γράφει η Μαρία- Δέσποινα Ράμμου (*)
Γυναικεία μήτρα και ποιητική κοίτη: ο ‘τόπος’ της γέννας και ο τόκος της ποίησης. Παράλληλοι βίοι και αγώνες γυναίκας και ποιητή στο έργο της Κουτσουμπέλη, ως απόσταγμα της σημειολογίας του Όμικρον
Στο έργο της Κουτσουμπέλη είναι διάχυτες οι αλληγορίες, που αφορούν την επέκτασή του αγώνα της γυναίκας σε αυτόν του ειδώλου της, ποιητή. Το παρόν άρθρο επιχειρεί να προσδιορίσει τη σημειολογία του όρου Όμικρον της συλλογής ‘Η Γυμνή Μοναξιά του Ποιητή Όμικρον’, η οποία εσωκλείει τη δυναμική της γλωσσικής μεταμορφωτικής διαδικασίας της ποιητικής της Κουτσουμπέλη· στόχος η αποκάλυψη ταυτοτήτων του ποιητή που εκείνη παράγει μέσα από λογοτεχνικά τοπία και τόπους. Εντοπίζω στη συλλογή έναν εκτενή θεματικό κύκλο, τον οποίο θα ονόμαζα «Τόκος της ποίησης»: αυτός συγκροτείται από την αλληγορία της επώασης του αυγού και εξετάζει υπό μορφή ποιητικού μανιφέστου τη δημιουργία ενός ποιητή, τα χαρακτηριστικά της καθημερινότητάς του, τον φαύλο κύκλο της φθοράς και αναγέννησής του. Η ποιήτρια μέσω μιας ομάδας εικόνων και ιδιόλεκτου της επαγγελματικής τάξης των συγγραφέων ρίχνει φως στο ποιητολογικό της credo. Η πρώτη επαφή με τη Μούσα της έμπνευσης, σαν πρωτόλειο ερωτικό σκίρτημα, πιάνει εξαπίνης τον φιλήσυχο ιδιώτη που θα μετατραπεί σταδιακά σε έναν ανήσυχο ποιητή, βυθιζόμενος στην ατέρμονη, δημιουργική μοναξιά και οχλοβοή των σκέψεών του: ποίημα Απειλή: «Στο κάτω κάτω κανείς ποτέ δεν σε προσκάλεσε, εισχώρησες από τις ρωγμές, δεν μου έδωσες ποτέ την ευκαιρία να διαλέξω»: είναι οι στίχοι με τους οποίους ταυτίστηκα περισσότερο, καθώς έτσι ένιωσα κι εγώ όταν μπήκε απρόσκλητα στη ζωή μου η συγγραφή, κάτι που περιέγραψα με τους εξής όρους στο βιβλίο μου Αντίστιξη: «Πρόκειται για απροσδόκητη εισβολή σε στρατόπεδο γεμάτο αμάχους. Βίαιη πρόσθια κίνηση, ορμή με θύματα. Impetus, Sacrum bellum. Εκεί με συνάντησες απροετοίμαστο για μια τέτοια παραβίαση της ειρηνικής ζωής μου». Η συγκίνηση που θα νιώσει ο ιδιώτης στη διατάραξη της ειρηνικής του ζωής και η αδυναμία του να τιθασεύσει την αγωνία του, αποτυπώνονται γραφικά σε δύο ποιήματα, το Ελάφι και ο κυνηγός και τη Μόνη γη. Στο πρώτο το ρίγος που προκαλεί ο κυριολεκτικός θηρευτής-κυνηγός στο θήραμα-ελάφι ομοιάζει με τη συναισθηματική ένταση του ανειδίκευτου ποιητή, που όσο θα διογκώνεται η ανάγκη του να γράφει, η μελωδία των στίχων θα ξεχύνεται, μολύνοντας και σείοντας τα μέλη σαν ανίατη ασθένεια: «Πώς ένα ελάφι ενώ πίνει αμέριμνα νερό, αντικρίζει στο ποτάμι την αντανάκλαση του κυνηγού και παραλύει;». Η ίδια δυναμική περιγράφεται από την αρχαία λυρική ποιήτρια Σαπφώ στη «Συναγωγή παθών», για την παθολογία του έρωτα και της ζήλιας: «Όταν θελκτικά γελάσεις, πάλλεται έξαλλη η καρδιά μέσα στα στήθια μου, υποχωρεί λιποτάκτης η φωνή μου, είναι σαν να ράγισε η γλώσσα μου, λεπτή φωτιά χώνεται κρυφά διατρέχοντας το δέρμα μου … παγωμένος ιδρώτας με περιλούζει, τρέμουλο με κυριεύει σύγκορμη …». Παρόμοια σαρωτική συμπτωματολογία πιθανότατα βιώνει το απροστάτευτο ελάφι, προτού ανακτήσει δυνάμεις και χαθεί από τον ορίζοντα του κυνηγού: «Έτσι ήταν εκείνη η συνάντηση των δυο τους στο φανάρι, όταν για ένα δευτερόλεπτο ο ένας αναγνώρισε τον άλλον κι ύστερα τράβηξε ο καθένας τον δρόμο του στο κρύο».
