Μετάφραση από τα βουλγάρικα Ζντράβκα Μιχάιλοβα
(2ο κεφάλαιο)
Στα οκτώ του ο κόσμος είναι ζεστός και στρογγυλεμένος σαν αυγό Και τα πάντα λαμπυρίζουν – το τραπέζι, οι λευκοί τοίχοι των χασιέντας, οι γέροι με τα ασημένια μαλλιά, η γη, ο ίδιος ο αέρας. Οι καθεδρικοί ναοί, ο ουράνιος θόλος, τα μικρά ταβερνάκια στα στενά δρομάκια, τα παράθυρα, τα μάτια και το ψωμί – τα πάντα φεγγοβολούν.
– Ερνάντο – λέει ο πατέρας του.
– Ερνάν! – ακούει καΙ τη μητέρα του από το δωμάτιο στο βάθος του διαδρόμου.
Ακούγεται ήχος, ένα πουλί αρχινά να κελαηδά μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Και μετά σιωπή. Ο πατέρας του κρατάει στο χέρι του σπαθί, ενώ με το άλλο προσπαθεί να σιάξει τη στολή του. Εκείνη κρέμεται, σκούρα και τσαλακωμένη, άγαρμπο σκιάχτρο από ύφασμα και μέταλλο στο οποίο ο ψηλός άνδρας προσπαθεί να χωρέσει. Μαρτίν Κορτές ντε Μονρόι. Πολύ σύντομα θα μεταμορφωθεί στον κομψό καπετάνιο με κορδωμένο παντελόνι δεμένο σε φιόγκο ακριβώς πάνω από τις κάλτσες, με τεντωμένα μανίκια που ξεπροβάλλουν από την απαστράπτουσα επιφάνεια του θώρακα. Και μαζί με την πανοπλία του θα λάμψει κάτω από τον εκτυφλωτικό ήλιο του Μεντεγίν.
– Ερνάν. Ερναντίνιο! Για όνομα του Θεού! – φωνάζει η μητέρα του. Μια πεταλούδα έχει μπει στην κρεβατοκάμαρα και τώρα εκείνη τρέχει, με τις φούστες τις να ανεμίζουν, γύρω από το κρεβάτι, κουνώντας ανήμπορα τα χέρια της. Η Καταλίνα Αλταμιράνο. Ή απλώς Καταλίνα, όπως τη φωνάζουν όλοι. Η μαμά. Όταν μπαίνει στο δωμάτιο, εκείνη έχει ανέβει πάνω στο κρεβάτι, ο απογευματινός ήλιος φωτίζει το πρόσωπώ της, το γέλιο της εκπέμπει φως. Είναι καλοκαίρι, έξι η ώρα το απόγευμα. Άπλετο φως κατακλύζει το δωμάτιο.
Ο Ερνάν πέφτει ανάσκελα πάνω στο κρεβάτι, ανοίγει τα χέρια και μισοκλείνει τις βλεφαρίδες αντικρίζοντας τον ήλιο. Μετά κλείνει τα μάτια και νιώθει το φως να διαπερνά τα ζεσταμένα βλέφαρά του, ζωγραφίζοντας εκεί καυτούς κύκλους, λουλούδια από φωτιά και όνειρα.
Καμιά φορά βρίσκεται στο σπίτι του θείου του Φελίπε. Εκείνος έχει έναν χώρο εργασίας με μεγάλο γραφείο από ξύλο καρυδιάς, χαμηλό τραπεζάκι και βιβλιοθήκη, η οποία περιτριγυρίζει όλο το δωμάτιο. Παντού ατάκτως ερριμμένα βιβλία, παλιοί χάρτες του γηραιού κόσμου, γράμματα, σημειώσεις, αστρολάβοι, σφαίρες υδρόγειες και του ουράνιου θόλου. Οι δικοί του λένε πως ο θείος Φελίπε δεν είναι στα συγκαλά του. Όμως εκείνος έχει μιαν άλλη ιστορία να διηγηθεί. Είναι αναμαλλιασμένος, το πρόσωπό του αξύριστο, τα μάτια του είναι ματωμένα και περιπλανώνται από την αϋπνία. Ο θείος Φελίπε κοιμάται μόνο μερικές ώρες – τον υπόλοιπο χρόνο ψαχουλεύει σε σκονισμένους άτλαντες και κιτρινισμένους τόμους, παρατηρεί τον ουρανό, τα άστρα και κάθε φλόγα που έχει ζωγραφίσει η νύχτα. Еπί σειρά ετών αναζητεί την Ατλαντίδα – την Άλλη Γη, όπως την αποκαλεί – βέβαιος ότι στα βιβλία των αρχαίων θα ανακαλύψει οδηγίες για την ακριβή της τοποθεσία. Μάλιστα, έλαβε μέρος σε αποστολή για την κατάκτηση της χαμένης νήσου και για μια στιγμή γίνεται μάλιστα και ο μοναδικός κυβερνήτης του.
Ήμασταν καμιά εκατοστή άνδρες – αρχινά ο θείος Φελίπε, – οι νύχτες ήταν παγερές και μαύρες. Η βροχή έπεφτε πάνω μας καταρρακτωδώς από το λαρύγγι των ουρανών, πνιγμένο σε έναν παγωμένο ωκεανό. Ήμασταν μόνοι ανάμεσα στο ουρλιαχτό της καταιγίδας, μούσκεμα μέχρι το κόκαλο. Η νεροποντή δε σταματούσε ήδη τρίτη μέρα. Αστραπές φώτιζαν τα πρόσωπα, ενώ τα στομάχια είχαν σφιχτεί σαν γροθιά. Οι εκκωφαντικές βροντές απειλούσαν να σχίσουν τα πανιά και από στιγμή σε στιγμή να βάλουν φωτιά στο καράβι. Ο Αιγύπτιος είχε ανέβει στον κύριο κατάρτι, ανεμοδαρμένος μέσα στη βροχή, είχε απλώσει τα χέρια προς τον εκρηκτικό ουρανό και επαναλάμβανε ακαταλαβίστικες λέξεις, τις οποίες η ανεμοθύελλα παρέσερνε μακριά, τις θρυμμάτιζε και τις αλλοίωνε κατά πως ήθελε, ώσπου οι ήχοι, υπόκωφοι και σακατεμένοι, επέστρεφαν πίσω– κομματάκια γυαλιού πάνω από τα φουρτουνιασμένα κύματα. Δεν είχαμε μεγάλη ελπίδα. Ο πάτερ Σιλβέστρο ρώτησε μήπως ήρθε η ώρα να μας δώσει την τελευταία μετάληψη. Ας φύγουμε σαν χριστιανοί, είπε.
