Δεύτερες σκέψεις για την αναγνωστική έρευνα του ΟΣΔΕΛ (της Ελένης Σβορώνου)

0
725

 

της Ελένης Σβορώνου

 

Η μέρα και ώρα της εκδήλωσης ήταν σημειωμένη στην ατζέντα από καιρό, η παρέα κανονισμένη και η χαρά μεγάλη. Είχα ήδη ξεφυλλίσει τη σύνοψη των αποτελεσμάτων αυτής της έρευνας του ΟΣΔΕΛ, την παρουσίαση και τις προτάσεις, και είχα δει το υλικό της σχετικής καμπάνιας.

Η έρευνα αποτελεί το τέταρτο σκέλος  του ερευνητικού προγράμματος του ΟΣΔΕΛ για το βιβλίο και εστιάζει στο αναγνωστικό κοινό.

Η έρευνα για το ενήλικο κοινό είχε ολοκληρωθεί και δοθεί στη δημοσιότητα το 2022. Τώρα ήταν η σειρά της έρευνας για το ανήλικο κοινό. Η προσδοκία όλων των φίλων του παιδικού βιβλίου  –και του βιβλίου γενικότερα αφού όλοι αντιλαμβάνονται ότι ο σπόρος της ανάγνωσης μπαίνει κάπου εκεί, στα παιδικάτα σου ή στην εφηβεία—μεγάλη. Επιμέρους έρευνες και συνέδρια για το παιδί και το βιβλίο είχαμε, αλλά τέτοιας εμβέλειας έρευνες αναγνωστικής συμπεριφοράς είχαν να γίνουν από τον καιρό του ΕΚΕΒΙ. κααίσιο του πολιτιστικού και κοινωνικού του προγράμματος, το οποίο αποτελεί μέρος τυ Οργανισμού.

Βηματίζοντας με βήμα ταχύ στην Ακαδημίας, να πιάσω θέσεις μιας και η προσέλευση προβλεπόταν μεγάλη, σταματούσα κάθε τόσο να χαιρετίσω φίλους και γνωστούς. Γιατί ενώ τα συμπεράσματα της έρευνας δεν προμήνυαν εκπλήξεις και νέα ευρήματα –λίγο πολύ το ξέρουμε πως το μορφωτικό επίπεδο της οικογένειας είναι καθοριστικής σημασίας για να γνωρίσει και να αγαπήσει το παιδί το βιβλίο, πως οι μεγάλες κοινωνικές ανισότητες (που αναδύονται ανάγλυφες και στο εκπαιδευτικό μας σύστημα) καθρεφτίζονται και στην αναγνωστική συμπεριφορά, και πως, αν δε λάβεις σοβαρά υπόψη σου το αξιακό σύστημα και το προφίλ των εκάστοτε κοινωνικών ομάδων στις οποίες προσπαθείς να ενσταλάξεις την αγάπη για το βιβλίο, δε θα έχεις αποτέλεσμα. Όλα αυτά λίγο πολύ τα συζητούσαμε με κάθε ευκαιρία, αλλά τώρα θα είχαμε ένα άλλο πλαίσιο. Η συζήτηση θα γινόταν με ένα επίσημο εργαλείο έρευνας ανά χείρας και η ευκαιρία για να τεθούν οι βάσεις για μια συστηματική πολιτική καλλιέργειας της σχέσης παιδιού και βιβλίου λαμπρή! Κι όλα αυτά προσμένοντας τον επόμενο κρατικό φορέα που θα αφορά το βιβλίο και που ήδη έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις.

 Δυόμιση περίπου ώρες αργότερα έβγαινα από το Ολύμπια με ανάμεικτα συναισθήματα όπως ίσως και πολλοί άλλοι φίλοι. Από τη μία η χαρά για την ύπαρξη της έρευνας (που πράγματι αναζήτησε απαντήσεις στο πώς γίνεται τελικά κανείς συστηματικός ή μέτριος αναγνώστης και τεκμηρίωσε την ταξική διάσταση του θέματος), ενός ισχυρού εργαλείου για να θέσει τις βάσεις για μια ολοκληρωμένη πολιτική για την περίφημη «φιλαναγνωσία» στις νεαρές ηλικίες αλλά και το έντονο ενδιαφέρον για το θέμα, όπως έδειξε η γεμάτη αίθουσα και ο ζωηρός διάλογος.  Από την άλλη μια αίσθηση έλλειψης επικοινωνίας και συνεργασίας ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους.

