Παλίμψηστες ιστορίες (γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου)

0
534
Ο μύθος του Ορφέα στον Νίκο Εγγονόπουλο

γράφει η Λίζυ Τσιριμώκου (*)

 

 Kρατώ στα χέρια μου τον ωραίο τόμο των Πρακτικών του τελευταίου συνεδρίου της ελληνικής εταιρείας ΓΣΓ (Μάιος 2021) κι επιχειρώ να κάνω, μετά από δύο χρόνια και κάτι, μια αποτίμηση των εργασιών του.[1] Το θεματικό του πλαίσιο ήταν ένας από τους βασικούς πυλώνες του λογοτεχνικού συγκριτισμού: η συμβολή του μύθου/των μύθων στη λογοτεχνία – εκ των ων ουκ άνευ στη συγκριτολογική έρευνα εξ υπαρχής. Και σπεύδω επίσης να πω, πριν προχωρήσω σε αξιολογικές παρατηρήσεις, πόσο ευχάριστη έκπληξη ήταν η αθρόα συμμετοχή πολλών νέων ερευνητών-τριών στην επιστημονική αυτή συνάντηση, συμμετοχή με πρωτότυπες, αξιόλογες, ευρηματικές εισηγήσεις, γεγονός που δηλώνει ότι η συγκριτική γραμματολογία έχει σαφώς ριζώσει στον τόπο μας, ζει, ακμάζει και καρπίζει, και το μέλλον της είναι κάτι παραπάνω από ευοίωνο και υποσχετικό.

Γιατί, τώρα, η μυθοκριτική και η μυθανάλυση (mythocritique, mythanalyse) και η μυθοποιητική βρίσκονται στο επίκεντρο της συγκριτολογίας; Μα διότι ο μύθος, πλην της εμπλοκής του σε αρχετυπικές κοσμογονίες, τελετουργικής-θρησκευτικής υφής, της συμβολής του σε αρραγή πολιτισμικά μορφώματα με ισχυρό συμβολικό αντίκτυπο, πέρα από συστατικό στοιχείο στη διαμόρφωση ανθεκτικών στερεοτύπων, δηλαδή ιδεολογικών συστημάτων που επικουρούν τη διαδικασία μιας μυθολόγησης-μυθοποίησης και αναγκαστικά συνέλκουν και τον αντίστροφο μηχανισμό της απομύθευσης-απομυθοποίησης, πέρα λοπόν από όλα αυτά, είναι κυρίως η πρώτη ύλη, το υπόστρωμα της λογοτεχνικής κατασκευής. Ο μύθος της αριστοτελικής – και όχι μόνον – ποιητικής, η πλοκή, η δέσις μιας ιστορίας, ενός αφηγήματος, γίνεται πρόσχημα για να εκδιπλωθεί ο λογοτεχνικός λόγος και να επικυρώσει – ή και να ακυρώσει – αυτόν τον συστατικό πυρήνα από τον οποίο εκκινεί τη διαδρομή του. Ο όρος μυθοπλασία άλλωστε, ελληνική εκδοχή του fiction, συναιρεί υποδειγματικά την προϋπόθεση του μύθου και τη διαρκή επεξεργασία του (πλάσιμο) προκειμένου να αναδυθεί και να αναδειχθεί η λογοτεχνικότητα. Εν αρχή, λοιπόν ην ο μύθος. Η λογοτεχνία τον προσεταιρίστηκε, τον μετασχημάτισε, άλλοτε ενστερνίστηκε την αντιφατική λογική του και άλλοτε επιχείρησε να την ερμηνεύσει, στήνοντας μύθους επί μύθων, εν πάση περιπτώσει η συνύπαρξή τους, η σχέση τους υπήρξε μακρά και γόνιμη, τόσο που μπορεί κανείς να κάνει λόγο για αλληλοπεριχώρηση και σύγχυση ορίων.

