του Γιαννη Ν. Μπασκόζου
Η περίοδος των διακοπών προσφέρεται για ποικίλα διαβάσματα με μόνο στόχο την αναζήτηση ενός καλού βιβλίου. Παραθέτω 21 βιβλία διαφόρων ειδών, μυθιστορήματα, αυτοβιογραφίες και non fiction, τα οποία για διαφορετικούς λόγους το καθένα είχε κάτι να πει. Έτσι κάπως ατάκτως ερριμμένα τα παραθέτω παρακάτω. Είναι διαφορετικά αλλά όχι αδιάφορα βιβλία.
Sebastian Barry, Τον καιρό του Θεού, μτφρ Άγγελος Αγγελίδης, Μαρία Αγγελίδου, Ίκαρος
Η απόλαυση της ανάγνωσης. Διαβάζεις όχι για να δεις πως θα καταλήξει η ιστορία, αλλά για το πως την αφηγείται ένας μεγάλος μάστορας του λόγου. Ο ήρωας του Μπάρυ, Τομ Κετλ, χήρος συνταξιούχος αστυνομικός, έρχεται σε ένα μικρό ιρλανδέζικο χωριό για να περάσει τα τελευταία χρόνια της ζωής του. Ζει με τις σκέψεις του σε μία επαναλαμβανόμενη μονότονη ζωή. Δείχνει να έχει ξεκόψει με το παρελθόν του- σαν να το έχει ξεχάσει. Και όμως οι σκέψεις του τριγυρίζουν συχνά στην πεθαμένη γυναίκα του, Τζουν, και στα πρώτα χρόνια του έρωτά τους. Αυτή μια ωραία, δυνατή χίπισα και αυτός ένας άσημος πρωτοδιορισμένος αστυνομικός. Τα δύο παιδιά του, μαθαίνουμε σταδιακά, είναι πεθαμένα. Κι ενώ φαίνεται να μην υπάρχει κάτι που θα ταράξει τις ήσυχες ωραίες ημέρες του, δυο αστυνομικοί, από το τμήμα που υπηρετούσε παλιά, θα έρθουν να του ζητήσουν τη βοήθεια του. θα διστάσει αλλά όταν το ίδιο θα του ζητήσει ο φίλος του διοικητής του Τμήματος θα ενδώσει. Γύρω του κινούνται ακόμα ο ιδιοκτήτης του μικρού σπιτιού στο οποίο διαμένει και μια νεαρή σχετικά γυναίκα που ζει με τον γιό της σε ένα από τα σπίτια που νοικιάζει ο ίδιος ιδιοκτήτης. Ο διοικητής του τμήματος θα του ζητήσει να ασχοληθεί με μια παλιότερη υπόθεση παιδοφιλίας, την οποίαν είχε συγκαλύψει ο αρχιεπίσκοπος και η οποία ήρθε πάλι στο φως. Το γεγονός αυτό θα ξυπνήσει δυσάρεστες αναμνήσεις στον Τομ Κετλ. Καθώς ο ίδιος και η γυναίκα του είχαν μεγαλώσει σε χριστιανικά ιδρύματα και είχαν ιδίαν γνώση για το τι συνέβαινε εκεί. Ο Τομ θα αναγκαστεί να αντιμετωπίσει το βαθύ, τραυματικό παρελθόν του. Στην αργή εξέλιξη της αφήγησης θα κρύβει λεπτομέρειες, θα τις αποκαλύπτει σιγά και βασανιστικά, όπως βασανίζουν τον ίδιον οι σκέψεις για την αδικία, για τη μοίρα, για το αναπόδραστο τέλος. Ο Μπάρρυ αφηγείται λεπτομερώς, όχι μόνον την ιστορία, όσο την ψυχολογία, τις μικρές άδολες σκέψεις, τα φριχτά αισθήματα μέσα από τα οποία μεγαλώνουν οι ήρωες του. Ο λόγος του είναι ήρεμος, μοιάζει ακύμαντη θάλασσα που μέσα της κρύβει τους καρχαρίες της ζωής.
Claire Kilroy, Για πάντα, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, εκδ.Παπαδόπουλος
Η αφήγηση μιας νέας μητέρας στα πρώτα χρόνια με το μωρό της. Το αποκαλεί Ναυτάκι και είναι αυτό στο οποίο εξομολογείται τη ζωή της. Ο άνδρας της εργάζεται πολλές ώρες και ως εκ τούτου λείπει πολύ από το σπίτι. Αλλά και όταν βρίσκεται στο σπίτι γυμνάζεται και συμπεριφέρεται επιτηδευμένα γλυκά αλλά αποστασιοποιημένα στο μωρό και τη σύζυγό του. Η μητέρα επωμίζεται τη διαρκή φροντίδα του μωρού συνειδητοποιώντας ότι είναι μόνη της στον κόσμο με ουσιαστικό σύντροφο το Ναυτάκι της. Την πολιορκεί η κατάθλιψη, κάνει απόπειρα να φύγει αλλά ξαναγυρνάει στο σπίτι. Οι εργασίες του σπιτιού, τα ψώνια, η παρακολούθηση μιας Ομάδας Βρεφών και Νηπίων, η οδήγηση του αυτοκίνητου είναι όλα μικρογεγονότα που της προκαλούν σύγχυση και που πολλές φορές επιδρούν αρνητικά και στο μωρό της. Σε μια παιδική χαρά θα συναντήσει έναν παλιό της φίλο και θα του εξομολογηθεί ότι «είναι κουρασμένη, μόνη, βουτηγμένη στη δυσθυμία..ένα άτομο που δεν επιθυμεί να είναι αυτό που είναι». Ένα επεισοδιακό ταξίδι στα πεθερικά της θα την κάνει να συνειδητοποιήσει ότι αντί για άνδρα έχει απλώς ένα φίλο ενώ θα επιθυμούσε ο άνδρας της να είναι φίλος της. H Kilroy αφηγείται τον πολύπλοκο κόσμο της νέας μητέρας που βλέπει να ξεθωριάζει η παλιά της ζωή και η αγάπη της για τον άνδρα της ενώ παράλληλα εισέρχεται σε μια νέα ζωή , αυτήν με το μωρό της που το υπεραγαπά όσο κι αν ξέρει ότι η δική του ζωή καταπιέζει τη δική της.
