Ό,τι τρέμει και χάνεται (γράφει ο Γιάννης Καρπούζης)

1
288

 

γράφει ο Γιάννης Καρπούζης

 

Όταν κυκλοφόρησε το βιβλίο του Σωτήρη Σιαμανδούρα βρισκόμουν στο Βερολίνο. Κάτω από τον λευκό Γερμανικό ουρανό, δέχτηκα λοιπόν μια κλήση του, που με προσκαλούσε να πω δυο λόγια για τον «Έκτο όροφο» σε μία παρουσίαση, στο Εναλλακτικό βιβλιοπωλείο.

Όταν έγινε η αναφερθείσα κλήση, τον Σωτήρη δεν το γνώριζα καλά. Μάλλον, όπως θυμάμαι, η γνωριμία μας προέκυψε μέσα από τις ατραπούς τις πολιτικής στράτευσης όχι της τέχνης. Και αυτό ήταν για μένα εξαιρετικά πολύτιμο αφού θεωρώ ότι έχουν σιωπήσει οι άνθρωποι της γενιάς μου που διακρίνονται για την αγωνία τους για μία άλλη κοινωνική πραγματικότητα. Ήμουν σίγουρος λοιπόν, ότι αυτό το βιβλίο θα ήταν ένα έργο προσφορά στην διαδικασίας χτισίματος μίας πολιτική αντίστασης, στο παράδειγμα του Αναγνωστάκη. Δεν είχα ωστόσο διαβάσει ακόμα το βιβλίο.

Με την πρώτη επαφή μαζί του, αυτό που είναι άμεσα ορατό είναι πως στον «Έκτο όροφο», ο συγγραφέας χρησιμοποιεί μία μικτή εργαλειοθήκη:

η καρέκλα μας τριπόδιζε / τρι τρι τρι / στα πόδια της / ένα λιβάδι σπασμένα πλακάκια / τρι τρι τρι / Κουτσό / κουτσό έκανε ανάμεσα στις γραμμές / τρι τρι τρι / καρέκλα διαγώνια / έπαιζε σκάκι χωρίς να παίζει / τρελή καρέκλα

 (από το ποίημα «Καρέκλα»)

Η ποίηση εδώ είναι από τη μια εικονοπλαστικη και περιγραφική με τις προτάσεις να αντανακλούν ακριβείς περιγραφές από τον έξω κόσμο. Από την άλλη βρίσκουμε την  επαναδιαπραγμάτευση γλωσσικών δομών, η γλωσσική σαφήνεια καταρρέει και στη θέση του μπαίνουν οι άλλες συστάσεις του σημαίνοντος: η καθαρά υλική (όπως παραπάνω), η μεταφορική, η μετωνυμική:

φοράς ένα λουλουδένιο φουστάνι / Λουλούδια Λουλούδια Λουλούδια / ένας πλανόδιος στέκεται και σου ζητάει / πέρα δώθε δώθε πέρα / τα πόδια σου / Τα χέρια σου λεπτά σαν κρίνα

(από το ποίημα «Πάρκινγκ»)

Μέσα στην ροή της αφήγησης η γλώσσα σπάει με ποιητικούς όρους. Σε μικρά σημεία για λίγο, επαναφέροντας μας στον ελλειπτικό κόσμο της ποιητικής σύνταξης. Ή αλλού συναντάμε την ανάμειξη της περιγραφής των πραγμάτων και την περιγραφή της γλωσσικής εκφοράς τους:

τη μια στιγμή αγωνιούσα για σένα μόνο, / όπως πάντα / ανθίζουν για πάντα οι κερασιές / ακόμη και μέσα στον χειμώνα; / την άλλη μετρούσα τα θαυμαστικά / να βάλω κι εγώ δύο;

(από το ποίημα «Ο κήπος»)

