O Μάγος της φυλής- αναδρομή στην ποίηση της Μπίλης Βέμη (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
205

   

 του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Ας προσπαθήσουμε να φανταστούμε μια σκηνή. Από κάπου ψηλά και σκοτεινά ακούγεται μουσική και κάποιος αλλάζει αναστατωμένος (καλύτερα να πω ταραγμένος) επίπεδο, παραμονεύοντας να δει, ή και να συναντήσει, έναν μάγο. Ο μάγος δεν είναι κανένας τσαρλατάνος. Είναι ο μάγος της φυλής και αντλώντας φως από μέσα του δημιουργεί -καταφέρνει να δημιουργήσει (ή μάλλον να κερδίσει)- μια καινούργια ημέρα. Κι ύστερα καλεί τα πνεύματα με τα οποία επικοινωνεί τριγύρω του,   κι αυτό του επιτρέπει να γεμίσει με την παρουσία του τον χώρο, αποκτώντας εν συνεχεία τη μορφή ενός αιχμηρού αντικειμένου. Και τότε θα ξεκινήσει να χορεύει  παντού, φορώντας παρευθύς και τη στολή του. Κι όσοι δεν έχει τύχει να τον καταλάβουν μέχρι τούδε, τον αναγνωρίζουν χωρίς καμιά αμφιβολία τώρα. Τι ακριβώς, εντούτοις, περιμένουν, και οι προηγούμενοι και οι τωρινοί, από τον ίδιο και τι θέλει ο ίδιος να κάνει μαζί τους; Το μόνο που ζητάει: να του επιτρέψουν να τους παρατηρήσει από κοντά και προσεκτικά – να ψάξει τη μνήμη και τα κρυφά τους πάθη,  να κοιτάξει κάτω από τα απατηλά τους ρούχα, να ψαύσει τους πόνους και να ελευθερώσει τις αγάπες τους. Και να μιλήσει για όλα αυτά όχι στεντορείως και προς πάσα κατεύθυνση, αλλά με χαμηλή φωνή και με τρόπο αλλιώτικο από την καθημερινή ομιλία και συνομιλία – με έναν τρόπο ικανό να μεταμορφώσει τους θεατές και το ακροατήριό του, όπως μεταμορφώθηκε κι εκείνος όταν αποφάσισε να γίνει κοφτερό εργαλείο, χωρίς, ωστόσο, να τρομάξει κανέναν και δίχως να προκαλέσει κακό στο κορμί ή στην ψυχή οιουδήποτε. Και πότε άραγε  -και πώς- θα τα φέρει εις πέρας όλα αυτά ο μάγος της φυλής; Μα, όχι τόσο όταν θα κατορθώσει να γίνει ποιητής -και επομένως, ως μάγος, και ταγός (δηλαδή ένα σεβάσμιο σύμβολο)-, αλλά πρωτίστως όταν θα έχει ακουστεί σαν ποιητής – τουτέστιν ως ανιχνευτής μετάλλων και ψυχών και όχι ως πνευματικός οδηγός.

Η σκηνή που μόλις έστησα μπορεί να αποτελεί μια παντελώς αυθαίρετη κατασκευή, συμπυκνώνει, όμως, την ποίηση της Μπίλης Βέμη δώδεκα χρόνια μετά τον θάνατό της (ήταν γεννημένη το 1954) και με την ευκαιρία της συγκέντρωσης των συλλογών της σε έναν τόμο από την Άγρα με ένα εξαιρετικά λιτό σημείωμα του Πάνου και του Παύλου Μαύρου (του γιου και του συζύγου της αντίστοιχα) και με ένα επίμετρο του Θωμά Μπεχλιβάνη, το οποίο συνδυάζει ιδανικά τα αισθήματα συναδελφικότητας και φιλίας με τη φιλολογική επάρκεια και την κριτική ευστοχία. Δεν είχα την ευκαιρία παρά να συναναστραφώ ελάχιστα την Μπίλη, όταν βρεθήκαμε μία ή δύο φορές στη Θεσσαλονίκη, στο ξεκίνημα της περασμένης δεκαετίας (ή και λίγο νωρίτερα). Επομένως δεν είμαι σε θέση να συμπληρώσω το εξωποιητικό υλικό (επαγγελματικό, επιστημονικό και βιωματικό) το οποίο είχε την ευχέρεια να χρησιμοποιήσει ο Μπεχλιβάνης. Μπορώ να κουβεντιάσω μόνο για την ποίησή της αποτυπωμένη σε έξι τίτλους: Νέλτο (1966, σε ηλικία δώδεκα ετών), Ο κόκορας των θεμελίων (1971, σε ηλικία δεκαεπτά ετών), Η σκουριά του Μεγαλέξαντρου (1978), Τοπίο που σε λένε ποίημα (1987), Φυτά του ύπνου (2000) και Το δέντρο που το φέραν στο μουσείο (2003).