Η ισχύς της πρόσκρουσης ομοιάζει με τον θανατηφόρο ιό Κέρβερο που εισχωρεί στο αίμα των ανθρώπων στην Ιερεμιάδα και αλλάζει τη μοίρα τους. Από’ δω και στο εξής η σχέση ποιητή-θύματος και κυνηγού-θηράματος θα είναι ένας διαρκής κύκλος χωρισμού και επανασύνδεσης: ο ποιητής θα λατρεύει την ποίηση σαν Θεό και μετά θα την απορρίπτει λόγω εξόντωσης, θα την αγκαλιάζει σαν παιδί του και αποδιώχνει σαν την ερωμένη-εταίρα Κλωδία, για την οποία ο Ρωμαίος ποιητής Κάτουλλος διατυπώνει αντικρουόμενα συναισθήματα μίσους-αγάπης στη γνωστή ωδή του odi et amo. Στο ποίημα Μόνη γη αναπτύσσεται εκτενέστερα η ιδέα: «Ήθελα κάποτε να σου γράψω ένα γράμμα, δεν γνώριζα όμως τα ιερογλυφικά. Ήθελα κάποτε να συναντηθούμε, μα άλλοτε αργούσες εσύ έναν αιώνα, άλλοτε εγώ ερχόμουν μια χιλιετία πιο νωρίς … σε όλες τις εποχές δεν βρέθηκε ποτέ χώρος για μας»: Τι οξύμωρο να μην είναι σε θέση ένας ποιητής που παίζει στα χέρια του τις λέξεις, να αδυνατεί να γράψει προς τον γεννήτορά του. Σε αυτήν τη νέα δύναμη ο ποιητής θα επιδείξει μια μαζοχιστική ερωτική επιθυμία και τυφλή υποταγή, που θα ανατροφοδοτεί την πένα του πλήρει συνειδήσει των μαρτυρίων και του κόστους της οδύνης. Τέκνο του ιδιόρρυθμου ζεύγους θύματος-θηρευτή ένα εξίσου ιδιάζον στοιχείο, όχι άνθρωπος, αλλά αυγό, που θα βγει από την κοιλιά της μυθικής βασίλισσας Λήδας, κατόπιν της ένωσής της με τον μεταμορφωμένο σε κύκνο Δία: «Μόνο μετά την ωοτοκία κατάλαβα, το Ποίημα είναι το Θεϊκό Αυγό» θα δηλώσει η Κουτσουμπέλη, γράφοντας τις λέξεις-κλειδιά με κεφαλαία γράμματα, για να καταδείξει τη νέα εξουσία της ποίησης, η οποία συναγωνίζεται την αρσενική απολυταρχία. Την υπερδύναμη του ποιητή θα διαδεχτεί πάλι με κεφαλαία, ο Αναγνώστης (Ο Θάνατος του συγγραφέα), σε μια ιερή τελετή «παράδοσης-παραλαβής αξιωμάτων».
