Ο ολοκληρωμένος κόσμος της Αναγέννησης (της Άννας Γρίβα)

0
254
Copia-Sulam

της Άννας Γρίβα (*)

 

Όταν το 1999 κυκλοφόρησε στην Ιταλία το ιστορικό μυθιστόρημα Q από τη συγγραφική ομάδα Luther Blissett[1] και εντελώς απροσδόκητα αποτέλεσε μια τεράστια εκδοτική επιτυχία, όχι μόνο στον ιταλικό χώρο αλλά και διεθνώς, ήρθε στο προσκήνιο με έναν ακριβέστατο τρόπο (πραγματικά αξιοζήλευτο για όσους υπηρετούν την ιστορική μυθοπλασία) και συζητήθηκε ευρέως μια σημαντική πτυχή της ευρωπαϊκής  ιστορίας, η οποία συγκροτεί τη «ρίζα» αυτού που ονομάζουμε νεότερος ευρωπαϊκός πολιτισμός: η περίοδος της Αναγέννησης. Μια Αναγέννηση που το βιβλίο «είδε» στην ολότητά της και τις αντιφάσεις της: όχι μόνο, δηλαδή, ως η εποχή κατά την οποία άκμασε η τέχνη, η φιλοσοφία, ο ελεύθερος στοχασμός και η διάδοση των κλασικών κειμένων που αποτέλεσαν τον πυρήνα μιας νέας κοσμοθεώρησης, αλλά και ως μια εποχή η οποία σημαδεύτηκε από θρησκευτικές συγκρούσεις και φανατισμό, μεταρρυθμιστικές προσπάθειες έναντι του Καθολικισμού (με γνωστότερη όλων φυσικά τη μεταρρύθμιση του Λούθηρου), σφαγές, κυνήγι μαγισσών και «αιρετικών» και ανελέητους ιεροεξεταστές.

Βεβαίως, δεν θα πρέπει να μας φανεί παράξενη η συνύπαρξη των τόσων διαφορετικών και αλληλοσυγκρουόμενων πτυχών της αυτής εποχής. Ήδη από τον Ύστερο Μεσαίωνα η Δύση «βράζει»: τα μοναστικά τάγματα αμφισβητούνται, οι τροβαδούροι κηρύσσουν τη δύναμη του έρωτα, οι περιπλανώμενοι σαλτιμπάγκοι και γελωτοποιοί γελοιοποιούν τους άδικους ηγεμόνες και τον κλήρο μέσα από το κάλυμμα της κωμικής «μάσκας» κι έτσι λίγο λίγο ένα νέο κοσμοείδωλο ανατέλλει, μέσα από τα πιο τολμηρά πνεύματα της φιλοσοφίας, της λογοτεχνίας και της επιστήμης.

Η Αναγέννηση, λοιπόν, μπορεί να θεωρηθεί μια «δικαίωση» των προσπαθειών που έχουν αρχίσει να εγείρονται στον Ύστερο Μεσαίωνα, με στόχο να βρει ο άνθρωπος την ελευθερία του αποτινάσσοντας τις «αλυσίδες» της εκκλησίας. Μιας εκκλησίας που συνταράσσεται πλέον από ένα πλήθος μεταρρυθμιστικών τάσεων, αφού θα ήταν λάθος να πιστέψουμε πως το μόνο μεταρρυθμιστικό αίτημα ήταν αυτό που εξέφρασε ο Λούθηρος. Θα πρέπει να επισημάνουμε πως μέσα στις Ακαδημίες (Accademie) που λειτουργούν στον ιταλικό χώρο αλλά και σε ένα πλήθος άτυπων ομάδων λογίων συζητιέται σοβαρά ο τρόπος με τον οποίο ο παπισμός μπορούσε να λάβει μια άλλη κατεύθυνση, αντιμετωπίζοντας τη διαφθορά του κλήρου, και φυσικά οι απαντήσεις που δίνονται είναι ποικίλες. Ο Λούθηρος, όμως, ήταν εκείνος που κατόρθωσε μέσα από μια συγκροτημένη προσπάθεια, αξιοποιώντας τις πολιτικές συνιστώσες του καιρού του, να πραγματώσει τη Μεταρρύθμιση. Μια Μεταρρύθμιση τελικά που όχι μόνο δεν ελευθέρωσε εσωτερικά τον άνθρωπο, αλλά τον έθεσε ενώπιον μιας νέας τρομακτικής κατάστασης θρησκευτικού φανατισμού. Μετά τον Λούθηρο φαίνεται να ανοίγει ο ασκός του Αιόλου, αφού ξεφυτρώνουν στον ευρωπαϊκό χώρο αμέτρητα μεταρρυθμιστικά (κάποτε με χιλιαστικές κατευθύνσεις) παρακλάδια: από τα κινήματα των Αναβαπτιστών που θεωρούν πως είναι οι απεσταλμένοι του θεού, οι οποίοι θα κτίσουν τη Νέα Σιών, μέχρι την αυστηρή ηθική του Καλβίνου και το δόγμα του περί του απόλυτου προκαθορισμού. Έτσι, ο κόσμος της Μεταρρύθμισης διαψεύδει τις ελπίδες για ελευθερία, ανάβει πυρές και καίει μάγισσες, αλχημιστές, αιρετικούς. Και φυσικά η Καθολική Εκκλησία, βλέποντας την Ευρώπη να αποσκιρτά από τους κόλπους της, ενεργοποιεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησής της και προχωρά με τη σειρά της σε μια συγκροτημένη Αντιμεταρρύθμιση με στόχο την επίσχεση των αποσχιστικών τάσεων. Σε αυτή τη διαδικασία καίριο ρόλο θα παίξει η Ιερά Εξέταση και το Index Librorum Prohibitorum, με πρωτεργάτη τον τρομακτικό πάπα Παύλο Δ΄, τον κατά κόσμον Τζαν Πιέτρο Καράφα.

