Στέρεψε το αθώο νερό (γράφει ο Κωνσταντίνος Χρυσόγελος)

1
160

γράφει ο Κωνσταντίνος Χρυσόγελος (*)

 

Ξεκινώντας ανάποδα, δηλαδή από την τελευταία τυπωμένη σελίδα του Πενθέα του Κώστα Κουτσουρέλη (εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2023), βρίσκουμε στον κολοφώνα του βιβλίου κάτι ιδιαιτέρως σημαντικό, το οποίο δεν μας το λέει ούτε το εξώφυλλο ούτε το εσώφυλλο, ότι δηλαδή το ανά χείρας έργο είναι ένα «σκηνικό ποίημα σε δώδεκα εικόνες». Αυτό σημαίνει ότι γράφτηκε για να παρασταθεί και άρα οι σκηνικές οδηγίες που περιστασιακά δίνονται εντός του δεν αποτελούν απλό ρητορικό  ή ειδολογικό «παιχνίδι», μα αναπόσπαστο κομμάτι της ποιητικής του ταυτότητας.

Ας επιστρέψουμε τώρα στην αρχή: Πενθεὺς ονομαζόταν ένα χαμένο δράμα του Αισχύλου, στο οποίο ο αρχαίος τραγωδός μάλλον αναπαριστούσε τη βίαιη θανάτωση του νεαρού βασιλιά των Θηβών από τις μαινάδες, τις πιστές ακολούθους του θεού Διονύσου. Φυσικά, ο Κουτσουρέλης στον δικό του Πενθέα αναμετριέται και συνομιλεί, όχι με μία ποιητική απουσία αγνώστων λοιπών στοιχείων, αλλά με τις Βάκχες, την πασίγνωστη τραγωδία του Ευριπίδη. Από τις πολλές διαφορές που επέφερε ο σύγχρονος ποιητής πρέπει κατ’ αρχάς να υπογραμμιστεί η σημαντικότερη· ο θεός Διόνυσος, η αδιαμφισβήτητη κινητήριος δύναμη της εν λόγω τραγωδίας (ήδη από στο πρώτο δίστιχό της επιβάλλεται η παρουσία του: ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίων χθόνα | Διόνυσος), είναι απών. Ενώ λοιπόν στον Πενθέα η βακχική μανία κυριαρχεί αναμενόμενα πάνω στον Χορό και στα δρώντα πρόσωπα, αναπτύσσοντας την πλοκή ακολουθώντας τις ευριπίδειες κατά κύριο λόγο ατραπούς, ο θεός που τα προκάλεσε όλα αυτά παραμένει άφαντος.

Ακόμα και όταν αναφέρονται ή δείχνονται στην άκρη της σκηνής (αυτό ορίζουν οι σκηνικές οδηγίες για τις δεύτερες περιπτώσεις) επεισόδια προερχόμενα απευθείας από τις Βάκχες, όπως η ένδυση του Πενθέα με γυναικεία ρούχα ή η θαυμαστή απόδραση του θεού από τη φυλακή όπου τον είχε ρίξει ο βασιλιάς των Θηβών, ο Διόνυσος δεν μας τιμά με την παρουσία του. Έτσι, σε μία ακόμα παραλλαγή της αρχαίας τραγωδίας, τον Πενθέα τον ντύνει ο Χορός των μαινάδων, ενώ η απόδραση μεταφέρεται στους θεατές / αναγνώστες μέσα από τα χείλη άλλων – χώρια που ο ποιητής αφήνει να αιωρηθεί στην ατμόσφαιρα το ενδεχόμενο να συμβαίνουν αυτά στον κόσμο των ονείρων. Με τα λόγια του Κάδμου: Τειρεσία, το ίδιο όνειρο είδαμε – αν όνειρο ήταν αυτό (σ. 35). Ο Κουτσουρέλης αιχμαλωτίζει τεχνηέντως και το «κοινό» μέσα σε αυτή τη βασανιστική ασάφεια.