Η ποίηση καταλαμβάνει ολόκληρη τη σκηνή την οποία παρακολουθήσαμε πρωτύτερα: κατάγεται από το σκοτάδι και το ασυνείδητο, ντύνεται με τα ρούχα της μαγείας, δεν βηματίζει αλλά χορεύει – απευθύνεται ως θέαμα και ως ακρόαμα στους αποδέκτες, αποφεύγοντας να τους προκαταλάβει διανοητικά και δεν διεκδικεί ή δεν αναλαμβάνει καθοδηγητικό ρόλο, όντας αποκλειστικά, όπως λέγεται απερίφραστα επί σκηνής, ανιχνευτής μετάλλων και ψυχών. Αυτή είναι η ποίηση όπως τη νιώθει και την ασκεί η Βέμη, έτσι διαγράφεται μέσα στον χρόνο τόσο η ποίηση όσο και η ποιητική της. Θα συνεχίσω, παραθέτοντας το ποίημά της «Ο μάγος ποιητής» από τη συλλογή Τοπίο που σε λένε ποίημα (1987), ένα από τα πιο ξεχωριστά ποιήματα, που περιλαμβάνεται στις σελίδες του σημαντικότερου ίσως ποιητικού της βιβλίου:             

 

Θα σε ζηλεύω στα τυφλά με μουσική

Άγγιξες την αλήθεια με απρόθυμα χέρια

στο μέτωπό σου τώρα θα πεθάνει

 

Σ’ αφήνω και κατεβαίνω χαμηλά

Παραμονεύω τον μάγο της φυλής

καθώς στραγγίζει το φώσφορο απ’ τα κόκαλά του

να εξασφαλίσει την καινούργια μέρα

Έπειτα βγαίνει και καλεί τα πνεύματα

γίνεται ασβέστης – απλώνει σύμβολα στα πεζοδρόμια

γίνεται στιλέτο – χορεύει σ’ όλες τις πλατείες

Κι έπειτα ντύνεται το ράσο του και καταγράφει

Ο μάγος ποιητής

 

Τώρα δεν κοιτάζουμε μια επινοημένη σκηνή σαν αυτή που έφτιαξα προκειμένου να συνεννοηθούμε στα προκαταρτικά. Ακούμε, βλέπουμε και διαβάζουμε την ίδια την Μπίλη που μας αποκαλύπτει πλέον πολύ περισσότερα με τις αφαιρέσεις και τις πυκνώσεις του λόγου της, με την υποβλητική δύναμη των στίχων της, καθώς και με τις υπόγειες πλην ταραχώδεις εκρήξεις τους. Γράφει ο Μπεχλιβάνης στο επίμετρό του πως η Βέμη έμεινε κάπως άδικα και ακατανόητα έξω από τη γενιά του 1970 (έξω από κάποιες ανθολογήσεις της), στην οποία ούτως ή άλλως ανήκει γραμματολογικά. Συμμερίζομαι απολύτως την παρατήρηση, αναρωτιέμαι, ωστόσο, με την ευκαιρία, κατά πόσον η Βέμη είχε όντως συγγένεια, αν μοιραζόταν πραγματικά, τουλάχιστον μέχρι και τη Σκουριά του Μεγαλέξαντρου, τις κεντρικές κατευθύνσεις της γενιάς του 1970. Ο κόσμος του «Μάγου ποιητή» γεννιέται στα εφηβικά και στα νεανικά ποιήματα της Βέμη με έναν εξαρχής βαθιά αφομοιωμένο μοντερνισμό, ο οποίος, πάντως, δεν επιζητεί να φωνάξει το όνομά του. Οι μαγικές σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στα πράγματα, ανάμεσα στη φύση και στα πράγματα και μεταξύ των ίδιων των πραγμάτων τροφοδοτεί την ποίηση της Βέμη από το πρώτο μέχρι και το τελευταίο βιβλίο της, συνταιριαγμένη, επίσης από πολύ νωρίς, με συμβολικές ιστορίες και με παραβολικά παραμύθια. Κι αν θυμηθούμε πως ο μάγος του ποιήματός μας χορεύει κρατώντας στιλέτο, τότε η Βέμη ζητάει από την ποίηση μια επικίνδυνη –αν μη τι άλλο- όρχηση: μια όρχηση που ξύνει τραύματα μα και θεραπεύει πληγές. Ας θυμηθούμε επίσης πως η ποιητική της τέχνη επείγεται να ανιχνεύσει μέταλλα και ψυχές, και ας προσθέσουμε το τριπλό αντίτιμο της αυτοσυνειδησίας, του εσωτερικό βασανισμού και της τελικής λύτρωσης.