Έχοντας θέσει αυτό το ιστορικό πλαίσιο και ερχόμενη στο πρόσφατο βιβλίο του Χάρη Βλαβιανού, θα μπορούσα να πω πως πρόκειται για μια συμπυκνωμένη ποιητική ιστορικού αναστοχασμού αυτής της τόσο κρίσιμης ιστορικής περιόδου, μέσα από τα τριάντα εννέα «πορτρέτα» προσώπων που όρισαν, το καθένα με τον τρόπο του, την Αναγέννηση. Αυτά τα πορτρέτα μπορούν να αποδώσουν όλες τις λεπτές εκφάνσεις ενός κόσμου που συνταράσσεται από τις αντίρροπες δυνάμεις που περιέγραψα παραπάνω: από τη μία υπάρχουν οι φωτισμένες μορφές της τέχνης και του πνεύματος, από την άλλη μορφές της εξουσίας (κοσμικής και εκκλησιαστικής) που παίζουν άλλοτε έναν ξεκάθαρα αρνητικό κι άλλοτε έναν αμφίσημο ρόλο.

Πώς όμως έζησαν και δημιούργησαν όλοι εκείνοι οι «φορείς του φωτός» της Αναγέννησης τη στιγμή που μια κίνηση ή ένας λόγος τους θα μπορούσε να τους θέσει ενώπιον της Ιεράς Εξέτασης; Οι δρόμοι που ακολούθησαν ήταν κατά βάση δύο: είτε η διαμόρφωση μιας «διπλωματικής στάσης», όπως στη γνωστή περίπτωση του Galileo Galilei, είτε η τολμηρή υπεράσπιση της αλήθειας, όπως στην περίπτωση του Giordano Bruno, ο οποίος μέχρι τέλους υπερασπίζεται τους «άπειρους κόσμους» του, λες και η ελευθερία του λόγου ήταν γι’ αυτόν πάνω από την εξασφάλιση της επιβίωσής του. Διαβάζουμε χαρακτηριστικά στο ποίημα «Giordano Bruno»: «Δεν είναι και μικρό κατόρθωμα / να σ’ έχουν αφορίσει / καθολικοί, καλβινιστές, / αγγλικανοί και λουθηρανοί / και η Ιερά Εξέταση / να σε δικάζει επί επτά χρόνια / μέχρι να βρει τρόπο να σε οδηγήσει στην πυρά». Πάντα ο Giordano Bruno θα μου φέρνει στο μυαλό τον δικό μας μάρτυρα της φιλοσοφίας και της επιστήμης, τον διαφωτιστή δάσκαλο Θεόφιλο Καΐρη, που κυνηγήθηκε ανελέητα από την Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα στα μέσα του 19ου αι.!

