανάγκες, τις έγνοιες, τα πάθη και τους πολυσχιδείς καημούς του» (σ. 614).
Η μετά το 1990 εποχή και προπαντός η χαρτογράφησή της ως προς την πεζογραφία μελετήθηκε και μελετάται. Εκτός από τους δύο προαναφερόμενους τόμους παραπέμπω στον τόμο του Δημοσθένη Κούρτοβικ Η ελιά και η φλαμουριά (2020) και της Κυριακής Χρυσομάλλη-Henrich (2020). Στο περίγραμμά του της περιόδου 1990-2020 ο Κούρτοβικ, για παράδειγμα, αναφέρει: «Αν πρέπει να ξεχωρίσω ένα γενικό γνώρισμα στην ελληνική πεζογραφία αυτής της περιόδου, θα έλεγα ότι είναι μια νέα υποκειμενικότητα, που δεν αντιλαμβάνεται τον κόσμο μέσα από το πρίσμα δογμάτων (ακόμη και λογοτεχνικών δογμάτων), έχει μεγαλύτερη εσωτερικότητα από προηγούμενες μορφές της και διερευνά ερωτήματα που τίθενται από μια καινούργια πραγματικότητα ή μια καινούργια θεώρηση της ανθρώπινης συνθήκης» (σ. 157-158).
Ποια είναι πεζογραφική πραγματικότητα της Δέρβη, αν μπορούμε και αν πρέπει να τη δούμε συγκεντρωτικά; Διάβασα τα περισσότερα από τα λογοτεχνικά της κείμενα και θεωρώ ότι το Ακούω φωνές. Διηγήματα είναι ένα ώριμο έργο που συνεχίζει και ανανεώνει τους αφηγηματικούς/ πεζογραφικούς της τρόπους, αλλά κάνει και κάτι άλλο λίγο πιο εμπεριστατωμένα, τους αχνοδείχνει τους τρόπους αυτούς. Κατά τη γνώμη μου ήδη από τον τίτλο διαισθανόμαστε αυτήν την πρόθεση: «Ακούω φωνές». Είναι μια ρήση που συνδέεται με πολλά, πρωτίστως με φωνές άλλων που όντως ακούμε αλλά και φωνές εσωτερικές που νομίζουμε πως ακούμε ή, στις πιο μοναχικές μας στιγμές, που όντως εκφέρονται/ λέγονται φωναχτά από εμάς. Το τελευταίο αυτό είναι πολύ σύνηθες στους συγγραφείς, να λένε φωναχτά τη σκέψη τους, να βάζουν χαρακτήρες να μιλάνε, να συνομιλούν χαρακτήρες και αυτοί να απαντούν κ.λπ. Είναι μια δημιουργική μοναχική στιγμή, όπως κάναμε παιδιά με τα παιχνίδια ρόλων που παίζαμε. Και αυτό, το να ακούς φωνές, «παιχνίδι» είναι, μια άσκηση που αγαπούν οι συγγραφείς ή καταλήγουν σε αυτήν χωρίς να το καταλάβουν. Η συγγραφέας μας από την πρώτη της κιόλας συλλογή διηγημάτων εργάζεται ως προς τη «διάπλαση» χαρακτήρων, προσώπων, «φωνών». Και μιλούν, μιλούν πολύ οι χαρακτήρες στα πεζογραφικά της κείμενα και τώρα, με το Ακούω φωνές συνεχίζουν να μιλούν, για να το πω πιο σωστά φτιάχνονται από τη συγγραφέα μας, ώστε να ακούγεται ο λόγος τους, ώστε να αναπαριστούν την πραγματικότητα μέσω των φωνών τους – όχι, υποτίθεται, μέσω της φωνής της συγγραφέως, αλλά μέσω των φωνών τους.
Αυτό είναι μια γνωστή τάση στην παγκόσμια, αλλά και την ελληνική πεζογραφία, υποτίθεται να αποσύρεται ο μονολογικός αφηγητής, για να ακουστούν οι φωνές των χαρακτήρων του πεζογραφικού κειμένου. Είναι φυσικά, για όσους μελετούν και τη θεωρία της λογοτεχνίας, η «πολυφωνία», έννοια που εισήχθη από τον Mikhail Bakhtin, χρησιμοποιώντας μια μεταφορά βασισμένη στον μουσικό όρο «πολυφωνία». Το πρωταρχικό παράδειγμα πολυφωνίας του Bakhtin ήταν η πεζογραφία του Dostoevsky, όπου εντοπίζουμε μια πληθώρα ανεξάρτητων και μη συγχωνευμένων φωνών και συνειδήσεων, μια γνήσια πολυφωνία πλήρως έγκυρων φωνών. Η διαλογική αίσθηση της αλήθειας, όπως εκδηλώνεται στον Dostoevsky, είναι ένας ριζικά διαφορετικός τρόπος κατανόησης του κόσμου από αυτόν του μονολογικού. Σε αντίθεση με αυτό το μοντέλο αλήθειας, ο Bakhtin υποστηρίζει μια αλήθεια που απαιτεί μια πολλαπλότητα συνειδήσεων, κάτι που δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε μια ενιαία συνείδηση. Ο «ανοιχτός διάλογος» είναι η λεκτική εκδήλωση αυτής της αλήθειας και η πολυφωνία είναι η καλλιτεχνική της αναπαράσταση σε λογοτεχνική μορφή.