Η γονιμοποίηση από ένα απροσδιόριστο γενετικό υλικό και η γέννα του ποιητή θα αποτελέσει μια πιο ειλικρινή, απελεύθερη, απαραβίαστη σαν τη Φρασίκλεια, μορφή αναπαραγωγής: αυτή εμφαίνει μια νότα αισιοδοξίας για το ότι η ποίηση ίσως βρει κάποτε τη δύναμη να ανατρέψει την κοινωνική πραγματικότητα, για έναν οραματικό Καινούριο Κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, που θα παύσει την ανομία. Νέος τόπος διαβίωσης του ποιητή ένα θερμοκήπιο, που θα μαγειρεύει τους τόκους των ιδεών του, ένας ασίγαστος φούρνος, στον οποίο χώνει με θάρρος η Σύλβια Πλαθ το κεφάλι της προτού αυτοκτονήσει, «θυσία στον Κανίβαλο θεό που με κατατρέχει τόσα χρόνια»: το τεχνικό λεξιλόγιο φούρνος και κανίβαλος συνθέτει το ποιητολογικό παζλ της Κουτσουμπέλη: όσο θα θεριεύει ο ποιητής και θα ενώνονται εκούσια τα χνώτα του με αυτά του θηρευτή, με την τριβή, θα γίνεται βορά στο ματωμένο στόμα του. Γιατί, όμως, χρησιμοποιείται ο όρος κανίβαλος; Ίσως την απάντηση να δίνει το Ιερό δοχείο: εκεί φωνάζει ο γιός του Νώε Ιάφεθ στη Σιγκάλ, στη σελ. 24: «θα σε φάμε ζωντανή στο δείπνο μικρή πόρνη, με το καταραμένο κορμί που μας έχει όλους τρελάνει»»: στη μυθολογία είθισται να μαγειρεύονται και τρώγονται άνθρωποι, συνήθως παιδιά, ως τιμωρία για λάθη γονέων, όπως εδώ διέπραξε το έγκλημα ο Νώε, να εγκαταλείψει τη νόμιμη σύζυγό του. Ο Ατρέας σκότωσε τους γιούς του Θυέστη, γιατί η γυναίκα του Αερόπη απίστησε μαζί του και τους προσέφερε ως δείπνο στον εραστή της, ενώ ο Τάνταλος έσφαξε τον γιο του Πέλοπα ως δείπνο στους δώδεκα θεούς για να τους δοκιμάσει. Στη συλλογή για τον ‘Ποιητή Όμικρον’ το μόνο σφάλμα του είναι η άνευ όρων παράδοση ψυχή τε και σώματι στο ταυτόσημό του, στο θεϊκό δηλαδή αυγό και η αλλοίωση της υπόστασής του. Η ποίηση θα καταστεί θείο, ανθρωποφάγο χυτήριο, όπου θα εκπνεύσει βίαια σαν σφάγιο ο ποιητής και θα καταστεί έδεσμα προς ψήσιμο στη μηχανή δημιουργίας: όπως λέει η Κουτσουμπέλη στη συνέντευξη ‘Με τον ποιητή Όμικρον’: «Ποιες λέξεις προτιμάτε; -Τις καλά ψημένες (υπαινιγμός πιθανότατα εδώ και στην Καλλιμαχική studiosa λέξις). Αλλιώς στέλνω πίσω το πιάτο». Ο ποιητής θα βουτά αιωνίως το κεφάλι του στον καυτό βωμό-πηγή άνθησης και βιότοπο του λογισμού του, ωσότου αποτολμήσει να βγει απ’ τον ζυγό του. Τελικό κέρδος ο αυτό-ορισμός με νέους όρους, ανάταση της ψυχής και ωρίμανση του ποιητή.