Πολλοί είχαν ήδη παρασυρθεί και καταπλακωθεί από τα κύματα. Ήμασταν μια χούφτα ναυαγοί στη χοάνη της θάλασσας. Τότε την είδαμε μπροστά μας, ξεφύτρωσε από το πουθενά – εκθαμβωτική, τέλεια στρογγυλή και καθαρή λευκή γη. Θυμάμαι πως τα μάτια μας βούρκωσαν. Οι άνδρες δεν ξεκολλούσαν τα μάτια τους από την απαστράπτουσα οπτασία. Μετά από τόσες μέρες τύφλωσης η όραση επιτέλους έπαιρνε μιαν ανάσα. Τι ευλογία! Ο πατέρας Σιλβέστρο έχασε τα λογικά του, στεκόταν στην πλώρη του καραβιού, μεθυσμένος από αγαλλίαση. Δαρμένος από τον θυελλώδη άνεμο κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να τον καταβροχθίσει η υδάτινη χοάνη. Ντον Φελίπε, άρχισε να φωνάζει, εξ ονόματος της Αγίας Καθολικής Εκκλησίας και των Αυτών Μεγαλειοτήτων, του βασιλέα και της βασίλισσας της Ισπανίας, σας χρίζω κυβερνήτη αυτής της χαμένης νήσου, η οποία τώρα ευρέθη και απλώθηκε μπροστά στα πόδια μας, με τη χάρη και τη θέληση του Θεού. Μόλις ξεστόμισε τα λόγια αυτά, ο ιερωμένος λες κι από δική του βούληση ρίχθηκε στα φουρτουνιασμένα ύδατα και παρασύρθηκε τελικά από αυτά. Την επόμενη στιγμή δεν είχε μείνει ούτε ίχνος από το σώμα του. Αμήν, αναφώνησε κάποιος, άλλος βλαστήμησε. Η καταιγίδα θαλασσόδερνε το σκαρί πέρα δώθε και οι άνδρες με δυσκολία στέκονταν όρθιοι. Παντού κυλιόντουσαν κορμιά, λουσμένα από τους υδάτινους πίδακες του ωκεανού. Κραυγές, βρισίδια και προσευχές. Όλοι θα είχαμε πνιγεί αν δεν ήταν ο Αιγύπτιος. Τώρα εκείνος είχε εγκαταλείψει το κεντρικό κατάρτι, είχε σκύψει πάνω από τα κύματα και ψιθύριζε κάτι, σαν να μιλούσε με τα νερά. Ακριβώς εκείνη τη στιγμή το νησί μπροστά μας αναπάντεχα ανασηκώθηκε στον αέρα, αφού πρώτα κατέκλυσε το κατάστρωμα με ισχυρή νεροποντή, και στη συνέχεια παρέσυρε το καράβι προς τα πάνω, μακριά στα θυμωμένα ουράνια. Τη στιγμή όταν αυτο το αναπάντεχο πέταγμα τελείωσε, μας έριξε πίσω στα φουρτουνιασμένα κύματα. Δεν ξέρω πως κρατιόμασταν ακόμα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας, αλλά από θαύμα ήμασταν ακόμα ζωντανοί. Τουλάχιστον οι περισσότεροι από μας. Είχαμε επιβιώσει για να δούμε εκείνο στο οποίο εδώ και πολύ καιρό δε θέλαμε να πιστέψουμε. Δεν υπήρχε κανένα νησί. Αυτό ήταν το γιγαντιαίο σώμα ενός θαλάσσιου τέρατος. Εκείνο βούτηξε πίσω στο βυθό, το κήτος πέρασε κάτω από την καρίνα του καραβιού, και μετά εκτοξεύτηκε προς το άγνωστο. Το δέρμα του ήταν λευκό και ανοιχτόχρωμο σαν κόκαλο και πίσω είχε μια γιγαντιαία ουρά, από την πλάτη του έβγαινε πίδακας νερού. Ήταν το μεγαλύτερο ψάρι που είχαμε δει ποτέ, πραγματικό Λεβιάθαν. Βιβλικό πλάσμα, τοποθετημένο εκεί για να φυλάει τα πέρατα του κόσμου. Με πολλές προσπάθειες καταφέραμε να αλλάξουμε ρότα. Την επομένη η θάλασσα κόπασε και σύντομα γυρίσαμε στο λιμάνι της Βαρκελώνης. Είχαμε φτάσει στα πέρατα του κόσμου.
Ο Ερνάν παρακολουθεί τον θείο του με περιέργεια και σπεύδει να ρωτήσει:
– Και τί υπάρχει μετά από το τέλος;
– Τίποτα για ανθρώπινα μάτια – αποκρίνεται ο θείος Φελίπε και το βλέμμα του πλανήθηκε έξω από το παράθυρο.
