Υποκειμενικότητα και Διδασκαλία της Λογοτεχνίας (της Σωτηρίας Καλασαρίδου)

0
1515

 

 

Σωτηρία Καλασαρίδου.

Η ουμανιστική ιδεολογία θεμελιώνει την υποκειμενικότητα στη συνείδηση και την ανθρώπινη δράση, θεωρώντας την συμφυές χαρακτηριστικό του ανθρώπου ως όντος. Αντίθετα, οι κοινωνικές θεωρίες θέσμισης της υποκειμενικότητας εκλαμβάνουν και αναλύουν το υποκείμενο ως παράγωγο κοινωνικών δυνάμεων που το επικαθορίζουν. Το βασικό ζήτημα που ανακύπτει και για τις δύο τάσεις που πραγματεύονται το ζήτημα θέσμισης της υποκειμενικότητας είναι πώς θα συλλάβουμε τη σχέση ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία χωρίς να τη δομήσουμε ως μια αντίθεση, κατά την οποία το ένα πεδίο θα βρίσκεται σε προνομιακότερη θέση από το άλλο (McCallum, 1999: 5-6).

Ο Paul Smith στην προσπάθειά του να ορίσει την υποκειμενικότητα διέκρινε τρεις βασικές έννοιες: το άτομο, το υποκείμενο και τον δρώντα, των οποίων η περαιτέρω διασάφηση είναι καθοριστικής σημασίας για τον ορισμό στον οποίο κατέληξε. Το υποκείμενο συλλαμβάνεται και νοηματοδοτείται μέσα από το σύνολο των θέσεων, τις οποίες καλείται να καταλάβει μέσα στο κοινωνικό σώμα. Το άτομο όμως δεν καθορίζεται αποκλειστικά από τις επιβαλλόμενες κοινωνικές δυνάμεις και τις κυρίαρχες ιδεολογίες αλλά και από τη δράση του, από την αντίστασή του σ’ αυτές. Η υποκειμενικότητα επομένως είναι η ατομική αίσθηση της προσωπικής ταυτότητας, ενός υπό-κειμένου που δέχεται εξαναγκασμό έξωθεν ή καλύτερα άνωθεν και ενός δρώντα, ικανού να παράγει ελεύθερη σκέψη (McCallum, 1999: 4-5).

Τα ιδεολογικά όρια συνεπώς μέσα στα οποία διαμορφώνονται οι ταυτότητες είναι συνδεδεμένα με ιδέες που σχετίζονται με την υποκειμενικότητα. Ως υποκειμενικότητα ορίζεται η αίσθηση της ατομικότητας, από την οποία διακατέχεται κάθε άνθρωπος και η οποία προσδιορίζεται από τρία βασικά χαρακτηριστικά: πρωτίστως την διάκρισή του από τους «άλλους», δευτερευόντως την κατοχή κοινωνικών θέσεων και την ανάπτυξη κοινωνικών σχέσεων και τέλος την ικανότητα του να σκέφτεται και να δρα. Οι έννοιες της ατομικότητας και του «εαυτού» σχηματοποιούνται μέσα από το διάλογο με την κοινωνία, τη γλώσσα και τους  άλλους ανθρώπους και καθώς ο διάλογος αυτός εξελίσσεται κατά τη περίοδο της εφηβείας ― του σταδίου που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή – η υποκειμενικότητα υφίσταται ραγδαίες και ριζικές ορισμένες φορές, μετατροπές. Στην απόπειρα προσδιορισμού της υποκειμενικότητας θα ήταν σκόπιμο να σημειώσουμε ότι η διαμόρφωσή της επιτυγχάνεται μέσα από τον διάλογο με τους «άλλους» αλλά και από την επίδραση των κυρίαρχων λόγων (discours) ή των ιδεολογιών της κοινωνίας και του πολιτισμού της, στις οποίες υπόκειται το υποκείμενο (McCallum, 1999: 3).

