της Ελένης Γεωργοστάθη (*)
Η Έκθεση Παιδικού Βιβλίου της Μπολόνια είναι πάνω απ’ όλα η γιορτή των εικονογράφων. Το ένιωσα και τις δυο φορές που βρέθηκα εκεί την τελευταία πενταετία. Όχι μόνο λόγω των επιμέρους εκθέσεων στους χώρους της αλλά και στην ίδια την πόλη, ούτε επειδή εικονογράφοι κυρίως είναι αυτοί που υπογράφουν βιβλία τους στο International Bookshop –φέτος ήταν, μεταξύ άλλων, ο Jeffers, η Alemagna, ο Lacombe, ο Tullet–, αλλά, κυρίως, επειδή σε μια έκθεση που φιλοξενεί βιβλία απ’ όλο τον κόσμο, τα οποία εκ των πραγμάτων είναι αδύνατον να διαβάσει κανείς, με εξαίρεση εκείνα που είναι γραμμένα στις μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού γλώσσες τις οποίες ενδεχομένως ξέρει, η εικόνα είναι εκείνη που πρωτίστως θα αιχμαλωτίσει το μάτι και το ενδιαφέρον.
Βέβαια, μου το είπαν Ελληνίδες εικονογράφοι και το 2019 και φέτος, σ’ αυτή τη μεγάλη γιορτή, αναπόφευκτα, αν ζεις και εργάζεσαι στην Ελλάδα, εκτός από το να δεις, να ανακαλύψεις, να θαυμάσεις, επιπλέον θα συγκρίνεις, θα προβληματιστείς και θα μελαγχολήσεις. Κυρίως όταν διαπιστώνεις την υψηλή εκδοτική ποιότητα βιβλίων προερχόμενων όχι μόνο από μείζονες αλλά και από μικρές γλώσσες. Τα χαρτιά, λόγου χάρη, που χρησιμοποιούνται και που, όσο κι αν ο μέσος αναγνώστης δεν το αξιολογεί, παίζουν καταλυτικό ρόλο στην αποτύπωση των αποχρώσεων, άρα και στην εντύπωση που θα αποκομίσουμε για τη δουλειά του εικονογράφου.
Αλήθεια τώρα; ίσως πείτε, στο χαρτί θα τα φορτώσουμε όλα; Αυτό μόνο φταίει που, όπως μου έλεγε μια Ελληνίδα συγγραφέας το 2019, «εμείς μέσα σε όλο αυτό δεν είμαστε πρακτικά πουθενά»; Όχι βέβαια, όταν όμως βρίσκεσαι μέσα σε αυτή την απέραντη θάλασσα βιβλίων, δεν μπορείς να μην εντυπωσιαστείς από το γεγονός ότι, λόγου χάρη, για τους Ισπανούς, τους Πορτογάλους, τους Φλαμανδούς, τους Λιθουανούς, τους Λετονούς κι ένα σωρό άλλους λαούς είναι αυτονόητα κάποια ζητήματα ποιότητας τα οποία σ’ εμάς εδώ φαντάζουν πολυτέλεια: ελκυστικές εκδόσεις που είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση, τολμηρά εγχειρήματα που ξεφεύγουν από αυστηρά ηλικιακά και μορφικά πλαίσια, βιβλία που θες να τα ξεφυλλίσεις γιατί όχι μόνο η εικονογράφηση αλλά και η εκδοτική τους διαχείριση θα σε εκπλήξουν ευχάριστα.
Η προϋπόθεση για να φτάσεις στα βιβλία βέβαια μέσα στον λαβύρινθο από περίπτερα εκδοτών, εθνικών φορέων, οργανισμών κ.ο.κ. είναι τα ίδια τα περίπτερα να σε προσελκύσουν για κάποιο λόγο – ειδικά όταν δε στεγάζουν εκδοτικά μεγαθήρια, ευρύτερα γνωστούς εκδότες ή μείζονες γλώσσες. Στη φετινή έκθεση, το πιο πολυφωτογραφημένο περίπτερο πρέπει να ήταν αυτό των Moomin, αλλά δεν ήταν το μόνο ελκυστικό. Η φωτεινή απλότητα της Πορτογαλίας, τα όμορφα εικαστικά της Χιλής ή της Εσθονίας αποτελούν απόδειξη ότι η λιτότητα συνταιριασμένη με ένα εικαστικό που αποπνέει κάποιου είδους παιδικότητα και ένα φροντισμένο στήσιμο των βιβλίων στα ράφια μπορεί να τραβήξει τον περαστικό επισκέπτη της έκθεσης.