Μια άλλη σημαντική πτυχή που ανατέμνει το βιβλίο είναι αυτή των λογίων που εμπνεόμενοι από την μελέτη αρχαίων κειμένων και κοσμοθεωρήσεων, κυρίως μέσα από την επίδραση του Νεοπλατωνισμού, της Καμπαλά, των Χαλδαϊκών Λόγων και του Ερμητισμού, επεχείρησαν να συνθέσουν μια συνένωση των πνευματικών παραδόσεων. Δεν θα μπορούσαμε να μη φέρουμε στο μυαλό μας τον εκλεκτικιστή Giovanni Pico della Mirandola, τον στενό φίλο του Poliziano, του Ficino αλλά και του Savonarola (!). Ο Pico, όπως συνηθίζουμε να τον αποκαλούμε εν συντομία, είχε την τόλμη να διατυπώσει τις 900 θέσεις του προς τον Πάπα με αποτέλεσμα να κριθεί ως αιρετικός και να μπει μέσα στη σύντομη ζωή του (πεθαίνει μόλις στα 31 του!) σε μια επικίνδυνη περιπέτεια ενώπιον των εκκλησιαστικών αρχών. Το ποίημα του βιβλίου για τον Pico περιγράφει συμπυκνωμένα όλο αυτό το πλέγμα σχέσεων μέχρι τη δηλητηρίαση του φιλοσόφου.

Θεωρώ πως μια καίρια θέση έχουν μέσα στο βιβλίο τα ποιήματα που αναδεικνύουν τον τρόπο με τον οποίο η λατρεία του κάλλους, του σώματος, της γυναικείας ομορφιάς, του έρωτα αλλά και η ανάδυση του κωμικού, του χιούμορ, του γέλιου, που, καθώς πιστεύω, διαθέτει πάντοτε μια βαθιά επαναστατική δύναμη απέναντι στις κάθε είδους πνευματικές μέγγενες, είχαν μια αποφασιστική σημασία στη διαμόρφωση του αναγεννησιακού κοσμοειδώλου. Ενδεικτικά μπορούμε να αναφέρουμε το ποίημα για τον Αρετίνο που «τους πάντες, πλην του Χριστού, κατάφερε να βρίσει. / Αυτό της γλίτωσε! Δεν έτυχε να τον γνωρίσει» και το ποίημα για τον Leonardo, που λάτρεψε το σώμα με έναν δικό του τρόπο, μέσω της ανατομίας: «Ήθελε να ανακαλύψει / τον τρόπο που λειτουργεί το σώμα τους / “την πηγή της εκπληκτικής τους δύναμης”» (αναφορά στη μελέτη της ανατομίας των αλόγων).

Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα που έρχεται στο προσκήνιο μέσα στο βιβλίο είναι ο ρόλος των αναγεννησιακών γυναικών. Αυτήν την περίοδο οι γυναίκες αρχίζουν να αναδύονται ως δημιουργοί και λόγιες, γεγονός που έχει μια ιδιάζουσα σημασία για να κατανοήσουμε το πέρασμα στη νέα εποχή. Αν ανατρέξουμε στα έργα της κορυφαίας μελετήτριας της Αναγέννησης Virginia Cox θα μάθουμε πως εντόπισε περί τα 79 έργα γραμμένα από γυναίκες στην Ιταλία κατά την περίοδο 1540–1599 και 71 κατά την περίοδο 1600–1659. Η γυναίκα, λοιπόν, η «εξορισμένη» για αιώνες από το χριστιανικό κοσμοείδωλο, εφόσον εκδιώχθηκε από τον ρόλο της ιέρειας, της μυσταγωγού ή της ποιήτριας που τραγουδούσε τους θεούς της κοινότητας (πιο γνωστό παράδειγμα η Σαπφώ), θα πρέπει να περιμένει αιώνες μέχρι να επανέλθει δυναμικά στην Αναγέννηση, κι αυτό όχι πάντοτε με τρόπο ασφαλή (πολλές λόγιες κατηγορήθηκαν ως μάγισσες ή αιρετικές και κυνηγήθηκαν από την Ιερά Εξέταση, κι εδώ αξίζει μνείας η ιδιαίτερη περίπτωση της ιδιοφυούς Ιταλοεβραίας φιλοσόφου Sara Copia Sullam)[2]. Ορθώς, λοιπόν, στο βιβλίο συναντάμε την ποιήτρια Vittoria Colonna, στενή φίλη και μούσα του Michelangelo, την προκλητική Γαλλίδα Σαπφώ Louise Labé, την ουμανίστρια Isotta Nogarola, τη λόγια Alessandra Strozzi που από τις επιστολές της, όπως σωστά αναφέρεται στο ποίημα που τιτλοφορείται με το όνομά της, «μαθαίνει κανείς σχεδόν τα πάντα / για την πολιτική και κοινωνική ζωή της Φλωρεντίας».

