Iβάν Μπούνιν, «Τεμίρ Αξάκ Χαν» (μτφρ- επιμ. Νικήτας Αλεξανδρου, Έλενα Ιωακειμίδη)

0
321

 

 

 

Iβάν Μπούνιν, «Τεμίρ Αξάκ Χαν» (Μετάφραση: Νικήτας Αλεξάνδρου, Επιμέλεια μετάφρασης: Έλενα Ιωακειμίδη)

 

Iβάν Μπούνιν

«Τεμίρ Αξάκ Χαν»

 

— Ααα, Τεμίρ Αξάκ Χαν[1]! κραυγάζει με παθιασμένη κι απελπισμένη θλίψη η διάχυτη φωνή μέσα από επαρχιακό καφενείο της Κριμαίας.

Η ανοιξιάτικη νύχτα είναι σκοτεινή και υγρή και το μαύρο τείχος των γκρεμών διακρίνεται ελάχιστα. Δίπλα στο προσκολλημένο στον γκρεμό καφενείο είναι σταματημένο στο λιθόστρωτο, πάνω στο βρεγμένο άσπρο χώμα, ένα ανοιχτό αυτοκίνητο κι από τα τρομακτικά και εκτυφλωτικά του μάτια εκτείνονται μέσα στο σκοτάδι ίσια μπροστά δυο μακριές κολόνες φωτεινού καπνού. Κάπου κάτω μακριά ακούγεται παφλασμός του αθέατου πελάγους κι από κάθε πλευρά έρχεται μέσα από το σκοτάδι υγρός και ανήσυχος αγέρας.

Το καφενείο είναι ντουμανιασμένο από τα τσιγάρα και φωτισμένο με το αμυδρό φως της κρεμασμένης στο ταβάνι τενεκεδένιας λάμπας. Ο χώρος είχε ζεσταθεί για τα καλά με ένα σωρό από πυρακτωμένα κάρβουνα του τζακιού που όλο κοκκίνιζε στη γωνία. Ένας ζητιάνος κάθεται κάτω στο πλίνθινο πάτωμα και με μια οδυνηρή κραυγή αρχίζει ξαφνικά το τραγούδι για τον Τεμίρ Αξάκ Χαν. Είναι ένας πίθηκος εκατοχρονίτης. Φοράει κάπα από προβιά κι ένα κιουρπέι[2] με φούντα ξεμαλλιασμένη· χρώμα πυρρόξανθο έπειτα από βροχές, ήλιο και χρόνο. Πάνω στα γόνατά του έχει κάτι σαν ξύλινη χοντροδουλεμένη λύρα. Είναι σκυμμένος και οι ακροατές του δεν μπορούν να δουν το πρόσωπό του. Διακρίνονται μόνο τα καφετιά αφτιά του να προεξέχουν από τον σκούφο. Κάπου κάπου κραυγάζει με αβάσταχτη κι απελπισμένη θλίψη και βγάζει απότομους ήχους με τις χορδές.

Δίπλα στο τζάκι κάθεται στο σκαμνί ένας συμπαθητικός και θηλυπρεπώς παχύς Τάταρος καφετζής. Αρχικά χαμογελούσε, πότε κάπως μειλίχια και ελαφρώς θλιμμένα, πότε με επιείκεια και ειρωνεία. Ύστερα πάγωσε στη στιγμή με σηκωμένα τα φρύδια και με χαμόγελο που είχε πάρει έκφραση μαρτυρίου και απορίας.

Πλάι στο παράθυρο αράζει στην καρέκλα και καπνίζει ένας χατζής[3]. Είναι ψηλός, ασπρογένης, οι ωμοπλάτες του είναι λεπτές, φοράει μαύρο καφτάνι κι άσπρο σαρίκι που θαυμάσια τονίζει τη μελαχρινάδα του προσώπου του. Άφησε πέρα το τσιμπούκι του, έγειρε το κεφάλι πίσω στον τοίχο και έκλεισε τα μάτια. Το ένα του πόδι με μάλλινη ριγέ κάλτσα είναι γερμένο στο γόνατο κι ακουμπισμένο στην καρέκλα, ενώ το άλλο είναι με παπούτσι και κρέμεται.

Στο τραπεζάκι δίπλα στον χατζή κάθονται οι ταξιδιώτες που τους είχε έρθει στο νου να κάνουν στάση με το αυτοκίνητό τους, για να να πιούνε ένα φλιτζανάκι άθλιου καφέ στο καφενείο του χωριού. Ήταν ένας γεροδεμένος κύριος με ρεπούμπλικα στο κεφάλι κι αδιάβροχο αγγλικό παλτό. Μαζί του η όμορφη και λυγερή δεσποινίδα του· χλωμή από συγκίνηση και αγωνία. Είναι μια Νότια και καταλαβαίνει Ταταρικά. Καταλαβαίνει τα λόγια του τραγουδιού… — Ααα, Τεμίρ Αξάκ Χαν!