Το βιβλίο του Σωτήρη είναι ένα ευχάριστο βιβλίο, φυσάει απαλά σαν το αεράκι που τόσο ανάγκη έχεις το κατακαλόκαιρο. Είναι λιτά γραμμένο και σχεδιασμένο ώστε να διαβαστεί μονορούφι. Σαν την εμπειρία του θεατή που βλέπει μια ταινία μεσαίου μήκους, ένα έκθεμα βίντεο ή μια έκθεση φωτογραφίας. Οπωσδήποτε κάτι με τεκμηριωτική φύση όταν αυτή συναντάται με την αφαίρεση. Μετά την ανάγνωση φεύγεις γεμάτος αλλά όχι κουρασμένος – ούτε βαρύς. Σα να ήπιες όσο ακριβώς νερό είχες ανάγκη. Μου θύμισε το βιβλίο ενός άλλου συνοδοιπόρου μας, τον «Τυφλό Επισκέπτη» του Παναγιώτη Αρβανίτη.

Αυτό μπορεί να φαίνεται απλό με ένα επιπόλαιο διάβασμα, αλλά η αναγνωστική εμπειρία δείχνει τελικά το αντίθετο.

Κατά τα επικίνδυνα χρόνια της κρίσης υπήρξε τεράστια παραγωγή ποίησης στην Ελλάδα. Είναι πλέον μυθικές οι ιστορίες για τον αριθμό των νέων βιβλίων και των νέων ποιητών αλλά και των συμφωνιών που έγιναν με τους εκδότες. Με τούτα και με κείνα, η ποίηση φαινομενικά είχε μπει και πάλι στο προσκήνιο. Όμως με όλη αυτήν την υπερπαραγωγή έγινε και ένα ανεπανόρθωτο κακό. Η πλειοψηφία των βιβλίων όχι απλά δεν είχαν κατορθώσει να σχηματίσουν προσωπικό ιδίωμα αλλά έμοιαζαν να είναι προχειρογραμμένα. Μία τεράστια δυσπιστία απέναντι στην σύγχρονη ποιητική παραγωγή εμφανίστηκε συνεπώς, στην θέση της αναγκαίας αναπτέρωσης.

Ένα βιβλίο ή ένα έργο τέχνης δεν χρειάζεται φυσικά να είναι αριστούργημα, αρκεί να είναι μία αγνή πρωτότυπη κατάθεση πάνω στις «λέξεις και τα πράγματα». Πάνω σε όσα ζούμε, και στους ενδεχόμενους τρόπους αναπαράστασής τους. Το βιβλίο του Σωτήρη κερδίζει καταρχάς αυτή τη μεγάλη μάχη. Κανένας δεν θα βρει το βιβλίο κουραστικό, αφελές, ξαναειπωμένο. Κανένας δε θα το βρει πάρα μόνο προσεγμένο και καλογραμμένο. Οι αναγνώστες του βιβλίου θα το χαρούν. Θα το αγαπήσουν. Θα χαρούν που υπάρχει στην βιβλιοθήκη τους. Ο γεωμετρικός χώρος που καταλαμβάνει στον κόσμο του αναλογεί και με το παραπάνω.

Ενδιαφέρον είναι ότι στο βιβλίο λείπουν οι βαρυσήμαντες αναφορές στην ιστορία της ποίησης. Και όσες λίγες υπάρχουν είναι καλά ενσωματωμένες όπως στο ποίημα «Κυψέλη».

η Αλεχάντρα ήταν μια ποιήτρια / μικρή πολύ μεγάλη / σαν εσένα / εσύ λίγο πιο τυχερή / σε καλύτερες εποχές λίγο / ζούμε / Δεν είναι ανάγκη ακριβώς  / να αυτοκτονούν οι ποιήτριες / μα η Αλεχάντρα είναι αδερφή σου

Είναι κοινή πρακτική στο γραπτό λόγο η εμπρόθετη χρήση της διακειμενικότητας καθότι ο ποιητής έχει οντολογικό άγχος ένταξης σε μία διαδικασία γενεαλογίας ή παράδοσης. Ο Σωτήρης, φιλόλογος ο ίδιος, φαίνεται να έχει αποτινάξει από πάνω του αυτό το βάρος. Αντ’ αυτού το έργο θυμίζει τον κανόνα των έργων και των βιβλίων που λέμε «ημερολόγια» ή ποίηση-ντοκουμέντο.

