γράφει ο Θανάσης Μαρκόπουλος
ΔΟΞΑ ΔΡΑΜΑΣ ΑΓΡΙΝΙΟΥ
Ο Δημήτρης Κόκορης δεν χρειάζεται συστάσεις (Πειραιάς 1963). Ως φιλόλογος της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης πρώτα και της Τριτοβάθμιας ύστερα μας έδωσε ήδη πολλές και σημαντικές εργασίες και μελέτες γύρω από τη νεοελληνική λογοτεχνία, οι οποίες αφορούν ειδικότερες όψεις του φαινομένου, συγκεκριμένους δημιουργούς αλλά και επιμέλειες πεζών κειμένων και κριτικών ανθολογίων. Η παρούσα μελέτη αναφέρεται στο ποδόσφαιρο και προσωπικά τη βρήκα ενδιαφέρουσα, κι όχι μονάχα γιατί κι εγώ υπήρξα κάποτε ποδοσφαιριστής της Αθλητικής Ένωσης Κρανιδίων (ΑΕΚ) και της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης στο πανεπιστημιακό πρωτάθλημα 1971-72. Αλλά ας δούμε την έκδοση από πιο κοντά.
Το διλημματικό ερώτημα του τίτλου αντλείται από το δοκίμιο του Κώστα Σοφιανού «Μουσαγέτης μπάλα (Δύο ποιητικές εκδοχές ενός φαινομένου: το ποδόσφαιρο ως άθλημα και ως αθλιότης» (2000). Το δάνειο αυτό προεξοφλεί κατά βάση και τη δομή της μελέτης, η οποία έχει και μια ιδιαίτερη αφιέρωση, που με το χιούμορ της προδιαθέτει θετικά τον αναγνώστη για όσα θα ακολουθήσουν, όπως προδιέθεσε κι εμένα άλλωστε, που μου δάνεισε μάλιστα και τον υπότίτλο αυτού του κειμένου: «Στον μαθητή από το Αγρίνιο –λογοτεχνικό ήρωα του Θοδωρή Γκόνη– που, “όταν ετέθη ζήτημα ονόματος, διότι έπρεπε κάπως να βαφτίσουν την ομάδα τους, σηκώθηκε […] και βροντοφώναξε: Δόξα Δράμας Αγρινίου…”». Από δω μπορεί να φανταστεί κανείς πόσο σπουδαία ήταν η ομάδα της Δράμας εκείνον τον καιρό, λίγο πριν και λίγο μετά το 1960. Πολλά θα είχε να μαρτυρήσει επ’ αυτού ο Δραμινός Νάσος Βαγενάς.
Στην «Εισαγωγή» του ο συγγραφέας οριοθετεί αρχικά το ερευνητικό του πεδίο (Α). Το πεδίο αυτό περιλαμβάνει κείμενα της νεοελληνικής ποδοσφαιρικής λογοτεχνίας του 20ού αι., ποιήματα, διηγήματα, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα, μαρτυρίες και χρονικά με λογοτεχνική αξία αλλά και στοχαστικά δοκίμια με κάποια συγκινησιακή ένταση, ενώ αποκλείει, αδυνατώντας να τα παρακολουθήσει, τα όχι λίγα κείμενα της «ποδοσφαιρικής παραλογοτεχνίας», την οποία πάντως δεν αντιμετωπίζει καθόλου απαξιωτικά. Κι αν ο προσδιορισμός του χώρου της έρευνας συνιστά ένα πρώτο γνώρισμα αυτής της ακαδημαϊκής εργασίας, ένα δεύτερο αποτελεί η αναγωγή από το συγκεκριμένο στο αφηρημένο, από την εμπειρία στη γενίκευση και τη συναγωγή φιλοσοφικών συμπερασμάτων, κάτι που δεν μπορούν και ούτε είναι στις προθέσεις τους να κάνουν οι πολύ χρήσιμες έτσι κι αλλιώς ποδοσφαιρικές ανθολογίες, είτε ποιημάτων, όπως του Γιώργου Μαρκόπουλου (Εντός και εκτός έδρας, 2006), είτε της λογοτεχνίας γενικότερα, όπως του Γιάννη Παππά (Αρχίζει το ματς, 2010).
Το ματς της ζωής του είχε τελειώσει –/ τώρα έπαιζε την παράταση.
