Χρήστος Τσιάμης (ανταπόκριση, Ν. Υόρκη)
Καλωσόρισες Γκάμπο!
Ξαναγύρισε! Είκοσι χρόνια μετά από τις «Δύστυχες Πουτάνες της Ζωής μου», και δέκα χρόνια από τότε που μας άφησε, ο Γκάμπο, όπως τον αποκαλούσαν τον Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες χαϊδευτικά οι δικοί του και οι φίλοι του, είναι και πάλι μαζί μας με ένα καινούργιο του βιβλίο! Το βιβλίο, που στην Αμερική οι εκδότες το χαρακτηρίζουν σαν μυθιστόρημα, είναι σχετικά ολιγοσέλιδο (ούτε 150 σελίδες) και έχει τίτλο «En Agosto Nos Vemos» (Θα ιδωθούμε τον Αύγουστο – “Until August” ο αγγλικός τίτλος). Και το βιβλίο αυτό προξένησε αντιδράσεις χαράς σε πολλούς και σε άλλους…γκρίνια.
Ας τα πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά. Είχε γίνει γνωστό ότι, πριν το τέλος του περασμένου αιώνα, ο Μάρκες είχα καταπιαστεί με την ιστορία αυτού του τελευταίου του βιβλίου. Μάλιστα, το 1999, είχε διαβάσει αποσπάσματα σε μια ανάγνωση, που είχε κάνει από κοινού με τον Πορτογάλο νομπελίστα Ζοζέ Σαραμάγκου στη Μαδρίτη, και επίσης είχε δημοσιεύσει, στο τέλος του ίδιου χρόνου, ένα απόσπασμα στο Αμερικανικό περιοδικό The New Yorker, μεταφρασμένο απ’ τη δεινή μεταφράστρια ισπανόφωνης λογοτεχνίας Edith Grossman. Το έβαλε, όμως, στην άκρη κατόπιν αυτό το εκκολαπτόμενο βιβλίο για να τελειώσει τα απομνημονεύματα του («Ζώ για να τη διηγούμαι») και τις “Δύστυχες Πουτάνες…’” βιβλία που εκδόθηκαν το 2002 και το 2004 αντιστοίχως. Απ’ ό,τι γράφτηκε, το 2003 είχε αρχίσει να δουλεύει πάλι εντατικά επάνω στο τελευταίο του βιβλίο και, λίγα χρόνια αργότερα, το 2010, κάθισε μαζί με τον επιμελητή των απομνημονευμάτων του για να το ‘σουλουπώσουν’. Είχε ήδη αρχίσει να αντιμετωπίζει προβλήματα μνήμης και το γράψιμο γινόταν δύσκολο. Κι έτσι μια μέρα είπε στον επιμελητή του ότι δεν ήθελε πια να εκδώσει άλλο βιβλίο σε αυτό το στάδιο της ζωής του. Εν τω μεταξύ είχε ήδη δημιουργήσει κάμποσες εκδοχές του βιβλίου αυτού (ένα σύνολο σχεδόν οχτακοσίων περίπου σελίδων στα αρχεία του, που βρίσκονται στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, στην πόλη Ώστιν). Μια από τις εκδοχές, η πέμπτη, με ημερομηνία Ιούλιος 2004, είχε την ένδειξη από τον συγγραφέα “Gran OK final” (Μέγα ΟΚ τελικό). Αυτή ήταν η εκδοχή που χρησιμοποιήθηκε σαν βάση για την έκδοση του βιβλίου αυτό το μήνα.
Η ιστορία του βιβλίου αφορά μια γυναίκα, στα σαράντα έξι της, παντρεμένη πάνω από 25 χρόνια που, όταν πεθαίνει η μάννα της, αρχίζει να ταξιδεύει κάθε Αύγουστο, στα μέσα του μήνα, σε ένα νησί της Καραϊβικής για να επισκεφθεί τον τάφο της. Και κάθε φορά, αφού είχε περιποιηθεί το τάφο και είχε ενημερώσει, σε έναν μονόλογο, τη νεκρή για τα καθέκαστα της χρονιάς, γύριζε στο ξενοδοχείο της και, απολαμβάνοντας την προσωρινή ελευθερία της απ’ τον σύζυγο, φρόντιζε να τσιμπήσει, για τη διάρκεια της παραμονή της εκεί, έναν εραστή. Και αυτό επαναλαμβάνεται κάθε Αύγουστο, με έναν καινούργιο εραστή κάθε φορά. Και κατόπιν επιστρέφει στη συζυγική μονοτονία. Μέχρι που κάποτε αρχίζει να έχει την εντύπωση ότι την απατάει ο σύζυγος της! Μια ιστορία, δηλαδή, στα μέτρα της φαντασίας του Μάρκες.
