Γράφει η Αλεξάνδρα Χαΐνη
Το Πάσχα διάβασα το τρίτο μυθιστόρημα της Όλγκα Τοκάρκτσουκ «Οδήγησε το αλέτρι σου πάνω από τα οστά των νεκρών» (Εκδόσεις Καστανιώτη σε μετάφραση της Αναστασίας Χατζηγιαννίδη). Βαρύς τίτλος (δανεισμένος από τις «Παροιμίες της Κόλασης» του William Blake) και ενδεχομένως να μην το επέλεγα για τις ολιγοήμερες διακοπές μου, αν δεν γνώριζα τα ντεσού και ότι πρόκειται για ένα εξαιρετικό βιβλίο με χιούμορ και αστυνομικο-οικολογική πλοκή. Το ξεκίνησα την πρωτομαγιά και το τέλειωσα στις 4 Μαΐου. Με απορρόφησε, είχε και το ανάλογο σασπένς, οπότε το πήγα γρήγορα.
Είχε περάσει ήδη μια εβδομάδα αφότου είχα κλείσει «Το Πίσω Δωμάτιο» της Ισπανίδας Carmen Martín Gaite (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Κυριάκος Φιλιππίδης), μια καταιγιστική αφήγηση, μεταξύ ονείρου/εφιάλτη και πραγματικότητας, μέσα από την οποία η συγγραφέας διατρέχει ένα μεγάλο κομμάτι της Ισπανικής ιστορίας πριν και μετά τον Φράνκο. Η ανάγνωσή του, παρά το ενδιαφέρον θέμα και το ιδιαίτερο ύφος, αποδείχτηκε αρκετά κοπιώδης (κράτησε έναν ολόκληρο μήνα, κάτι που μου συμβαίνει σπάνια), κυρίως επειδή δεν υπήρχε ο χρόνος και η ηρεμία που απαιτούσε το συγκεκριμένο βιβλίο. Όταν πλέον το τελείωσα, στάθηκα, το κοίταξα και το ξεφύλλισα διαβάζοντας ξανά κάποια σημεία που μου έκαναν εντύπωση. Το ίδιο το βιβλίο άλλωστε ήταν σα να με καλούσε σε παύση, περισυλλογή και ανασύνταξη.
Έπειτα, έγραψα με μολύβι την ημερομηνία που το τελείωσα (κάτω ακριβώς από εκείνην που το άρχισα), και συμπλήρωσα τον αριθμό «11» -ο οποίος σηματοδοτούσε το νέο μου παιχνιδάκι/εμμονή, να θέτω δηλαδή «resolutions» σχετικά με τον αριθμό των βιβλίων που θέλω να διαβάζω τον χρόνο-, και πήγα στη βιβλιοθήκη, στο ράφι με τα «αδιάβαστα». Έπιασα το «Μόνος στο Βερολίνο» του Hans Fallada (εκδόσεις Πόλις, μετάφραση Άντζη Σαλταμπάση). Έγραψα με επιμέλεια την ημερομηνία έναρξης και τον αριθμό «12», αλλά σε δεύτερη σκέψη τα έσβησα και τα δύο. Μήπως να πάρω κάτι πιο «ανάλαφρο» για τις διακοπές του Πάσχα, είπα από μέσα μου.
Σε εκείνη τη φάση, πέθανε ο Paul Auster. Αναζήτησα στο γνωστό ράφι το «4 3 2 1» (εκδόσεις Μεταίχμιο, μετάφραση Μαρία Ξυλούρη), το ξεσκόνισα, αλλά το άφησα τελικά και αυτό πριν καν το μαρκάρω. Πώς να σηκώσεις 1.200 σελίδες στο κρεβάτι ή στην παραλία; Με δυο λόγια, κάπως έτσι κατέληξα στο Αλέτρι που αποδείχτηκε το Πλέον Κατάλληλο για τις Αργίες (για να δανειστώ λίγο από τον τρόπο γραφής του), παρότι η θέα του πελάγους δεν έκανε και μεγάλη σύνδεση με το παγωμένο Κλότζκο.