(Μανόλης Αναγνωστάκης, ΥΓ., 1992)
Την «Εισαγωγή» ακολουθεί ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, στο οποίο ο συγγραφέας ανιχνεύει τον χρόνο κατά τον οποίο εμφανίζεται η νεοελληνική λογοτεχνία του ποδοσφαίρου («Β. Μια μεταφρασμένη “Μονόπρακτος κωμωδία” και δύο καβαφικές παρωδίες»). Τον χρόνο αυτόν τοποθετεί ο ίδιος στο 1930 κι όχι στο 1937 που δημοσιεύτηκε το μυθιστόρημα του Κοσμά Πολίτη Eroica, όπως πρότεινε η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, η οποία, κατά τον συγγραφέα, φαίνεται να ερεύνησε μονάχα τον χώρο της πεζογραφίας. Το 1930 δημοσιεύεται, σε μετάφραση του Γιώργου Δέλιου, το έργο του Emm. Campardella Ο ποδοσφαιριστής. Μονόπρακτος κωμωδία, στο οποίο το ποδόσφαιρο παρουσιάζεται ως χώρος δράσης ανήθικων ανθρώπων, ενώ την ίδια χρονιά και λίγο αργότερα (1932) κυκλοφορούν δύο καβαφικές παρωδίες, «Άρχων εκ Κορίνθου» του Πωλ Νορ και «Τι μην και αυτός…» του ψευδώνυμου Πύρρου, στις οποίες αναδεικνύεται το κάλλος του ανδρικού σώματος, που φαντασιώνεται ο ερωτισμός του ομοφυλόφιλου. Ακολουθούν τα δύο κεντρικά κεφάλαια της εργασίας «Με πυρήνα ποδοσφαιρικό», στα οποία εξετάζονται «τα ευνοϊκώς προσκείμενα» λογοτεχνικά έργα (Γ) και «τα αρνητικώς διακείμενα» (Δ).
Στην πρώτη περίπτωση το ποδόσφαιρο θεωρείται άθλημα συναρπαστικό και γοητευτικό, τη φιλοσοφία του οποίου συνιστούν αξίες, όπως η γοητεία του παιχνιδιού, η δεξιοτεχνία, η ευγενής άμιλλα και το ομαδικό πνεύμα. Ο συγγραφέας σχολιάζει μια πληθώρα κειμένων, από τα οποία εδώ επιλέγονται μονάχα ορισμένα. Ο Άρης Δικταίος στο ποίημά του «Επίνικος 1959» (1961) εξυμνεί τη σωματική ομορφιά του παίκτη του Ολυμπιακού Ηλία Υφαντή, ανάγοντάς την σε αξία διαχρονική, ενώ ο υπαινικτικός ερωτισμός καθιστά αποτελεσματικότερη την αισθητική διάσταση του κειμένου. Κάτι ανάλογο κάνει κι ο Μάνος Χατζηδάκις στο ποίημα «Αιώνιο πάθος – Μπαλλάντα για τον Τζωρτζ Μπεστ» (1983), με τη διαφορά ότι εδώ η ανδρική ομορφιά τονώνεται από το ψυχικό σθένος. Ο Γιώργος Μαρκόπουλος, στο ποίημά του «Ωδή στον παίκτη της ΑΕΚ και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου» (1987), περνώντας από το μεμονωμένο και μερικό στο διαχρονικό και πανανθρώπινο, μιλάει για ζητήματα υπαρξιακά, όπως είναι τα γηρατειά και η μοναξιά. Ο Δημήτρης Χουλιαράκης πάλι, με αφορμή το δυστύχημα της ομάδας του Τορίνο το 1949, συνδέει το ένδοξο παρελθόν με το άδοξο μέλλον και το ποδόσφαιρο με τον θάνατο, που είναι η μοίρα όλων των ανθρώπων («Η Σουπέργκα περιμένει», 1987). Από τα διηγήματα ξεχωρίζω δύο κείμενα του Τόλη Καζαντζή, «Ο διεθνής» και «Ο δεύτερος γύρος» (1980). Στο πρώτο διαπιστώνεται η πικρή