της Μαρίας Κοφινά
Ολοκληρώνοντας την ανάγνωση της πρώτης ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Παπαδάκη, «Και του πουλιού ο εσπρέσος» (εκδ. Ιωλκός, 2023), νιώθει κανείς σαν να βγήκε μόλις από ένα καφεκοπτείο φρέσκων ιδεών και ευωδιαστών αρωμάτων. Μέσα σε 20 ποιήματα ο νέος ποιητής αναπαριστά ζητήματα που τον απασχολούν στο παρόν του έχοντας ως όχημα μια καλοδουλεμένη γλώσσα˙ το άμεσο πλην όμως σοβαρό σε σημεία ύφος του διανθίζεται εύστοχα με αρκετές δόσεις ειρωνείας.
Με διάφορες ποικιλίες του καφέ να διαρθρώνουν τη συλλογή σε οχτώ ενότητες επιτυγχάνοντας μια ευρηματική δομή (“Σκέτος”, “Μέτριος”, “Γλυκός”, “Γλυκός με εβαπορέ”, “Με στέβια”, “Φρέντο εσπρέσο”, “Ελληνικός-Turk Kahvesi”, “Λουκουμάκι”), ο ποιητής φωτίζει καίριες πτυχές της βιωμένης εμπειρίας του, όπως είναι οι σχέσεις του ανθρώπου με τον χρόνο, την αγάπη, την κοινωνία. Η έννοια του χρόνου, μάλιστα, φαίνεται να τον ελκύει ιδιαίτερα, αφού και στα πέντε ποιήματα της ενότητας “Γλυκός” δηλώνεται εμφατικώς η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να αδράξει τον παρόντα χρόνο δημιουργώντας έτσι διάχυτο το αίσθημα του κατεπείγοντος:
Αν έπρεπε να βροντοφωνάξω μια κραυγή,| να την αποστηθίσω μ’όλη μου
τη μνήμη, | με βλέμμα τέτοιο τα μάτια μου να βλέπουν | κι εκείνη, | λυδία λίθος κάθε ήχου
και θορύβου, | έτσι κάπως τη βιώνω: | «Ἡμεῖς, χρονίζουμε τὸ χρόνο» (“Τηλεκοντρόλ
κλεψύδρας”), […] Έχω, όμως, την ικανοσύνη, | τρόλεϊ κι αφέψημα | εγώ να εξετάζω, |
ώστε η ελπίδα μου να στρέφεται | σε χρόνους παροντικούς και πέραν. (“Δεν ελπίζω σε
καλύτερα παρελθόντα”), […] Το χρέος μας; | Ο Ενεστώτας˙ | ο κάθε Ενεστώτας. (“Ο
καφές του απογεύματος”).
Πέραν τούτου, όμως, το ποιητικό υποκείμενο δεν διστάζει και να καταγγείλει με έντονα σκωπτική διάθεση την υποκρισία που βιώνει γύρω του, όπως μαρτυρείται ήδη από τους τίτλους κάποιων ποιημάτων (“Οι σχέσεις είναι χρήμα”, “Φοβού τις ιεραρχίες και δώρα φέρουσες”, “Θέλει αρετή και τόλμη η αυτοκριτική”).
Οι στίχοι Είν’ όμως αυτή η αποστολή τους, | να φαίνονται δυο μέτρα μπόι στα στοχαστικά | κι αν η ζωή ρωτά πραγματικά | εκείνοι εύηχα να παίζουν το βιολί τους (“Λογιοσύνης το ανάγνωσμα”) όπου στοχοποιούνται οι δήθεν λόγιοι είναι αντιπροσωπευτικοί του ειρωνικού και καταγγελτικού ύφους του ποιητή.