Για την ιστορία, ίσως αξίζει να αναφέρω, ότι αφότου έκλεισα το Αλέτρι, το άφησα να «κατακαθίσει» (λέξη που χρησιμοποίησε ο ξάδερφός μου όταν τον ρώτησα αν θεωρεί «σωστό» να αρχίσω στο καπάκι καινούργιο βιβλίο) ένα πεντάωρο και μετά έπιασα το επόμενο, το «Abide with Me», το δεύτερο (και αμετάφραστο στα ελληνικά δυστυχώς) μυθιστόρημα της πολυαγαπημένης Elizabeth Strout.
Πώς διαβάζουμε;
Όλη αυτή η διαδικασία, ωστόσο, με τα πισωγυρίσματα και τις «αγωνίες» της, με έκανε να σκεφτώ το τελετουργικό της ανάγνωσης, τις συνήθειες αλλά και τις εμμονές ημών των φανατικών αναγνωστριών και αναγνωστών. Πώς διαβάζουμε; Ποια είναι η καλύτερη ώρα και ποιος ο ιδανικός χώρος; Είμαστε ψυχαναγκαστικοί; Αγχωνόμαστε μπας και μας προλάβουν οι νέες κυκλοφορίες; Το «chain reading» βλάπτει άραγε σοβαρά την υγεία; Νιώθουμε τύψεις αν αφήσουμε ένα βιβλίο που δεν μας αρέσει; Πόσο διάστημα «πρέπει» να περάσει μεταξύ δύο βιβλίων; Αν ξεμείνουμε χωρίς βιβλίο σε ένα απομακρυσμένο νησί, μέχρι πού είμαστε διατεθειμένοι/ες να φτάσουμε;
Σε μια προσπάθεια να βρω… συνενόχους, έθεσα τα παραπάνω ερωτήματα σε πέντε διαφορετικούς ανθρώπους – δύο έχουν και επαγγελματική σχέση με το άθλημα, δύο είναι «απλώς» δεινοί αναγνώστες, ενώ η πέμπτη αποδείχτηκε πραγματική αποκάλυψη. Όσο μάλιστα τους μιλούσα, ονειρευόμουν ένα εναλλακτικό book club, όπου θα καθόμασταν όλοι μαζί γύρω από ένα τραπέζι γεμάτο βιβλία και θα διαλύαμε εις τα εξ ων συνετέθη τη σχέση μας με το διάβασμα. Νομίζω μάλιστα ότι θα επιτυγχάναμε την απόλυτη κάθαρση.
Μπορεί να μην βγείτε σοφότερες και σοφότεροι από αυτό το κείμενο, αλλά σίγουρα θα μοιραστείτε τη χαρά μου ότι δεν είμαστε οι μόνοι/ες εμμονικοί/ες εκεί έξω με τα περί του διαβάσματος. Οι περισσότεροι συνομιλητές μου διατηρούν πάνω-κάτω παρόμοια σχέση με το βιβλίο και το διάβασμα. Διαβάζουν «οπουδήποτε υπάρχει κάτι σαν κάθισμα», όπως λέει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος-συγγραφέας Τάκης Καμπύλης («εκτός από την θάλασσα»), αποδέχονται τους ψυχαναγκασμούς τους, αλλά δεν κάνουν εκπτώσεις, ενώ δύσκολα αποχωρίζονται/δανείζουν έναν τίτλο που έχουν αγαπήσει. Δηλώνουν λάτρεις του χαρτιού, παρόλο που συμβουλεύονται συχνά τα social media ή πλατφόρμες τύπου Goodreads για να κάνουν τις επιλογές τους (και να θέσουν τους στόχους τους για τη χρονιά) και δεν συνηθίζουν να διατηρούν απόσταση ασφαλείας/χώνεψης ή ό,τι άλλο, μεταξύ δύο βιβλίων. «Η μόνη μου ανησυχία είναι μήπως καμιά φορά μπερδευτεί η μία ιστορία με την άλλη, αλλά ναι, συνήθως διαβάζω το επόμενο αν όχι την ίδια ημέρα, σίγουρα την επόμενη» παραδέχεται η ηθοποιός Σμαράγδα Αδαμοπούλου.