αλήθεια ότι οι φίλαθλοι ξεχνούν εύκολα τα αλλοτινά τους ινδάλματα, όπως συνέβη με τον «ανταρτόπληκτο» ταλαντούχο ποδοσφαιριστή, που η Πολιτεία διέκοψε τη λαμπρή του πορεία μεταπολεμικά, φυλακίζοντάς τον ως αριστερό. Στο δεύτερο αναδεικνύονται η αγάπη για την ομάδα, το απρόβλεπτο και το παιγνιώδες του αθλήματος αλλά και η αναπόφευκτη εναλλαγή νίκης και ήττας, θριάμβου και πτώσης. Από τα μυθιστορήματα πάλι επισημαίνω αυτό του Μένη Κουμανταρέα, Η φανέλα με το εννιά (1986), το οποίο αρθρώνεται γύρω από την άνοδο και την πτώση ενός ποδοσφαιρικού ειδώλου, διαδικασία που αποκαλύπτει τις παθογένειες του χώρου, αλλά υποδηλώνει και την πορεία του ανθρώπου προς την οριστική συντριβή. Από τους συγγραφείς δοκιμίων θα ξεχώριζα δύο, τον Αλ. Καμή, ψευδώνυμο του Μανόλη Αναγνωστάκη, που παραπέμπει στον άλλοτε τερματοφύλακα και γνωστό ποδοσφαιρόφιλο Αλμπέρ Καμί, με το κείμενό του «Άγιαξ, για πάντα Άγιαξ» (1984), όπου εκφράζεται ο θαυμασμός για την ολλανδική ομάδα της δεκαετίας του ’70, η οποία διακρίνεται για τις εμπνεύσεις, τη γοητεία του απρόοπτου, τον αυθορμητισμό και τη φαντασία, σε αντίθεση με το ποδόσφαιρο της επόμενης δεκαετίας, που καταργεί αρετές σαν τις προηγούμενες στο όνομα της σκοπιμότητας, αλλά και τον Νάσο Βαγενά, κάποτε παίκτη αυτόν του Εθνικού Πειραιώς, με τα κείμενά του «Ποδόσφαιρο και λογοτεχνία», «Η ομάδα και η πόλη» (1999), «Μέσι, για πάντα» (2018), στα οποία εκθειάζεται η ομαδικότητα, το φιλότιμο και η ευγένεια των παικτών της Δόξας Δράμας, ένα κοινοτικό ήθος, που βασικό του γνώρισμα είχε την αξιοπρέπεια, ενώ εξήντα χρόνια αργότερα ο ακραίος επαγγελματισμός εμπορευματοποίησε το άθλημα, παρότι και σήμερα εντοπίζονται θετικά στοιχεία, όπως είναι η συναισθηματική ένταση, η μέθεξη στην ομάδα, ο θαυμασμός για τη δεξιοτεχνία, ο σεβασμός του ευ αγωνίζεσθαι αλλά και η ταύτιση φιλάθλου-ποδοσφαιριστή.
Στη δεύτερη περίπτωση το ποδόσφαιρο αντιμετωπίζεται ως αθλιότης, ως αγώνισμα βάρβαρο και αντιπνευματικό, το οποίο επικαλύπτει την κοινωνική εξαθλίωση, ωθεί στη διαφθορά και συμβάλλει στην εκτόνωση των πιο άγριων ενστίκτων αλλά και στον αποπροσανατολισμό των μαζών, ιδίως αν πρόκειται για αυταρχικά καθεστώτα, όπως η δικτατορία του ’67. Κι εδώ οι επιλογές είναι μονάχα ενδεικτικές. O Μίμης Σουλιώτης ως Κ.