Ο κόσμος αυτός της ποίησης προσδοκά να’ναι καθάριος και όχι σπιλωμένος, σαν το κολαστήριο της εγκλωβισμένης Σιγκάλ. Όμως, η ποίηση ούτε πάντα τα δεινά της κοινωνίας και τις αδυναμίες των ανθρώπων να αποκαθαίρει δύναται, ούτε τον συγγραφέα να λυτρώσει, γι’ αυτό συνεχίζεται σαν φαύλος κύκλος και διαιωνίζεται, με τρόπο ειρωνικό, όπως οι μισητές προκαταλήψεις. Η μάχη του ποιητή-στρατιώτη, τόσο με τους δικούς του δαίμονες, που τον εκγυμνάζουν για το πόστο του «θηριοδαμαστή» στη συνέντευξη ‘Με τον ποιητή Όμικρον’, όσο και με τα σημεία των καιρών, με κάθε ποίημα ή βιβλίο, τον αναγκάζει να ξαναγυμνώνεται, να λερώνεται εκ νέου από τα απόνερα και τον βάλτο της μοναξιάς, μέσα στα όρια του κύκλου που χαράσσει ο ίδιος, του Όμικρον, στο σύμβολο δηλαδή του απείρου. Ο ‘ποιητής Όμικρον’ αποτελεί κατ’ εμέ προέκταση και αντανάκλαση μιας διαχρονικής, φαινομενικά εξημερωμένης, αλλά στην πραγματικότητα ανήσυχης γυναίκας, που δεν πετυχαίνει την κάθαρση ποτέ: στη σελ. 25 από το Ιερό Δοχείο διαβάζουμε για τη Σιγκάλ: «περίμενα και οι ώρες προχωρούσαν αργόσυρτα, τεράστια παχύδερμα, για να έρθει η ώρα να γράψω, να λυτρωθώ. Όμως ούτε η γραφή πια λυτρώνει». Ο ποιητής είναι εξ’ ορισμού καταδικασμένος, σαν άλλος Σίσυφος, ν’ ανεβοκατεβάζει τον βράχο της υπαρξιακής του αγωνίας, κλώθωντας στον αργαλειό το άχθος της μνήμης, υπό το φως του άσβεστου λυχναριού. Το Θεϊκό αυγό θα γίνει ασφαλής στέγη της αχαλίνωτης φαντασίας και της ευαισθησίας του: για την επώασή του δεν αρκούν εννέα μήνες, αλλά μια αιωνιότητα, που θα τον εξαντλήσει και θα τον παγιδεύσει στην περιδίνηση του κύκλου, γεννώντας, σαν τη Λερναία Ύδρα, όλο και καινούριες έδρες αναζήτησης ab ovo usque ad mala «από το αυγό ως τα μήλα» (έκφραση του Ορατίου που υποδηλώνει τον κύκλο των εδεσμάτων ενός ρωμαϊκού γεύματος), από την αρχή δηλ έως τέλους της Οδύσσειας του ποιητή.
Στην ποίηση, λοιπόν, της Κουτσουμπέλη ο εσωτερικός αγώνας του συγγραφέα διαδέχεται αυτόν του θηλυκού φύλου ως εξέλιξή του: οι ωδίνες της γυναίκας προβάλλουν ως υποτελείς της οδύνης ενός ποιητή: ο τελευταίος σῶμα γεννήσῃ μέγα (σε Σοφοκλή), μια γιγάντεια κορμοστασιά εκούσιας δημιουργίας, σε καταφανή αντίθεση με όλες τις ηρωίδες της Κουτσουμπέλη που καθίστανται ακούσια όργανα αναπαραγωγής. Η οντολογική ουσία της γυναίκας ενσωματώνεται σε αυτήν της ποιήτριας, μεταδίδοντας, σαν γύρη που μεταφέρεται από άνθος σ’ άνθος, τον σπόρο του μόχθου για τελείωση, προ των πυλών του τέλους: η αλληλοσυμπλήρωση της φαιάς ουσίας τους επιβεβαιώνεται στο ποίημα Πηνελόπη: «ό,τι ποίημα και να υφάνω έχει για κλωστές βελούδινες γυναίκες, που λάμπουν για λίγο στο σκοτάδι, πριν σβήσουν για πάντα στη σιωπή». Δύο μοτίβα-άξονες καθέλκουν τόσο τη συλλογή του Όμικρον όσο και το Ιερό