Ο συγγραφέας του πολυφωνικού μυθιστορήματος αντιμετωπίζει τους χαρακτήρες του ως ίσους. Δεν αποσύρει τη δική του ιδεολογική θέση για χάρη μιας απατηλής αντικειμενικότητας: μάλλον την τοποθετεί απευθείας ανάμεσα στις εξίσου σημαίνουσες φωνητικές ιδέες που έρχονται σε αντίθεση με αυτήν και προκαλεί την αντιπαράθεσή τους με αυτήν και με τις άλλες φωνητικές ιδέες. Καθώς η δική του φωνή δεν έχει ούτε περισσότερη ούτε λιγότερη υπαρξιακή σημασία από οποιαδήποτε άλλη φωνή, ο ίδιος ο συγγραφέας δεν γνωρίζει εκ των προτέρων ποια θα είναι η κατάληξη αυτών των αντιπαραθέσεων. Έτσι, ο ρόλος του συγγραφέα στο πολυφωνικό μυθιστόρημα είναι διπλός: δημιουργεί έναν κόσμο όπου πολλές διαφορετικές απόψεις μπαίνουν σε διάλογο και, σε έναν εντελώς ξεχωριστό ρόλο, συμμετέχει ο ίδιος σε αυτόν τον διάλογο. Είναι ένας από τους συνομιλητές του «μεγάλου διαλόγου» που ο ίδιος έχει δημιουργήσει.
Το Ακούω φωνές, βεβαίως, δεν είναι μυθιστόρημα, μπορούν, ωστόσο, τα διηγήματά του να αναγνωσθούν ως τμήματα ενός ενιαίου πολυφωνικού πεζογραφικού κειμένου, με «φωνές» χαρακτήρων των διηγημάτων αυτών, αλλά και παλαιότερων πεζογραφικών κειμένων της Δέρβη, να συμμετέχουν στο «μεγάλο διάλογο». Θα κλείσω με ένα παράδειγμα ως προς τα παραπάνω, το τελευταίο διήγημα από το Ακούω φωνές, με τίτλο «Δημήτρη με λένε», που πρωτοδημοσιεύτηκε στον Αναγνώστη το 2017. «Αγαπητή κυρία Δέρβη», αρχίζει το διήγημα, «Είμαι ο ήρωάς σας, ο Ανέστης, στο διήγημα ‘Καπνός’ του πρώτου σας βιβλίου Κακός χαρακτήρας. Δημήτρη με λένε» (σ. 166). Ο Δημήτρης, «ο νυχτερινός, ο συνάδελφός σας στο ξενοδοχείο που δουλέψατε ένα φεγγάρι πριν από τους Ολυμπιακούς αγώνες στην Αθήνα» (σ. 166) φέρεται ότι γνώρισε τη συγγραφέα και τώρα, «δεκαεννιά χρόνια από τότε που γράψατε την ιστορία σας» (σ. 170), διαβάζουμε, ο πραγματικός (;) άνθρωπος (Δημήτρης) ελέγχει με επιστολή του τη συγγραφέα (Δέρβη) ως προς τον χαρακτήρα του διηγήματος «Καπνός» (Ανέστης). «Σας γράφω για να διορθώσω μερικές ανακρίβειες. Έτσι όπως με παρουσιάσατε στην ιστορία σας, ούτε εγώ δεν θα ήθελα να με γνωρίσω. Σκέτη μαυρίλα. Έχω θυμώσει. Ακούστε με» (σ. 167).