Pedro Almodovar, Το τελευταίο όνειρο,μτφρ Μαρία Παλαιολόγου, Διόπτρα
Ποιος είναι άραγε ο γνωστός σκηνοθέτης Πέδρο Αλμοδόβαρ; Είναι ό,τι βλέπουμε στις ταινίες του; Είναι κάποιος ή έστω ένα συμπίλημα χαρακτήρων που παρουσιάζονται στα έργα του; Στο βιβλίο αυτό υπάρχουν δώδεκα κείμενα γραμμένα σε διάφορες περιόδους από τον Αλμοδόβαρ, τα οποία χωρίς να είναι μια πλήρης αυτοβιογραφία μας εισάγει στον κόσμο του σκηνοθέτη και κυρίως σε κείνες τις μέρες της ζωή του που τον καθόρισαν. Ένα από αυτά, το «Η Επίσκεψη» έχει ευθεία αναφορά στην ταινία του Κακή εκπαίδευση και αφορά στην κακοποίηση των παιδιών στο σχολείο Σαλεσιανών Πατέρων, στο οποίο φοίτησε και ο ίδιος. Τα υπόλοιπα κείμενα περιέχουν σκέψεις και χαρακτήρες που θα βρούμε σε αρκετές ταινίες του, χωρίς όμως να σχετίζονται με τις πλοκές αυτών των ταινιών. Κυριαρχική είναι η φιγούρα τη πορνοντίβας Πάτι Ντιφούσα, η οποία αποτέλεσε έμπνευση για ορισμένους χαρακτήρες στις ταινίες τους. Μια άλλη πρωταγωνίστρια είναι η μητέρα του, ξέρουμε πόσο πολύ δεμένος ήταν με αυτήν καθώς στις ταινίες του οι χαρακτήρες που παίζουν μητέρες είναι πολύ δυνατές. Ο Αλμοδόβαρ διηγείται πως η δική του μητέρα για να τους μεγαλώσει ανάμεσα σε διάφορες δουλειές που έκανε ήταν να γράφει και να διαβάζει γράμματα των αναλφάβητων γειτονισσών της. Ο μικρός Αλμοδόβαρ είχε παρατηρήσει πως η μητέρα του παράφραζε τα απεσταλμένα γράμματα για να ευχαριστήσει περισσότερο τις ακροάτριες της. Από αυτό ο μετέπειτα σκηνοθέτης έμαθε πως η πραγματικότητα πρέπει να συμπληρώνεται με τη μυθοπλασία για να γίνεται η ζωή πιο εύκολη. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το καταληκτικό του σημείωμα όπου αναρωτιέται αν μπορεί να γράψει ένα καλό μυθιστόρημα για να καταλήξει ότι τουλάχιστον μπορεί παραβλέποντας την έννοια της ποιότητας να δοκιμάσει να γράψει ένα ειλικρινές, ενήλικο μυθιστόρημα χωρίς σπουδαιοφάνεια αλλά ΄με επίγνωση του τι κάνει ακριβώς.
Θεοδόσης Μίχος, Ένα για τον δρόμο, Μεταίχμιο
Ο Θεοδόσης Μίχος είναι ένας από τους πιο ενδιαφέροντες ραδιοφωνικούς παραγωγούς με ειδίκευση στις συνεντεύξεις με λογοτέχνες και μουσικούς. Το τρίτο βιβλίο του είναι μια συλλογή μικρών διηγημάτων με θεματικό άξονα το ποτό και το μπαρ. Οι ιστορίες του αρχίζουν ή (και) τελειώνουν με ένα ποτό. Όμως τα κυρίως θέματά του είναι οι σχέσεις, ανδρών γυναικών. Υποτίθεται ότι τις ιστορίες τις αφηγούνται πελάτες σε κεντρικό μπαρ της Αθήνας, το γνωστό Galaxy, παλιό στέκι για πότες μέχρι που το ανακάλυψαν οι χίπστερ ως cool – να – είσαι- εκεί. Το ωραίο με τα διηγήματα του Θ.Μίχου είναι ότι είναι ρευστά, όπως τα ποτά των αφηγητών. Πολλές φορές αρχίζουν με μέθη ή τελειώνουν με αυτήν. Ο τρόπος γραφής του είναι ελλειπτικός, θυμίζει κάτι από Ρέιμοντ Κάρβερ και ίσως λίγο από Πολ Όστερ. Η πλοκή της ιστορίας δεν εμφανίζεται αμέσως αλλά κάπου στη μέση ή προς το τέλος. Η έμφαση δίνεται στην ατμόσφαιρα, στη ψυχολογία χαρακτήρων που χάνουν για λίγο ή πολύ την επαφή με την πραγματικότητα και προσπαθούν να συνταιριάσουν το «αλλού» με το «εδώ». Ένας παροπλισμένος σταρ του κινηματογράφου, ένας «διάσημος» πότης στον μικρόκοσμο του μπαρ, ένας «αυτόχειρας» μπασκεμπολίστας που δεν μπορεί να ξεχάσει το καλάθι που έβαλε στην ομάδα του, ο γιος που αντιδρά στις επιταγές της οικογένειας, ήρωες και ηρωίδες που «πετούν χαμηλά», αγγίζουν με τα ακροδάχτυλα την πραγματικότητα και ξαναμπαίνουν στη δική τους διάσταση. Διηγήματα με αισθήματα και φινέτσα.
Κωστή Παπαγιώργη, Τα βιβλία των άλλων 2, Έλληνες στοχαστές, Καστανιώτης
Είναι ο δεύτερος τόμος της σειράς «Τα βιβλία των άλλων», με μικρά δοκίμια για έλληνες στοχαστές όπως τους Ζήσιμο Λορεντζάτο, Χρήστο Μαλεβίτση, Χρήστο Γιανναρά, Κορνήλιο Καστοριάδη, Κώστας Αξελό, Γεράσιμο Λυκιαρδόπουλο, Σταύρο Ζουμπουλάκη, Ιωάννη Ζηζιούλα, Στέλιο Ράμφο, Παναγιώτη Κονδύλη. Ο Κωστής Παπαγιώργης ήταν ένας επιδραστικός διανοούμενος με έναν κύκλο «οπαδών» γύρω του και μεγαλύτερο ακροατήριο μέσα από τα διάφορα έντυπα που έγραφε. Ο επιμελητής του βιβλίου επέλεξε κείμενα δύο διαφορετικών περιόδων 1973-1980 και 1997-2014 και όπως σημειώνει θα νόμιζε κανείς ότι ανήκουν σε διαφορετικό άνθρωπο καθώς τα πρώτα κείμενα είναι αυτά ενός θαυμαστή άλλων στοχαστών ενώ τα δεύτερα είναι πια συνομιλητής τους. Ειδικά στα πρώιμα κείμενα του συνδιαλέγεται με κορυφαία έργα της ευρωπαϊκής διανόησης όπως τη Φαντασιακή θέσμιση της κοινωνίας του Καστοριάδη, το Χαμένο Κέντρο του Λορεντζάτου ή Το Πρόσωπο και ο Έρως του Γιανναρά με διάθεση αδελφοκτόνα, εριστική, ρηξικέλευθη σε μια προσπάθεια αναζήτησης του «γιατί». Ο Λορεντζάτος του απάντησε δημόσια ενώ ο Γιανναράς με μια επιστολή που παρατίθεται στο τέλος του βιβλίου. Στο Παράρτημα ξεχωρίζει το δοκίμιο «Όργή Θεού» , μια πολιτική ανάγνωση της Βίβλου, όπως το υποτιτλίζει ο ίδιος. Το βιβλίο διαβάζεται και ως μία περιδιάβαση σε θέματα που ταλαιπώρησαν και εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τη χώρα, όπως το ζήτημα της αστικής τάξης και του αστικού πολιτισμού, του ελληνισμού και πόσο πίσω πάει, της ορθοδοξίας και της φιλοσοφίας αυτής, του μεγαλοϊδεατισμού, του κράτους και του δημόσιου τομέα, της κοινωνικής κουλτούρας των ελλήνων και άλλα «καυτά» και εν πολλοίς άλυτα μέχρι σήμερα ζητήματα.