Στον Πενθέα υπάρχει επίσης και ένας «παρείσακτος», ο Υπομνηματιστής που ανοίγει και κλείνει το «σκηνικό ποίημα». Αυτός είναι που εισάγει πρώτος το μοτίβο του νερού, το οποίο, μαζί με τη φωτιά της βακχικής μανίας και την επικείμενη ξηρασία των Θηβών (από το αθώο νερό της αρχής [σ. 11] καταλήγουμε στη θλιβερή διαπίστωση ότι στέρεψε το νερό [σ. 47]), διαπερνά όλο το έργο. Είδαμε πριν ότι ο Κουτσουρέλης σέβεται και ταυτόχρονα αναθεωρεί το αρχαίο κείμενο, κάτι που παρατηρούμε και στην Έξοδο του συνθέματος. Υπό κανονικές συνθήκες, ο Νεοέλληνας ποιητής φαίνεται ότι ήθελε τον Υπομνηματιστή -το πιθανό alter ego του- να έχει τον τελευταίο λόγο. Πράγματι, λίγο πριν πέσει η αναγνωστική «αυλαία», ο Υπομνηματιστής: «προχωρεί εμπρός, προς το κοινό, σαν να έχει κάτι να πει. Όμως διστάζει. Στο τέλος, στρέφει την πλάτη και βγαίνει» (σκηνική οδηγία, σ. 48). Ποιο είναι το μεγάλο μυστικό που θα εκμυστηρευόταν αυτό το πρόσωπο που βρίσκεται ταυτόχρονα εκτός και εντός του κατά Κουτσουρέλη τραγικού μύθου; Δεν το μαθαίνουμε και ο Πενθέας ολοκληρώνεται με τα συμβατικά λόγια του Χορού, που απηχούν μάλιστα έναν από τους τελευταίους στίχους του ευριπίδειου Χορού· ο δεύτερος λέει:  πολλαὶ μορφαὶ τῶν δαιμονίων (στ. 1389), ο πρώτος παραφράζει: Είναι πολλοί οι Θεοί (σ. 49). Δίστασε ο Κουτσουρέλης να αποκλίνει από τις επιβλητικές Βάκχες για το τελείωμα ή θέλησε να ειρωνευτεί εαυτόν και αναγνώστες μέχρι τέλους; Αποτολμώ να μαντέψω ότι ισχύει το δεύτερο.

 

Αυτά τα λίγα σχετικά με την προσωπική μου εκτίμηση ως προς τι προσπαθεί να μας πει ο Πενθέας. Ας δούμε τώρα πώς προσπαθεί να το πει. Οι πρώτοι στίχοι που διαβάζουμε (ενότητα α΄) είναι ιαβμικοί ενδεκασύλλαβοι, εκ των οποίων ο πρώτος τονίζεται στην έβδομη συλλαβή, πρόκειται λοιπόν για στίχο «νταντέσκο», που ευθύς εξ αρχής δίνει τον τόνο του έργου· η «παραφωνία» του, και μάλιστα ενώ γίνεται λόγος για τη γαλήνη εδώ γύρω απ’ τον λόφο (σ. 11) προοικονομεί ειρωνικά το βαρύ δράμα που ακολουθεί. Ωστόσο, λίγο πριν αποχωρήσει από τη «σκηνή» ο Υπομνηματιστής, αρθρώνει, σε συνέργεια με τον Χόρο, έναν λόγο ιαμβικών εξασυλλάβων και οκτασυλλάβων, κλεισμένων μέσα στη στροφική μορφή της τερτσίνας. Από εκεί και πέρα, ο Πενθέας μεταμορφώνεται σε μία πραγματική μετρική πανδαισία! Από τους ιάμβους (β΄-γ΄, σσ. 15-21) περνάμε σε στίχο αμφίβραχυ (δ΄, σσ. 23-24), από εκεί σε μετρικές ενότητες τύπου verset, με εσωτερικό δακτυλικό ρυθμό (ε΄, σσ. 25-27), στη συνέχεια συναντούμε τερτσίνες σε τροχαϊκό μέτρο (ς΄, σσ. 29-30), αργότερα επανέρχονται οι ίαμβοι (ζ΄, σσ. 31-33), δίνουν όμως τη θέση τους στον πεζό λόγο (η΄, σσ. 35-38), τον οποίο διαδέχονται οι ανάπαιστοι (θ΄-ια΄, σσ. 39-46). Η τελευταία ενότητα επανέρχεται κυκλικά στη μετρική και ρυθμική αγωγή της πρώτης.