– Και αν πραγματικά δεν υπάρχει τίποτα; Αν η γη τελειώνει και αρχίζει η άβυσσος; Τι συμβαίνει με τα καράβια εκεί; Χαντακώνονται; Πού πάνε;
– Ποιός λέει πως δεν υπάρχει τίποτα; Αστραπές φώτιζαν την θαλάσσια απεραντοσύνη μπροστά μας και εκεί, σβήνοντας μέσα στην ομίχλη, απλώνονταν ακόμη εκατοντάδες λεύγες νερού. Ύδατα, τα οποία δεν καταγράφονται σε κανέναν χάρτη. Τέρατα φυλάνε τις εξόδους του κόσμου ακόμα από τη δημιουργία του. Κανείς δεν περνάει από την άλλη πλευρά . Hic sunt dracones[1].
– Γιατί όμως; Αν υπάρχουν έξοδοι, υπάρχει δρόμος – επιμένει ο Ερνάν.
– Σίγουρα θα υπάρχουν λόγοι ώστε τα πράγματα να είναι ως έχει. Αν ο κόσμος είναι σφαίρα, όπως θεωρούν πολλοί, δε μπορεί από την άλλη πλευρά να μην υπάρχει τίποτα. Δε μπορεί να μην υπάρχει άλλη γη. Όμως άκουσέ με, Ερνάν, αυτή είναι γη έρημη άφαντη. Μαύρη πατρίδα, τροφός κακού.
– Ή θαυμάτων – αντιλέγει ο Ερνάν.
– Τί;
– Ή τροφός θαυμάτων. Αμύθητων πλούτων, νυμφών, μονόκερων. Γητειών που τέτοιες κανείς δεν έχει ξαναδεί. Ίσως γι’ αυτό και τον φυλάνε. Αφού εκεί βρίσκεται ο επί γης Παράδεισος;
– Όχι! – κοφτά αποκρίνεται ο Φελίπε. – Ο επί γης παράδεισος βρίσκεται ανατολικά και όχι δυτικά. Προς την κατεύθυνση αυτή δεν υπάρχει τίποτα το καλό. Αυτή είναι μια κλειδωμένη πόρτα. Και καλύτερα να παραμείνει έτσι. Από την άλλη πλευρά είναι θάνατος. Αφού σου είπα τι είδαμε. Απέραντα κύματα νεκρού νερού. Ούτε μια αναλαμπή φωτός, καμία ελπίδα.
Για μια στιγμή οι δύό τους σωπαίνουν. Στο δρόμο περνάει πραματευτής. Τα βήματά του αντηχούν, ενώ θορυβοδώς διαλαλεί την πραμάτεια του. Μια γυναίκα τραγουδάει από το κοντινό μπαλκόνι, απλώνει τα χέρια, απλώνει λινά σεντόνια. Κάνει ζέστη, αυτή την ώρα η πόλη ερημώνει. Να όμως που φυσάει ένα αεράκι. Τα σεντόνια φουσκώνουν λουσμένα στο φως του ήλιου, όμοια με πανιά καραβιού.
Ο θείος Φελίπε συνέρχεται και ξαναπιάνει την κουβέντα:
– Ο Διάβολος αστεία δε σηκώνει. Δεν σου το είπα, αν δεν ήταν ο Αιγύπτιος, όλοι θα είχαμε πνιγεί.
– Και ποιός είναι ο Αιγύπτιος αυτός; Τί το σπουδαίο έκανε; – συνεχίζει να ανακρίνει ο Ερνάν.
Πρώτη φορά, αφότου μοιράστηκε τις θαλάσσιες περιπέτειές του, ο θείος του χαμογελάει. Χαρά αναδύεται στα μάτια του, ενώ έχει καρφώσει αινιγματικά τα μάτια του στον ανιψιό του. Ύστερα το πρόσωπό του σκοτεινιάζει και πάλι και ξαναπιάνει το νήμα της αφήγησής του:
Συνάντησα τον Αιγύπτιο στην Κόρδοβα, πριν από πολύ καιρό. Τον είδα στο παζάρι – ένας λιγνός ψηλός γίγαντας, ενώ συνάμα έμοιαζε με παιδί. Δεν ξέρω καν αν άνθρωπος σαν εκείνον έχει ηλικία. Γύριζε κατακόρυφα τη σκιά του μπροστά στα σαστισμένα βλέμματα των χασομέρηδων. Του ρίχνανε κανένα ψιλό κέρμα, καμιά φορά τον κερνούσαν κρασί. Ήταν Ισπανός, αλλά κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα. Τον αποκαλούσαν απλά Αιγύπτιο. Τον περισσότερο χρόνο αλώνιζε στα λιμάνια του Νότου – Βαλένθια, Κάντιθ, Μάλαγα, αλλά μερικοί τον είχαν δει μέχρι και στη Λισαβόνα. Περίμενε να τον μισθώσουν σε κάποιο καράβι, αλλά ζητούσε πολλά και για το λόγο αυτό πιο συχνά τραβιόταν στις ταβέρνες αντί στο κατάστρωμα των φρεγατών[2]. Είχε έρθει στην Κόρδοβα αναζητώντας κάποιο βιβλίο, έτσι έλεγε. Ενώ τον παρακολουθούσα πως γυρίζει τη σκιά του προς όποια κατεύθυνση ήθελε, η κατάπληξη δεν έπαυε να μεγαλώνει. Είχα ακούσει να λένε τις πιο απίθανες ιστορίες γι’ αυτόν. Όταν ήταν ακόμα πολύ νέος πήγε στην Αίγυπτο για να μάθει την τέχνη της μαύρης μαγείας με την οποία δάμαζε τα στοιχειά της φύσης, αντέστρεφε τη φορά των ανέμων, κοίμιζε τη θάλασσα και τις καταιγίδες, ενέπνεε φόβο στα θαλάσσια θηρία. Τόσο μεγάλη ήταν η δυναμή του ώστε ο κάθε καπετάνιος τον ήθελε στο καράβι του και έτσι εκείνος διέσχισε πολλές θάλασσες, οι παρισσότερες από τις οποίες αχαρτογράφητες. Είδε επικίνδυνα μακρινά μέρη – από τη Θάλασσα του Μπάρεντς μέχρι τον Κόλπο της Γουινέα. Σταματούσε τις βροχές, έδιωχνε τα σύννεφα, δάμαζε τους τυφώνες.