Pablo Neruda, Τη ζωή μου, ομολογώ, την έζησα, Απομνημονεύματα, μτφρ. Γιώργος Κεντρωτής, Gutenberg
Ήταν σίγουρα ένας πολύ ζωντανός συγγραφέας, έζησε τη ζωή «ως τα μπούνια»- δικαιολογημένος έτσι και ο τίτλος του βιβλίου. Δεν πρόκειται για μια γραμμική εξιστόρηση της ζωής του αλλά για μια αφήγηση, όπως η ίδια η ζωή του – άτακτη, μπρος πίσω, με κενά και ανακολουθίες. Αρχίζει με την παιδική του ηλικία και φθάνει έως τις τελευταίες του μέρες, τρεις μέρες μετά το θάνατο του φίλου του προέδρου της Χιλής Σαλβαδόρ Αλιέντε (11/9/1973). Οι αφηγήσεις του είναι γεμάτες με αναφορές σε πρόσωπα που γνώρισε και που σημάδεψαν τον 20 αιώνα όπως ο Λόρκα (αφηγήσεις και για την ομοφυλοφιλία του ), ο Στάλιν (τον κατηγόρησαν ως σταλινικό και το αρνήθηκε) ,ο Τσε Γκεβάρα, ο πολύπλοκος Πικάσο, ο Μαγιακόβσκι, ο φίλος Αλιέντε, ο σπουδαίος ιταλός ποιητής Σαλβατόρε Κουαζίμοντο, ο περουβιανός Σέζαρ Βαγιέχο, ο ισπανός Λεόν Φελίπε και άλλοι. Πολλές αναφορές κάνει στις γυναίκες, στη σεξουαλική του ζωή ακόμα και σε έναν βιασμό που ομολογεί. Για τις σχέσεις του με τις γυναίκες του καταμαρτυρούν πολλά- κάποια δεν θα τα μάθουμε ποτέ. Αναφέρεται στους εχθρούς του, στους κριτικούς λογοτεχνίας, στις έριδες ανάμεσα στους λατινοαμερικανούς συγγραφείς όπως και στους προσωπικούς του φίλους. Υπάρχει παντού ένα μεγάλο «εγώ» που τον κυνηγάει συνεχώς αλλά έτσι είναι οι μεγάλοι συγγραφείς. Μεγάλοι και στα καλά και στα κακά τους.
Κωνσταντίνος Δομηνίκ, Κακό ανήλιο, Ίκαρος
Διηγήματα που πρέπει να ανακαλύψετε. Μικρές χωριάτικες, γκόθικ ιστορίες με ατμόσφαιρα Πόου και εσάνς ντοπιολαλιάς. Αντίστοιχες πρόσφατες ιστορίες είχα διαβάσει στα μικροδιηγήματα Η Μίνα του Στάθη Ιντζέ. Ο Δομηνίκ, μεγαλωμένος στο Βερολίνο, ο οποίος ζει τώρα στην Κατερίνη, ενσωματώνει στα διηγήματά του μύθους, θρύλους φαντασμάτων, γητειές, χωριάτικες ιστορίες σε πολλαπλούς συνδυασμούς. Μια γάτα ρίχνει το αναλόγιο που πάνω του βρίσκεται ένας μεζές και κάτι τρομερό αναφύεται στα μάτια των πρώτων που μπαίνουν στην εκκλησία. Ένας μικρός κλέβει το κεφάλι ενός αγίου και την πληρώνει με το δικό του κεφάλι. Μια κούκλα τρομοκρατεί μια παιδική συμμορία. Ένας άλλος μικρός κλέβει το ιερό δάκτυλο του Αγίου Διονυσίου, πράγμα που τον βαραίνει στην υπόλοιπη ζωή του. Ένας χωρικός ακούει τη φωνή του Θεού και τρελαίνεται. Οι περισσότερες ιστορίες του νεαρού συγγραφέα έχουν να κάνουν με εκκλησίες και θαυματουργά μυστικά γύρω από αυτές. Συχνά τα διηγήματα του μετακυλίονται σε ιστορίες φαντασμάτων, υπεισέρχονται αλλόκοτα πλάσματα, ζωόμορφα ή ανθρωπόμορφα αντικείμενα και συνήθως καταλήγουν στον αφανισμό των ηρώων ή σε ακατανόητα θαύματα. Ο Δομηνίκ χρησιμοποιεί στις αφηγήσεις του (όλες μοιάζουν σαν παραμύθια που λέει στον αναγνώστη μια γιαγιά) ντόπιες λέξεις, τις οποίες καταλαβαίνεις και χωρίς λεξικό. Ο κόσμος του παραλόγου, ο κόσμος των μυθιστοριών, ο κόσμος του επέκεινα και του αλλόκοτου αναδεύεται μέσα στον κόσμο του πραγματικού και κερδίζει πάντα το παιχνίδι.
Φερνάντα Μελτσόρ, Εδώ δεν είναι Μαϊάμι, μτφρ. Αγγελική Βασιλάκου, εκδ. Δώμα
Γνωστή από τα προηγούμενα βιβλία της με τον τίτλο Παραντάις και Η εποχή των τυφώνων (εκδ. Δώμα) η Μελτσόρ αφηγείται ιστορίες φτωχών, ταλαιπωρημένων, εργατών γης και ναυτικών, παιδιών χωρίς μοίρα, παρανόμων, ευτελισμένων γυναικών με μια δύναμη που σε εκπλήσσει μέσα στην απλότητά της. Εννιά μαύροι, εξαθλιωμένοι Δομινικανοί ξεβράζονται στο λιμάνι της Βέρακρουζ. Κλεισμένοι στο αμπάρι ενός φορτηγού πλοίου νομίζουν ότι έφτασαν στο Μαϊάμι, ο πολυπόθητος στόχος για να ξεχυθούν από εκεί στις πόλεις της βόρειας Αμερικής. Ο τίτλος «εδώ δεν είναι Μαϊάμι» απηχεί και τα υπόλοιπα διηγήματα. Η Βέρακρους είναι ο μη τόπος, κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει από αυτόν. Η Μελτσόρ διηγείται ωραίες και μερικές έως απίθανες ιστορίες: Η Βασίλισσα του Καρναβαλιού Εβανχελίνα, μια όμορφη σχεδόν λευκή νεαρή κοπέλα αφού ζει ένα μικρό διάστημα ως ακριβή πόρνη θα βρεθεί μόνη, εξαθλιωμένη με δύο μικρά παιδιά. Τα σκοτώνει, τα τεμαχίζει και τα θάβει σε γλάστρες με λουλούδια. Η κοινωνία της Βέρακρουζ θα παρακολουθήσει με κομμένη την ανάσα τις αλλεπάλληλες δίκες της, την προσπάθεια της να ανατρέψει τα δεδομένα. Η κακή μοίρα της θα τη συνοδεύει μέχρι το τέλος και κανείς δεν θα την συγχωρέσει. Η συγγραφέας σε άλλο διήγημα με τίτλο «Η ζώνη της ανομίας» θα αφηγηθεί τη ζωή των εξαθλιωμένων κούληδων του λιμανιού, τη σχέση τους με τον υπόκοσμο, το αδιέξοδο της ζωής τους. Τον κόσμο των ναρκωτικών θα περιγράψει πολύ παραστατικά στο τελευταίο διήγημα με τίτλο «Το τελευταίο γράμμα». Αλλού δείχνει κάποιες επιρροές μαγικού ρεαλισμού όπως στο διήγημα «Φώτα στον ουρανό» όπου θα μιλήσει για την Παραλία του Πεθαμένου και τα μεταφυσικά γεγονότα που τη στοιχειώνουν. Όλα τα διηγήματα είναι γραμμένα απλά (λογικά η μετάφραση τα βοήθησε πολύ), με ιδιαίτερο όμως προσωπικό ύφος που σε κάνει να κολλήσεις αναγνωστικά.