Η λογοτεχνία διασώζει άραγε τους μύθους εγκολπώνοντάς τους, μεταφέροντάς τους ανά τον κόσμο, ανά τους αιώνες, διασπείροντάς τους πέρα από τον τόπο και τον χρόνο που πρωτοβλάστησαν,  ή  μήπως ο μύθος/οι μύθοι είναι ήδη λογοτεχνία, ανεπίγνωστη, έστω, αισθητική κατηγορία;

Ο συσχετισμός των δύο όρων (μύθου και λογοτεχνίας) μας οδηγεί σε μια αρχαιόμυθη λογοτεχνία – και δείγματα αυτής της υβριδικής ταυτότητας εξετάζονται στην πρώτη ενότητα του παρόντος τόμου: «Μεταπλάσεις-μεταμορφώσεις των αρχαίων μύθων στη λογοτεχνία» (είναι και η εκτενέστερη ενότητα, περιλαμβάνοντας οκτώ εισηγήσεις). Αναφέρω ενδεικτικά: Ο μύθος της Φαίδρας, ο Οιδίποδας στο μεταμοντέρνο μυθιστόρημα, η Ελένη του Ευριπίδη και η Ελένη της Τροίας του Άντριου Λανγκ, Ο Πυγμαλίων του Ρουσσώ και η Γαλάτεια του Βασιλειάδη, ο Θησέας του Ζιντ και Η διήγηση του Ιάσονα του Βασίλη Βασιλικού, Ελληνικοί μύθοι στον αγγλικό ρομαντισμό, μεταπλάσεις του μύθου της χαμένης Ατλαντίδας σε βυθισμένες λογοτεχνικές πόλεις, εκδοχές του μύθου του Ενδυμίωνα στην ποίηση του Ελύτη κ.λπ.

Εξώφθαλμο εν προκειμένω είναι το στοιχείο της επανάληψης, της επαναφοράς: ο μύθος είναι μια γνωστή ιστορία, ένα δεδομένο αφήγημα που χρησιμοποιείται ως εφαλτήριο για άλματα στον χρόνο. Η επανάκαμψη του (γνωστού) μύθου σε κείμενο (γραπτό, εικαστικό, μουσικό, κινηματογραφικό ή άλλο) συνιστά ενεργοποίηση του αρχικού πυρήνα σε νέο πλαίσιο, και η μετατόπιση γίνεται με ανεπαίσθητες ή κραυγαλέες αποκλίσεις. Τα βασικά στοιχεία του αρχικού μύθου μετατίθενται και ανασυναρμολογούνται σε κάτι νέο, που είναι-και-δεν-είναι το παλιό, το θυμίζει αλλά και ξαφνιάζει με τις καινοτόμες σφήνες του: είναι ένα οικείο-ανοίκειο, με αποσταθεροποιημένους τους συνδετικούς αρμούς της αφήγησης προκειμένου να επιτευχθεί μια νέα συνδεσμολογία. Αυτό το πηγαινέλα ανάμεσα στην πηγή και στην εκβολή, στο σημείο αφετηρίας και στο σημείο άφιξης, δημιουργεί μια καλειδοσκοπική, μη στατική εικόνα, την αίσθηση μιας ρευστότητας, μιας κινητικότητας, που χαρίζει και την αίσθηση ενός προοπτικού βάθους. Εξετάζεται μια διπλόπατη, παλίμψηστη αφήγηση, εξελισσόμενη σε (τουλάχιστον) δύο επίπεδα – κι εδώ υπεισέρχεται ο προνομιακός ρόλος της συγκριτολογικής προσέγγισης προκειμένου να σταθμιστούν οι συγκλίσεις ή αποκλίσεις, οι ομοιότητες και οι διαφορές, οι τεχνικές διαχείρισης τού μύθου, η συμπόρευση δύο ποιητικών (μιας οικείας και μιας λίγο ή πολύ ανοίκειας). Και για να μιλήσουμε με όρους ρητορικής, στη συνεξέταση αυτή δεν ενδιαφέρει τόσο η inventio (η εύρεση, η επινόηση), εφόσον είναι δεδομένη, όσο η dispositio (η διάταξη, η διευθέτηση του υλικού, βάσει άλλων κανόνων, ενίοτε παντελώς απρόβλεπτων).