Η έννοια της ετερότητας είναι συνυφασμένη με την έννοια της ταυτότητας. Ο Bakhtin εισήγαγε μια θεωρία για την πολλαπλότητα της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία συγκροτείται μέσα από διαφορετικούς λόγους. Ζούμε, σκεφτόμαστε, και γράφουμε πάντα σε διάλογο με τους άλλους. Η συγκρότηση του υποκειμένου μέσα από τον διαρκή διάλογό του με τον «Άλλο» παρουσιάζει ποικίλες εκφάνσεις. Μια από αυτές είναι η δυνατότητα να κατασκευάζει ο «εαυτός» έναν «Άλλον» μέσα από στερεότυπα που διαιωνίζουν τη διαφορά ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η διαχωριστική γραμμή που επιβάλλον τα στερεότυπα ανάμεσα στον εαυτό και τον «Άλλο» παρουσιάζει προσαρμοστικότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε «μπορεί ο εαυτός να κατασκευάζει έναν «Άλλο» συνεχώς διαφορετικό, και ο χθεσινός ξένος μπορεί να γίνεται φίλος» (Μπαχτίν, 1980: 130-141, McCallum, 1999: 9-12, Αμπατζοπούλου, 1998: 161, 258-259).

Ειδικότερα, ο ορισμός της υποκειμενικότητας, εν προκειμένω, προκύπτει από τον συνδυασμό της πολιτισμικής θεωρίας του Raymond Williams με την Κριτική Παιδαγωγική, στον βαθμό που οι Πολιτισμικές σπουδές μου έδωσαν τη δυνατότητα να εξετάσω το μάθημα της λογοτεχνίας ως ένα κύκλωμα που βρίσκεται σε αλληλεπίδραση με πολιτικές και κοινωνικές σχέσεις, ιδεολογικές αξίες και πολιτισμικές πρακτικές, παιδαγωγικούς ρόλους και πρακτικές κατασκευής υποκειμενικότητας (Williams, 1994: 112-120, Giroux, 1981: 37-89, Giroux, 1997: 71-94).

Ο Raymond Williams στο δοκίμιό του «Το δημιουργικό πνεύμα», σε μια προσπάθεια αποδόμησης της θεωρίας του πολιτισμού που εισηγείται ο Ρομαντισμός ― η οποία αφορά στη σύλληψη του πολιτισμού ως την ομοιογενή, οργανική και ιστορικά διακριτή έκφραση μιας κοινότητας ― διατυπώνει τη θεωρία του για την κατασκευή των υποκειμένων, μέσα στο πλαίσιο της βιωμένης κουλτούρας. Πιο συγκεκριμένα, ο Williams ισχυρίζεται ότι το υποκείμενο δεν είναι μόνο δημιουργός αλλά και δημιούργημα, κράμα του «εγώ» και της βιωμένης εμπειρίας. Η διαδικασία διευθέτησης και επαναδιευθέτησης της ανθρώπινης συνείδησης δεν είμαι μόνο συνεχής αλλά και άρρηκτα δεμένη με την πραγματικότητα, στον βαθμό που η διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση του υποκειμένου ταυτίζεται με τη διευθέτηση και επαναδιευθέτηση της πραγματικότητάς του. Τούτο συνεπάγεται ότι η διαδικασία συγκρότησης του «εαυτού» δεν είναι μια γραμμική διαδικασία ούτε μπορεί να προσδιοριστεί μέσα από διπολικά σχήματα που θέτουν διαχωριστικές γραμμές, ανάμεσα στο άτομο και την κοινωνία, το δυϊσμό δηλαδή ανάμεσα στο υποκείμενο και το αντικείμενο. Η διαδικασία της εκπαίδευσης και της επανεκπαίδευσης του υποκειμένου πραγματώνεται μέσα από την κοινωνική οργάνωση, την παράδοση και τα πολιτισμικά συμφραζόμενα, ενώ «η συνείδηση είναι μέρος της πραγματικότητας και η πραγματικότητα μέρος της συνείδησης, μέρος στη διαδικασία της ζωντανής οργάνωσής μας» (Williams, 1994: 112-113).

Προωθώντας τη θεωρία του περί δημιουργίας των υποκειμένων, ο Williams εισάγει στην ανάλυσή του την έννοια της «περιγραφής», την οποία προσδιορίζει ως έναν τρόπο να βλέπουμε νέα πράγματα και νέες σχέσεις και την ορίζει ως νευραλγική διαδικασία της ανθρώπινης αντίληψης, δεδομένου ότι η εφαρμογή της προϋποθέτει την ερμηνεία των γεγονότων και των βιωμένων καταστάσεων, όχι μόνο από τους επιστήμονες και τους καλλιτέχνες αλλά από όλους τους ανθρώπους. Η διαδικασία της ερμηνείας είναι «κεντρική, αναγκαία και ζωτική λειτουργία, με την οποία προσπαθούμε να κατανοήσουμε το περιβάλλον μας, ώστε να ζήσουμε με μεγαλύτερη επιτυχία μέσα σ’ αυτό», ενώ η μετάγγιση νέων περιγραφών και νέων νοημάτων, η μετάδοση νέων εμπειριών, επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους: την τέχνη, τη σκέψη, την επιστήμη και τις κοινωνικές διαδικασίες (Williams, 1994: 114-115).