Katharina Volckmer, Στον γιατρό ή το εβραϊκό πουλί, μτφρ. Δημήτρης Καρακίτσος, Ποταμός
«Ήταν αδύνατο εμείς οι γερμανοί να διατηρήσουμε μια αυτοκρατορία με την ανυπόφορη κουζίνας μας και το ξινολάχανο», «Είναι εύκολο να εθιστείς στα σεξουαλικά βοηθήματα και αν καλομάθεις με τους ελευθέρους οργασμούς μπουχτίζεις και βαριέσαι μετά τις ανθρώπινες σχέσεις».» «Δεν θεωρώ το να απειλείς κραδαίνοντας ένα συρραπτικό, ότι θα καρφώσεις το αυτί του συνεργάτη σου στο γραφείο λογίζεται πράγματι για βιαιοπραγία». «Δεν είναι τυχαίο πως η λέξη απόλαυση απουσιάζει από τα γερμανικά», «Ο θάνατος είναι αθόρυβος, δεν είναι ποτέ τα θορυβώδη πράγματα που μας σκοτώνουν».» «Πάντα ήξερα ότι ήμουν μια γάτα που γαυγίζει». «Αν η αγάπη υπερβεί το πλαίσιο του κάδρου και ξεχυθεί από τις φλέβες στις οποίες την έχουμε υποχρεώσει να κυλάει, προκαλεί υστερία και ακολουθούν βίαιες απόπειρες επαναφοράς στη θέση που της ανήκει, απόπειρες περιορισμού της φρενίτιδας που μεταδίδει..». Μια νεαρή γερμανίδα καθισμένη μπροστά στο γιατρό της ανασκευάζει τα της ζωή της. Έχει διάφορες εμμονές με κυρίαρχη αυτήν με τον Χίτλερ. Και άλλες με τα σεξουαλικά της, με τους υπόλοιπους ανθρώπους, με τον ψυχαναλυτή της που τον αναγκάζει να την παρατήσει, με το σώμα της που ποτέ δεν θα μπορούσε να μοιάζει με τα τέλεια αρχαϊκά αγάλματα που θαύμαζαν οι ναζιστές, με τη μητέρα και τους συγγενείς της, με τον Κ, έναν καλλιτέχνη παντρεμένο με τον οποίον τα είχε ένα διαστημα. Η Volckmer σε αυτό τον προκλητικό και διασκεδαστικό εν μέρει μονόλογο διερευνά την εθνική ταυτότητα των γερμανών, τις ενοχές που ακόμα σκεπάζουν τον ουρανό τους, αλλά και τα προβλήματα του σεξ σε έναν απελπισμένο κόσμο. Ένα πικρόγλυκο βιβλίο, χαρούμενο και απελπισμένο, δυνατό και ταυτόχρονα ρευστό.
Μίλαν Κούντερα, Πράγα , ένα ποίημα που χάνεται. Ογδόντα εννιά λέξεις, μτφρ. Γιάννης Η. Χάρης, Εστία
ο «Πράγα, ένα ποίημα που χάνεται» αποτελεί προάγγελο ενός άλλου κειμένου, που θα δημοσιευτεί στο «Le debat» το 1983 με τίτλο «Ο ακρωτηριασμός της Δύσης ή Η τραγωδία της Κεντρικής Ευρώπης». «Στην Πράγα» υπάρχει η ανάγκη προάσπισης της τσέχικης, της μικρής αυτής γλώσσας μιας χώρας της κεντρικής Ευρώπης. Η θέση του Κούντερα είναι πως η ευρωπαϊκή κουλτούρα που γνωρίζουμε έχει κρυμμένη μέσα της μια άλλη άγνωστη κουλτούρα των μικρών εθνών με τις παράξενες γλώσσες, των Πολωνών, των Τσέχων, των Καταλανών, των Δανών. Όπως πιθανόν πολλοί ευρωπαίοι και εμείς αγνοούμε ότι στην ιστορία της Πράγας κυριάρχησαν οι ανορθολογικές απόψεις, το γοτθικό στοιχείο, ο μανιερισμός της ύστερης Αναγέννησης και προπαντόν το μπαρόκ. Αυτά επέφεραν μια ανισομέρεια στην πολιτιστική ανάπτυξη των τεχνών, το μαγικό θα καταλάμβανε πάντα μεγαλύτερο χώρο από το πραγματικό. Ο Κούντερα επισημαίνει πως συγγραφείς όπως ο Κάφκα, ο Χάσεκ και ο Τσάπεκ ήταν οι πρώτοι που μέσα από τα έργα τους προείδαν την κρυμμένη όψη της προόδου, τη σκοτεινή, απειλητική και νοσηρή της όψη. Ήταν το απογοητευμένο βλέμμα της Ευρώπης των μικρών εθνών και των μειονοτήτων. Κάνοντας ανάλυση των δύο βασικών χαρακτήρων των Κάφκα και Χάσεκ, Γιόζεφ Κ και στρατιώτη Σβέικ, ο Κούντερα βλέπει δύο οριακές στάσεις απέναντι στην ολοκληρωτική εξουσία. Σε αυτούς προσθέτει και τον συνθέτη Γιάνατσεκ που με την όπερα «Από το σπίτι των πεθαμένων» καταδεικνύει την απόγνωση στα στρατόπεδα συγκέντρωση για να σημειώσει ότι το πραξικόπημα του 1948 έφερε τις δίκες αλά Κάφκα, την ηλιθιότητα αλά Χάσεκ και τις φυλακές αλά Γιάνατσεκ. Θα σημειώσει ότι η βλακεία της αριστεράς και η αντίστοιχη της Δεξιάς δεν θα καταλάβουν ποτέ το νόημα της δημιουργικής έκρηξης της Πράγας και αυτό θα διπλασίαζε το βάρος του σιδηρού παραπετάσματος. Το δεύτερο κείμενο «Ογδόντα εννιά λέξεις» προήλθε από την ανάγκη του Τσέχου συγγραφέα να ελέγξει τις μεταφράσεις των βιβλίων του. Με 89 λέξεις μας εισάγει στον κόσμο των βασικών του λέξεων, που αποτελούν όχι μόνο ένα λεξιλόγιο αλλά μια πρόταση λογοτεχνικής ζωής.