Δεν υπήρξε στην οικουμένη ενδοξότερος χάνης[4] από τον Τεμίρ Αξάκ Χαν. Όλος ο κόσμος κάτω από τη σελήνη είχε ρίγος απέναντί του και οι ωραιότερες γυναίκες και κοπέλες σε όλο τον κόσμο ήταν έτοιμες να χάσουν τη ζωή τους για να έχουν την ευτυχία, έστω και για μια στιγμή να γίνουν δούλες του. Ωστόσο, πριν πεθάνει ο Τεμίρ Αξάκ Χαν καθόταν ανάμεσα στις σκόνες πάνω στις πέτρες του παζαριού και φιλούσε τα κουρέλια των σακάτηδων και φτωχών που περνούσαν μπροστά του λέγοντάς τους:

— Ξεριζώστε την ψυχή μου, σακάτηδες και φτωχοί, γιατί πλέον δεν υπάρχει μέσα της ούτε η επιθυμία να επιθυμώ!

Κι όταν ο Κύριος ελέησε τελικά τον χάνη και τον απελευθέρωσε από τη μάταιη γήινη δόξα και τις μάταιες γήινες απολαύσεις, σύντομα διασκορπίστηκαν όλα τα βασίλεια του. Οι πόλεις και τα σεράγια του έγιναν έρημος και η σκόνη της άμμου σκέπασε τα ερείπια τους κάτω από τον αέναα γαλανό σαν το πολύτιμο σμάλτο ουρανό και τον αέναα φλεγόμενο σαν το πυρ της κόλασης ήλιο… — Ααα, Τεμίρ Αξάκ Χαν! Που είναι οι ημέρες σου; Που είναι η πολιτεία σου; Που είναι οι μάχες και οι νίκες σου; Που είναι εκείνες οι νέες, οι τρυφερές, οι γεμάτες ζήλια που σε είχαν αγαπήσει; Που είναι τα μάτια που ακτινοβολούσαν σαν μαύροι ήλιοι πάνω στο κρεβάτι σου;

Άκρα σιωπή στο καφενείο. Όλοι παραμένουν κυριευμένοι από το τραγούδι. Είναι περίεργο ότι εκείνη η απελπισμένη θλίψη, εκείνη η απροσδιόριστη και πικρή κατηγορία με την οποία τόσο σπασμωδικά πάλλεται το τραγούδι παραμένει γλυκύτερη κι από την πιο μεγάλη και την πιο φλογερή χαρά.

Ο ταξιδιώτης προσήλωσε το βλέμμα του στο τραπεζάκι κι άναψε με πάθος ένα πούρο. Η δεσποινίδα άνοιξε διάπλατα τα μάτια της και στα μάγουλά της κύλισαν δάκρυα. Για κάποια ώρα έμειναν μαρμαρωμένοι και έπειτα βγήκαν έξω στο κατώφλι του καφενείου. Ο ζητιάνος τελείωσε το τραγούδι του και ξεκίνησε να μασάει με απόλαυση ένα μπαγιάτικο καρβέλι που του σερβίρισε ο καφετζής. Η ατμόσφαιρα όμως παραμένει σαν να συνεχίζεται ακόμα το τραγούδι. Σαν να μην πρόκειται να τελειώσει ποτέ.

Φεύγοντας η δεσποινίδα έδωσε στον ζητιάνο ένα χρυσό νόμισμα. Σκέφτεται ανήσυχη πως ήταν λίγο. Θέλει να γυρίσει και να του δώσει άλλο ένα. Όχι. Δύο, τρία ή ίσως μπροστά σε όλους να φιλήσει το ταλαιπωρημένο χέρι του. Τα μάτια της φλογίζονται ακόμα από τα δάκρυα. Ωστόσο, αισθάνεται πως ποτέ δεν ήταν τόσο ευτυχισμένη, όσο αυτή τη στιγμή έπειτα από το τραγούδι για το πως όλα όσα είναι απλωμένα κάτω από τον ήλιο είναι ματαιότητα και θλίψη· αυτή τη ζοφερή και υγρή νύχτα με τον απόμακρο παφλασμό του αθέατου πελάγους, με το άρωμα της φθινοπωρινής βροχής και με τον ανήσυχο και ως τα μύχια της ψυχής διαπεραστικό αγέρα.