η Φωκίωνος είναι / όλες οι φυλές όπως φιλούν / ένα πράσινο ποτάμι /κέντρο καρδιά της Κυψέλης / η Βαγγελιώ, ο Μετεωρίτης / το καφεβιβλιοπωλείο / όπου συνάντησα την Αλεχάντρα  

 (από το ποίημα «Κυψέλη»)

Έχει κάτι το καθημερινό, το τεκμηριωτικό και το θραυσματικό μέσα από την επαναφορά και την επανασύνδεση κομματιών αστικής καθημερινότητας.

σαν πίσω έξοδο νοσοκομείου / εκεί που βγαίνουνε οι  νεκροφόρες στολισμένες / άνθη απορρίμματα / τσιμπολογάνε τα / πουλιά / πενηντάρηδες / τραυματιοφορείς του ΟΑΕΔ / γελάνε / καπνίζουν    και / και γελάνε

(από το ποίημα «Στη Γένοβα, στο Πόρτο κάτι»)

ή σε άλλο σημείο:

Τώρα περνάνε μανιασμένοι έφηβοι / Χωρίς πατέρα / Με πειραγμένες εξατμίσεις / Χωρίς μάνα / Πάνω από τα φύλλα τα πεσμένα / Των δέντρων

(από το ποίημα «Πορφύρα»)

 Αλλά και αυτή η αστική καθημερινότητα εμφανίζεται συχνά μαγική καθότι μεταπλασμένη από τον ποιητικό λόγο. Ανθίζει με τόσες στιγμές και με τόση βλάστηση όπως το γιασεμί που ανθίζει στην λεωφόρο Αλεξάνδρας (ποίημα «Το γιασεμί»).

Το σκέφτεσαι φυσικά, το γιασεμί, και στο Αιγαίο, σε εξιδανικευμένα μέρη συνήθως, αλλά ο Σωτήρης θέλει ακριβώς να το ξαναδεί στην πιο κεντρική λεωφόρο της πόλης να ανθίζει. Και να ξαναβρεί την σημασία του σε αυτό το χώρο. Ο πραγματικός αλλά αόρατος υπότιτλος του βιβλίου, πρέπει μάλλον να είναι Ένας μυστικός κήπος στην κατάμεστη καρδιά της πόλης.

Και έπειτα το βιβλίο έχει πολύ καλά ποιήματα όπως είναι η «Αφροδίτη της Μήλου».

Ή το αγαπημένο μου, «Πόλεμος και Ειρήνη»:

«Θυμήσου τους ανάπηρους πολέμου. Πώς προσπαθούν για πάντα να κουνήσουν ένα μέλος κομμένο. Ένα χέρι, ένα πόδι. Νομίζουν πάντα ότι είναι εκεί. Καμιά φορά, αλήθεια θα μπορούσαν να το ξύσουν. Έτσι προσπαθούμε να κουνήσουμε κι έναν αγαπημένο. Πάντα νομίζουμε ότι μπορούμε. Αναπτύσσουμε μέλη προσθετικά. Μια πατερίτσα, ένα πόδι πλαστικό, συνήθειες, σώματα. Αναπτύσσουμε μια σκηνή στρατιωτικού νοσοκομείου. Οι στίχοι βάφουν τα χέρια, τη λευκή ποδιά. Καμιά φορά, ο ιατρός αποκοιμιέται στην καρέκλα, καμιά φορά κοιτάζει με βλέμμα απλανές, ονειρεύεται στο ξύπνιο του. Καμιά φορά τα καταφέρνει κιόλας. Α, καμιά φορά, εκεί που νόμιζες πως θα πεθάνεις, γλίτωσες. Κοιτάς τον κόσμο κι είναι απίστευτο. Πιάνεις τα μέλη σου, είναι αληθινά; Τσιμπιέσαι, αρχίζεις να χοροπηδάς, μπορεί να σε πονέσεις. Μπορεί και να τραυματιστείς μες στη χαρά σου».