Εύα Μ. Μαθιουδάκη, Σώμα ερωτικό, Η ιστορίας μιας μεταφράστριας, Καστανιώτης
Είναι η ιστορία μιας μεταφράστριας και μαζί η ιστορία των μεταφρασμένων μυθιστορημάτων που δέσποζαν στην αρχή του αιώνα στην ελληνική αγορά. Ρώσοι και Γάλλοι κλασικοί, κυρίως, μονοπωλούσαν το ενδιαφέρον του αναγνωστικούς κοινού. Η ιστορία της Στέλλας, μιας μεταφράστριας από ανάγκη είναι η βασική πλοκή της νουβέλας αυτής. Τη ζωή της Στέλλας διηγούνται στενοί της φίλοι και φίλες με στοιχεία που αυτή κατά καιρούς τους έδινε αποσπασματικά. Με καταγωγή από την Πόλη, η αστική οικογένειας της Στέλλας, γνωστή ως οικογένεια Καρατζά, μετακομίζει στα Χανιά. Η πόλη των Χανίων είναι πολύ στενή για τα όνειρα της μικρής Στέλλας και η οικογένεια της διαλύεται αργόσυρτα. Η ίδια θα βρεθεί στη Σχολή Καλογραιών στην Αθήνα, θα ερωτευτεί τον γάλλο καθηγητή της και μαζί του θα το σκάσει για το Παρίσι. Εκεί θα ζήσει μια «κινητή γιορτή» όπως θα πει ο Χέμινγουεϊ για όσους γνώρισαν το Παρίσι του Μεσοπολέμου. Θα επιστρέψει στην Αθήνα, θα γνωρίσει έναν αριστερό που θα εξαφανιστεί στα χρόνια του εμφυλίου και έκτοτε θα ζήσει μόνη της βιοποριζόμενη ως μεταφράστρια. Οι συζητήσεις με τη φίλη της Μαρία, δασκάλα και γειτόνισσα της, θα περιστρέφεται σχεδόν αποκλειστικά γύρω από τους ρώσους και γάλλους κλασικούς, με σχόλια, εκτιμήσεις, πληροφορίες για το πως μεταφράστηκαν σε διάφορες γλώσσες. Στο Γ΄ μέρος της νουβέλας η Στέλλα σε ένα μονόλογο θα κλείσει τις «τρύπες» της ιστορίας της και θα παρουσιάσει στον αναγνώστη ένα πακέτο αναφορών σε άλλα μεταφρασμένα αγαπημένα της μυθιστορήματα όπως αυτά της Μπέτυ Σμιθ, του Κρόνιν, του Μπέκετ, του Ρίλκε και άλλων. Το βιβλίο ανοίγει και κλείνει με την αναφορά στον αγαπημένο της Μπαρμπύς. Η έκπληξη βρίσκεται στο τέλος του βιβλίου. Η Στέλλα Βουρδουμπά υπήρξε πραγματικό πρόσωπο, μεταφράστρια στον Γκοβόστη, στις εκδόσεις Λυχνάρι, στον Ζαχαρόπουλο, στις εκδόσεις Ζουμπουλάκη, στα Βίπερ και σε γυναικεία περιοδικά. Μια βιβλιοφιλική νουβέλα, φόρος τιμής στις άγνωστες μεταφράστριες.
Διονύσης Μαρίνος, Σαν Νορμάλ, Μεταίχμιο
Η πόλη Σαν Νορμάλ φαίνεται νορμάλ αλλά δεν είναι. Ούτε τους κάτοικους της θα τους χαρακτήριζε κανείς κανονικούς. Ο συγγραφέας στήνει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα με κείμενα που αφορούν διάφορους τύπους – κατοίκους της πόλης. Ο νεαρός Ντιν επιχειρεί μια ληστεία για να καταφέρει να αποδράσει με την όμορφη Θίντα και να πραγματοποιήσει το όνειρό του. Ο Ντιν είναι χαρακτήρας κόμικ που παρωδεί τις pulp ιστορίες. O Φρον είναι ένας νάνος ύψους 99 εκατοστών, πολλοί δεν τον βλέπουν καν. Προσπαθεί μέσα σε ένα κλίμα παραλογικό να αντιπαλέψει την εγκύκλιο που ορίζει ότι επίδομα θέρμανσης παίρνουν όσοι έχουν ύψος πάνω από ένα μέτρο. Ο Χικάρι Τακέο και η Κασούμι είναι Ιάπωνες μετανάστες στο Σαν Νορμάλ με δυσκολίες προσαρμογής στα κοινωνικά δεδομένα της πόλης. Ο Μάντυ είναι ένας σκύλος που καταπιέζει το αφεντικό του σε ένα κείμενο που θυμίζει θρίλερ. Όλοι οι ήρωες του Μαρίνου έχουν κουσούρια, εμφανίζονται και αυτοί να είναι «σαν νορμάλ» αλλά η ζωή στην πόλη αυτή τους πετάει έξω από την κανονικότητα. Στο καταληκτικό κείμενο του βιβλίου με τον βιβλιοφιλικό τίτλο «Μπαρτλ ο γραφιάς» (αναφορά στο διήγημα του Χέρμαν Μέλβιλ Μπάρτλεμπυ, ο γραφιάς) ο συγγραφέας συναντά τους ήρωες του. Το μυθιστόρημα του Μαρίνου είναι γεμάτο διακειμενικές αναφορές στους συγγραφείς που φαντάζομαι αγαπάει και στους ήρωες που κατά καιρούς τον έχουν γοητεύσει. Όταν το μη κανονικό γίνεται κανονικό και δίνει αφορμή για ένα μυθιστόρημα.
Τα Graphic novel έχουν περάσει πια στην κατηγορία βιβλία γνώσεων καθώς πληθαίνουν όσα αναφέρονται σε επιστημονικά κείμενα γνώσεων. Το graphic novel του Vorm αφηγείται την έναρξη της ατομικής εποχής με κεντρικό πρωταγωνιστή τον Ρόμπερτ Οπενχάιμερ. Η ιστορία αυτή έγινε γνωστή και από την ταινία «Οπενχάιμερ» του Νόλαν που κέρδισε φέτος αρκετά Όσκαρ και προξένησε ένα γενικότερο ενδιαφέρον στη σημερινή εποχή που νιώθει τον πυρηνικό κίνδυνο να πλησιάζει. Ο ίδιος ο Οπενχάιμερ ήταν μια προσωπικότητα αμφιλεγόμενη, τυραννισμένη, εκρηκτική, δέσμια όμως των συμπληγάδων της εποχής του. Ο Vorm επιλέγει σωστά τις εικόνες του και κυρίως τα λόγια μέσα στις φούσκες. Δίνει αδρά τους στοχασμούς της εποχής προκαλώντας δεύτερες και τρίτες σκέψεις για σήμερα.