Ο σοφέρ, που λαγοκοιμόταν στο αυτοκίνητο, βιαστικά πετιέται έξω από αυτό. Σκύβει στα μπροστινά φώτα του αυτοκινήτου και κάτι κάνει. Είναι σαν θεριό με την ανάποδα φορεμένη του γούνα. Ξαφνικά το αυτοκίνητο ζωντάνεψε. Τρέμει και βουίζει από την ανυπομονησία. Ο κύριος βοηθάει τη δεσποινίδα να επιβιβαστεί. Κάθεται δίπλα της και σκεπάζει τα γόνατά της με κουβέρτα. Εκείνη τον ευχαριστεί αφηρημένα… Το αυτοκίνητο τρέχει με ταχύτητα πάνω σε κατηφόρα του δρόμου. Πετάγεται ορμητικά στον ανήφορο, προσκρούοντας με τις φωτεινές του κολόνες πάνω σε ένα θάμνο· και ξανά, τις σπρώχνει στην άκρη και τις ρίχνει μέσα στο σκοτάδι μιας νέας κατηφόρας… Ψηλά, πάνω από τις γραμμές των βουνών, που διακρίνονται ελάχιστα κι όμως φαίνονται γιγαντιαία, ανάμεσα στα υγρά σύννεφα τρεμοσβήνουν τα αστέρια. Μακριά μπροστά αρχίζει να ασπρίζει με το κύμα ο κόλπος και ο αγέρας χτυπάει ελαφρά και δυνατά το πρόσωπο…

— Ω, Τεμίρ Αξάκ Χαν, έλεγε το τραγούδι, δεν είχε υπάρξει στην οικουμένη κάτω από τη σελήνη κανένας πιο ευτυχισμένος και πιο δοξασμένος όσο εσύ με το μελαχρινό σου πρόσωπό   και με τα φλογερά σου μάτια. Τόσο λαμπρός και γεμάτος καλοσύνη, όπως ο Γαβριήλ, και τόσο σοφός και μεγαλοπρεπής, όπως ο Σουλεϊμάν! Ακόμα πιο φανταχτερό και πιο βαθυπράσινο από τη χλόη του παραδείσου ήταν το μετάξι στο σαρίκι σου. Με την επτάχρωμη φλόγα των αστέρων έτρεμε και αντανακλούσε το διαμαντένιο καλέμι σου και για τη χαρά να ακουμπήσουν με το άκρο των χειλιών τους το μελαψό και στολισμένο με ινδικά δαχτυλίδια λεπτό χέρι σου ήταν έτοιμες να χαθούν από τη ζωή οι ωραιότερες βασίλισσες και δούλες του κόσμου.

Ωστόσο, αφού ήπιες μέχρι το τέλος το ποτήρι των γήινων απολαύσεων, εσύ Τεμίρ Αξάκ Χαν, έμεινες να κάθεσαι ανάμεσα στις σκόνες του παζαριού και να φιλάς τα κουρέλια των σακάτηδων που περνούσαν μπροστά σου:

— Ξεριζώστε την πονεμένη μου ψυχή, σακάτηδες!

Και οι αιώνες πέρασαν πάνω από τον ξεχασμένο σου τάφο και η άμμος σκέπασε τα ερείπια των τεμενών και των σεραγιών σου κάτω από τον αέναα γαλανό ουρανό και τον ανελέητα ευδαιμονικό ήλιο. Μια αγριοτριανταφυλλιά ξεφύτρωσε μέσα από τα όσα είχαν απομείνει από τα γαλάζια φαγεντιανά[5] του τάφου σου, ώστε με κάθε νέα άνοιξη, ξανά και ξανά να μελαγχολούν πάνω στον τάφο σου και να γίνονται χίλια κομμάτια από τα βασανιστικά γλυκά τραγούδια κι από τη θλίψη της ανείπωτης ευτυχίας οι καρδιές των σπουργιτών… — Ααα, Τεμίρ Αξάκ Χαν! Που είναι η πικρή σου σοφία; Που είναι όλα τα βάσανα της ψυχής σου, που με δάκρυα και με χολή απέβαλε μακριά σου το μέλι των γήινων απολαύσεων;

Τα βουνά υποχώρησαν και δεν διακρίνονται πια. Τώρα κοντά στο λιθόστρωτο τρέχει ορμητικά η θάλασσα και ανεβαίνει με παφλασμό και μυρωδιά καβουριών πάνω στη χοντρή λευκή άμμο της ακτής. Στο βάθος μπροστά, στη σκοτεινή πεδιάδα, διασκορπίστηκαν κόκκινα κι άσπρα φώτα. Μένει μια ρόδινη ανταύγεια της πόλης και η νύχτα, που απλώνεται πάνω από την πόλη και το πέλαγος, είναι μελανή και μαλακή σαν καπνιά.

 

Παρίσι, 1921

 

Iβάν Μπούνιν

«Λαγκάδι»

 

Φουντωμένο λαγκάδι. Σύθαμπο.