Τον μηχανισμό μιας μυθογένεσης παρακολουθεί ο αναγνώστης στην ενότητα περί Μυθοποιητικής, γύρω από τη μετάπλαση ενός μύθου σε λόγο ποιητικό. Ο αινιγματικός και υπερρεαλιστικά αυθαίρετος λόγος του Εγγονόπουλου, με μια εκ του σύνεγγυς ανάγνωση συνδυαζόμενη με στοχευμένες περιδιαβάσεις στις οποίες (προσ)καλούν συγκεκριμένα κειμενικά σήματα ξεδιπλώνει ένα απλόχωρο χαλί παραπομπών, υπαινιγμών, αναφορών που εξοικειώνει τον αναγνώστη με τον μύθο του φοίνικα, του ποιητή-φοίνικα στους αλλεπάλληλους θανάτους και αναγεννήσεις του. Ένα παρόμοιο διακειμενικό πλέγμα ανιχνεύεται σε ένα ποίημα του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, τον «Διόνυσο», περιβαλλόμενο από όλη τη μυθική αύρα του βακχικού θεού. Μία από τις πολλές αναπλάσεις της ευριπίδειας Μήδειας εντοπίζεται στην ποίηση του Σπύρου Βρεττού (Σε μαύρο πλου): ο μύθος ξηλώνεται και ανασυντίθεται, γίνεται πολυφωνικότερος με μετατοπισμένα αρκετά από τα κεντρικά του σημεία.

Τα συναπαντήματα του μύθου στο τρίστρατο της ποίησης, της φιλοσοφίας και της ψυχανάλυσης εξετάζει άλλη ενότητα του τόμου: εδώ, η εκκεντρική καφκική ανάγνωση του επεισοδίου με τις Σειρήνες κατά τον Νόστο του Οδυσσέα, επιτείνεται στην ανατρεπτικότητά της από την μπρεχτική επανερμηνεία, κι εμπλουτίζεται από τη θεωρητικο-φιλοσοφική ανάγνωση του ομηρικού επεισοδίου από τον Αdorno και τον Horkheimer στην εμβληματική μελέτη τους Διαλεκτική του Διαφωτισμού, προτού εκβάλει στην απομαγευμένη ποίηση του Βύρωνα Λεοντάρη. Ανάλογες ρωγμές μυθικών αφηγήσεων μέσα από τις οποίες αλλοιώνεται η παραδοσιακή οπτική και συντελείται μια απομυθοποίηση των δεδομένων παρατηρείται στο Μυθιστόρημα του Σεφέρη. Ιδωμένα σε διάλογο με τις φροϋδικές αντιλήψεις περί παράδοσης και τραύματος, καθώς και με τις «Θέσεις για τη φιλοσοφία της Ιστορίας» του Βάλτερ Μπένγιαμιν, τα ποιήματα αυτής της σεφερικής συλλογής δικαιώνουν τον τίτλο τους, συναιρώντας την απομύθευση των μύθων με τη μυθολόγηση της Ιστορίας. «Από τον Οιδίποδα στο οιδιπόδειο» τιτλοφορείται εύστοχα μια άλλη εισήγηση παρακολουθώντας την πορεία του μύθου μέσα από τα μονοπάτια της κοινωνικής ανθρωπολογίας και της ψυχανάλυσης. Είναι εντυπωσιακή η επικαιροποίηση του μυθικού παρελθόντος μέσα από λοξά μονοπάτια που στο τέρμα τους αναδεικνύουν ατόφια τη συμπυκνωμένη σοφία αιώνων. Πλαγιοδρομήσεις που δεν χάνουν ποτέ το καίριο στίγμα του μυθικού πυρήνα.

Λογοτεχνικοί μύθοι και κινηματογράφος: μια ενότητα που αναδεικνύει τη χρήση νεοτερικών εργαλείων, όπως είναι η κινηματογραφική κάμερα και οι λεγόμενες διαμεσικές τεχνικές, στη μυθοποιητική σύλληψη των μειζόνων σκηνοθετών. Ενδεικτική η περίπτωση του Παζολίνι που βρίσκεται σε σταθερό διάλογο με σημαίνουσες μυθικές αφηγήσεις. Οι κινηματογραφικές μεταφορές του Οιδίποδα τύραννου (1967) και της Μήδειας (1969) υλοποιούν την αναγνωστική αμφισημία που αναπτύσσει στον δοκιμιακό του λόγο προσεγγίζοντας τις απόμακρες μυθικές περιοχές, ανοίκειες, ξένες λόγω απόστασης, αλλά και οικείες, καθώς πατούν σε μια λανθάνουσα κατάσταση, όπως ένα όνειρο που ξεχνιέται, αλλά μπορεί ξάφνου να μεταφέρει όλη την ενάργειά του σε ανύποπτο χρόνο. Μια γραμματική του ονείρου, λοιπόν, κι ένας κινηματογράφος της ποίησης.