Δημήτρης Αγγελής, Σκίτσα δρόμων κι έναστρης νύχτας, Επιλογή από τα ημερολόγια, Πόλις
Αν και νεαρός ακόμα ποιητής ο Δημήτρης Αγγελής αισθάνεται την ανάγκη να δημοσιοποιήσει προσωπικούς στοχασμούς και άλλες ημερολογιακές καταγραφές. Κάποια κείμενα έχουν δημοσιευτεί σε αφιερώματα περιοδικών, τα υπόλοιπα είναι ανέκδοτα. Ο Αγγελής καταγράφει μικρά γεγονότα από την προσωπική του δημόσια ζωή, ομιλίες, παρουσιάσεις σε εκδηλώσεις, συναντήσεις με συγγραφείς και άλλους διανοούμενους. Δίπλα σε αυτά υπάρχουν δικοί του στοχασμοί και ερωτήματα τύπου «γιατί να γράφει κανείς σε αυτή τη χώρα; γιατί να βγάζει βιβλία και περιοδικά; γιατί να ζει κανείς εδώ και να ταπεινώνεται η αξιοπρέπειά του;». Αλλού είναι αισιόδοξος, χαρούμενος όταν αναγνωρίζεται ένα βιβλίο του ή κάποιος του λέει ότι μια όμορφη κοπέλα διάβαζε το περιοδικό του, το Φρέαρ, μέσα στον ηλεκτρικό. Υπάρχουν ακόμα κείμενα για συγγραφείς που διαβάζει, για ταινίες ή θεατρικά που τον επηρέασαν. Και κάποιες προσωπικές καταστάσεις όταν η νύχτα πέφτει και η μελαγχολία πληροί τη σκέψη του, όνειρα με πεθαμένους, σκιές που τον τυραννούν, φευγαλέες ερωτικές οπτασίες. Μια εισαγωγή στον κόσμο του ποιητή Δημήτρη Αγγελή.
Γιάννης Δενδρινός, Όλοι αγαπούν τα τραύματά τους, Διόπτρα
Νουβέλα για τρία κύρια πρόσωπα. Ο Ορέστης μεγαλώνει σε έναν νησί. Σε αυτό πριν χρόνια είχε εμφανιστεί μια αδύνατη, λεπταίσθητη κοπέλα , η οποία όμως δεν μιλάει. Είναι ταραγμένες εποχές και κάτι τέτοιο δεν είναι παράλογο. Κανείς δεν ήξερε από που ερχόταν. Θα υιοθετηθεί από μια ευκατάστατη γυναίκα. Θα την ονομάσουν Γαλάτεια. Ο Ορέστης και η Γαλάτεια θα μεγαλώσουν μαζί, θα ερωτευτούν, θα αποφασίσουν να παντρευτούν. Στο διάστημα που ο Πέτρος θα λείψει από το νησί την Γαλάτεια θα την παντρέψουν και θα εξαφανιστεί από το νησί. Ο Ορέστης θα γίνει δημοσιογράφος, θα διωχθεί επί χούντας και θα ξαναβρεί δουλειά αμέσως μετά. Το τρίτο πρόσωπο είναι η κόρη της Γαλάτειας, η Φωτεινή. Νεαρή, ευαίσθητη όπως η μητέρα της, προσπαθεί να ανακαλύψει το παρελθόν της οικογένειά της. Η Γαλάτεια μετά από χρόνια θα ζητήσει από τον Ορέστη να προσλάβει την κόρη της στην εφημερίδα που εργάζεται. Αυτός δεν έχει ξεχάσει ότι τον εγκατέλειψε αλλά θα προσλάβει τη Φωτεινή, χωρίς όμως μεγάλη διάθεση. Μια ποιήτρια που θα έρθει από την Ουγγαρία και θα δηλώσει ότι έχει μια χαμένη κόρη, θα δώσει ελπίδες στη Γαλάτεια ότι είναι η μητέρα της. Η ποιήτρια θα το αρνηθεί και η Γαλάτεια θα χαθεί για πάντα. Την ιστορία προσπαθεί να ξεδιαλύνει ένας νέος αστυνομικός. Ιστορίες και πάθη με χαμένα παιδιά και διαλυμένες οικογένειες, απότοκες των ταραγμένων εμφυλιακών και μετεμφυλιακών χρόνων. Ο Δενδρινός δίνει και παίρνει τις ελπίδες από τους ήρωες του απλώνοντας την αφήγησή του αργά και μεθοδικά σα να εγκλωβίζει τον αναγνώστη σε μια νουάρ ιστορία.
Virginie Despentes, Αγαπητέ μαλάκα, μτφρ. Γιώργος Καράμπελας, Στερέωμα
Προκλητική, ως συνήθως η Despentes γνωστή σε μας από την τριλογία της Βερνόν Σουμπουτέξ (εκδ.Στερέωμα) και παλιότερα από το Baisse moi (Libro) δίνει ακόμα ένα προκλητικό τίτλο στο μυθιστόρημα αυτό. Οι πρωταγωνιστές είναι ο Οσκάρ, σχετικά γνωστός συγγραφέας και η Ρεμπεκά, μια πρώην μεγάλη ντίβα του κινηματογράφου. Η επαφή τους γίνεται μέσω γραμμάτων που ανταλλάσσουν όπου άλλοτε βριζονται και άλλοτε συγκλίνουν.. Ο Οσκάρ την κατηγορεί ότι γέρασε, αυτή τον βρίζει για να αποκαλυφθεί ότι η Ρεμπεκά ήταν φίλη της μεγάλης αδελφής του Κορίν και μπαινόβγαινε όσο ήταν όλοι παιδιά στο σπίτι τους. Στο ενδιάμεσο θα εμφανιστεί η Ζοέ Κατανά, μια νεαρή φιλόδοξη που εργάζεται ως υπεύθυνη τύπου στο εκδοτικό οίκο που τυπώνει τα βιβλία του ο Οσκάρ, και η οποία, μέσα από τα δίκτυα, θα τον κατηγορήσει ότι την παρενοχλούσε. Ο ίδιος θα το αρνηθεί και θα πει ότι ουδέποτε χρησιμοποίησε βία εναντίον της, απλώς ήταν ερωτευμένος μαζί της. Είναι όμως η εποχή του me too# και ο σάλος δεν αποφεύγεται. Η αλληλογραφία των δύο προχωράει με συνεχείς αναδρομές στο παρελθόν αλλά και στη σημερινή τους κατάσταση, καθώς είναι και οι δύο χωμένοι στα ναρκωτικά. Όμως αυτή η προσφυγή στο παρελθόν θα μαλακώσει το παρόν, η σχέση τους θα γίνει ουσιαστική, ανθρώπινη, δημιουργική. Θα ανασυνταχτούν ως προσωπικότητες και θα επιδιώξουν να ζήσουν πιο ήρεμοι και πιο ώριμοι. Το μυθιστόρημα της Despentes είναι μια ακτινογραφία της ταραγμένης εποχής, της καταδυνάστευσης από κάθε νέα μόδα που εφευρίσκουν τα media και που οδηγούν στον κατακερματισμό της ανθρώπινης υπόστασης και μια καταγγελία του νέου αιώνα κρίσης που μεταμόρφωσε τους ανθρώπους.