Είναι ζήτημα ζωτικής προσωπικής σημασίας, για τον κάθε άνθρωπο να περιγράψει την εμπειρία του, γιατί μ’ αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται ο επαναπροσδιορισμός του εαυτού του, μεταβάλλεται δημιουργικά η προσωπική του οργάνωση και έτσι καταφέρνει να ελέγξει τις νέες εμπειρίες και να τις ενσωματώσει στη ζωή και στην πραγματικότητά του. Κατά συνέπεια, η επιθυμία για επικοινωνία, είναι η ασκημένη ανθρώπινη ανταπόκριση σε κάθε είδους αλλαγή και αταξία (Williams, 1994: 117-118).

Είναι εξαιρετικά σημαντικό ότι η διαδικασία προσδιορισμού και επαναπροσδιορισμού της υποκειμενικότητας στη θεωρία των Πολιτισμικών σπουδών, εννοείται ως μια ανταποδοτική σχέση ανάμεσα στο άτομο και το περιβάλλον του. Επί παραδείγματι, ο τρόπος που έχει ο καλλιτέχνης να επαναπροσδιορίζει τον εαυτό του, όπως και κάθε άνθρωπος, είναι η δουλειά του, η οποία έχει επίδραση στο περιβάλλον. Συνεπώς, πρόκειται για μια δυναμική αλληλεπίδραση, η οποία είναι στην πραγματικότητα μια αέναη διαδικασία: «ο άνθρωπος φτιάχνει το σχήμα και το σχήμα ξαναφτιάχνει τον άνθρωπο, αλλά αυτές είναι μόνο εναλλακτικές περιγραφές της ίδιας μοναδικής διαδικασίας» (Williams, 1994: 119-120).

Η διδασκαλία της λογοτεχνίας εγγεγραμμένη στο πλαίσιο της θεωρίας της υποκειμενικότητας, όπως αυτή ορίζεται από τις Πολιτισμικές Σπουδές, αποσκοπεί στην εξέταση του μαθήματος της λογοτεχνίας, ως ενός προνομιακού μέσου για τη διερεύνηση και κατανόηση των διαφορετικών πολιτισμικών κατηγοριών, αναπαραστάσεων, διακρίσεων και αξιών, στη βάση των οποίων βιώνουμε και κατανοούμε την κουλτούρα και την ιστορία μας, τις ποικίλες κοινωνικές μας εμπειρίες, επαναδιευθετούμε την πραγματικότητά μας και κατά συνέπεια συγκροτούμε και επαναπροσδιορίζουμε την υποκειμενικότητά μας.

Αυτό που προτείνουν οι Πολιτισμικές Σπουδές, μέσα από την αποδόμηση της ρομαντικής έννοιας του πολιτισμού, είναι τον πολιτισμό ως συνολικό πεδίο παραγωγής νοήματος, την αντιμετώπισή του δηλαδή ως ετερόκλητου και ετερογενούς πεδίου παραγωγής νοήματος, λόγω των ποικίλων κοινωνικών εμπειριών που συνθέτουν την κοινωνική ζωή αλλά και της ύπαρξης αλληλοσυγκρουόμενων αναπαραστάσεων και ιδεολογιών. Αυτό που επιδιώκουν οι Πολιτισμικές Σπουδές είναι ο προσδιορισμός αφενός ενός άλλου ερμηνευτικού ορίζοντα, και δευτερευόντως η δημιουργία μιας νέας μορφής υποκειμενικότητας, με κεντρικό στόχο να καταστήσει τη μάθηση, «μέρος της διαδικασίας της ίδιας της κοινωνικής αλλαγής». Νευραλγικός εδώ είναι ο ρόλος της εκπαίδευσης, η οποία αποποιούμενη του ρόλου της ως απλού μηχανισμού μετάδοσης γνώσεων και διανομής πληροφοριών, μπορεί να γίνει μια πολιτισμική πρακτική, η οποία θα παράγει ποικίλες μορφές κατανόησης, ερμηνείας και αξιολόγησης του κόσμου και κατά συνέπεια διαφορετικές μορφές υποκειμενικότητας (Williams, 1994: 117-120,  Πασχαλίδης, 1999: 23- 24, Giroux, 1981: 37-89).