Με μια πράσινη κατσαρή γουνίτσα, με ένα πράσινο αστραχάν διακρίνεται από μακριά το πυκνό δάσος που σκεπάζει τις πλαγιές του βουνού αντικριστά στο αούλι[6]. Κάποιος έχει ανάψει φωτιά στο δάσος και ο ελαφρός γαλανός καπνός στροβιλίζεται κάπου μακριά πάνω από την πράσινη γουνίτσα. Το αψύ άρωμα του καπνού σμίγει με τη γλυκερή δροσιά των αμυγδαλιών του δάσους. Ο γαλανός ουρανός πάνω από τα βουνά είναι απύθμενος και καθαρός. Μονάχα εκεί μπροστά, όπου το λαγκάδι σμίγει με τα τριγύρω βουνά, κρέμεται κατακόρυφα στον καθαρό ουρανό ένα πλεγμένο με χιονόλευκες τουλούπες σύννεφο.

Εκεί στο αούλι ηχεί αδιάκοπα, κλαίει εκστατικά, καλεί διάχυτα και σκούζει άγρια το κέρας. Ήχος λαρυγγικός, άγριος, σαγηνευτικός και τόσο φοβερός, που τον ακούς και σου έρχονται στο νου κριάρια του βουνού και το τρομερό τους ανοιξιάτικο πάθος.

Τα Ταταρόπουλα χορεύουν πάνω στη στέγη ενός σάκλι[7]. Το ένα αγόρι, με φουσκωμένα τα χείλια και με τα διάπλατα ανοιγμένα μάτια του, στέκεται όρθιο και παίζει το κέρας. Άλλα δυο αγόρια, κοιτάζοντας μες στα μάτια το ένα το άλλο, με χέρια περασμένα στους ώμους πηδούν σαν τα κατσίκια και χτυπούν τα πόδια δυνατά.

Για που; Προς ποια παραδεισένια άβυσσο είναι προσηλωμένο το τεταμένο, το χαρμόσυνο και το μαρμαρωμένο βλέμμα τους;

Στο γειτονικό σάκλι κάθεται ανακούρκουδα ένα κορίτσι. Είναι όλο κουβαριασμένο και δεν αφήνει το βλέμμα του από τα αγόρια. Είναι αδύνατο, αλλά ήδη ψηλό. Ακόμα φοράει πουκαμίσα και το μαύρο κεφαλάκι του μένει ακάλυπτο ακόμα, αλλά τα μάτια του είναι ήδη θεόμορφα και φρικαλέα, σαν του Αρχαγγέλου…

            Τόση ευδαιμονία που σπαράζει την ψυχή βρίσκεται μέσα στο διάχυτο ήχο του κέρατος και τα ουρλιαχτά!

1930

Ένα «ταταρικό» ποίημα του Ιβάν Μπούνιν

«Ενθάδε κείται ο Χάνης, που υπόταξε αναρίθμητες χώρες,
Εδώ, πάνω από τον τάφο του ηγέτη, υπήρχε τζαμί.
Üç talâk boş olsun[8]! Οι πέτρες και τα αγριόχορτα,
Μυρίζουν μόσχο μετά από βροχή».

Κάθομαι μόνος στον έρημο γκρεμό.
Τα βουνά είναι σκυθρωπά ανάμεσα στα σωριασμένα μαβιά σύννεφα,
Κι ο λεύτερος αγέρας της μακρινής πράσινης θάλασσας
Είναι ευτυχισμένος και μυρωδάτος.

1907

 

 

[1]      Το όνομα Τεμίρ Αξάκ κυριολεκτικά σημαίνει «σιδερένιος (τουρκ. temir) κουτσός (τουρκ. aksak)» και αναφέρεται στον Ταμερλάνο. Σημ. μετάφρ.

[2]      Κιουρπέι (λέξη με καυκάσια προέλευση): είδος ψηλού γούνινου σκούφου. Σημ. μετάφρ.

[3]      Χατζής: προσκυνητής. Σημ. μετάφρ.

[4]      Χάνης: τίτλος Μογγόλων, Τατάρων και Τούρκων ηγεμόνων. Σημ. μετάφρ.

[5]      Φαγεντιανά: είδος κεραμικών. Σημ. μετάφρ.

[6]      Αούλι [Аул]: παραδοσιακό χωριό στους Τατάρους της Κριμαίας. Σημ. μετάφρ.

[7]      Σάκλι [Сакля]: παραδοσιακό σπίτι στους Τατάρους της Κριμαίας. Σημ. μετάφρ.

[8]      “Ας γίνει τρεις φορές ο χωρισμός” (τουρκ. Üç talâk boş olsun) έλεγαν οι άντρες Τάταροι όταν έπαιρναν διαζύγιο στις παλιότερες εποχές. Σημ. μετάφρ.

Προηγούμενο άρθροΜια αυτοβιογραφία της Μεταπολίτευσης (της Αγγέλας Καστρινάκη)
Επόμενο άρθροΟ ολοκληρωμένος κόσμος της Αναγέννησης (της Άννας Γρίβα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