Λογοτεχνικοί μύθοι και εικαστικές τέχνες : Λαβύρινθοι, μινώταυροι, λογοδαίδαλοι, ατέρμονες περιπλανήσεις, κλειστοί διάδρομοι, θηριόμορφα πλάσματα, ανθρωπόμορφα θηρία αποτελούν το λογοτεχνικό και εικαστικό πανόραμα του 20ού αιώνα επικαιροποιώντας τον εφιάλτη και την αγριότητα της μοναξιάς του έγκλειστου τέρατος – και όλους τους αφηγηματικούς κύκλους που δορυφορούν γύρω από τον μύθο του: Πασιφάη, Θησέας, Αριάδνη κ.λπ. Αποσταθεροποίηση και ανασχεδιασμός, ανακατασκευή, όχι με τη διαδικασία παραγωγής αντιγράφων, αλλά με νέα χαρτογράφηση που δεν καθηλώνεται στην αναπαραστατική πιστότητα, αλλά επενδύει σε «μια αλλαγή της ομοιότητας», σε μια εικαστική στρατηγική η οποία διατηρεί τη γενεαλογική σειρά με άλλους όρους, με απρόβλεπτες και αφαιρετικές συνδεσμολογίες οι οποίες εκπαιδεύουν ένα νέο βλέμμα: τη νέα αυτή εικονοποιητική αναδιάταξη την αναδεικνύει εύγλωττα το εικαστικό έργο του Φράνσις Μπέικον.

Με την ίδια διαδικασία ανασύνδεσης του παλαιού και του νέου εξετάζεται και η σχέση του λογοτεχνικού μύθου και του σκηνικού, θεατρικού λόγου. Εν προκειμένω φωτίζονται δύο αρχαιόμυθα θεατρικά κείμενα, ο Βασιλιάς Κανδαύλης του Αντρέ Ζιντ και Η γυναίκα του Κανδαύλη της Μαργαρίτας Λυμπεράκη: έχουν κοινή την καταγωγή τους στην εξιστόρηση του Ηροδότου, δίχως να είναι πιστά ηροδότεια αντίγραφα, δίχως να δεσμεύονται από τις επιταγές της ηροδότειας ποιητικής. Η προσεκτική συνανάγνωση των δύο σύγχρονων θα οδηγήσει στη στάθμιση των συγκλίσεων και αποκλίσεων από το κοινό πρότυπο αλλά και από τη μεταξύ τους διάσταση αντιλήψεων. Σημειωτέον ότι ο σκηνικός χώρος είναι το κατεξοχήν πεδίο μεταμορφώσεων, παραλλαγών, μετασχηματισμών ισχυρών λογοτεχνικών μύθων – ας συλλογιστεί κανείς τις αναρίθμητες Αντιγόνες, Ηλέκτρες, Ιφιγένειες ή την πληθώρα Δον Ζουάν, Φάουστ, Άμλετ που κατακλύζουν ευθέως ή πλαγίως, με ευφάνταστες μεταπλάσεις τη λογοτεχνική διαχρονία κι εξέλιξη.

Η διαλεκτική της μυθοποίησης και της απομυθοποίησης τόπων και προσώπων προσφέρει άλλο ένα ερμηνευτικό κλειδί στην προσέγγιση των διακειμενικών σχέσεων. Η συνανάγνωση του «Αμούρ Αμούρ», ενός από τα ιδρυτικά κείμενα της ποιητικής του Εμπειρίκου, με το μεταγενέστερο «Ες-Ες-Ες-Ες-Ερ Ρωσία» μυθοποιεί και συνάμα απομυθοποιεί  έναν  οιονεί γενέθλιο τόπο, έναν εδεμικό παράδεισο της παιδικής κι εφηβικής ηλικίας, επαναξιολογώντας τον με την ώριμη ματιά του ενηλίκου. Η φυλαγμένη «σαν τετραβάγγελο» Ρωσία της προσωπικής μυθολογίας και της εναργούς μνήμης και η αποστασιοποιημένη σοβιετική Ρωσία που επιτάσσει άλλη ποιητική ματιά, άλλη προοπτική, καθώς το χρονικό continuum ανακόπτεται ριζικά και ο βιωματικός χωροχρόνος τέμνεται από τον ιστορικό χρόνο είναι δυο φωτογραφίες (για να θυμηθούμε και τη μανιώδη φωτογραφική ενασχόληση του ποιητή), οι οποίες όμως επιτυπώνονται η μια στην άλλη, ποιητικώ τω τρόπω, και ανασυνθέτουν μια διακειμενική εικόνα, όπου χωρούν η ουτοπία και η πραγματικότητα, οι αγαπημένοι Ρώσοι συγγραφείς με προεξάρχοντα τον Τολστόι, αλλά και οι Γάλλοι υπερρεαλιστές με την πληθωρική πολυπρισματικότητα, με προεξάρχοντες τον Μπρετόν ή τον Αραγκόν, η πρωτοποριακή τεχνική του μοντάζ στον κινηματογράφο του Αϊζενστάιν με την υπερρεαλιστική ταχύτατη εναλλαγή εικόνων που δίνουν την αίσθηση μιας απολύτως έκκεντρης – κι εκκεντρικής – μυθοποιητικής πρότασης.