Η χαρά της ανάγνωσης
Ο Κώστας Μοστράτος, γνωστός παραγωγός της εκπομπής για το βιβλίο «Αθήνα το φελέκι σου» του ραδιοφωνικού σταθμού Αθήνα 9,84, ομολογεί ότι νοσταλγεί την εποχή που διάβαζε πιο «ελεύθερα», πριν δηλαδή αρχίσει να ασχολείται επαγγελματικά με το βιβλίο. Του λείπουν τα θεατρικά του, τα βιβλία για τον κινηματογράφο. «Τώρα νιώθω την “ηθική υποχρέωση” να παρουσιάσω τις νέες κυκλοφορίες και όταν ξεκινάω κάποιο βιβλίο έξω από αυτό το πλαίσιο, με πιάνουν ενοχές» λέει. Μα δεν χάνεται με αυτό τον τρόπο ένα κομμάτι από τη χαρά του διαβάσματος; «Η χαρά δεν χάνεται. Κάθε άλλο μάλιστα. Έχω την ευκαιρία να μάθω και να ανακαλύψω πράγματα που δεν θα μπορούσα χωρίς την ενδελεχή μελέτη που απαιτεί η δουλειά μου. Έχω φτάσει τώρα να μελετάω περισσότερο από όσο στο πανεπιστήμιο!» Και πότε διαβάζει όλες αυτές τις νέες κυκλοφορίες; «Όποτε προλαβαίνω, νωρίς το πρωί, το βράδυ, στα μέσα μαζικής μεταφοράς. Υπάρχουν βιβλία που τα διαβάζω διαγώνια, άλλα όμως, όπως για παράδειγμα τον Ναμπόκοφ, δεν μπορείς να τα ξεπετάξεις.»
Γενικά, επιλέγει τα βιβλία του με βάση τον συγγραφέα αλλά και τον εκδοτικό οίκο που εμπιστεύεται, ενώ δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τα ογκώδη μυθιστορήματα: «Τα μεγάλα βιβλία με αγχώνουν. Τα τελευταία 8 χρόνια μάλιστα έχω διαπιστώσει ότι ούτε οι εκδότες τα προτιμάνε γι’ αυτό και πιστεύω ότι σταδιακά και οι συγγραφείς θα προσαρμοστούν στη μικρότερη φόρμα. Άλλωστε δεν είναι όλοι Paul Auster!»
Υπάρχουν πάντως κάποια πράγματα για τα οποία δεν βάζει νερό στο κρασί του. Το πρώτο είναι ότι δεν δανείζει ποτέ βιβλία του, εκτός αν έχει απόλυτη εμπιστοσύνη στον παραλήπτη: «Έχω εμμονική σχέση με τα βιβλία μου, μου αρέσει να δένομαι μαζί τους. Ειδικά εκείνα που έχω διαβάσει. Δεν μπορώ να τα δώσω ούτε καν να τα δανείσω. Μου έχει τύχει να δανείσω εξαντλημένες εκδόσεις που έφαγα τον κόσμο για να τις βρω και να μου τις επιστρέψουν σε άθλια κατάσταση». Το δεύτερο, ότι τρέμει στην ιδέα να βρεθεί στις διακοπές χωρίς κάτι να διαβάζει: «Συνήθως παίρνω μαζί μου μεγάλο απόθεμα, αλλά αν ο μη γένοιτο στερέψω, ε τότε, θα διαβάσω ό,τι να’ ναι, ακόμη και βίπερ Νόρα. Δεν μπορώ να διανοηθώ να είμαι μια βδομάδα χωρίς βιβλίο!»