Φ. Φαβάκης προσλαμβάνει το ποδόσφαιρο ως αθλιότητα, αναδεικνύοντας τις αρνητικές πλευρές του, όπως είναι τα στημένα ματς και οι παντοειδείς μηχανορραφίες, για να υποδηλώσει τη σκοτεινή πορεία της ανθρώπινης ύπαρξης (Ποιήματα εν παρόδω, 1974). Ο Ασημάκης Πανσέληνος είναι ακόμα πιο οξύς στο έμμετρο, σατιρικό του ποίημα «Ποδοσφαιρικό ματς» (2000), απαξιώνοντας πλήρως το άθλημα, το οποίο θεωρεί αντιπνευματικό και αποπροσανατολιστικό της κοινωνίας από τα πραγματικά της προβλήματα. Ο Πανσέληνος εκφράζει την παλαιά οπτική της Αριστεράς, η οποία βλέπει το ποδόσφαιρο σαν «όπιο του λαού», οπτική που σήμερα πια ελάχιστοι ομοϊδεάτες του ασπάζονται, εφόσον ακόμα και οπαδοί της υποκύπτουν στη γοητεία του αθλήματος, πράγμα που σημαίνει ότι πρόκειται για φαινόμενο πολύ πιο σύνθετο. Από τα πεζά κείμενα ο συγγραφέας σχολιάζει εκτενέστερα το διήγημα του Τηλέμαχου Αλαβέρα «Προ-πό» (1959), στο οποίο το ποδόσφαιρο και τα προγνωστικά του εμφανίζονται ως ανούσιες και επιφανειακές δραστηριότητες, ξένες με το ουσιαστικό νόημα της ανθρώπινης ζωής, αλλά και το μυθιστόρημα του Κώστα Χατζηαργύρη Ο δρόμος προς τη δόξα (1957), στο οποίο ο ήρωας-συγγραφέας θέλει να αποκτήσει δόξα λογοτεχνική με τη συγγραφή ποδοσφαιρικών αφηγημάτων, ενώ το ίδιο το άθλημα εκλαμβάνεται ως φτηνή ενασχόληση αντιπνευματικών ανθρώπων. Σε μια ιδιαίτερη ενότητα αυτού του κεφαλαίου ο συγγραφέας παρακολουθεί κυρίως ποιήματα, στα οποία οι μεταφορές και οι παρομοιώσεις προσφέρονται, για να θιγούν ζητήματα υπαρξιακά, όπως ο έρωτας, ο χρόνος κι ο θάνατος («β. Μεταφορές – παρομοιώσεις: αρνητικές συνδηλώσεις και θετικός επιτονισμός»). Έτσι λ.χ. ο Ανέστης Ευαγγέλου στο ποίημά του «Τόλης Καζαντζής» στήνει μια αλληγορία στην οποία ο ήρωας είναι ο βασικός παίκτης της ομάδας και ο ποιητής ο αναπληρωματικός (1994). Μόνο που δεν πρόκειται για το ποδόσφαιρο αλλά για τον αγώνα ζωής που δίνουν και οι δύο ενάντια στον καρκίνο. Από τα δοκιμιακά κείμενα ξέχωρο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι «Μεταγραφές με… υποσχετική» του Αναγνωστάκη και πάλι (1985), στις οποίες συγκρίνονται οι μετακινήσεις παικτών από ομάδα σε ομάδα με τις αντίστοιχες πολιτικών από κόμμα σε κόμμα, για να αναδειχθούν οι αρετές του ποδοσφαίρου και οι παθογένειες της πολιτικής.
Το βασικό μέρος της εργασίας κλείνει με το «Επιλογικό σημείωμα» (Ε), στο οποίο συνοψίζονται οι δύο αντιθετικές αντιλήψεις περί του ποδοσφαίρου.
Ακολουθεί το «Παράρτημα» (ΣΤ), στο οποίο σχολιάζεται η παρουσία του αθλήματος, σε τραγούδια αυτήν τη φορά, τα οποία αντιμετωπίζει απαξιωτικά η ακαδημαϊκή Φιλολογία, ενώ εκτιμά εκείνα που προκύπτουν από ποιήματα. Ο συγγραφέας επισημαίνει αρχικά τον άτεχνο χαρακτήρα των οπαδικών ύμνων και στη συνέχεια σχολιάζει ενδιαφέροντες στίχους δημιουργών, όπως είναι για παράδειγμα ο Λουκιανός Κηλαηδόνης κι ο Μανώλης Ρασούλης. Μετά το «Παράρτημα» παρατίθεται η πολύ χρήσιμη εκτενής βιβλιογραφία-διαδικτυογραφία και το απαραίτητο ευρετήριο προσώπων.