Το ελληνικό περίπτερο, για να πάμε στα καθ’ ημάς, ήταν απλόχωρο και άνετο. Δυστυχώς παραήταν βαρύ, στην ουσία δεν απέπνεε καμία παιδικότητα. Όσο για τα βιβλία, ήταν υπερβολικά πολλά, ασφυκτικά στριμωγμένα στα ράφια του. Και ορισμένα από αυτά, δυστυχώς, δεν είχαν και κανέναν απολύτως λόγο να βρίσκονται σε μια διεθνή έκθεση βιβλίου. Απ’ όσο γνωρίζω, το πλαίσιο είναι πολύ συγκεκριμένο – το υπουργείο απευθύνει ανοιχτή πρόσκληση στους εκδότες να στείλουν μέχρι έναν συγκεκριμένο αριθμό βιβλίων ο καθένας, οπότε είναι απολύτως στη διακριτική ευχέρεια των ίδιων των εκδοτών αν και τι θα επιλέξουν να τοποθετηθεί στο περίπτερο. Έτσι, κοντά στα ξερά καίγονται και τα χλωρά. Αξιοπρόσεκτα βιβλία χάνονται μέσα στο πλήθος, κι άλλα πέφτουν ηρωικά στη μάχη του ποιο θα είναι πιο ορατό διά της μεθόδου του συν Αθηνά –ποια Αθηνά, αλήθεια;– και χείρα κίνει.
Ποιοι όμως είδαν αυτά τα βιβλία; Είχε επισκεψιμότητα το περίπτερο; Αν κρίνω από όσα είδα και από όσα μου μεταφέρθηκαν από άλλους επισκέπτες, το ελληνικό περίπτερο δεχόταν επισκέψεις κυρίως από Έλληνες – εκδότες, εκδοτικά στελέχη, συγγραφείς, εικονογράφους, κριτικούς και άλλους ανθρώπους που κινούνται γύρω από το παιδικό βιβλίο. Όλοι όσοι βρεθήκαμε στην έκθεση, βέβαια, δε μείναμε εκεί, περιφερθήκαμε στους χώρους της και αναζητήσαμε βιβλία σε ξένα περίπτερα. Άραγε συνέβη κάτι ανάλογο στο δικό μας; Μάλλον όχι. Προς τι, λοιπόν, η –απολύτως σεβαστή και ανθρώπινη πάντως– χαρά για το ότι διακρίναμε, π.χ., το βιβλίο μας στα ράφια ανάμεσα σε πλήθος άλλων, όταν στην ουσία ελάχιστοι ξένοι επισκέπτες το είδαν ή το ξεφύλλισαν – και το «ελάχιστοι» μάλλον αποτελεί υπερβολικά αισιόδοξη διατύπωση;
Σε πολλά περίπτερα που επισκέφτηκα –κυρίως μεμονωμένων εκδοτών και όχι εθνικών φορέων– υπήρχε η δυνατότητα αγοράς, κι αυτό, όπως η πείρα αποδεικνύει, λειτουργεί ως επιπλέον πόλος έλξης για τους επισκέπτες σε μια έκθεση. Βέβαια, το πλαίσιο χρηματοδότησης του ελληνικού περιπτέρου είναι δεσμευτικό και δε δίνει τέτοια δυνατότητα. Δεν είναι το μείζον, αλλά βάζει κι αυτό το λιθαράκι του στην ελληνική εσωστρέφεια σε μια τέτοια παγκόσμια γιορτή.
Κλείνοντας, αναρωτιέμαι αν οι ίδιοι οι Έλληνες εκδότες, πέρα από τα ραντεβού τους για την αγορά κυρίως ξενόγλωσσων τίτλων, σκεπτόμενοι τα όσα έχουν δει και οδηγούμενοι στις αναπόφευκτες συγκρίσεις, μπαίνουν στη διαδικασία της αυτοκριτικής επιστρέφοντας κάθε χρόνο από την Μπολόνια. Και βεβαίως αν κάποιοι από αυτούς έχουν αναρωτηθεί μήπως αξίζει τον κόπο, μόνοι τους ή σε σύμπραξη με άλλους, να ακολουθήσουν το παράδειγμα των Εκδόσεων Πατάκη, που πέρσι και φέτος στεγάζονταν σε δικό τους περίπτερο.
(*) κριτικός παιδικής λογοτεχνίας, συγγραφέας