Οι πανελίστ ανέδειξαν όλα τα καίρια θέματα:

-τη σημασία ύπαρξης όχι μόνο δημόσιων και σχολικών βιβλιοθηκών, που απαιτούν πόρους που δεν υπάρχουν, αλλά και κάθε ευκαιριών ανάγνωσης (κινητές βιβλιοθήκες, γωνιές με βιβλία σε δημόσιο χώρο και στο σχολείο κλπ.),

-την ανάγκη προσφοράς μεγάλης ποικιλίας βιβλίων που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες του συγκεκριμένου κοινού (π.χ. βιβλία στις μητρικές γλώσσες των παιδιών ή σιωπηλά βιβλία για τα παιδιά χωρίς αναγνωστική ευχέρεια κλπ.) και σε όλα τα γούστα

-την ανάγκη αποδοχής κάθε τύπου αναγνώσματος ως σημαντικής πρώτης πύλης εισόδου στο διάβασμα (κόμικς, περιοδικός τύπος κλπ.),

-την ανάγκη εκπαίδευσης των εκπαιδευτικών και της υιοθέτησης νέων πρακτικών στο σχολείο (π.χ. κατά μόνας σιωπηλή ανάγνωση στην τάξη),

-τη σημασία της προφορικής αφήγησης ιστοριών κλπ.

Όλα τα σημαντικά θέματα τέθηκαν στη συζήτηση. Θα μπορούσε κανείς να συγκροτήσει μια πλήρη πολιτική φιλαναγνωσίας συνθέτοντας θέματα και προτάσεις που διατύπωσαν οι πανελίστ και το κοινό και οι οποίες απαντούν στο βασικό αίτημα της έρευνας: βιβλία για όλους, όχι μόνο για την μεσαία και ανώτερη τάξη που ήδη διαβάζει, καμπάνιες και δράσεις για διαφοροποιημένο κοινό και υιοθέτηση τρόπων και λόγου για το βιβλίο που να ανταποκρίνεται στο αξιακό και συμβολικό σύστημα των μη προνομιούχων κοινωνικών ομάδων.

Ωστόσο φαίνεται πως λείπει, ή δεν έχει ωριμάσει ακόμη, η πραγματική διάθεση επικοινωνίας και συνεργασίας όλων των εμπλεκόμενων φορέων για να επιτευχθεί το μέγιστο δυνατό αποτέλεσμα. Από την έρευνα έλλειψαν οι καταθέσεις και η εμπειρία των εκπαιδευτικών και άλλων φορέων που υπηρετούν το παιδικό και νεανικό βιβλίο σε εθελοντική βάση, ίσως και οι ίδιοι οι δημιουργοί. Από την εκδήλωση έλλειψε η εκπροσώπηση της Πολιτείας. Έμοιαζε λοιπόν μία συζήτηση και μια έρευνα χωρίς αποδέκτη. Σε κάποια στιγμή στην τοποθέτησή της η κ. Βασιλική Νίκα ανέφερε όλους τους φορείς που συμμετείχαν και εκπροσωπούνταν στο περίπτερο της Σλοβενίας στη διεθνή έκθεση για το παιδικό βιβλίο στη Μπολόνια. Ο κατάλογος ήταν μεγάλος και περιλάμβανε ενώσεις συγγραφέων, εικονογράφων, κρατικούς φορείς, μη κερδοσκοπικούς φορείς, ενώσεις εκδοτών κλπ. Εύγλωττη η αναφορά. Εκκωφαντικό το μήνυμα της ανάγκης συνεργασίας όλων των φορέων που υπηρετούν το παιδικό και νεανικό βιβλίο κάτω από μια ομπρέλα εθνικής στρατηγικής με στόχους και όραμα. Αυτό όμως σημαίνει διάλογο. Σημαίνει στρατηγική και πολιτική που προκύπτει μέσα από ουσιαστικό διάλογο, όχι προσχηματικό.

Δεν είναι εύκολη η οργάνωση ενός τέτοιου συμμετοχικού διαλόγου που καταλήγει σε ένα κοινά αποδεκτό πλαίσιο όπου ο κάθε εμπλεκόμενος έχει τον ρόλο του και διατηρεί την αυτονομία του. Έβλεπα και τον τρόπο διεξαγωγής της συγκεκριμένης συζήτησης. Υψηλού επιπέδου, βεβαίως και άριστων προθέσεων από όλες τις πλευρές. Αλλά μου έλλειψε ένας άλλου είδους συντονισμός όπου καταγράφονται, ομαδοποιούνται τα θέματα, συνοψίζονται οι διαπιστώσεις, οι συμφωνίες και οι διαφωνίες, αναδεικνύονται τα ζέοντα και εκκρεμή θέματα και όλο αυτό οδηγεί σε ένα επόμενο βήμα.