Ένας άλλος ανθεκτικός ευρωπαϊκός μύθος, η «τσιγγάνικη ψυχή», ιδιαίτερα στην βαλκανική εκδοχή της, εξετάζεται στο ίδιο χνάρι, της μυθοποίησης και της απομύθευσης, της εξιδανίκευσης και της δαιμονοποίησης. Ο «τσιγγάνικος μύθος» συγκεντρώνει πολλά διακαλλιτεχνικά στοιχεία (στα πεδία όχι μόνο των κειμένων, αλλά και της μουσικής, του χορού, της κινηματογραφικής αποτύπωσης): σε σαφώς ρομαντικό πλαίσιο, τα στοιχεία της νομαδικότητας, της αέναης περιπλάνησης, του «ανέστιου» καλλιτέχνη, με σημαία το ασυμβίβαστο πάθος που κατακαίει όλα τα πιθανά και απίθανα εμπόδια, άνευ ορίων-άνευ όρων, η ανυπακοή, η απροθυμία για οιαδήποτε ένταξη και ευταξία, ωθούν σε ένα είδος «μαγικού ρεαλισμού», γοητευτικού όσο και τυχοδιωκτικού, και γι’ αυτό διπλά μυθολογημένου. Από την άλλη, με ιστορικούς όρους, ο φόβος του άλλου, στην απόλυτη σχεδόν ετερότητά του, ο αποκλεισμός του, η περιχαράκωσή σε συγκεκριμένα όρια, η αδυνατότητα συμπόρευσης με τον τσιγγάνο-ταραξία, τον τσιγγάνο-παραβάτη, δημιουργούν δυο κόσμους διαφορετικών ταχυτήτων: τον επιταχυνόμενο νεοτερικό χρόνο της Δύσης και τον οιονεί ασάλευτο χρόνο των Τσιγγάνων, που θαρρείς και οδοιπορούν με όρους αχρονίας, εκτός ιστορικού χρόνου. Βαλκανικός κινηματογράφος, πληθωρικός σύγχρονος λόγος περί «Ρομά», ταυτοτικές αναζητήσεις: είναι μερικές από τις πτυχές που προβάλλουν με έμφαση  τον τσιγγάνικο μύθο.

Ο μύθος και η απομυθοποίηση συγκρούονται επίσης σθεναρά στην επιχείρηση αντι-μυθολογίας που στήνει ο Νίκος Τσιφόρος. Η Ελληνική μυθολογία του (1963-65) αναποδογυρίζει την παραδοσιακή πρόσληψή της, αποδομεί, θα ήταν ο κατάλληλος όρος, τη λογική της, σπάζει τον καθιερωμένο της κώδικα, και ανανοηματοδοτεί τα επεισόδια, τους ήρωες, τις εξηγήσεις και περιγραφές, κατεβάζοντάς τα από το βάθρο της μνημείωσης στην πεζή καθημερινότητα, γεμίζοντας τα κενά ή τις αποσιωπήσεις με αληθοφανείς  εκδοχές, αναδημιουργώντας εν τέλει τη μυθική αφήγηση. Θα είχε ενδιαφέρον να συνεξεταστεί η τσιφόρεια ποιητική με την κάπως ανάλογη αμφισβήτηση, υπονόμευση και ανατροπή των μυθικών αφηγήσεων όπως την επιχειρεί ο Μποστ (θυμίζω τη σπαρταριστή Μήδεια και την ευρηματική Φάυστα του, μεταξύ πολλών άλλων απομυθευτικών κειμένων του).