Σημασία έχει το ταξίδι
Η Σμαράγδα Αδαμοπούλου ακολουθεί μια πολύ συγκεκριμένη «ιεροτελεστία». Διαβάζει νωρίς το πρωί, πριν φύγει για τη δουλειά της και αργά το βράδυ, στον καναπέ ή στο κρεβάτι, πίνοντας το τσάι της. «Θέλω τον χώρο μου, δεν μπορώ να διαβάσω σε καφετέριες ή σε μέρη με κόσμο.» Θεωρεί τον εαυτό της «chain reader» με την έννοια ότι για εκείνην το διάβασμα είναι αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς της. Στα βιβλία ηρεμεί, βρίσκει τον κέντρο της, είναι η ψυχοθεραπεία της. «Το διάβασμα βοηθάει σε τομείς που δεν φαντάζεσαι, ακόμη και το λεξιλόγιό σου αλλάζει, μπαίνεις σε ένα τριπάκι, είναι μόρφωση εν εξελίξει.»
Επιλέγει βιβλία με βάση την ψυχική κατάσταση στην οποία βρίσκεται τη στιγμή που θα μπει στο βιβλιοπωλείο, τα ερωτήματα και τις αναζητήσεις της στην εκάστοτε περίοδο. Έτσι για το Πάσχα διάλεξε το «Θάλασσα, θάλασσα» της Iris Murdoch (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Αθηνά Δημητριάδου). Θα το περνούσε σε νησί και της φάνηκε η καλύτερη επιλογή – έλα όμως που «ο σοφός γέρων» της βρετανίδας συγγραφέως είχε άλλα σχέδια: όταν αποβιβάστηκε στο νησί, ανακάλυψε ότι ο σύντροφός της είχε ξεχάσει το βιβλίο της στην Αθήνα! Παρόλα αυτά προσπαθεί να μην αγχώνεται: «Υπήρξα πολύ καλή μαθήτρια, οπότε πλέον αποφεύγω να αγχώνομαι για το πάθος μου, δεν θέλω να βάζω όρια, αλλά να ταξιδεύω μέσω του βιβλίου και να το χαίρομαι.» Φέτος είναι η πρώτη φορά που γράφτηκε στο Goodreads και έθεσε ως στόχο να διαβάσει 50 βιβλία – ήδη βρίσκεται στο 15ο. «Δεν θα κυνηγήσω τον στόχο αυτό, αν βγει βγήκε, ούτε πρόκειται να διαβάσω πολλά μικρά βιβλιαράκια για να τον φτάσω πιο γρήγορα. Για μένα σημασία έχει το ταξίδι.»
Λυτρωτικός ψυχαναγκασμός
Ο Τάκης Καμπύλης, από την άλλη, δεν βάζει στόχους. «Ακόμη κι αν το έκανα θα έπεφτα έξω, υπάρχουν μερικές στοίβες με αδιάβαστα βιβλία γύρω μου να το υπενθυμίζουν», λέει. Με πολλά χρόνια στο χώρο της δημοσιογραφίας και του βιβλίου στους ώμους του, έχει κατορθώσει πια να απαλλαγεί από το κυνήγι της είδησης ή της τελευταίας έκδοσης: «Πολλά χρόνια αγχωνόμουν/μαι για την είδηση, το βιβλίο ήταν/είναι στα αντίβαρα», διευκρινίζει.
Παραδέχεται ότι έχει υπάρξει ψυχαναγκαστικός αναγνώστης αλλά αυτό για τον ίδιο «σε αντίθεση με τα επισήμως αποδεκτά, συνιστά λύτρωση». «Στα τελευταία χρόνια της Χούντας για μαθητές που έμπαιναν στα 11-12 και πάνω, ακόμη και το ονειρικό Ναύπλιο των 9.000 κατοίκων ήταν ασφυκτικό» εξηγεί. «Ευτυχώς υπήρχε η δημοτική βιβλιοθήκη, «Ο Παλαμήδης», με την υπέροχη βιβλιοθηκάριο, την κυρία Ασπασία. Ξεκινούσες με Ντίκενς, Ουγκώ, Δουμά, Ντεφόε, και πολλούς Έλληνες, ανάμεσά τους βέβαια Καζαντζάκη, και συνέχιζες με ποίηση, συνήθως πιο υποψιασμένος. Ακόμη και στις Πανελλήνιες είχα δίπλα μου τόμους-προτάσεις από την κυρία Ασπασία».