Προς στιγμήν ο θείος Φελίπε αφαιρείται. Βυθίζεται στις αναμνήσεις ή ζωγραφίζει στη φαντασία του τους θαυμαστούς άθλους του Αιγύπτιου, τα ταξίδια του σε άγνωστες θαλάσσες και ηπείρους. Μετά χαμογελάει και ρίχνει μια ματιά στον Ερνάν:
– Αφού φτάσαμε στο τέλος της γης, ο Αιγύπτιος συνομιλούσε με τον ουρανό και τα ύδατα, πρόφερε μυστικά λόγια, χάραξε με τα δάχτυλα κρυφά σημάδια, επικαλέστηκε τις αρχαίες δυνάμεις αυτού του κόσμου και εκείνες υποτάχθηκαν στη βούλησή του. Αυτό μας έσωσε.
Ο θείος του ανοίγει ένα χοντρό βιβλίο, ελέγχει κάτι μέσα του, μουρμουρίζει ακαταλαβίστικα λόγια και σηκώνεται. Περιφέρεται στο δωμάτιο όπως είναι με τη ρόμπα, έχοντας σταυρώσει τα χέρια πίσω από την πλάτη του. Και αρχινάει άλλη μια ιστορία:
Όταν ήμουν στην ηλικία σου, πέρασα μερικούς μήνες στο σπίτι του θείου μου στην Κόρδοβα. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη υπόληψη και ζούσε στο σπίτι όπου κάποτε κατοικούσε ο Αβερρόης[3]. Στο υπόγειο του σπιτιού του υπήρχε ένα καμίνι, όπου ο Αβερρόης έκανε τις αλχημείες του. Ο θείος μου έβγαλε το καμίνι, επειδή από εκεί αναδύονταν δυσοσμίες αγνώστου προελεύσεως. Πίσω από το καμίνι φάνηκε μια κόγχη στην οποία υπήρχε ένα σεντούκι από ξύλο κερασιάς, πάνω στο οποίο ήταν χαραγμένα αραβουργήματα και είχε επένδυση που είχε σκουριάσει από το χρόνο. Μέσα του βρήκαμε ένα καπέλο από δέρμα καμήλας, μιά συλλογή από αποξηραμένα εξωτικά φυτά, ένα ασημί κουτάλι με μια μπίλια στη μέση και δύο γράμματα. Αυτά ήταν τα πιο ακριβά αντικείμενα του Αβερρόη, τα οποία έκρυψε στην κρυψώνα τούτη σαν μικρό παιδί. Το καπέλο με τον οποίο ο πατέρας του διέσχισε την έρημο του Μαγκρέμπ, τα φυτά που είχε συλλέξει μέσα από τα χρόνια στα αραιά δάση της Ανδαλουσίας, το κουτάλι που του έδειξε πως ο υδράργυρος μεταμορφώνεται σε φιλοσοφική λίθο. Τα δύο γράμματα δεν είχαν παραλήπτη και έμοιαζαν περισσότερο με ημερολόγια, τα οποία ο Ιμπν Ρουσντ κλείδωσε αργότερα μαζί με τα άλλα τιμαλφή, μακριά από τα μάτια του κόσμου.
Αφού διάβασε τον κατάλογο με τη σύντομη περιγραφή των ευρημάτων, ο θείος μου άνοιξε το πρώτο γράμμα.
Εδώ και δέκα μέρες είμαι καθηλωμένος στο κρεβάτι. Τα βράδια κάποιο πουλί κουρνιάζει στο παράθυρό μου και αφουγκράζεται. Στο σπίτι επικρατεί ανυπόφορη ησυχία. Έχω την αίσθηση πως ακούω τα κόκαλά μου. Καταραμένο ισχίο! Ολόκληρη η σπονδυλική μου στήλη αναστενάζει. Η μέση μου έχει ακινητοποιηθεί, ο πόνος με κόβει σαν μαχαίρι. Δοκίμασα αλοιφές, βότανα, κομπρέσες, θεραπεία με ατμό, λουτρό στο φεγγαρόφωτο. Ήρθαν μάγοι από την Αφρική, ήπια άνοστους λαπάδες, ενώ εκείνοι απάγγειλαν με λαρυγγισμούς πάνω από το στρώμα μου. Εκείνο το βράδυ το πουλί δεν ήρθε. Τίποτε άλλο δεν συνέβη. Κάποιο σανίδι άρχισε να τρίζει πάνω στη στέγη. Έχει υγρασία. Πριν από δύο μέρες θαύτηκα μέχρι το στήθος στο χώμα. Λένε πως το ξηρό χώμα θεραπεύει. Μέσα σε λίγες ώρες όλη η Κόρδοβα το είχε μάθει. Οι άνθρωποι νόμιζαν πως έχω γίνει σούφι. Όμως ο πόνος παρέμεινε. Τώρα ο ουρανός γκριζάρει. Κάνει κρύο. Δεν υπάρχουν καθόλου πουλιά. Μου φαίνεται πως όλη η πόλη περπατάει στις μύτες των ποδιών. Ώρες-ώρες πραγματικά φαίνεται σαν η πόλη να μετακινείται. Αργά, ανεπαίσθητα, όλο και πιο νότια, προς τη θάλασσα, προς την Αφρική, προς τις ερήμους. Οι νύχτες γίνονται όλο και πιο διαυγείς, όλο και πιο καθαρές, το τοπίο έξω αλλάζει μέρα με τη μέρα. Πιάνει ζέστη. Ο ήλιος ψήνει την ξεραμένη γη. Μόνο τα κόκαλά μου είναι υγρά. Μια φορά, στο σούρουπο, στο παράθυρο εμφανίστηκε το καραφλό κεφάλι ενός καμπούρη γεροντάκου. Είναι κοντούλης, η καράφλα του ίσα που προβάλλει πάνω από το πρεβάζι. Τα μάτια του είναι ολόμαυρα, καθάρια, σαν τα μάτια νεαρού ανθρώπου. Δείχνει σαν κάποιος από εκείνους τους περιπλανώμενους μάγους, τσαρλατάνους