Στη βάση αυτής της αντίληψης, το λογοτεχνικό κείμενο αναδεικνύεται σ’ ένα σύνθετο και πολύπλευρο «πολιτισμικό τόπο», υπό την έννοια ότι τα κείμενα αποτελούν ερμηνείες και οι ερμηνείες κείμενα. Η διαδικασία της νοηματοδότησης δεν εξαντλείται σε μια «επαρκή» ανάγνωση, αλλά είναι η αυθερμήνευση του ίδιου του ερμηνεύοντος υποκειμένου, ο αυτοπροσδιορισμός του ως φορέα και μαζί παραγωγού ερμηνειών (Πασχαλίδης, 1999: 25, 27).

Η ανάγνωση και η διδασκαλία της λογοτεχνίας έχει γνωστικές και ψυχολογικές συνέπειες, οι οποίες ενέχουν κοινωνικές και πολιτισμικές επιδράσεις. Το είδος όμως και η ένταση των επιδράσεων που μπορεί να ασκήσουν επαφίεται αφενός στο κοινωνικό και πολιτισμικό καθεστώς παραγωγής και ανάγνωσης των κειμένων και αφετέρου στις ποικίλες προσεγγίσεις ανάγνωσής τους. Μέσα από την ανάγνωση και τη διδασκαλία, το υποκείμενο έρχεται αντιμέτωπο με καινούριο κοινωνικό και πολιτισμικό υλικό, το οποίο ανάλογα με το είδος του ενδέχεται να ενεργοποιήσει και διαφορετικές γνωστικές διαδικασίες, διαμορφώνοντας διαφορετικές δομές σχηματισμού και μετασχηματισμού της υποκειμενικότητάς του (Kress, 1995: 69-70).

Από την άλλη πλευρά και η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι κατεξοχήν η γλώσσα της ετερότητας και, καθώς κάθε κείμενο μπορεί να είναι γραμμένο σε γλώσσα διαφορετική, εκείνο το οποίο χρειάζεται είναι το κίνητρο ν’ ακούσει κανείς κάθε φορά ενδεχομένως και κάτι διαφορετικό. Υπό την έννοια αυτή, η ανάγνωση της λογοτεχνίας δοκιμάζει την ανοχή μας απέναντι στον «άλλο» και κατ’ επέκταση η λογοτεχνική παιδεία δεν είναι παρά η εκπαίδευση στην ετερότητα (Αποστολίδου, 2003: 15-17). Επιπλέον, η ανάγνωση μέσα στην τάξη λαμβάνει χώρα κάτω από διαφορετικές συνθήκες σε σχέση με την ατομική. Κάθε σχολική τάξη είναι μια ομάδα με τη δική της δυναμική αλληλεπιδράσεων και την ιδιαίτερη συνοχή της, που καθορίζεται από το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ των μελών της. Η ανταπόκριση επομένως στην ανάγνωση και κατ’ επέκταση στη διδασκαλία καθορίζεται από τις προαναφερθείσες συνθήκες. Ο εκπαιδευτικός λοιπόν πρωτίστως χρειάζεται να αποδεχτεί την ετερότητα αυτή ως βασικό χαρακτηριστικό της και να οικοδομήσει τη διδασκαλία πάνω σ’ αυτήν την αποδοχή (Αποστολίδου, 2003: 29-30).

Τα λογοτεχνικά κείμενα περιέχουν αξίες, στάσεις και ιδέες, οι οποίες παρουσιάζονται άλλοτε άμεσα και άλλοτε με λανθάνοντα τρόπο. Το στοιχείο βέβαια που ενδιαφέρει περισσότερο εν προκειμένω δεν είναι τόσο η παρουσίαση των ιδεών, αλλά το γεγονός ότι αυτές οι ιδέες και οι αξίες σχετίζονται με την ίδια τη ζωή, καθώς αποκαλύπτουν τις βαθύτερες συνέπειες των κοινωνικών φαινομένων και των ιδεολογικών συστημάτων πάνω της, συνδέοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το καθολικό με το ατομικό, τις ιδέες με τις εμπειρίες (Αποστολίδου 1999: 337-338, Nodelman, 1992: 69, 91, Williams, 1994: 117-120).