Είναι όμως και «chain reader»; «Εξαρτάται από το βιβλίο που διάβασα κι από αυτά που έπονται. Το βιβλίο είναι από τα λίγα σταθερά κομμάτια της καθημερινότητάς μου η οποία έχει αλλάξει αρκετές φορές, μερικές ριζικά. Έτσι, όσο κι αν με έχει συνεπάρει ένα βιβλίο, δύσκολα θα μείνω χωρίς το επόμενο για περισσότερο από λίγες μέρες.» Όσο για τη σχέση του με τα e-books και τις πλατφόρμες για τα βιβλία, την παρομοιάζει με εκείνη του ναυαγού.
«Fear of missing out»
Ο Ζαφείρης Χαραλαμπίδης είναι media consultant και φανατικός ταξιδευτής και αναγνώστης. Βάζει επίσης στόχους μέσω του Goodreads (35 για φέτος) αλλά σε αντίθεση με την Αδαμοπούλου, μπορεί και να το «κλέψει» καμιά φορά: «Αν δεν τον πιάσω, βάζω και κάτι σύντομο, μέχρι και Αστερίξ έβαλα πέρσι μια και το είχαν στην πλατφόρμα!» Επιλέγει τα αναγνώσματά του από προτάσεις στα social, το Goodreads και άλλες πλατφόρμες στις οποίες έχει φτιάξει διάφορες λίστες που ξεπερνούν τα 400 βιβλία (συν τα 150 αδιάβαστα στη βιβλιοθήκη του). Πλέον όμως είναι πολύ επιφυλακτικός. «Αν διαβάσω 2-3 κακά βιβλία, μετά δεν θα διαβάσω με την ίδια χαρά το επόμενο, παρόλο που δεν μπορώ να μείνω χωρίς να διαβάζω. Δεν έχω τον ίδιο ενθουσιασμό γι’ αυτό, επομένως προσπαθώ να προβλέπω καλύτερα.» Στο ίδιο πνεύμα εκφράζει τους ενδοιασμούς του σε σχέση με τα βραβευμένα βιβλία, ελληνικά και ξένα και προτιμά να μην παρασύρεται αλλά να επιλέγει με βάση τα δικά του κριτήρια.
Ειδικά για τα ξενόγλωσσα βιβλία (διαβάζει στα αγγλικά και τα γαλλικά – και σύντομα και στα ισπανικά), χρησιμοποιεί ένα έξυπνο τέχνασμα: διαβάζει τις πρώτες 30 σελίδες στο Kindle και αν του κάνουν «κλικ», τότε αγοράζει το βιβλίο, αν όχι, το αφήνει στην ησυχία του. Με αυτόν τον τρόπο επίσης -μέσω του Kindle εννοώ-, έχει εξασφαλίσει ότι δεν πρόκειται ποτέ να βρεθεί χωρίς βιβλίο. Αν είναι ψυχαναγκαστικός αναγνώστης; «Ναι, και το βλέπω και σε άλλους. Είναι το σύνδρομο «fear of missing out» (FOMO), που έχει δημιουργηθεί και μέσω του μάρκετινγκ. Βομβαρδιζόμαστε συνεχώς με νέους τίτλους και ενώ όλοι μιλούν για τον θάνατο του βιβλίου, νομίζω ότι εκείνο ζει και βασιλεύει.» Ο Χαραλαμπίδης συμφωνεί με τον Μοστράτο σχετικά με τα ογκώδη βιβλία – «με ένα καλό editing θα μπορούσαν κάποια άνετα να κοπούν κατά 150-200 σελίδες». Πιστεύει δε ότι όχι μόνο είναι αποτρεπτικά, αλλά επιπλέον «δεν υπάρχει κανένα τόσο σημαντικό βιβλίο που να αξίζει τόσες σελίδες.»