ή αστρολόγους. Κοιτάει επίμονα προς τα μέσα και παρά το σκοτάδι στο δωμάτιο, κοιτάει ευθεία προς εμένα. Προσπαθώ να τον δω καλύτερα και ανασηκώνομαι στους αγκώνες, αλλά το φως του κεριού κάνει τη μορφή από την άλλη πλευρά να τρεμοπαίζει, να σιγοσβήνει, να παίρνει φανταστικές αποχρώσεις, όπως συμβαίνει στα όνειρα ή σε οφθαλμαπάτη. Кαι όταν πια δεν είμαι σίγουρος αν υπάρχει καν κάποιος εκεί έξω, το ρυτιδιασμένο κεφαλάκι προβάλλει για άλλη μια φορά και τότε αναγνωρίζω τη μορφή του δασκάλου, του Ιμπν Τουφάιλ[4]. Παλιός όσο ο κόσμος, τα ρούχα του έχουν σκουρύνει, κουρελιασμένα, γενικά δεν είναι ξεκάθαρο τι φοράει, στο κεφάλι τουρμπάνι, ενώ το κρανίο του γυαλίζει μέσα από το διάφανο δέρμα. Στην αρχή δεν είμαι σίγουρος αν είναι εκείνος. Μήπως είναι αποκύημα παραίσθησης του άρρωστου μυαλού μου; Ή οπτική αυταπάτη, που προκλήθηκε από το σούρουπο.
Μήπως ο δάσκαλος δε χάθηκε σε μιαν ανεμοθύελλα πριν από χρόνια; Δεν έλεγαν ότι τον είχαν απαγάγει τζίνια, ότι έγινε υπηρέτης του Μαύρου βασιλιά, ενός σκουρόχρωμου αρσενικοθήλυκου που διαφεντεύει τα βάθη της αφρικανικής ερήμου; Μισοκλείνω τα μάτια απέναντι στον ήλιο που δύει, κοιτάω επίμονα το γεροντίστικο πρόσωπο και όταν επιτέλους εκείνος λέει κάτι, δεν μένει πια ίχνος αμφιβολίας. Ο Ιμπν Τουφάιλ απλώνει τα χέρια, τα μακριά κοκαλιάρικα δάχτυλά του δείχνουν προς τα πάνω, τα μάτια ξεθωριάζουν. Φοβάμαι ότι το φθαρμένο δέρμα από στιγμή σε στιγμή θα ξεγυμνώσει τον ζωντανό σκελετό. Όμως εκείνος λέει: «Ο πόνος έρχεται από πάνω». Έξω σκοτεινιάζει και σε λίγο δεν τον βλέπω πια. Μήπως ο Ιμπν Τουφάιλ ακόμα λουφάζει κοντά στο παράθυρό μου ή μήπως απέχει πια παρασάγκας από εδώ; Μήπως περιπλανάται μπερδεμένος κάτω από άλλα παράθυρα, σέρνοντας τα ξυπόλητα πόδια του στα σοκάκια της Κόρδοβας; Δεν ξέρω που ήταν και τι του είχε συμβεί, αλλά καθώς φαίνεται ο ήλιος και τα χρόνια είχαν στερέψει το λογικά από το κατά τ’ αλλα περίφημο μυαλό του; Παρ΄ολα αυτά για πολύ ώρα δεν παύω να σκέφτομαι τα λόγια του. Το νόημα τους θα γίνει ξεκάθαρο για μένα πια μετά από ένα χρόνο.
– Φαντάσου μόνο πως θα φαινόταν ο Αβερρόης στα μάτια του δασκάλου του, Ιμπν Τουφάιλ – λέει ο θείος Φελίπε. – Πιθανόν τα πράγματα να ήταν αλλιώς. Ίσως η ελεεινή περιγραφή, που δίνει ο Αβερρόης για τον γέροντα να μην είναι όλη η αλήθεια.
Για μια στιγμή ο θείος Φελίπε αφαιρείται, με βλέμμα να απλανές ατενίζει το τοπίο.
– Φαντάσου – συνεχίζει εκείνος – ο Ιμπν Τουφάιλ να πλησιάζει το σπίτι. Πως ανασηκώνεται μπροστά στο παράθυρο και κοιτάει επίμονα μέσα στο μισοσκόταδο. Εκεί είναι ξαπλωμένο το κιτρινισμένο σώμα του Αβερρόη, σώμα ενός αρρωστιάρη, καθηλωμένου στο κρεβάτι. Αναστατωμένος και γυμνός, με κερένιο πρόσωπο, με μάτια γουρλωμένα στο κενό. Το κερί σιγολιώνει στο τραπεζάκι δίπλα στο στρώμα, εκείνος κοιτάζει τριγύρω και αφουγκράζεται ανήμπορα στο πνιγερό δωμάτιο, τρέμει με το κάθε χτύπημα, με το κάθε τρίξιμο. Το πρόσωπό του έχει παραμορφωθεί από τον πόνο, το στόμα του κινείται απαρηγόρητα, όμως από αυτό δεν βγαίνει ήχος. Μοιάζει με καλικάντζαρος, με πλάσμα καταδικασμένο στα βασανιστήρια της κολάσεως. Μόνο από θαύμα φανερώθηκε η μορφή του εδώ, μορφή από τους πιο άσχημους οικισμούς αυτού και του άλλου κόσμου. Φαντάσου τώρα τη λύπη στο πρόσωπό του Ιμπν Τουφάιλ, να φανταστείς πως το μυαλό του γέρου συννεφιάζει και μονάχα σε λίγα λεπτά εκείνος γερνάει θαρρείς με χρόνια μπροστά στο τρομερό θέαμα. Ένα από τα πιο φωτεινά μυαλά του αιώνα σταφιδιάζεται στην πνηγερή κλίνη τιυ αρρώστου, φοβισμένο, καταβεβλημένο, χαμένο. Φαντάσου την απόγνωση του παλιού συντρόφου, φαντάσου πως από τα στήθη του βγαίνει ένας αναστεναγμός προς τον ουρανό. Αναστεναγμός λύπησης, που στα αυτιά εκείνου που υποφέρει αποκτούν κρυφό νόημα.