Ωστόσο, ανάμεσα σε αυτές τις υπαρξιακές και κοινωνικές κραυγές που εντοπίζονται στη συλλογή, μένει ευτυχώς χώρος και για τον έρωτα, ο οποίος υμνείται με λυρικές νότες χωρίς να χάνεται το στοιχείο της αμεσότητας (“Προσωποποιημένα ντουλαπάκια”, “Παρεξήγησις”, “Νυξ της ενδεκάτης Αυγούστου”, “Ζητείται ταυτότητα”). Στο ποίημα “Παρεξήγησις”, ειδικότερα, είναι χαρακτηριστική η βαθμιαία έκπτωση του αρχικού λυρισμού σε ρεαλισμό προς τους τελευταίους στίχους. Το ποιητικό υποκείμενο αναπολώντας πιθανόν κάποιο ερωτικό παρελθόν που τώρα πια έχει χαθεί απευθύνεται αρχικά στα αστέρια τα οποία παίρνουν τη μορφή του αντικειμένου του πόθου του (Πόσα πρωινά δεν ξημερωθήκαμε, αυγερινέ μου;
[…] Πόσα
δυσίματα δεν εσπερίσαμε, αποσπερίτη μου; | Και ξαφνικά, σε είπαν Αφροδίτη. | Κι εγώ
πτωχός, δίχως εσέ, | μέσα στο ίδιο σπίτι έμεινα, | δίχως Αυγερινό, χωρίς Αποσπερίτη).
Το παρόν βρίσκει τελικά τον απελπισμένο να παίζει μουσική και να μαθαίνει απ’τις
ειδοποιήσεις, | πως πούλησες τον σκύλο μας | αντί πινακίου φακής.
Θα ήταν μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθεί η έντονη καβαφική παρουσία στην συγκεκριμένη ποιητική συλλογή. Οι τρεις στίχοι του Κ.Π. Καβάφη, που εν είδει προλόγου προτάσσονται της συλλογής του Παπαδάκη, δίνουν αναμφίβολα το στίγμα όλης της ποιητικής του απόπειρας. Αφενός η μορφή ορισμένων τίτλων (“Eις πόλιν τινά εν έτει σωτηρίω τάδε”, “Νυξ της Ενδεκάτης Αυγούστου”, “Ο καφές του απογεύματος”), αφετέρου ο τρόπος προσέγγισης του έρωτα, αλλά και η ειρωνική νοηματοδότηση καταστάσεων ενέχουν εμφανές το καβαφικό χρώμα, χωρίς αυτό να αποκλείει τη δημιουργική αναμέτρηση του νέου ποιητή με το πρότυπό του. Ίσως μάλιστα η σημαντικότερη αρετή της παρούσας ποιητικής συλλογής που δίνει και μια νέα πνοή στην καβαφική πρόσληψη να είναι η επιδέξια χρήση της γλώσσας μιας και συνδυάζεται αρμονικά ένα πλούσιο, στα όρια της λεξιπλασίας, λεξιλόγιο (ουρανοθωρικό (“Προσωποποιημένα ντουλαπάκια”), ικανοσύνη (“Δεν ελπίζω σε καλύτερα παρελθόντα”) με απλές και καθημερινές λέξεις – όχι μόνο σε διαδοχικούς στίχους (κι η γόπα μου πετάχτηκε | μες των Τεμπών την πυκνοβλαστημένη γη (“Ράγισμα”), Καθήμενοι στην τράπεζα του φαγητού | λίγο πριν την μασαμπούκα (“Φοβού τις ιεραρχίες και δώρα φέρουσες”), αλλά και ενίοτε μέσα στον ίδιο στίχο (Αφού εσκέφτοντο υψηλώς, πότε αρχή να βάνει (“Νομιμοποίηση του μελομακάρονου σε κάθε εποχή”).
Σε κάθε περίπτωση η πρωτοτυπία του ποιητικού αυτού εγχειρήματος έγκειται στο ιδιαίτερο στοιχείο με το οποίο έχει επιλέξει ο ποιητής να πλαισιώσει αλλά και να σηματοδοτήσει το ποιητικό του σύμπαν, το οποίο δεν είναι άλλο από το ρόφημα του καφέ. Αφού τόσο ο τίτλος της συλλογής, όσο και αυτός του προγραμματικού ποιήματος “Εν αρχή ην το χαρμάνι” έχουν ήδη προδιαθέσει τον αναγνώστη για την κεντρική θέση του καφέ στο έργο, ο ποιητής ξετυλίγει έναν κόσμο συχνά σε ανατολίτικο σκηνικό –ενδεχομένως αντιπαραβάλλοντάς το εύστοχα με το αλεξανδρινό περιβάλλον του προτύπου του – όπου, όπως το καφεκοπτείο, κατακλύζεται από έντονες μυρωδιές, ζωηρούς ήχους και ανήσυχες σκέψεις.
Η πρώτη ποιητική απόπειρα του Δημήτρη Παπαδάκη αφήνει μια αίσθηση όμοια με την πρώτη γουλιά του πρωϊνού καφέ: τονωτική και απολαυστική.