Και εδώ ακριβώς, σε αυτήν ακριβώς τη «φωνή», έγκειται αυτό που έλεγα παραπάνω, ότι δηλ. η συγγραφέας μας στη συλλογή αυτή αχνοδείχνει τους αφηγηματικούς της τρόπους, από ποιες «φωνές» γεννιέται ένας χαρακτήρας ή μια ιστορία και σε ποιες τελικώς μετουσιώνεται. Είναι ένα πολύ κεντρικό θέμα ως προς τη συγγραφή της πεζογραφίας. Ο Δημήτρης, ένα λαϊκό παιδί, θίγεται αλλά και απορεί ως προς την πεζογραφική του αναπαράσταση, αραδιάζοντας μια σειρά από «απιστίες», δηλ. μια σειρά από πρωτοβουλίες που πήρε η συγγραφέας ως προς την αναπαράσταση του πραγματικού (;) ανθρώπου που ενέπνευσε τον Ανέστη του «Καπνού», π.χ. ότι ο πατέρας του δεν πέθανε από διαβήτη (όπως λέγεται στον «Καπνό»), αλλά ζει και βασιλεύει, ότι δεν είχε κολλητό ταχυδρόμο (όπως λέγεται στον «Καπνό»), αλλά τροχονόμο, επίσης «πώς σας ήρθε πως ερχόμουν στη δουλειά με λεωφορείο; Δίπλα στο ξενοδοχείο μένω» (σ. 170). Όμως αυτό στο διήγημα «Καπνός» είναι κομβικής σημασίας, ότι δηλ. ο Ανέστης στη διαδρομή που έκανε με το λεωφορείο συνομιλούσε με την ίδια γυναίκα, της έλεγε τα δικά του, του έλεγε τα δικά της και μάλιστα μετά, όταν μιλούσε με τον κολλητό του τον ταχυδρόμο, τον Μάρκο, του μετέφερε από την αρχή την ιστορία της γυναίκας (για το θάνατο του πατέρα της σε αυτοκινητικό δυστύχημα), αλλά αλλαγμένη, με το δικό του τρόπο. Παραθέτω από το διήγημα «Καπνός»: «Του ‘λεγε μετά την ιστορία της γυναίκας, την τραβούσε λίγο από τα μαλλιά, την πήγαινε στην υπερβολή, χίλια κομμάτια τον έκανε τον πατέρα της, σκορπισμένα στο δρόμο τριγύρω. Αλλού τα πόδια, αλλού τα χέρια, αλλού το σώμα του. Και το κεφάλι του… καπνός» (σ. 57), ενώ η ίδια η γυναίκα έλεγε σε ελεύθερο πλάγιο λόγο «Μόνο ο πατέρας της εκεί, τον άφησαν μόνο του να ξεψυχήσει, κανείς κοντά του, καπνός είχαν γίνει όλοι, άνθρωποι κι αυτοκίνητα» (σ. 56). Στην αναφορά αυτή, «καπνός», ότι δηλ. κάτι φεύγει γρήγορα, που χρησιμοποιείται και παρακάτω στο αινιγματικό τέλος του διηγήματος (σ. 63), έγκειται η καρδιά του διηγήματος, αλλά και της ποιητικής της πεζογραφίας της Δέρβη, ότι δηλ. η αφετηρία της έμπνευσης είναι στην πραγματικότητα (όπως ο Δημήτρης του «Δημήτρη με λένε»), αλλά στα χέρια της πεζογράφου η πραγματικότητα αυτή γίνεται «καπνός» για να ειπωθούν οι ιστορίες με τον τρόπο της, να προστεθούν/ αφαιρεθούν/ αλλαχθούν στοιχεία που θα συνεισφέρουν στην πραγματικότητά της. Στο «Δημήτρη με λένε» η συγγραφέας ομολογεί μέσω του ήρωά της την πεζογραφική «απάτη», δηλ. τη μυθοπλασία, επομένως μας δίνει έστω και για λίγο «κλειδιά» του εργαστηρίου της. Στο διήγημα «Καπνός» η συγγραφέας ενυπάρχει, κατά τη γνώμη μου, στον Ανέστη, τον νυχτερινό ξενοδοχοϋπάλληλο, μια υπέροχη μεταφορά για συγγραφέα, ο οποίος, αν το καλοσκεφτούμε, κάνει τη μοναχική του «βάρδια» και θα ακούσει πολλές «φωνές» μέχρι να αρθρώσει τη δική του. «Του άρεσε του Ανέστη να φαντάζεται ιστορίες. Όλους τους είχε τραβήξει με την κάμερα του μυαλού του. Τους έπλαθε με τη φαντασία τους ανθρώπους, τους δάνειζε χαρακτήρα και άποψη, τους έδινε προβλήματα. Αν ήταν η γυναίκα του λεωφορείου, τι θα έκανε στην τάδε περίπτωση; Χαμός στο κεφάλι, εξισώσεις. Να ‘ναι αληθοφανείς οι υπολογισμοί του, να ‘ναι πειστικοί οι χαρακτήρες, δεν του άρεσε να πέφτει έξω. Ήθελε να είναι σωστός επαγγελματίας» (σ. 58).
Οι φωνές, λοιπόν, δίνουν ιστορίες, οι συγγραφείς, θέλοντας και μη, τις ακούν και αν δεν τις ακούν, τις κατασκευάζουν. Η συγγραφέας Λουκία Δέρβη είναι στην παραγωγική της συγγραφική φάση και οι «φωνές» των πεζογραφικών της κειμένων μιλούν μέσω αυτής για το σύγχρονο κόσμο. Θα κλείσω με την αναφορά από το «Δημήτρη με λένε», βάσει της οποίας η συγγραφέας φέρεται ότι δούλευε μαζί του στο ξενοδοχείο: «Εσείς ερχόσασταν λίγο πριν φύγω από τη βάρδια εγώ, σκυμμένη στα χαρτιά, μ’ ένα βλέμμα φευγάτο. Μάλλον είχατε ήδη αρχίσει να γράφετε ιστορίες. Κάτι ψάχνατε. Και μάλλον το βρήκατε» (σ. 167). Καλά τα λέει ο Δημήτρης: «Κάτι ψάχνατε. Και μάλλον το βρήκατε». Καλή ανάγνωση.-
(*) Ο Βασίλης Λέτσιος (Λευκάδα, 1971) είναι Αναπληρωτής Καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Ξένων Γλωσσών, Μετάφρασης και Διερμηνείας του Ιονίου Πανεπιστημίου