Απολαυστικό είναι επίσης να καταδυθεί κανείς στις διαφορετικές προσωπικότητες των κορυφαίων καλλιτεχνών της Αναγέννησης: από τον ευπροσήγορο και κοσμικό Raffaello, που λέγεται πως πέθανε έχοντας αναλώσει το σώμα του στις εκστάσεις του έρωτα (να ήταν πράγματι η «Fornarina» του αυτή με την οποία γεύτηκε τα όρια του σώματος;), μέχρι τους «δύστροπους» Michelangelo και Leonardo, οι δημιουργοί γίνονται καθρέπτης της ακαταπόνητης προσπάθειας του ανθρώπου να αναχθεί στην τελείωση, να ξεπεράσει τα όρια του εφικτού. Άνθρωποι που καταπιάστηκαν με κάθε τομέα της γνώσης δεικνύουν πως τα όρια τα ξεπερνά μόνο εκείνος που είναι ανοιχτός στα ερωτήματα, εκείνος που απλώνεται σε κάθε είδους πνευματικό δρόμο, από την επιστήμη, την τέχνη και τη φιλοσοφία μέχρι τον μυστικισμό, την τελετουργία και την prisca theologia, για να το πούμε με τα λόγια του Ficino.

Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε πολλές ακόμη πτυχές του σύνθετου αναγεννησιακού κόσμου, για τον οποίο στην Ελλάδα υπάρχει ως επί το πλείστον μια ελλιπής εικόνα. Το βιβλίο του Βλαβιανού μάς δίνει ερεθίσματα, ώστε να ανοιχτούμε στην ευρωπαϊκή ιστορία και να κατανοήσουμε μια εποχή με «υψηλές πτήσεις», οι οποίες ξεπέρασαν τα προκαθορισμένα όρια που επέτασσε η κοινωνία, ενάντια σε κάθε καταναγκασμό και θρησκευτικό φανατισμό.

Εν μη τι άλλο, είναι διαχρονικά τα ερωτήματα που τίθενται, αφού και η δική μας εποχή, πίσω από αμέτρητα προσωπεία, κρύβει ολοκληρωτισμούς, νέους φανατισμούς και απροσμέτρητη βία. Μέσα σε αυτήν την ανθρώπινη συνθήκη, όποιος θαρραλέα σταθεί απέναντι σε κάθε στέρηση της ελευθερίας θα έχει βάλει ένα μικρό λιθαράκι στην πιο ευγενή προσπάθεια του ανθρώπου: την κατάκτηση της αρετής. Της virtù, που θα έλεγε και ο μεγαλύτερος ίσως πολιτικός φιλόσοφος όλων των εποχών, ο Niccolò Machiavelli.

 

[1] Στα ελληνικά κυκλοφορεί με τον τίτλο Εκκλησιαστής, μτφρ. Ά. Γρίβα, Εκδόσεις των Συναδέλφων, 2022.

[2] Περισσότερα για την περιπετειώδη ζωή της Copia Sullam βλ. Sara Copia Sullam, La bella Hebrea, Εισαγωγή-μτφρ.-σχόλια: Ά. Γρίβα, επίμετρο: Μ. Δενδρινός, Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2019

 

(*) H Άννα Γρίβα είναι συγγραφέας-Διδάκτωρ Αναγεννησιακής Λογοτεχνίας

 

Χάρης Βλαβιανός, Αναγέννηση, Εκδόσεις Πατάκη, 2024

 

Προηγούμενο άρθροIβάν Μπούνιν, «Τεμίρ Αξάκ Χαν» (μτφρ- επιμ. Νικήτας Αλεξανδρου, Έλενα Ιωακειμίδη)
Επόμενο άρθροΤο “χαμένο” βιβλίο του Μάρκες και άλλες σκέψεις (Χρήστος Τσιάμης- Ν. Υόρκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