Ο θείος του σωπαίνει και πάλι, μένει σκεπτικός για λίγα λεπτά και μετά συνεχίζει:
– Ούτως ή άλλως, αυτό είναι που λέει ο Αβερρόης στο γράμμα του. Τί είναι αλήθεια και τι όχι, μπορεί να γνωρίζει μόνο κάποιος που περνούσε τυχαία στο δρόμο την ίδια ώρα.
Στο επόμενο γράμμα τάχα μου γινόταν λόγος για κάτι πολύ διαφορετικό, αλλά μόνο μετά από μερικές αράδες η σχέση με την περίσταση αυτή γινόταν παραπάνω από ξεκάθαρη.
Ο χαλίφης με προσκάλεσε ένα βράδυ στο νυχτερινό περίπτερο στους κήπους του αλκαζάρ[5], απ’ όπου ο έναστρος ουρανός φαίνεται καλύτερα. Ο αέρας μοσχοβολούσε ορχιδέες και νάρκισοους. Ο Αμπου Γιακουμπ Γιουσούφ[6] μου έδειξε απεικονίσεις, ζωγραφισμένες από θαλασσοπόρους χαμένων καραβιών. Απεικονίσεις, οι οποίες κανείς πριν από μένα, αν εξαιρέσουμε τον χαλίφη και τους ναύτες, δεν είχε ματαδεί. Οι πληροφορίες των θαλασσοπόρων περιείχαν ανησυχητικές λεπτομέρειες, που εκείνος επιθυμούσε να μοιραστεί μαζί μου. Τα καράβια απέπλευσαν προς τις δυτικές ακτές της Αφρικής, αλλά αντί να φτάσουν εκεί ρίχθηκαν στις ερημιές του ωκεανού πέραν από τις Ηράκλειες Στήλες[7]. Βρέθηκαν χαμένοι σε μακρινές ξένες θάλασσες. Όσο μιλούσε ο Πρίγκιπας των πιστών, μου έδειξε το ημερολόγιο καταστρώματος, το οποίο βρέθηκε ανάμεσα στα αντικείμενα ενός από τους καπεταναίους. Μέγας είναι ο Αλλάχ, είπε ο Γιακούμπ Γιουσούφ.
15 Αυγούστου
«Μόλις σήμερα τη νύχτα καταλάβαμε πως έχουμε αποκλίνει από την πορεία μας. Πρέπει να έχουν περάσει μέρες από τότε που ο αέρας μας ξέκοψε από τις ακτές της Αφρικής. Γύρω δε φαίνεται ούτε ίχνος στεριάς. Ούτε σημάδι πουθενά. Μόνο κύματα και απέραντη ανοιχτοσιά. Ο ήλιος καίει το δέρμα, την ημέρα ο καύσωνας είναι ανυπόφορος. Στον λαμπρό ουρανό σπάνια βλέπεις πουλιά, ενώ τη νύχτα όλα έχουν παγώσει από το κρύο. Προσπαθούμε να βρούμε τον δρόμο της επιστροφής μας πριν χαθούμε μια για πάντα.
18 Αυγούστου
Πάρα τις όποιες προσπάθειές να αλλάξουμε ρότα, το καράβι συνεχίζει να πλέει δυτικά. Φοβάμαι ότι ήδη έχουμε πάει πολύ μακριά. Στο λευκό περιθώριο των χαρτών. Εκεί, όπου οι αρχαίοι ζωγράφιζαν τέρατα. Το πλήρωμα έχει πανικοβληθεί. Οι προμήθειες τροφίμων τελειώνουν.
22 Αυγούστου
Παντού, όπου φτάνει το μάτι, απλώνονται μαύρα σαν μελάνι ύδατα. Ήδη δεύτερη μέρα έχουμε να δούμε ήλιο. Ομίχλη και σύννεφα σκεπάζουν τον ουρανό. Αναθυμιάσεις καταπίνουν το καράβι. Δε βλέπεις τίποτα, ούτε μπροστά στη μύτη σου. Ήδη είναι αδύνατον να προσανατολιστούμε από τα άστρα. Διαβαίνουμε τις ομίχλες σαν σε όνειρο.