Οι δύο καταληκτικές ενότητες εξετάζουν τις κατασκευαστικές δυνατότητες νέων μύθων καθώς και την πρόσληψή τους. Ο μύθος ως ιδεολογική κατασκευή και η ένταξή του σε μια εν εξελίξει παράδοση. Προβάλλει ο ιδεότυπος της «γυναίκας-παιδιού», της παιδίσκης, κοινής φιγούρας τόσο στα κείμενα του Μπρετόν όσο και του Εμπειρίκου. Είναι ο αειθαλής μύθος μιας ουτοπικής αιώνιας νεότητας και αθωότητας· μια παιδικότητα εσαεί καθηλωμένη στο κατώφλι της εφηβείας, στην αναμονή της ερωτικής ενηλικίωσης. Ένας άλλος λογοτεχνικός μύθος, ο βίος και η πολιτεία της Πάπισσας Ιωάννας, εξακτινώνει την κατά Ροϊδη «μεσαιωνική μελέτη» (1866) σε άλλα πολιτισμικά περιβάλλοντα και τη μεταβολίζει σε άλλα είδη του λόγου – εν προκειμένω σε μια θεατρική διασκευή που δοκιμάστηκε στο σανίδι, στον μακρινό Καναδά. Μια ενδιαφέρουσα σύγχρονη «κάθοδος στον Άδη», όπως εντοπίζεται στο Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή, ενταγμένη στη δεσπόζουσα αυτού του μυθιστορήματος που είναι η διαρκής αναμέτρηση του «υψηλού» και σοβαρού με το αγοραίο, καθημερινό κι ευτελές στοιχείο της καθημερινότητας. Τέλος, ο μύθος της «τρομερής μητέρας», στην εκδοχή της πανίσχυρης «Ελληνίδας μάνας» που σκιαγραφείται στους διασπορικούς συγγραφείς  Χρήστο Τσιόλκα και Τζέφρυ Ευγενίδη, καθώς και ο Ιούδας-Οιδίπους, όπως διακρίνεται στις διδαχές του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, εμπλουτίζουν μυθικούς τόπους που επιβιώνουν χάρη σε γενναία ιδεολογική επένδυση

*

Grosso modo, αυτά περίπου (αλλά και μερικά άλλα που δεν επιτρέπει ο χώρος να σχολιαστούν) είναι τα θέματα που θίγονται στον παρόντα τόμο. Είναι ένα βιβλίο φιλοτεχνημένο με αγάπη και αφιερωμένο στη μνήμη του Ζαχαρία Σιαφλέκη, κατεξοχήν μελετητή του μύθου/των μύθων και των παραλλαγών και προεκτάσεών τους. Αν υπήρχε τρόπος  να μας βλέπει από κάπου, είμαι σίγουρη πως πολύ θα χαιρόταν με αυτό τον αμητό στα θέματα που εκείνος διακόνησε μια ζωή. Εύφημη μνεία πρέπει να γίνει στα μέλη της επιστημονικής/οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου (που έλαβε χώρα τον Μάιο του 2021) και ειδικός έπαινος στην Αντιγόνη Βλαβιανού, την Άννα Κατσιγιάννη και τη Λητώ Ιωακειμίδου που επιμελήθηκαν γρήγορα και άψογα τα Πρακτικά ώστε να μπορούμε σήμερα να κρατάμε στα χέρια μας αυτόν τον χρηστικό, αν όχι πολύτιμο, τόμο.

[1] Κείμενο που διαβάστηκε στις 2 / 10 / 2023, κατά την παρουσίαση του τόμου στα γραφεία της Ελληνικής Εταιρείας ΓΣΓ.

 

(*) Η Λίζυ Τσιριμώκου είναι ομότιμη καθηγήτρια του τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ

 

Μύθος / Μύθοι στη λογοτεχνία, Πρακτικά Ζ΄συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας, Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας, Εκδόσεις ΕΑΠ, 2023, σ. 485

 

 

Προηγούμενο άρθροΚαφές και συμπάθεια (της Μαρίας Κοφινά)
Επόμενο άρθροΟ Ρίτσος κερδίζει (ένα συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη) [του Γιάννη Ν. Μπασκόζου]

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