δοχείο, η πηγή της ποίησης και η γυναικεία μήτρα, όπως επιβεβαιώνεται από τους στίχους της Μυστικής ζωής των ποιημάτων, όπου γίνεται νύξη στην αρχαία κοίτη, από την οποία «προέρχονται όλα τα ποιήματα», υποδεικνύοντας ίσως ταυτόχρονα πως από τα αρχαία κιόλας κείμενα τονίζεται ο αγώνας της γυναίκας. Τροφοδοσία μόνιμη της ποιητικής πορείας, μέχρι να αποφασίσει ο δημιουργός να σβήσει τον διακόπτη, θα είναι το αίμα, μία λέξη με ποιητικές συνδηλώσεις, αλληλένδετη με το αυγό. Στη Μητέρα-σάβανο διαβάζουμε: «Τώρα εδώ στην Κέρκυρα δεν έχω συγγενείς. … χαράζω με σουγιά το βράδυ τους καρπούς μου και αίμα συλλέγω σε δοχείο για να μπορώ μ’ αυτό να γράφω», στο Αυγό του Κρυστάλλη: «Στο αίμα μου επωαζόταν το φθισικό αυγό. … Δεν έζησα πολύ .. όμως τώρα πετώ περήφανα στων στίχων μου τις ράγες … σταυραετός στο άπειρο»: το παλίμψηστο της ποίησης υφαίνεται μεθοδικά από τη βιωματική εμπειρία, ο ποιητής Όμικρον, δημιουργείται μέσα από τον προσωπικό πόνο και την ακηδία εις βάρος του και δημιουργεί με πρώτη ύλη τη μνήμη, ευχάριστη ή επώδυνη: «Μην επιτρέψεις στη χειρουργό μνήμη τον ακρωτηριασμό. Πολύτιμα είναι και το κάρβουνο και το διαμάντι. Αφού ποτέ δεν είναι μόνο άνθρακας ο θησαυρός» (Τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα). Μια σχέση πάθους-μίσους, καθώς εκείνη πέρα από κινητήρια δύναμη της γραφίδας, είναι και βαρίδιο προς απώθηση στα πιο σκοτεινά σημεία του εγκεφάλου: Μαθήματα χειροτεχνίας: «Άρχισα κι εγώ να εκτελώ ασκήσεις λήθης, να συμπληρώνω αρκτικόλεξα με λάθος τα ονόματα των εκλιπόντων». Η γραφή αναθρέφεται σε ένα γοτθικό, αιματοβαμμένο παρασκήνιο, που φέρνει στον νου την εικόνα ενός αληθινού τοκετού ή ένωσης ζωών, όπως διαβάζουμε: Με τη γλύπτρια Αντιγόνη Ταυ: «25 αιμόφυρτα κεφάλια κολοκύθας», Στιγμιαίοι Συγγενείς: «Ίσως στιγμιαία κράση. Πως κάνει κάποιος μια τομή στο δάχτυλο και ενώνει το αίμα με άλλου αίμα;». Το κόκκινο χρώμα θα αλείφει την υπόσταση του ποιητή, μέχρι και τα «κόκκινα κουμπιά» του συγγραφέα Μπρουκς, που «φορούσε λευκό κοστούμι με κόκκινα κουμπιά και είχε το ένα χέρι βουτηγμένο σε γλυκό κεράσι». Άλλωστε, όπως διαβάζουμε στη Μυστική ζωή των ποιημάτων: «Όλα τα ποιήματα κυκλοφορούν στο αίμα», ενώ στο Νυχτερινό: «Μπορείτε, κύριε, να αιμορραγείτε και να γράφετε ταυτόχρονα;» και στο ποίημα Που πάνε οι ποιητές τις νύχτες: «Γιατί κυκλοφορούν με χέρια ματωμένα; Γιατί τα γράμματα που σκαλίζουν με κόπο στο χαρτί … αφήνουν μικρά κόκκινα χνάρια από αίμα;». Ο ποιητής πρέπει, όχι μόνο να προσαρμοστεί στο αντισυμβατικό κόκκινο μελάνι, αλλά να αντλεί δύναμη απ’ το τσιγάρο: «Κάπνιζα πάντα Κάμελ άφιλτρα» διαβάζουμε στη Μαρία Μαγδαληνή, «Τόνοι καφέ κι αμέτρητα τσιγάρα, ενώ ήξερε την ευαισθησία που είχε στον καπνό» (Ο θάνατος του συγγραφέα).