Κώστας Καλτσάς, Νικήτρια σκόνη, Ψυχογιός
Φιλόδοξο το πρώτο μυθιστόρημα του Κώστα Καλτσά αφηγείται μέσα από μια πολυπρόσωπη χορωδία ανθρώπων την μεταπολεμική Ελλάδα. Οι ήρωες του εκπροσωπούν διαφορετικές τάξεις και στρώματα ελλήνων. Ο Μιχάλης και η Κατερίνα Ξενίδη, φτωχοί αγρότες από τη Λαμία θα αναζητήσουν με την μητέρα τους καλύτερες ημέρες στην Αθήνα, ζώντας με τις θείες τους στην Καισαριανή. Ο πατέρας αγνοούμενος στο βουνό. Ο Στέλιος Αμπατζογλου με τους γονείς του, αριστερών πεποιθήσεων, ζει στην Κοκκινιά. Ασθενικός θα γίνει μελλοντικά συγγραφέας φανταστικών κυρίως μυθιστορημάτων. Ο Βορρέας, δικηγόρος και συνεργάτης γερμανών ασχολείται με τις εβραϊκές περιουσίες, δίπλα του η οικογένεια Πέτρου, γερμανόφιλοι με τον γιο τους Γιώργο να παίρνει τον δρόμο των αριστερών πεποιθήσεων. Ενδιάμεσα ο Μπάιφορντ Τζόουνς δεξί χέρι του Σκόμπι και συμπότης γερμανών και ιταλών κατακτητών. Οικογένειες που οι περισσότερες θα γνωρίσουν τη φτώχεια, θα νταραβεριστούν με τη μαύρη αγορά, θα πεινάσουν. Η χώρα κινείται μέσα σε μια ρευστή κατάσταση καθώς οι γερμανοί ηττώνται και αποχωρούν αλλά οι εγχώριες δυνάμεις ετοιμάζονται για τον εμφύλιο. Οι άνθρωποι δίβουλοι όσοι δεν μετέχουν των πολιτικών εξελίξεων, αποφασισμένοι όσοι νομίζουν ότι ξέρουν να προβλέπουν το μέλλον. Ο παντογνώστης αφηγητής δίνει κατά καιρούς το λόγο στους ήρωες του, άλλοτε παρεμβαίνει, επιτρέπει φλας μπακ ή σχολιάζει πρωθύστερα μακρινά γεγονότα, επανέρχεται στη χρονική σειρά των γεγονότων, σχολιάζει κοινωνικά και πολιτικά δρώμενα βάζοντας τα στα λόγια των ηρώων του. Μοντέρνο μυθιστόρημα, με πολλές διακειμενικές αναφορές, ντοκουμέντα από την διατριβή του συγγραφέα, σφικτή πλοκή, και εξέλιξη που κρατάει το ρυθμό στον αναγνώστη. Ίσως χάνει στη μετάφραση, θα ήθελε μια γλώσσα Μένη Κουμανταρέα ή Αλέξη Πανσέληνου.
Ελισάβετ Χρονοπούλου, Γιώργος Αρβανίτης, Μια ζωή στο φως, Πατάκης
Ο διάσημος έλληνας φωτογράφος Γιώργος Αρβανίτης γεννήθηκε το 1941 σε ένα χωριό στο Δήμο Μακρακώμης και η πρώτη εικόνα που θυμάται από τη ζωή του είναι να καίνε οι γερμανοί το απέναντι χωριό. Από εκεί αρχίζει η ζωή του και τελειώνει στο σήμερα, έτσι όπως τη διηγείται στη σκηνοθέτιδα και συγγραφέα Ελισάβετ Χρονοπούλου. Διηγείται τη ζωή του με εικόνες που γίνονται λέξεις σε αυτό το ογκώδες σχετικά βιβλίο γεμάτο με αναμνήσεις και φωτογραφίες από τα έργα του στον κινηματογράφο. Με πατέρα αντάρτη και μητέρα στη φυλακή μεγαλώνοντας με συγγενείς θα σπουδάσει ηλεκτρολόγος και θα μπει από την πίσω πόρτα στο σινεμά. Θα ακολουθήσει η αρχή της καριέρας του με τις εμπορικές μεγάλες επιτυχίες της Φίνος Φίλμ. Το 1968 θα εργαστεί για τον Θόδωρο Αγγελόπουλο, με πρώτο σταθμό της καριέρας το Βραβείο Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης για την Αναπαράσταση. Ήταν , όπως θα πει, το «καλλιτεχνικό του ξύπνημα». Η διεθνής του καριέρα μόλις είχε αρχίσει. Θα γυρίσει ταινίες στην Τυνησία, την Αίγυπτο, την Ερυθραία, στην Ιρλανδία, στη Ελβετία, την Αμερική και αλλού. Έχει γυρίσει ταινίες σχεδόν σε όλες τις ηπείρους και σε πάμπολλες χώρες. Παντού αναζητούσε το φως, την επίδρασή στη ψυχολογία των ανθρώπων, στη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους. Τα τρία διαφορετικά είδη φωτός είναι για τον Αρβανίτη το μεσογειακό, το βόρειο και το αφρικανικό. Έχει φωτίσει fiction, ντοκιμαντέρ, κωμωδίες, θρίλερ, ταινίας βίας, αστυνομικά και φυσικά τις πιο γνωστές ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου για τις οποίες έχει να πει πολλά σε αυτήν την έμμεση αυτοβιογραφία του. Έχει δουλέψει με σκηνοθέτες – μύθους όπως με τον Καζάν και τον Ντασσέν και άλλους σπουδαίους σύγχρονους όπως οι αδελφοί Νταρντέν, ο Σλέντορφ, η Ναντίν Τρεντινιάν, ο Κρίστιαν Σ.Λι, ο Μανουέλ Πραντάλ και άλλοι πολλοί. Ιδιαίτερες οι σελίδες για το πως δούλευε με τον Θόδωρο Αγγελόπουλο άλλοτε χωρίς σενάριο, αναζητώντας το ανάλογο φως που χαρακτηρίζει την κάθε εποχή. Αυτό που έχει ενδιαφέρον σε αυτό κείμενο είναι οι συζητήσεις μεταξύ της Χρονοπούλου και του Αρβανίτη για θέματα τέχνης, για το φως, για τη σκηνοθεσία, για τους ηθοποιούς, για τους ανθρώπους σε διαφορετικές χώρες, για το βλέμμα του φωτογράφου, για την αισθητική, για την αναζήτηση της απλότητας, για τη συνεργασία όλων σε μια ταινία. Αλλά και άλλα για τις ταινίες που έκανε και θα ήθελε να τις ξεχάσει για άσχετους σκηνοθέτες, για ανθρώπους με χρήματα αλλά χωρίς αισθητική, για «κινηματογραφικά εγκλήματα» που έγιναν απλώς για λόγους βιοποριστικούς. Οι σκέψεις του Αρβανίτη είναι μια γεωγραφία σκέψεων και μια βιβλιοθήκη ανθρώπων που εντέχνως αλλά αβίαστα αποσπά με τις ερωτήσεις της η Χρονοπούλου. Super.