Σε τι οφείλεται λοιπόν η γκρίνια μερικών; Κυρίως, ότι εκδόθηκε το βιβλίο με πρωτοβουλία των γιών του συγγραφέα και των εκδοτών του, που μέλει να κερδίσουν οικονομικά, παρά τις αντίθετες προθέσεις του συγγραφέως ενόσω ήταν εν ζωή και πριν ακόμα βυθιστεί στα άδυτα της νόσου Αλτσχάϊμερ. Το βιβλίο είναι ατελές, λένε, και δεν μπορεί να συγκριθεί με τα άλλα βιβλία του, τα αριστουργήματα που του είχαν εξασφαλίσει το βραβείο Νόμπελ. Για παράδειγμα, μια κριτική, στους Τάϊμς της Νέας Υόρκης, σημειώνει ότι «…πρόκειται για μια μικροσκοπική ιστορία, που το περιεχόμενο της δεν είναι καν αρκετό για να χαρακτηριστεί ως νουβέλα, πολύ δε λιγότερο ως ένα τελειωμένο μυθιστόρημα. Διαβάζοντας το μπορεί να σας προκαλέσει ανθυγιεινά επίπεδα εκνευρισμού…» Και συνεχίζει ο κριτικός πως, διαβάζοντας αυτό το βιβλίο, «…είναι λιγάκι σαν να παρακολουθείς έναν μεγάλο χορευτή, πολύ μετά την ακμή του…» Δεν κρύβει όμως ότι «…η ιστορία έχει όλα τα διακριτικά χαρακτηριστικά του Γκαρσία Μάρκες. Παρόλα τα ελαττώματα της, η γραφή είναι αδιαμφισβήτητα δική του.»
Και η παραπάνω τελευταία διαπίστωση είναι ακριβώς ο λόγος για τη χαρά αυτών που ευφράνθηκαν από τα νέα της έκδοσης μιας καινούργιας ιστορίας του αγαπημένου τους συγγραφέα! Ηταν η φαντασία του Μάρκες και η γλώσσα με την οποία τη διατύπωνε, που μας είχε μαγέψει όλους όταν ανοίγαμε το πρώτο βιβλίο του που είχε πέσει στα χέρια μας, πριν δεκαετίες, και που κατόπιν αναζητούσαμε με μεγάλη δίψα κάθε του άλλη δημιουργία. Πηγαίναμε στα βιβλία του για να μεταλάβουμε το πνεύμα του! Τι λοιπόν και αν κάποια από τα έργα του δεν ήταν μεγαλουργήματα. Ακόμα και με ατέλειες, από αυτές που βρίσκουν οι κριτικοί, τα βιβλία μάς άνοιγαν κάποιο παραθυράκι σε άλλα τοπία, έστω και προσωρινά, έξω από τη συνήθεια, σε ένα μεγαλύτερο ευχάριστο σύμπαν. Μην ξεχνάμε πως για το τελευταίο βιβλίο που είχε εκδοθεί με τη δική του συναίνεση, «Οι Δύστυχες Πουτάνες της Ζωής μου», οι κριτικές, τουλάχιστον εδώ στην Αμερική, ήταν μεικτές. Σε κάποιους άρεσε, σε κάποιους δεν άρεσε. Ανεξάρτητα από τις διάφορες γνώμες, όταν πρόκειται για ένα μεγάλο μυαλό, είναι όφελος στον πολιτισμό να γίνουμε κοινωνοί κάθε έκφανσης του. Μόνο κερδισμένοι θα βγούμε. Το δείχνει η Ιστορία.
Ας πάρουμε για παράδειγμα την γνωστή περιπέτεια με τα έργα του Φρανς Κάφκα. Όταν πέθανε από φυματίωση, σε σχετικά νεαρή ηλικία, είχε πει στον πιο καλό του φίλο, τον Μαξ Μπροντ, να κάψει όλα τα χειρόγραφα με τα ατέλειωτα και ανέκδοτα έργα του. Προφανώς, μη έχοντας καταλήξει σε μια τελική μορφή που θα τον ικανοποιούσε τον ίδιο, θεωρούσε πολλά έργα του ατελή. Επομένως, δεν θα προσυπόγραφε την έκδοση τους στην παρούσα, τότε, μορφή τους. Όπως είναι γνωστό, όμως, ο φίλος του δεν τήρησε την υπόσχεση του. Κι έτσι εμείς μπορέσαμε να απολαύσουμε την ιδιαίτερη σκέψη και την πρωτοποριακή μορφή έργων όπως «Η Δίκη», «Αμερική», «Το Κάστρο», και πολλά άλλα διηγήματα του, αφορισμούς, και μικρο-κείμενα. Και από τότε αρχίσαμε να βλέπουμε αλλιώς τη ζωή μας. Ακόμα και στα ογκώδη «Ημερολόγια» του των εξακοσίων σχεδόν σελίδων, που εκδόθηκαν στην Αμερική πριν δυο χρόνια, βρίσκει ο αναγνώστης, ανάμεσα σε αναφορές πραγμάτων της ρουτίνας, κομμάτια της φαντασίας του συγγραφέα που ελκύουν και εκπλήσσουν όσο ξεκάρφωτα κι αν είναι (όχι δηλαδή μέρος μιας άρτιας λογοτεχνικής κατασκευής, όπως ένα μυθιστόρημα ή ένα διήγημα).