Οι πιο γόνιμες ώρες του θα είναι αυτές της νύχτας, όπου η αλύγιστη θέλησή του να «γεμίσει επιτέλους τα διάκενα των στίχων αλλά και της ψυχής του», όπως διαβάζουμε στο Μάθημα Δημιουργικής Μοναξιάς, θα ανατροφοδοτεί την αυπνία του: το ευφυές λογοπαίγνιο γίνεται στέγη στο διανόημα πως ο Όμικρον γεννήθηκε για τα δύσκολα, ν’ αντικρίζει στην αντανάκλαση του απείρου τις επινοήσεις του, που αδυνατούν ακόμη και ως ζευγαρωμένοι χαρακτήρες, ως Κύριος και Κυρία Μπρουκς, να επικαλύψουν ή συγκαλύψουν το αίσθημα μοναξιάς. Κάθε νύχτα η επάρατη ποίηση, επάρατη καθώς προκύπτει από ένα μολυσμένο ‘φυματικό’ αυγό, θα τον κάνει να «πετάγεται επάνω ξαφνικά, φορώντας μηχανικά λευκή ποδιά, για ν’ ανασύρει υλικά χειροτεχνίας», οι θύμησες θα ξεκλειδώνουν τα πολλά ένοχα μυστικά της Ντίκινσον και του Καββαδία, αλλά και τα ανεκπλήρωτα όνειρα-νάνους, που ζάρωσαν στους θύλακες του νου, στη μορφή ενός Πίτερ Παν ή του Τζακ, του «γίγαντα που δεν μεγάλωσε ποτέ». Αυτά εμφυτεύονται σταδιακά, και όχι κατακλυσμιαία, όπως το σπέρμα, στη μήτρα του δημιουργού, για να κατασκευαστεί το καλούπι της ποίησης. Στόχος η γλώσσα και το στόμα του ποιητή να ανοίξουν διάπλατα, σαν τέλεια κολπική διαστολή, διαρρηγνύοντας τις ραφές μέχρι και «στα βλέφαρα» της Έμιλυ Ντίκινσον. Η ποιητική άνδρωση θα γίνει ένα με το πετσί του, καθώς abeunt studia in mores, όπως διαβάζουμε στις Ηρωίδες (15.83) του Ρωμαίου ποιητή Οβιδίου, δηλαδή πρακτικές που κυνηγιούνται μάχιμα, μετατρέπονται σε έξη. Τα «τραύματα» θα ξαναραφτούν «με ανθεκτική κλωστή», μάλλον με ασυναγώνιστη χειρουργική ακρίβεια, όπως υποδηλώνεται στη συναισθηματικά φορτισμένη Απειλή, προκειμένου να βρει αγαλλίαση ο Όμικρον σε μια «βελούδινη», προς αντικατάσταση της φθαρμένης, πολυθρόνας του Καββαδία.
Υπό τις πιο αντίξοες, λοιπόν, συνθήκες, το στόμα του αρχικά αποσβολωμένου ποιητή-ελαφιού θα χαίνει σαν του λύκου, για να ξεστομίσει χειμαρρώδεις αλήθειες και να πολλαπλασιάσει επιτέλους τις «τέσσερις μόνον αράδες στην κόλλα τη λευκή», που τον κάνουν να νιώσει «τον τρόμο του κενού και να αισθανθεί μισός» (Η υπαρξιακή αγωνία του κύριου Σ.). Ξαφνιάζει στο μέσο της συλλογής, όπου γίνεται η έκθεση αυτή της ποιητικής θεωρίας της Κουτσουμπέλη, το μυθολογικό διάλειμμα της Ηλέκτρας για την ηθική αυτουργό της μητροκτονίας, εκδικήτρια του φόνου του πατέρα της. Γι’ αυτόν τον λόγο εντάσσω το ποίημα στον παρόντα θεματικό κύκλο, ερμηνεύοντας τον στίχο «Ο Ορέστης έψαχνε να βρει την Ιφιγένεια σε κάθε ελάφι που έτρεχε στο δάσος» ως νύξη στον νεόδμητο ποιητή ελάφι, που τον κυνηγά η Μούσα. Η δοκιμασία, όμως, του ανώνυμου ποιητή με τη σημειολογική μάσκα Όμικρον («όπως αναλύει ο κ. Ευριπίδης Ευριπίδου, το μηδέν, η αρχή των