 (Πόλεμος και Ειρήνη)

 Αποτελεί εδώ μία μεταφορά το «χαμένο μέλος» για μία λησμονημένη σύντροφο;

Εγώ αυτό ένιωσα. Ακριβώς στο σημείο του κομμένου μου λαβυρίνθου.

 

ΥΓ. Σαν απόρροια μίας σειράς γεγονότων που ακολούθησαν το τηλεφώνημα του Βερολίνου, βρέθηκα κι εγώ στον μυστηριώδη «Έκτος όροφο», ένα βράδυ στην οδό Φωκίωνος. Κλεονίκη, σε ευχαριστούμε, και από εδώ, για την ξενάγηση. Είναι πράγματι  ένας μυστικός κήπος στην καρδιά της πόλης.

 

Σωτήρης Σιαμανδούρας,Έκτος όροφος,Κουκκίδα

Προηγούμενο άρθροΈκθεση Παιδικού Βιβλίου της Μπολόνια: «Εμείς μέσα σε όλο αυτό δεν είμαστε πρακτικά πουθενά» (της Ελένης Γεωργοστάθη)
Επόμενο άρθροΝέοι λογοτέχνες σε ένα πολυμορφικό χάος- σκέψεις μετά από ένα συνέδριο (του Γιάννη Ν. Μπασκόζου)

1 ΣΧΟΛΙΟ

  1. Την καλησπέρα μου από Κυπρο .
    Πολυ με λυπεί το γεγονός ότι πολλοί συγγραφεις αν και άριστοι δεν έχουν τις γνωριμίες για το brake που χρειάζονται για να μπούν στην αγορά .Καταντήσαμε να γινουμε όλοι αυτοέκδοτοι κι έπειτα τα βιβλία να στολίζουν την δική μας βιβλιοθήκη ΚΙ αυτό μου φέρνει στο μυαλό τόσους μεγάλους που μόνο δοξάζονται μετά θανατο Διότι πιο πριν ανεβαίνεις τον ανήφορο μοναχός . Κι ας πλήθος θαυμαζουν την ποίηση ή τα γραπτά σου ,Κι ας ξεχωρίζεις σε διαγωνισμούς Η δόξα σου κρατάει μέχρι εκεί
    Σου φέρνει στο μυαλό τον Παπαδιαμάντη που μόνο με 50 δραχμές έπρεπε να βγαλει τον μήνα στις σπουδές του, να αγοράζει το χαρτί για να γραφει κ,α, Ο Καζαντζακης που εχει μεταφραστει παγκόσμια τότε παραπονιόταν ότι δεν ειχε χρήματα να αγοράσει καραμέλες να φιλέψει τα εγγόνια του Ο Παλαμάς δεν ειχε χρήματα να πληρώσει το νοίκι του Ετσι τι να πουμε εμείς που ακόμα άσημοι είμαστε κι ας γραφουμε πενήντα χρόνια μα για να εκδόσουμε πρεπει από το υστέρημά μας . Βλεπετε εκτός από τα παραμύθια μας δεν υπάαρχει το μαγικό ραβί της καλής νεράϊδας για να κανει και για μας το θαυμα . Ομως παρά την απογοήτευση πάλι θα παιρνουμε την πέννα με ότι συνταράζει την ψυχή μας Ας ελπίσουμε καποια μέρα καποιο μαγικό ραβδί να αγκαλιάσει και τα δικά μας γραπτά τόσο που να δουν το φως κι εμεις να είμαστε ακομα εδω να πούμε Αξιζε τον κόπο ή όλη προσπαθεια Ευχαριστω πολύ Μαρούλλα Πανάγου Κύπρια ποιήτρια και συγγραφέας

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