24 Αυγούστου
Η ομίχλη επιτέλους υποχωρεί και ο έναστρος θόλος λαμπυρίζει και πάλι πάνω μας. Βγαίνει το φεγγάρι, ξάφνου πάνω από τα κατάρτια. Μαύρη σελήνη, κακό σημάδι. Κατεβαίνει και λούζει με κρύο τον κόσμο κάτω. Το σκοτεινό του άλως χρωματίζει σε μαύρο τα κείμενα και τα πρόσωπα, τους προσδίδει νέο άγνωστο περίγραμμα. Κάτι συμβαίνει με τους ναύτες. Είναι σαν αιχμαλωτισμένοι από το τραγούδι των σειρήνων, μερικοί ρίχνονται στη θάλασσα, άλλοι βγάζουν άναρθρες κραυγές. Απάνθρωπα ουρλιαχτά. Τα κορμιά τους υποτάσσονται σε ανήκουστους ρυθμούς και στριφογυρίζουν εμμονικά στο κατάστρωμα. Τίποτα δεν σταματά τον δαιμονικό τους χορό. Κάποιο άλλοι χάνουν την όρασή τους και σωριάζονται με λυγμούς. Εξαθλιωμένοι, κουνώντας τα χέρια στα τυφλά στο αέρα. Πόνος και φόβος διοχετεύονται από το φεγγάρι. Η παραφροσύνη κατακυριεύει τους πάντες. Και ακριβώς τότε, όταν αποφασίζουμε πως είμαστε καταδικασμένοι, το μαύρο φεγγάρι κρύβεται, δύει ανάμεσα λες σε φλόγες της κολάσεως και δεν το βλέπουμε ποτέ πια.»
Οι ζωγραφιές του καπετάνιου έδειχναν έναν μαύρο δίσκο, μεγαλύτερο από τον ήλιο, που διέσχιζε τοξωτά την ουράνια σφαίρα.
Αυτό είναι το φεγγάρι του άλλου κόσμου, είπε ο χαλίφης.
– Πώς έτσι του άλλου κόσμου; – πετάγεται ο Ερνάν.
Ο θείος του κοιτάει για ένα διάστημα προς τα έξω όπου το ηλιοβασίλεμα πυκνώνει τον αέρα. Μετά εξηγεί:
Αν αληθεύει το ότι η υδρόγειος σφαίρα είναι στρογγυλή, όπως ανέφερα ήδη, δεν μπορεί παρά εκεί πέρα να μην υπάρχει άλλος κόσμος. Η μαύρη σελίνι, σύμφωνα με τον Αβερρόη, είναι η αιτία για πολλές δυστυχίες, συμπεριλαμβανομένης της παραφροσύνης και της τυφλότητας. Αυτό είναι έτσι, καθώς το λαμπρό σκότος της δεν επιδρά ευνοϊκά στα υγρά του σώματος. Ακόμα λιγότερο στα μάτια και στην καρδιά. Εκείνο το φεγγάρι περιστρέφεται γύρω από τη γη, αλλά με τρόπο τέτοιο που δεν μπορεί να παρατηρηθεί από το δικό μας ήμισυ. Το μαύρο φεγγάρι ανατέλλει από τα δυτικά. Αφού άκουσε την αφήγηση του χαλίφη, ο Αβερρόης αποφάσισε πως εκείνο ήταν η αιτία για τα βάσανά του. Θεώρησε ότι ακριβώς αυτό προσπάθησε να του πει ο δάσκαλός του Ιμπν Τουφάιλ. Καταπιάστηκε να υπολογίσει τις συντεταγμένες, έτσι ώστε σε κάθε μια στιγμή να βρίσκαται αρκετά μακριά από τη θηλιά του. Κάτι το οποίο αποδείχθηκε δύσκολο, αφού η Ισπανία βρίσκεται στο χείλος του κόσμου τούτου και παρόλο που δεν μπορούμε να το παρατηρήσουμε, το μαύρο φεγγάρι συνέχεια μας ρίχνει κλεφτές ματιές από τα βάθη της Δύσης. Αόρατο, όμως πάντα κοντινό.
Λέγοντας αυτά τα λόγια, ο θείος του θωρεί το σούρουπο πάνω από το Μεντεγίν. Σαν να ξεχνάει το φεγγάρι, τον χαλίφη και τον Αβερρόη. Ο λογισμός του τρέχει κάπου μακριά, εκείνος κοιτάει επίμονα και ήσυχα προς τα έξω, χωρίς να σαλεύει.
Ο Ερνάν έχει μαγευτεί από τη σκέψη για το αινιγματικό φως. Θέλει να μάθει και άλλα για το μακάβριο φεγγάρι, όμως ο θείος του αρχίζει να βήχει, λέει πως ήρθε η ώρα να μουλιάσει τα αρρωστημένα πόδια του σε ζεστό νερό, και για τον μικρό Ερνάν έρχεται επιτέλους η ώρα να γυρίσει σπίτι.
– Όμως θείε, αντιλέγει – ο Ερνάν – θέλω να ανακαλύψω αυτόν τον κόσμο, να δω το μαύρο φεγγάρι.
– Ω, αγόρι μου, – βγάζει έναν αναστεναγμό ο θείος Φελίπε – δεν είναι τυχαίο ότι η Δύση φυλάσσεται από δράκους. Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχει μαύρο φεγγάρι. Δεν είναι τυχαίο πως τα πράγματα έχουν ως έχει.
Και ύστερα από μια μικρή παύση προσθέτει:
– Έχω ακούσει πως κάπου εκεί, στην καρδιά εκείνου του κόσμου, υψώνεται ένα τεράστιο βουνό. Από την κορυφή του τρέχουν ποτάμια από χρυσάφι, όμως φυλάγονται από κανιβάλους, οι οποίοι προσφέρουν τα ίδια τους τα παιδιά θυσία σε φρικτές θεότητες. Και κανένας ήλιος δεν φτάνει ποτέ ως εκεί.
– Όμως θείε… – πετάγεται και πάλι ο Ερνάν.
Αλλά τη στιγμή εκείνη ο Φελίπε σηκώνεται δίπλα του και τον διακόπτει:
– Αγόρι μου…
Μετά τον κοιτάει αυστηρά και συμπεραίνει :
– Υπάρχουν κόσμοι που δεν είναι για μας. Ούτε ήταν, ούτε θα είναι.