πάντων, της ζωής και της ποίησης, γιν γιανγκ, ένωση των αντιθέτων») είναι ν’ ανταπεξέλθει στην πρόκληση όχι μόνο της θαλασσοταραχής της ζωής του, αλλά και του ούριου ανέμου (Το Μυστικό Γράμμα του Νίκου Καββαδία: «Όχι, δεν φαίνεται στην τρικυμία ο καλός καπετάνιος. Η νηνεμία είναι η δοκιμασία»), όταν θα πέσει στη λίμνη, για να βαπτιστεί ποιητής. Ο ποιητής θα συγχρωτιστεί με τον Γκοντ και όλους τους ενοίκους, φίλους ή αγνώστους της πολυκατοικίας, της εργασίας, του κύκλου, της γειτονιάς του, για να σφυγμομετρήσει τη ζωή και να ετοιμαστεί για τον επώδυνο τοκετό, που θα μεταπλάσει την είσπραξη μέσω των αισθητηρίων της αλήθειας γύρω του, σε αληθοφανείς ιστορίες. Σαν επιτήδειος αίλουρος ακούραστα και επιτήδεια θ’ ακούει και ξεγλιστρά ανάμεσα από μνήμες δικές τους ή των άλλων, αποποιούμενος όμως την ταυτότητά του (Οι Πέντε Συμβουλές του Κώστα Καρυωτάκη: ‘Παραδεχτείτε τη φτώχια, την πνευματική σαν ένδεια, τη σύφιλη. Ποτέ όμως ότι είστε ποιητής. Θα υποφέρετε αιώνια»). Φουρτούνα και άπνοια θα εγκλωβίσουν τον ποιητή-ναυαγό σε έναν αέναο, άχρονο, αλλά και επικίνδυνο, χωρίς πειθαρχία κύκλο: «Έκαμα τον γύρο του κορμιού σου σ’ ογδόντα μέρες, όμως την τελευταία στιγμή το ιστιοφόρο έγειρε κι έχυσα όλο τον κουβά με τον χρόνο στο κατάστρωμα. Καλύτερα. Αφού όλοι γνωρίζουν ότι οι ποιητές αγνοούν κανόνες ναυσιπλοΐας και το σπίτι τους συγκρούεται πάντα τελικά με το παγόβουνο», διαβάζουμε στο Μυστικό Γράμμα του Νίκου Καββαδία.
Μάλιστα πρόκειται για μια πολύμορφη κατάτμηση του χαμαιλέοντα ποιητή, που μεταμορφώνεται από την εκδικητική Ηλέκτρα, στη φιλήσυχη μαθήτρια του Ιησού Μαγδαληνή, από τις αποδυναμωμένες Μάσσα, Όλγα και Ιρίνα (Οι Τρεις αδελφές), που είναι καταδικασμένες να ελπίζουν για μια έκπληξη που θα συνταράξει την καθημερινότητά τους, στον Ορφέα (Τα Τέσσερα και ένα βήματα του Ορφέα), ποιητή και μάντη, δεινό μουσικό, που καθυποτάσσει μέσω της λύρας το σύμπαν γύρω του. Μα αυτός, άλλωστε, δεν είναι ο στόχος της ποίησης; Να παρέμβει στις εικόνες γύρω μας, για να αλλάξει τους κανόνες του παιχνιδιού που διέπουν την ανθρωπότητα. Σαν άλλος Ορφέας, αλλά και εξισωτής των κοινωνικών διαφορών, επιδέξιος περιπατητής στα αγεφύρωτα χάσματα, ο Άλφα, Βήτα, Χι, Ψι, Όμικρον συγγραφέας, θα κινηθεί στο ίδιο μήκος κύματος με τον πλαϊνό του, στη «Μόνη γη που οι ψυχές συμπίπτουν» (Μόνη γη), για να γητεύσει τα δεινά, μεταξύ άλλων να βοηθήσει τη γυναίκα να ορθώσει το ανάστημά της. Μια γυναίκα που, αν και μειώνεται διαρκώς, μες το μικροκαμωμένο σώμα ενός άλλου Πήτερ Παν, θα μπορέσει ν’ ανοίξει τα βαριά φτερά της ελευθερίας της. Το αυγό της λυτρωτικής ποίησης εν τέλει θα καταστεί αντίβαρο στην γυναικεία αλλά και πανανθρώπινη καταπίεση.