Η κατάλληλη ώρα
Και οι τέσσερις συνομιλητές μου πάντως δήλωσαν ότι διστάζουν να παρατήσουν ένα βιβλίο αν δεν τους αρέσει. Θα το αφήσουν για κάποιο διάστημα με σκοπό να το ξαναπιάσουν «όταν έρθει η ώρα του». «Θα το παλέψω πολύ» λέει ο Τάκης Καμπύλης και συμπληρώνει: «Το γεγονός ότι σήμερα εγκαταλείπω λιγότερα βιβλία απ’ ό,τι παλαιότερα, ίσως να οφείλεται στην μακροχρόνια εξάσκηση ως αναγνώστης. Μάλλον κάνω, πλέον, πιο κατάλληλες επιλογές ή, το χειρότερο, παίρνω λιγότερα ρίσκα. Τελικά, αν το σκεφτούμε, δεν είναι πάντα κέρδος να απορρίπτεις άκοπα ένα βιβλίο.»
Για τον Κώστα Μοστράτο «το ζητούμενο είναι να γυρίσεις στο σπίτι με προσμονή να διαβάσεις το βιβλίο σου. Αν σε ταλαιπωρεί, το αφήνεις, ή το διαβάζεις διαγώνια. Στο παρελθόν έδινα πάντα σε όλα τα βιβλία μια δεύτερη ευκαιρία. Το μόνο βιβλίο που είχα αφήσει ήταν «Το νησί της προηγούμενης ημέρας» του Ουμπέρτο Έκο» (εκδόσεις Ψυχογιός), πλέον όμως δεν είμαι τόσο απόλυτος.»
Η Σμαράγδα Αδαμοπούλου επίσης δεν αφήνει εύκολα βιβλία, όσο κι αν την ταλαιπωρούν. «Μου συνέβη με το βιβλίο του Hermann Hesse «Ο λύκος της Στέπας» (Εκδόσεις Μίνωας)· μετά από μια συζήτηση όμως με τον εαυτό μου, αποφάσισα ότι πρέπει να του δώσω μια ακόμη ευκαιρία γιατί μπορεί να χάνω κάτι πολύ ωραίο και σημαντικό.»
Ο Ζαφείρης Χαραλαμπίδης «σέρνει» εδώ και έναν μήνα «Τα εφτά φεγγάρια του Μάαλι Αλμέιντα» του βραβευμένου με Booker Shehan Karunatilaka (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Ρένα Χατχούτ). «Δεν είναι από τα βιβλία που θέλω να αφήσω, αλλά ούτε και από εκείνα που με ενδιαφέρει να συνεχίσω. Παρόλα αυτά, έχω βάλει στόχο να το τελειώσω μέχρι τα τέλη Μαΐου.»