Από ρυθμική σκοπιά, παρατηρείται η μάλλον ελεύθερη χρήση χασμωδιών και συνιζήσεων (επικρατούν οι δεύτερες), καθώς και η συνεπής χρήση παραδοσιακών ή καινοφανών  ομοιοκατάληκτων σχημάτων σε επιλεγμένες ενότητες (β΄, δ΄, ς΄, θ΄, ια΄ – η ομοιοκαταληξία δεν αφορά μόνο στα λόγια του Χορού, αλλά ενίοτε και σε εκείνα του Υπομνηματιστή, αλλά και της Αγαύης). Οι διασκελισμοί είναι σπάνιοι (π.χ. στη σ. 33: Όποιος τα μάτια έχει κλειστά, | βλέπει; Όχι, δεν βλέπει – η χρήση του κόμματος πάντως εξασθενεί την εντύπωση κατά την ανάγνωση· άλλη συζήτηση για το πώς λειτουργεί επί σκηνής), ενώ σχετική ποικιλία δημιουργείται από τις περιστασιακές αντιλαβές μεταξύ των ομιλούντων προσώπων (π.χ. στη σ. 43: Τειρεσίας: Ο οιωνός! Κάδμος: Του ονείρου ο χορός! – πρόκειται για τον ίδιο στίχο). Όπως προκύπτει λοιπόν ο ρυθμός του ποιητικού λόγου στηρίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην «πολύτροπο αρμονία» των διαφορετικών μέτρων, εμπλουτίζεται όμως σε συγκεκριμένα σημεία από τη χρήση των προαναφερθεισών ρυθμικών και δραματικών τεχνικών. Σε κάθε περίπτωση, η πλουσιότατη μετρική φυσιογνωμία του Πενθέα τον καθιστά, τουλάχιστον σε επίπεδο «σημαίνοντος», ένα πραγματικά συναρπαστικό ανάγνωσμα, ειδικά για τους λάτρεις του έμμετρου λόγου.

 

Συμπερασματικά, έχουμε να κάνουμε με ένα άρτιο και ενδιαφέρον έργο που αξίζει να διαβαστεί. Υποθέτω ότι αξίζει και να παρασταθεί, αλλά αυτό το αφήνω στην κρίση των θεατρανθρώπων.

(*) Επίκουρος Καθηγητής Βυζαντινής Φιλολογίας, Πανεπιστήμιο Πατρών”

Κώστας Κουτσουρέλης, Πενθέας, Gutenberg

Προηγούμενο άρθρο“Η μάσκα που οδηγεί στην κόλαση της ανθρώπινης πραγματικότητας” (γράφει ο Αντώνης Γουλιανός)
Επόμενο άρθροΝέο ΔΣ στην ΕΝΕΛΒΙ με πρόεδρο τον Κ. Δαρδανό

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Πολύ πολύ καλή η κριτική σου ανάλυση αγαπητέ Κώστα Χρυσόγελε.
    Και τυχερός ο κ. Κουτσουρέλης να έχει αυτή την κριτική για το βιβλίο του.
    Θερμά συγχαρητήρια και στους δυο. Σίγουρα θα το διαβάσω.

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