Τα συμπεράσματα μιας τέτοιας συζήτησης δεν μπορεί να ταυτίζονται με τα συμπεράσματα της έρευνας. Η αλήθεια είναι ότι σπανίως παρακολουθούμε τέτοιου είδους δημόσιους διαλόγους γιατί προϋποθέτουν ένα είδος συντονισμού που είναι πραγματικά απαιτητικός. Αλλά το πιο σημαντικό είναι να υπάρχει η διάθεση και ο τρόπος θα βρεθεί.

Κάτι άλλο που αισθάνθηκα να λείπει ήταν οι καλές πρακτικές και τα μετρήσιμα αποτελέσματα των προγραμμάτων φιλαναγνωσίας. Έχουμε και γνωρίζουμε πολλά καλά παραδείγματα βιβλιοθηκών, σχολείων, φορέων της Κοινωνίας των Πολιτών, του ιδιωτικού τομέα κλπ. που εφαρμόζουν τρόπους και μεθόδους καλλιέργειας της φιλαναγνωσίας με θαυμάσια αποτελέσματα. Θα ήταν πολύτιμη η επιστημονική ματιά σε αυτές τις προσπάθειες. Να ερευνηθούν, να αναδειχθούν τα συστατικά της επιτυχίας, να αντιστοιχηθούν οι καλές πρακτικές με το κοινό-στόχο (δεν υπάρχουν λύσεις πασπαρτού), να γίνουν συγκρίσεις, να μετρηθούν αποτελέσματα. Ίσως να ήταν αυτό το αντικείμενο μιας επόμενης έρευνας του ΟΣΔΕΛ ή όποιου φορέα μπορεί και θέλει να το αναλάβει.

Κάτι άλλο που μου έλλειψε ήταν η συσχέτιση με τις διεθνείς τάσεις, να κατανοήσουμε πού βρισκόμαστε ως προς την αναγνωστική συμπεριφορά παιδιών και εφήβων, καθώς και το ζήτημα «οθόνη και βιβλίο» που δεν είναι μονοδιάστατο. Η οθόνη δεν κλέβει μόνον χρόνο (κάτι που συμβαίνει λίγο περισσότερο στα χαμηλότερα κοινωνικο-οικονομικά στρώματα σύμφωνα με την έρευνα) από το βιβλίο. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις λειτουργεί και συμπληρωματικά. Η συνεχής έκθεση στις οθόνες όμως αλλάζει την αναγνωστική συμπεριφορά μικρών και μεγάλων και αυτό αξίζει να μελετηθεί περισσότερο. (Πρόσφατα, π.χ. φίλος και εξαιρετικός βιβλιοθηκονόμος με πολυετή εμπειρία σε σχολικές βιβλιοθήκες μου έλεγε ότι εισήγαγε τάμπλετ στη βιβλιοθήκη με συγκεκριμένα εκπαιδευτικά προγράμματα αλλά το πείραμα μοιάζει προς το παρόν να λειτουργεί μάλλον αποτρεπτικά προς το βιβλίο παρά ενισχυτικά. Αλλά αυτά τα εμπειρικά δεδομένα έχουν περιορισμένη αξία.)

Δεν θα μπω στις λεπτομέρειες του διαλόγου. Κάθε ένα από τα θέματα που τέθηκαν μπορεί να γίνει αντικείμενο ξεχωριστής συνάντησης. Έχουμε πολλά ενδιαφέροντα να συζητήσουμε. Είναι φανερό ότι έχει ωριμάσει το αίτημα να οδηγούν αυτές οι συζητήσεις κάπου, σε ένα επόμενο λογικό βήμα και σε μέτρα και πειραματισμούς με τρόπους μέτρησης αποτελεσμάτων. Για να μαθαίνουμε από τους πειραματισμούς μας και να συγκροτούμε εθνική στρατηγική που προκύπτει από πράξη και διάλογο μεταξύ όλων των ενδιαφερόμενων μερών. Έτσι θα διαμορφώσουμε μια κοινή γλώσσα γύρω από το ζήτημα, όχι για να συμφωνούμε σε όλα, αλλά για να διαφωνούμε και να συνθέτουμε απόψεις δημιουργικά.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΑγόρια και κορίτσια στο μεταίχμιο της Μεταπολίτευσης (της Μαρλένας Πολιτοπούλου)
Επόμενο άρθροΔΕΘΒ: 10ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών, Poetry Black Box, Φεστιβάλ Μετάφρασης,  αφιερώματα Κάφκα, Ιωάννου κ.ά

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