«Το πολύτιμό μου»
Κράτησα για το τέλος την Αγγελική Στεργιοπούλου, γιατί είναι μια ξεχωριστή περίπτωση που με γεμίζει ελπίδα και αισιοδοξία. Η Αγγελική είναι φύλακας σε δημόσια υπηρεσία. Την πέτυχα να διαβάζει το βραβευμένο με Pulitzer μυθιστόρημα της Carol Shields «Πέτρινα ημερολόγια» (εκδόσεις Gutenberg, μετάφραση Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου), ένα βιβλίο που είχα απολαύσει κι εγώ. Μου έκανε εντύπωση, καθώς δεν κόλλαγε στην στερεοτυπική εικόνα που είχα για τους φύλακες δημόσιων υπηρεσιών και αποφάσισα να της μιλήσω. Η Αγγελική Στεργιοπούλου έχει 5 παιδιά και ανακάλυψε το διάβασμα σε μεγάλη ηλικία όταν αποφάσισε, στα 46 της, να τελειώσει το λύκειο και να βγει στην αγορά εργασίας, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα έναν επώδυνο χωρισμό με τον επί 30 χρόνια σύζυγό της. Τα παιδιά της είχαν μεγαλώσει πια -είχε γίνει μάλιστα και γιαγιά- και εκείνη δεν δίστασε να δώσει στον εαυτό της μια δεύτερη ευκαιρία. Γράφτηκε στο νυχτερινό λύκειο, έκανε φροντιστήριο για να μπει στο Πανεπιστήμιο. Εκεί, στο φροντιστήριο, ένας φιλόλογος καθηγητής της, την μύησε στο διάβασμα. «Μέχρι τότε ζήτημα είναι αν είχα διαβάσει 10 βιβλία στη ζωή μου», μου εξομολογείται.
Πώς διαλέγει όμως τα βιβλία του ένας άνθρωπος τόσο «αγνός» στη διαδικασία του διαβάσματος; Με επίσκεψη στο βιβλιοπωλείο, ρωτώντας τους υπαλλήλους αλλά και διαισθητικά, από τα συναισθήματα που της προκαλούν όταν τα πρωτοξεφυλλίζει. «Η μόρφωση και τα βιβλία με βοήθησαν στις δύσκολες καταστάσεις της ζωής μου. Πλέον, όπου πάω παίρνω και ένα βιβλίο μαζί μου. Είναι το πολύτιμό μου, ένα κομμάτι της ζωής μου που τώρα που το βρήκα δεν θέλω επουδενί να το βγάλω. Θεωρώ ότι τα βιβλία με κάνουν καλύτερο άνθρωπο, πιο ταπεινό, λιγότερο εγωιστή.»
#ΒΟΧ
Ο ΔΕΚΑΛΟΓΟΣ ΤΟΥ ΑΝΑΓΝΩΣΤΗ
Το 1992, ο Γάλλος συγγραφέας Daniel Pennac, καθηγητής λυκείου ο ίδιος, διατύπωσε στο βιβλίο του «Comme un roman» τα 10 απαράβατα δικαιώματα του αναγνώστη. Ιδού:
1. Το δικαίωμα να μην διαβάζεις. Δεν διαβάζουν όλοι, κι ακόμη και κάποιος που γενικά αγαπά τα βιβλία μπορεί να περάσει κάποιο διάστημα αποχής. Ο καθένας επιλέγει να διαβάζει ή να μη διαβάζει, ελεύθερα.
2. Το δικαίωμα να παραλείψεις σελίδες. Δύσκολες, κουραστικές, ή απλώς όχι του γούστου σου, δικαιούσαι να παραλείψεις σελίδες και να προχωρήσεις παρακάτω, εκεί που η πλοκή σε τραβά περισσότερο.
3. Το δικαίωμα να μην τελειώσεις ένα βιβλίο. Ακόμη κι αν θεωρείται αριστούργημα, αν έχει σαρώσει τα βραβεία, αν σου φαίνεται χρήσιμο, αν όλοι λένε τα καλύτερα λόγια γι’ αυτό, δικαιούσαι να αφήσεις ένα βιβλίο στη μέση, αν δεν σε ικανοποιεί. Άλλα βιβλία σε περιμένουν, κι αυτό το βιβλίο σίγουρα το περιμένει κάποιος άλλος αναγνώστης.
4.Το δικαίωμα να ξαναδιαβάσεις ένα βιβλίο όσες φορές θες. Κόλλησες και θες να διαβάζεις ένα βιβλίο ξανά και ξανά; Υπάρχει ένα βιβλίο που ξαναδιαβάζεις τελετουργικά κάθε χρόνο; Διάβασες κάτι, το ξέχασες και θες να το ξαναδιαβάσεις; Όποιος κι αν είναι ο λόγος που θες να ξαναδιαβάσεις ένα βιβλίο, είναι κι αυτό ένα από τα απαραβίαστα δικαιώματά σου.