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Ο Αυτοκτόνος, φιλολογική επιμέλεια: Λαμπρινή Τριανταφυλλοπούλου, εισαγωγή: Σταύρος Ζουμπουλάκης, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδος
Ο Αυτοκτόνος γραμμένος το 1891 είναι ένα από τα πρώτα αθηναϊκά διηγήματα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Το κείμενο είναι ημιτελές και παρουσιάζεται εδώ σε φιλολογική επιμέλεια της Λαμπρινής Τριανταφυλλοπούλου, η οποία για χρόνια διακονεί τον παπαδιαμαντικό λόγο. Το κείμενο του Αυτόκτονου, ημιτελές και ανέκδοτο, το είχε γνωστοποιήσει κατά πρώτον ο μελετητής του Γιώργος Βαλέτας, ο οποίος το ανεύρε και το δημοσίευσε στον πέμπτο τόμο των Απάντων που επιμελήθηκε. Ο Βαλέτας υποστήριζε ότι ο Παπαδιαμάντης δεν το ολοκλήρωσε ποτέ γιατί η αυτοκτονία ως πράξη ήταν αντίθετη στη χριστιανική του κοσμοθεωρία. Αυτό το τελευταίο δίνει στον Σταύρο Ζουμπουλάκη την ευκαιρία να διατρέξει τα διηγήματα του σκιαθίτη συγγραφέα και να καταλογογραφήσει τους αυτόκτονες ήρωες του, οι οποίοι δεν είναι και λίγοι, διαψεύδοντας την πρόχειρη εκτίμηση του Βαλέτα. Ιδιαίτερα στο διήγημα «Το νησί της Ουρανίτσας» ο Παπαδιαμάντης δείχνει συμπάθεια στην κακομοίρα Ουρανίτσα που κατέστη έγκυος από κάποιον που την παράτησε και «σπρώχνεται» από το περιβάλλον της στην αυτοκτονία. Δεν θα διαβαστεί στην εκκλησία και θα θαφτεί μακριά από τον τόπο της σε ένα μικρό νησάκι. Στον τάφο της θα φυτρώσει μια «ιτσιά, γεμάτη από ωραία ασπροκίτρινα λουλουδάκια» που θα ευωδιάζουν. Η ευωδία, σημειώνει ο Σ.Ζουμπουλάκης είναι το συνηθέστερο σημάδι της αγιότητας του νεκρού. Υπάρχουν κι άλλα διηγήματα με αυτοκτόνους ήρωες όπως Οι Μάγισσες, Ο Κοσμολαϊτης, Γυνή πλέουσα, Τα Ρόδιν΄ακρογιάλια, Έρμη στα ξένα και άλλα. Συμπερασματικά γνωρίζουμε και επιβεβαιώνεται και με αυτές τις μελέτες πως ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης αγαπούσε τους πένητες, τους κατατρεγμένους, τους περιθωριακούς, τους λαβωμένους, τους αλλόκοτους. Και τους αυτοκτόνους.
Διονύσης Χαριτόπουλος, Πολλά Μικρά Απλά, Τόπος
Μικρά κείμενα των δυο –τριων σελίδων με πολλά και διαφορετικά θέματα. Κάποια αυτοβιογραφικά, άλλα σοφιστικέ, πολλά σχολιαστικά για την εποχή, την πολιτική τα πρόσωπα. Ο Χαριτόπουλςο αισθάνεται την ανάγκη να γράψει για πράγματα που ξέρει ή για άλλα που έμαθε και θέλει να μείνουν στην ιστορία. Π.χ. αναφέρει το πως πιάστηκε ο Ζαχαριάδης από τον Νικόλαο Ταβουλάρη, υπαστυνόμο της Γενικής Ασφάλειας Πειραιά μετά από προδοσία δικών του. Γράφει για τις ταλαιπωρίες που υπέστη ο γλυκύτατος Βασίλης Ραφαηλίδης από την εφημερίδα του, το Έθνος. Αλλού είναι αυτοβιογραφικός π.χ. αφηγείται την ιστορία της απείθαρχης αντάρτισσας Στεφανίας, που είχε έρωτα με τον Ψαρριανό, αντάρτη του Άρη Βελουχιώτη, τον οποίον δεν πρόδωσε ποτέ κι ας είχε νωρίς δολοφονηθεί αυτός. Η Στεφανία ήταν αδελφή της μητέρας του και τον γαλούχησε με ιστορίες. Αφηγείται τη σχέση του με την πολιτική, το πως ανένταχτος συμμετείχε στις διαδηλώσεις τόσο των Κεντρώων όσο και των Λαμπράκηδων. Έχει πολλά κείμενα που σχολιάζει ζητήματα πολιτικής όπως το γιατί δεν υπάρχει έθνος Μακεδόνων αλλά μόνο Ελλήνων. Ότι ο λαϊκισμός, που ενδημεί στης δυτικές δημοκρατίες, θέτει σωστά ερωτήματα αλλά δίνει λάθος απαντήσεις. Ότι ο Μπακούνιν είχε δίκιο και πολλές απόψεις του είναι σοφές και χρήσιμες. Για τους πολιτικούς έχει πάντα έναν κριτικό λόγο, για τη διαφθορά που επέτρεψε να υπάρξει ο εκσυγχρονιστής Σημίτης, για την μοιραία προσωπικότητα του Γεωργίου Παπανδρέου (του Γέρου) που έθαψε δύο φορές την ελπίδα του ελληνικού λαού, για τους γόνους των μεγάλων τζακιών που γίνονται πρωθυπουργοί κ.ά. Θαυμάζει τον Κωστή Παπαγιώργη για την «αφαλκίδευτη λαϊκότητά του» και τον Γιάννη Ξανθούλη ως «μέγα ανατόμο του μικροαστισμού». Τέλος υπάρχουν κείμενα- σχόλια για την πολιτική, την κουλτούρα, την παιδεία, την ελευθερία, την αυτοδιαχείριση. Εν ολίγοις το Πιστεύω του Διονύση Χαριτόπουλου.
Ένα από τα πιο σημαντικά κείμενα της γερμανικής φιλολογίας του 19ου αιώνα. Η μελέτη αυτή κυκλοφόρησε το 1893 και προκάλεσε έντονες συζητήσεις για το στόχο της : να αποδείξει ότι η πρώιμη χριστιανική εσχατολογία έχει τις ρίζες στις ορφικές και πυθαγόρειες αντιλήψεις παρά στις ιουδαϊκές δοξασίες. Κίνητρο για να γραφτεί αυτή η μελέτη ήταν η ανακάλυψη το 1886/7 ενός πάπυρου (Κώδικας Αχμίμ) στην Αίγυπτο που περιείχε τρία έργα σχετιζόμενα μεταξύ τους, σε ένα από αυτά μάλιστα, αναγνωρίστηκε η Αποκάλυψη την οποίαν διάφοροι χριστιανοί απέδιδαν στον Απόστολο Πέτρο. Θεωρήθηκε ότι ήταν ένα από τα βιβλία που συγκρότησαν την Καινή Διαθήκη. Αργότερα αμφισβητήθηκε και καταδικάστηκε. Ένας άλλο πάπυρος (του Δερβενίου) ανακαλυφθείς το 1962 περιέχει πολλές πληροφορίες για την εσχατολογία των Ελλήνων. Η μεγάλη κινητικότητα μεταξύ των λαών της Μεσογείου αποδεικνύουν ότι οι αντιλήψεις Ιουδαίων, εθνικών και χριστιανών για τη μοίρα των νεκρών ήταν πολυποίκιλες και αρκετά σύνθετες. Ο Ντίτεριχ καταφεύγει στις πηγές των αρχαίων στα ορφικά και πυθαγόρεια βιβλία για τον Άδη, στους μύθους του Εμπεδοκλή του Πινδάρου και του Πλάτωνα και σε διάσπαρτα αρχαία κείμενα για να στοιχειοθετήσει τη σχέση των απόψεων για τον Άδη μεταξύ των αρχαίων ελλήνων και των μετέπειτα θρησκευτικών κειμένων.