Και ο δικός μας ο Διονύσιος Σολωμός, τι μας άφησε; Σχεδιάσματα και αποσπάσματα ποιητικών συνθέσεων που είχα κατά νου αλλά που, για τον ένα λόγο ή τον άλλον, δεν μπόρεσε να φέρει σε πέρας. Κι έτσι δεν δημοσιεύθηκαν γιατί δεν είχαν πάρει ακόμα τη μορφή βιβλίου. Αυτοί οι σκόρπιοι στίχοι όμως, αυτά τα αποσπάσματα, που με τα σύγχρονα δεδομένα δεν θα συνιστούσαν μορφή εκδόσιμου βιβλίου, για εμάς, που τα απολαμβάνουμε σε ιστορικές πια εκδόσεις, είναι ένας ανεκτίμητος πλούτος γλώσσας και έκφρασης. Δεν παύουν να μας διδάσκουν για τη λογοτεχνία και τη ζωή. Το ίδιο και με εκείνο το περίεργο δημιούργημα αυτού του ποιητή «Η Γυναίκα της Ζάκυθος». Τόσες εκδοχές και δεν το τελείωσε ποτέ. Ούτε το δημοσίευσε. Εμάς, τους αναγνώστες, όμως δεν παύει να μας κεντρίζει. Η γλώσσα του, και η μυστήρια, ατελής, ιστορία του!
Να αναφέρουμε και τη Σαπφώ. Είμαστε ευγνώμονες για τις λιγοστές νύξεις της φωνής της που έφτασαν ως τις μέρες μας. Κομματάκια στίχων, θραύσματα λέξεων ασύνδετων. Κι όμως, όλα αυτά σηκώνουν ένα αεράκι από το πνεύμα αυτής της σπουδαίας, αρχαίας γυναικείας μορφής που φυσάει αλαφριά στη σκέψη μας και ξεσηκώνει το κάτι άλλο μέσα μας. Το αισθανόμαστε, αλλά παραμένει ανεξιχνίαστο. Απλώς ξέρουμε ότι συνδεόμαστε με κάτι ουσιώδες, τόσο πλησίον όσο και απώτερο. Και πάλι κερδισμένοι βγαίνουμε.
Για να επιστρέψουμε όμως στου Μάρκες το βιβλίο, αν μη τι άλλο, μας προδιαθέτει το χιούμορ που είναι ενδημικό στην έμπνευση του. Δηλαδή, το περίγραμμα της υπόθεσης. που ήδη αναφέραμε, πριν ακόμα διαβάσουμε το βιβλίο. Προσωπικά, βρίσκω ότι, πέρα από τη γλώσσα της διήγησης, οι επινοήσεις και το χιούμορ του Μάρκες είναι μοναδικά στοιχεία του. Θυμάμαι μια συνέντευξη του που είχα διαβάσει, λίγα χρόνια μετά την έκδοση του αριστουργήματος του «Εκατό χρόνια μοναξιάς». Τον είχαν ρωτήσει ποια ήταν η πιο μεγάλη του φιλοδοξία (φαντάζομαι ότι εννοούσαν ως συγγραφέα). Και εκείνος είχε απαντήσει χαρακτηριστικά: «να γράψω μια συμφωνία για τρίγωνο και ορχήστρα» (το σιδερένιο τρίγωνο δηλαδή των παιδιών για τα κάλαντα), κατά το ‘συμφωνία για πιάνο και ορχήστρα’, ‘συμφωνία για βιολί και ορχήστρα’ κλπ. Ακόμα μου προκαλεί γέλιο!
Οσο για τους γκρινιάρηδες κριτικούς, που βλέπουν στο βιβλίο αυτό κάτι το ατελές, να πούμε ότι στο κάτω κάτω της γραφής αυτό που είχε πει, υπό διαφορετικές περιστάσεις, ο ποιητής Πωλ Βαλερύ ισχύει πάντα (αν βέβαια ρωτήσεις συγγραφείς που είναι ελικρινείς): «un ouvrage n’est jamais achevé,… mais abandonné» – ένα έργο δεν το τελειώνεις ποτέ, απλώς το εγκαταλείπεις.
Ανοιχτόκαρδα, και χωρίς δεύτερη σκέψη, υψώνουμε φωνή και καλωσορίζουμε ακόμα μια φορά τον αγαπημένο μας μάγο, τον Γκάμπο!
Gabriel Garcia Marquez“Until August”, Penguin
Θα το βρείτε στα Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης
.