Στο τέλος ο θείος Φελίπε χαμογελάει:
– Καμιά φορά καλύτερα είναι στο σπίτι – λέει. Και με τα λόγια αυτά τερματίζει τη συζήτηση.
Όταν γυρίζει σπίτι του ο Ερνάν αφηγείται ενθουσιασμένος για τους θαλάσσιους άθλους του θείου του, για το μαύρο φεγγάρι και τον Αβερρόη, για το βουνό στην άλλη άκρη του κόσμου και για τα όσα αφηγούνται οι θαλασσοπόροι.
– Γλυκούλη – αποφαίνεται η μάνα του. – Ο θείος σου δεν έχει φύγει ποτέ από τη στεριά.
– Όμως έχει περάσει αρκετό καιρό στις ταβέρνες. Εκεί ακούς ό’τι βάζει ο νους σου – μπαίνει στην κουβέντα κι ο πατέρας του. – Όλα αυτά είναι μια συρραφή που έχει κάνει από τα βιβλία, με τις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Και από τις ιστορίες των μεθυσμένων ναυτών.
Η μητέρα του τον κοιτάει με έγνοια:
– Ο θείος σου υπέφερε από μικρός από πόνους στα γόνατα. Την θάλασσα ποτέ δεν την υπέφερε.
Ο Ερνάν συνοφρυώνεται απορημένος και γυρίζει το κεφάλι μια προς τον πατέρα και μια προς την μάνα του.
– Γλυκούλη , – ξεκινά και πάλι εκείνη – εκτός από όλα τα άλλα ο θείος σου Φελίπε ποτέ δεν είχε θείο στην Κόρδοβα.
Όμως για τον Ερνάν είναι πια αργά. Το έχει πάρει απόφαση να βρει τον Αιγύπτιο, να διασχίσει τις επικίνδυνες δυτικές θάλασσες, επιτέλους να διασχίσει τον μεσημβρινό του φόβου.) Μακριά, μακριά στον ωκεανό, πέραν από τις πύλες της Δύσης. Η καρδιά του είναι σε αναβρασμό.
Λίγο αργότερα εκείνος είναι ξαπλωμένος στο κρεβάτι και δεν του κολλάει ύπνος, το μυαλό του ζωγραφίζει εικόνες απείρου κάλλους ξένων, εξωπραγματικών κόσμων. Η κούραση βαθμιαία κυριεύει το κορμί του. Η μητέρα του μπαίνει στο δωμάτιο και βάζει ένα κερί στο τραπέζι. Η φλόγα φωτίζει σιωπηλά το σκοτεινό δωμάτιο.
[1] Hic sunt dracones – (λατ.) κυριολεκτικά: εδώ υπάρχουν δράκοι. Την επιγραφή αυτή τη βάζαν στους παλιούς χάρτες για τις άγνωστες, ανεξερευνητές περιοχές. Σ.σ.
[2] Παρόλο που η κλασική φρεγάτα χρονολογείται σε μεταγενέστερη επόχή, η ίδια η ονομασία (ιταλικά: fregata; ισπανικά/καταλωνικά/πορτογαλικά/σικελικά: fragata; ολλανδικά: fregat; френски: frégate) χρησιμοποιείται στη Μεσόγειο ακόμα τον ύστερο 15ο αιώνα για τα στρατιωτικά πλοία τύπου γαλέρας, με κουπιά, πανιά και ελαφρύ εξοπλισμό. Το προτέρημά της ήταν η ταχύτητα και η δυνατότα να μανουβράρει. Σ.σ.
[3] Αβερρόης – το εκλατινισμένο όνομα του Ιμπν Ρουσντ (1126 – 1198), ένας από τους μεγαλύτερους ‘Αραβες φιλοσόφους. Για ένα διάστημα διετέλεσε επίσης και αρχιδικαστής της Κόρδοβας. Σ.σ.
[4] Ιμπν Τουφάιλ – Άραβας φιλόσοφος (1105 – 1185), δάσκαλος τοιυ Αβερρόη. Σ.σ.
[5] Alcázar – κυριολεκτικά στα αραβικά: το παλάτι. ΄Ετσι αποκαλούνταν τα παλάτια που είχαν ανεγερθεί από τους Άραβες στην Ισπανία. Το πιο γνωστό είναι εκείνο στη Σεβίλλη. Σ.σ.
[6] Αμπου Γιακουμπ Γιουσούφ – ο δεύτερος χαλίφης της δυναστίας των Αλμοχαδών, ο οποίος κυβερνούσε από το 1163 μέχρι το 1184. Σ.σ.
[7] Ηράκλειες στήλες – тέτσι αποκαλούσαν στην αρχαιότητα το στενό του Γιβραλτάρ, όπου είνα το πέρασμα στον Ατλαντικό. Σ.σ.
Μικρό βιογραφικό
Ο Τόντορ Τόντοροβ γεννήθηκε το 1977 στη Σόφια, διδάσκει Φιλοσοφία του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης, καθώς και Ισλαμική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Είναι φωτογάφος, διδάσκει επίσης μαθήματα φωτογραφίας στο Τμήμα Πολιτισμικών Σπουδών του ίδιου πανεπιστημίου. Έχει συγγράψει τις συλλογές διηγημάτων «Παραμύθια για μελαγχολικά παιδιά» (Ciela 2010, Σόφια) και «Πάντα η νύχτα» (Ciela 2012, Σόφια), καθώς και τη μονογραφία «Η ξεχασμένη επιστήμη».Φέτος ό συγγραφέας Τόντορ Τόντοροβ διεκδικεί το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης με το μυθιστόρημά του «Χαγκαμπούλα».Το 2023 το «Χαγκαμπούλα» διακρίθηκε στη χώρα του συγγραφέα με το εθνικό βραβείο για βουλγάρικο μυθιστόρημα της χρονιάς «13 αιώνες Βουλγαρία».