Με μεταβατικό στάδιο το Τοπίο που σε λένε ποίημα και τον «Μάγο ποιητή», η μαγική οργάνωση του κόσμου και της τέχνης υποχωρεί στην ώριμη παραγωγή της Βέμη, για να έρθει πιο κοντά στους ποιητές του 1970, φτάνοντας μέχρι και Το δέντρο που το φέραν στο μουσείο. Συνεχίζοντας να γράφει ποιήματα-πρόζες, η Βέμη θα τα εντάξει πια σε ένα φανερά μοντέρνο ή και μεταμοντέρνο πεδίο, όπου θα εμφανιστούν η ονειρική γραφή και τα όνειρα, αν τα όνειρα δεν προδιαμορφώθηκαν παλαιότερα ως παραμύθια. Συζητώντας για τα όνειρα της ποιητικής ωριμότητας της Βέμη, να παραπέμψω στη μελέτη της Μαρίτας Παπαρούση «Η λειτουργία του ονείρου στην ποίηση της Μπίλης Βέμη: τα Φυτά του ύπνου»[1] και να σημειώσω την ψυχαναλυτική λειτουργία του ονείρου και την ποιητική πάλη με το ασυνείδητο, που δεν είναι άγνωστα και από την εφηβική και τη νεανική περίοδο, με τη διαφορά πως εν προκειμένω γίνεται ρητά λόγος για μια ποίηση-εκσκαφέα του ατομικού παρελθόντος, το οποίο μπορεί να ονομαστεί διττώς: σκοτεινή μήτρα και εκ παραλλήλου ματαιώσεις ή απωθήσεις επιθυμιών, ενορχηστρωμένες σε διαλόγους και  προβεβλημένες σε φαντασιακούς χώρους που έλκουν την καταγωγή από το θέατρο ή που μετατρέπονται σε μικρές σπουδές για την αναγκαιότητα ή για την προετοιμασία και την επεξεργασία της ποιητικής γραφής. Έτσι θα κατανοήσουμε καλύτερα ένα άλλο, ομόλογο ποίημα από τη συλλογή Τοπίο που σε λένε ποίημα, το «Χωρίς το κέλυφός του»:  

 

Όταν διαβάζω έναν ποιητή το μόνο που θέλω είναι να

του χαϊδέψω τα μαλλιά  Έτσι που απλώθηκε στο

χαρτί γυμνός χωρίς το κέλυφός του  Που κουβαλάει

μες το κρανίο ένα παιδί

                  να κάθεται βαθιά κάτω από οποιοδήποτε

Περίβλημα  Να επιμένει μ’ όλο τον κατακλυσμό να γράφει ποιήματα

 

Να η βεντάλια με το σύνολο της ποίησης της Βέμη, πέρα από φάσεις και περιόδους, με όσα συνοψίζουν τα παλαιότερα και τα ωριμότερα ποιήματά της για τον ανεκπλήρωτο και τον εκπληρωμένο έρωτα, για τα μνημονικά ταξίδια, για τις μαύρες τρύπες που ενέχουν και για τις φωτεινές εξόδους που επιφυλάσσουν οι εσωτερικές περιπλανήσεις, για την οργανική αλληλοσυσχέτιση φύσης πραγματικότητας και τέχνης. Η ποίηση δεν γράφεται παρά τους κατακλυσμούς, είναι η ίδια κατακλυσμός: για το καλό και για το κακό, για τα παιδικά χρόνια και για τον ενήλικο βίο, για την ποιητική γυμνότητα και για την ποιητική γύμνια – για την ιέρεια της ποίησης στην οποία δεν έπαψε να θυσιάζει η Μπίλη σε όλη διάρκεια (κι ας ήταν λίγη)  της ποιητικής και της φυσικής της ζωής.

[1] Βλ. Ζητήματα νεοελληνικής φιλολογίας: μετρικά, υφολογικά, κριτικά, μεταφραστικά. Πρακτικά ΙΔ’ Διεθνούς Επιστημονικής Συνάντησης, 27-30 Μαρτίου 2014: μνήμη Ξ. Α. Κοκόλη. Επιμέλεια Ίλια Παπαστάθη. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Φιλολογίας, Τομέας Μεσαιωνικών και Νέων Ελληνικών Σπουδών, Θεσσαλονίκη 2016.

Προηγούμενο άρθροΤο ταξίδι του Άρη στον κόσμο (και μία επιστολή του Διονύση Χαριτόπουλου)
Επόμενο άρθροΣτην αναζήτηση ενός σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού (της Έφης Γαζή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