5.Το δικαίωμα στο τσιμπολόγημα. Έχεις το δικαίωμα να «τσιμπολογάς» από πολλά βιβλία ταυτόχρονα, από διαφορετικά είδη, από διαφορετικούς συγγραφείς. Δικαιούσαι να πιάσεις ένα βιβλίο και να το διαβάσεις διαγωνίως.
6.Το δικαίωμα να διαβάσεις ότι να ’ναι. Ναι, υπάρχουν βιβλία καλύτερα από άλλα: αριστουργήματα, με βαθιά νοήματα, εξαιρετική γραφή, καταπληκτική πλοκή, προφητικό μήνυμα. Αλλά αν θες να διαβάσεις κάποιο από τα υπόλοιπα, τα «λιγότερο καλά», κάνε το χωρίς ενοχές. Υπάρχει χρόνος και συνθήκες για κάθε είδος βιβλίου. Για το κλασικό και για το ελαφρύ, για το δοκίμιο και για τη ρομαντική νουβέλα, για το ιστορικό βιβλίο και για το ιστορικό μυθιστόρημα.
7.Το δικαίωμα να διαβάζεις όπου θες. Στο λεωφορείο, στο κρεβάτι, στον καναπέ, στην αναμονή για τον οδοντίατρο, στην τουαλέτα (ε ναι, ας το ομολογήσουμε!), στο ταξίδι, στην παραλία, στο βιβλιοπωλείο, στο καφέ, στο αναγνωστήριο, με παρέα ή χωρίς, έχεις δικαίωμα να διαβάζεις όπου θες (εκτός αν οδηγείςˑ μη διαβάζεις κι οδηγείς!). Όσο το απολαμβάνεις και μπορείς να συγκεντρωθείς επαρκώς, είσαι στο σωστό μέρος.
8.Το δικαίωμα να διαβάζεις δυνατά. Υπάρχουν κείμενα που θες να τα απαγγείλεις, δυνατά, θεατρικά. Άλλα που θες να τα μουρμουρίσεις, ακόμη και να τα τραγουδήσεις. Μερικές φορές μπορεί να θες να τα αποστηθίσεις, οπότε βοηθά να τα διαβάσεις δυνατά. Άλλες φορές διαβάζεις για κάποιον άλλον, για κάποιον ηλικιωμένο, για τον μικρό σου γιο ή τη μικρή σου κόρη, απολαμβάνοντας να αλλάζεις φωνές. Ή διαβάζεις δυνατά για τον εαυτό σου, για την χαρά ν’ ακούς ν’ αντηχεί ένα όμορφο κείμενο στ’ αυτιά σου.
9.Το δικαίωμα στη σιωπή. Έχεις δικαίωμα να επιλέγεις τη σιωπή για να διαβάζεις. Ή να συγκεντρώνεσαι τόσο, που να γίνεται σιωπή μέσα σου όσο διαβάζεις, ακόμη και στο πιο πολύβουο περιβάλλον. Έχεις δικαίωμα στη σιωπή – να διαβάσεις το βιβλίο σου σιωπηλά, να μη μιλήσεις γι’ αυτό, να το κρατήσεις δικό σου, σαν πολύτιμο μυστικό.
10.Το δικαίωμα στον «μποβαρισμό» (ασθένεια βιβλιοφιλικά μεταδιδόμενη). Ο «μποβαρισμός» είναι η τάση να ταυτίζεσαι τόσο πολύ με ένα βιβλίο, που να βρίσκεις την πραγματική ζωή άνοστη, όπως πάθαινε η «Madame Bovary» στο ομώνυμο βιβλίο του Φλωμπέρ. Αν κολλήσεις «μποβαρισμό», έχεις δικαίωμα να σε συνεπάρει ένα βιβλίο, να το σκέφτεσαι, να μην μπορείς να ξεκολλήσεις, να θες να το ζήσεις.