Είναι ολοφάνερο λοιπόν ότι η διδασκαλία της λογοτεχνίας μπορεί να νοηθεί ως μια διαδικασία επικοινωνίας μεταξύ μαθητών με ό, τι εγκλείει κάθε κείμενο και αντίστροφα· οι μαθητές, ερμηνεύοντας τα κείμενα, τις στάσεις και τις συμπεριφορές των ανθρώπων, σταδιακά ερμηνεύουν και κατανοούν τον εαυτό τους. Ο λόγος τους, προφορικός και γραπτός, συντελεί στην ανάδυση στοιχείων της υποκειμενικότητάς τους, καθώς περιγράφουν, ανταποκρίνονται, ταυτίζονται με ήρωες και αντι-ήρωες, εξωτερικεύονται συναισθηματικά σε όλους τους τόνους και τις αποχρώσεις, έρχονται σε επαφή με οικίες και ανοίκειες γι’ αυτούς λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του κόσμου και μ’ αυτόν τον τρόπο νοηματοδοτούν τις ίδιες τους τις πράξεις (Καλογήρου /Βησσαράκη, 2005: 72-75).

 

Βιβλιογραφία (ελληνική και μεταφρασμένη)

Αμπατζοπούλου, Φραγκίσκη (1998). Ο άλλος εν διωγμώ, Αθήνα: Θεμέλιο.

 Αποστολίδου, Βενετία (1999). «Λογοτεχνία και ιδεολογία: το ζήτημα των αξιών κατά τη διδασκαλίας της λογοτεχνίας», στο: Βενετία Αποστολίδου / Ελένη Χοντολίδου (επιμ.), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Αθήνα: Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, σ. 335-347.

Αποστολίδου, Βενετία (2003). «Λογοτεχνία και Ετερότητα» στο: Κλειδιά και Αντικλείδια, Αθήνα: ΥΠΕΠΘ ― Πανεπιστήμιο Αθηνών, τ.12, σ.11-44.

Καλασαρίδου, Σωτηρία (2011). Η διδασκαλία της ποίησης στο Γυμνάσιο: η ανταπόκριση των μαθητών και η ανάδυση της υποκειμενικότητάς τους. Θεσσαλονίκη: Α.Π.Θ. (ηλεκτρονική δημοσίευση στο:  http://ikee.lib.auth.gr/record/125462/files/GRI-2011-6072.pdf ).

Καλογήρου, Τζίνα / Βησσαράκη, Ελένη (2005). «Η συμβολή της θεωρίας της L.M Rosenblatt  στον εμπλουτισμό της διδακτικής της λογοτεχνίας», στο: Τζίνα Καλογήρου / Κική Λαλαγιάννη (επιμ.), Η Λογοτεχνία στο σχολείο, Θεωρητικές προσεγγίσεις και διδακτικές εφαρμογές στην Πρωτοβάθμια Εκπαίδευση, Αθήνα: Τυπωθήτω – Γιώργος Δαρδανός, σ. 53-78.

Μπαχτίν, Μιχαήλ (1980). Προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα: Πλέθρον.

Πασχαλίδης, Γρηγόρης (1999). «Γενικές αρχές ενός νέου προγράμματος για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας», στο: Βενετία Αποστολίδου / Ελένη Χοντολίδου (επιμ.), Λογοτεχνία και Εκπαίδευση, Αθήνα: Τυπωθήτω Γιώργος Δαρδανός, σ. 21-36.

Williams, Raymond (1994). Κουλτούρα και Ιστορία, εισαγ. – μτφ. Βενετία Αποστολίδου. Αθήνα: Γνώση.

 Βιβλιογραφία (ξενόγλωσση)

Giroux, Henry (1981). Ideology, culture and the process of schooling. U.S.A, Philadelphia: Temple University Press.

Giroux, Henry (1997). Pedagogy and the politics of hope: Theory, culture and schooling, a critical reader. Boulder, Colo: Westview Press.

Kress, Günter (1995). Writing the future: English and the making the culture of innovation. USA:  National Council of Teachers of English.

McCallum, Robyn (1999). Ideologies of Identities in Adolescent Fiction: the dialogic construction of subjectivity. New York and London: Garland Publishing.

Nodelman, Perry (1992). The pleasures of Children’s Literature, London: Longman.

 

Προηγούμενο άρθροΣε κίνηση εκκρεμούς (για το ελληνικό μυθιστόρημα από τον Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)
Επόμενο άρθροΗ ελπίδα πρέπει να πεθάνει πρώτη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