Ο Δημήτρης Κόκορης δεν έφτασε στη συγκεκριμένη εργασία απρόσμενα. Μας είχε ήδη προετοιμάσει από καιρό με μια σειρά κειμένων, που άμεσα ή έμμεσα αναφέρονταν στο ποδόσφαιρο. Μετρώ πρόχειρα γύρω στα εφτά από το 2000 και μετά. Συνεπώς είχε την προπαιδεία που χρειαζόταν και μια ευρύτερη εποπτεία για την ανάληψη ενός τέτοιου έργου. Και φυσικά, μια και ήταν αδύνατον να καλύψει όλες τις αναφορές της λογοτεχνίας του ποδοσφαίρου, έκανε επιλογές, οι οποίες όμως δεν καλύπτουν μονάχα τη φιλοσοφία του αθλήματος αλλά και τις απαιτήσεις της αισθητικής, μια και το λογοτέχνημα, πέρα από ιδέα, είναι και έκφραση που συγκινεί, ιδίως αυτό.
Ένα άλλο, ιδιαίτερο μάλιστα, γνώρισμα της εργασίας συνιστά το χιούμορ, η ειρωνεία και ο (αυτο)σαρκασμός, στοιχεία που ο συγγραφέας αξιοποιεί διακριτικά και σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Νομίζω πως οι τρόποι αυτοί αρμόζουν σε ένα έργο που θέλει να αποφύγει τη σοβαροφάνεια της επίσημης Φιλολογίας, η οποία στο όνομα της αντικειμενικότητας εκπονεί συνήθως μελέτες ξερές και ψυχρές. Αν το ποδόσφαιρο είναι παιχνίδι, γιατί να μην επιτρέπεται και στον μελετητή να ακολουθήσει κι αυτός ενίοτε τρόπους περιπαικτικούς; Φυσικά μια τέτοια επιλογή δεν υποβαθμίζει το επίπεδο της εργασίας. Αντίθετα, συμβάλλει στην πιο άνετη πρόσληψή της με την οικειότητα που δημιουργεί. Αν ήταν να ξεχωρίσω μια σημαντική ειρωνική έως σαρκαστική αιχμή του συγγραφέα, θα ήταν αυτή που αναφέρεται στις άκριτα χρησιμοποιούμενες λογοτεχνικές θεωρίες, οι οποίες με την ακαταληψία των όρων μπλοκάρουν την αναγνωστική κατανόηση, αλλά και στον μεταμοντερνισμό της πανσημίας, που οδηγεί στο χάος, σε αντίθεση με την πολυσημία, που ο ίδιος αποδέχεται ως την ενδεδειγμένη μέθοδο προσέγγισης του λογοτεχνικού φαινομένου (σ. 187-188).
Είναι προφανές πως ο Κόκορης μας έδωσε την έγκυρη και τεκμηριωμένη αυτή μελέτη, γιατί αγαπά το ποδόσφαιρο. Άλλωστε κάποια στιγμή ομολογεί πως κι ο ίδιος είναι οπαδός του Εθνικού της γενέθλιας πόλης. Αυτό σημαίνει πως ξέρει από ποδόσφαιρο και γι’ αυτό μπορεί να κάνει παρατηρήσεις σε συγγραφείς που μιλούν αρνητικά για το παιχνίδι, συχνά χωρίς να το γνωρίζουν, και προέρχονται κυρίως από μια παλαιότερη εποχή της Αριστεράς. Ενώ οι νεότερες γενιές συγγραφέων ως πιο ανοιχτές ιδεολογικά και πολιτικά απενοχοποιούν το ποδόσφαιρο, εκείνοι το θεωρούν μικρογραφία της καπιταλιστικής κοινωνίας, καθώς βλέπουν μονάχα τον έντονο ανταγωνισμό ανάμεσα στις ομάδες και την άκρατη εμπορευματοποίηση αλλά και τον αποπροσανατολισμό των μαζών από τις πραγματικές τους ανάγκες. Ακόμα, θεωρούν το ποδόσφαιρο άθλημα αντιπνευματικό και τους ποδοσφαιριστές άξεστους, πράγμα άδικο, γιατί οι παίκτες ασφαλώς και δεν είναι άνθρωποι της κουλτούρας, προσφέρουν όμως ένα θέαμα εκπληκτικής ομορφιάς, που συναρπάζει τα πλήθη, εργάζονται σκληρά και είναι ιδιαίτερα ευφυείς και επινοητικοί, όπως δείχνουν οι επιλογές που κάνουν, όταν μέσα σε μια ελάχιστη στιγμή πρέπει να πάρουν κρίσιμες αποφάσεις. Αφήνω που η τεχνική τους στις καλύτερες περιπτώσεις αγγίζει τα όρια της τέχνης.