Για να θεριέψει ο νεοσσός της δημιουργίας, τέμνεται με το άσβεστο πάθος, την άλλη όψη του ασκητή (Τα μυστικά και ψέμματα της Έμιλυ Ντίκινσον). Η πνευματική τελείωση του Όμικρον θα σμιλευτεί σε πορτρέτα (Το ροδάκινο του Βαν Κογκ, Ζωγράφος Μόντους), ρόλους, τολμηρά γλυπτά (Αντιγόνη Ταυ), όπου η ασυλία του θ’ αντιστέκεται στη λογοκρισία και θα παραχωρεί συνεντεύξεις, που θα κρατήσουν μια ζωή, όσο δηλαδή η συγγραφή πεζού και έμμετρου λόγου. Ο ασκητής-ναυαγός Όμικρον θα αναχαράξει με οξύμωρα, ποιητική αδεία, τα αναντίρρητα δεδομένα στον χάρτη της ιστορίας και της γραπτής παράδοσης: «Ναι κύριε σε πρόδωσα, μα μόνο γιατί η προδοσία ήταν η ουσία της αγάπης μου» διαβάζουμε στον Ιούδα, εξαναγκάζοντας τους χαρακτήρες «σε πράξεις ασύμβατες με την αληθινή τους φύση», όπως δηλώνεται στον Θάνατο του συγγραφέα, «Μόνη λοιπόν θα διεκπεραίωνα την πράξη …. τώρα που τόσο πολύ της έμοιαζα μπορούσα πια να τη σκοτώσω», ξεστομίζει η Ηλέκτρα: Φαίνεται πως εδώ η Κουτσουμπέλη ποθεί να σβήσει, αντικαθιστώντας το δολοφονικό χέρι του Ορέστη, τα τεκμήρια ύπαρξης της Κλυταιμνήστρας, η οποία αποδομεί την ταυτότητα της μάνας-ηρωίδας-επαναστάτριας, που εξαίρει στα γραπτά της. Ποιος είπε, όμως, πως η ανασύνταξη του κόσμου είναι εύκολη υπόθεση; Τι αστεία και κούφια ηχεί η Απειλή του Όμικρον πως θα τα παρατήσει!: «Ο ενεχυροδανειστής μου είναι ίσκιος ψηλός φοράει πάντα μαύρο, πλατύγυρο καπέλο, έτοιμος να σε αγοράσει με κάθε κόστος να μου δώσει τα κλεμμένα»: η ποίηση έκλεψε τη ψυχική νηνεμία του Όμικρον, όμως χωρίς αυτήν θα κατέληγε σαν το κολοβό δεξί χέρι του Κάπτεν Χουκ και τη φαινομενικά απειλητική λαμπάδα του μετάλλου, που προτασσόταν στους εχθρούς στη Χώρα του Ποτέ. Αυτό το πληγιασμένο χέρι ποτέ δε θα το βάλει κάτω, σαν την μάνα-τροφό που εξυμνείται στην ποίηση της Κουτσουμπέλη.
Όταν κάθε βιβλίο θα τελειώνει, θα ενσταλάζει νέα αβυσσαλέα μοναξιά και υπαρξιακή αγωνία, την οποία θα αντέχει με αξιοπρέπεια. Στο ποίημα Επίλογος της συλλογής Το σημείωμα της οδού Ντεσπερέ αναρωτιέται η ποιήτρια «-Και τώρα; -Τώρα είσαι μια συλλογή ποιημάτων που τελειώνει». Το έργο, αφού απορροφήσει όλο το νερό της φαντασίας του συγγραφέα, θα παραδίδεται προς επεξεργασία στον λογισμό και το θυμικό του αναγνώστη, νέου διαδόχου της εξουσίας του ποιητή, που πιέζεται προς παραίτηση: «Ο συγγραφέας έπρεπε να πεθάνει. Ας έπαιζε ο Αναγνώστης τον ρόλο του» (Ο Θάνατος του Συγγραφέα). Η ευθύνη της «μεταμόσχευσης» της καρδιάς των ηρώων, που σαν τα αγάλματα της Αντιγόνης Ταυ θα «ζουν επτά ζωές», μετατίθεται σ’ αυτόν, για τον οποίο προοριζόταν όλη η βάσανος της σκέψης και των κενών σελίδων: «-Μερικοί σας κατηγόρησαν ότι τα πρόσωπα από τα οποία πήρατε συνέντευξη ήταν στην πραγματικότητα ανύπαρκτα. -Τα πρόσωπα είναι απολύτως υπαρκτά. Αν κάποιος είναι ανύπαρκτος, αυτός φοβάμαι αγαπητέ μου ότι είμαι μόνον εγώ» διαβάζουμε στη Συνέντευξη με τον δημοσιογράφο των προηγούμενων συνεντεύξεων. «Ας σκιστούν όλες οι σελίδες του απάνθρωπου αυτού βιβλίου, στο οποίο είμαι μεν μια συγγραφέας, αλλά όχι η συγγραφέας του» (Οι μικρές κυρίες της Λουίζα Μέι Άλκοτ): το πόνημα που συγκρότησε ο Όμικρον από τις φωνές και ζωές του κόσμου που ιχνηλάτησε, κληροδοτείται χωρίς διεκδικήσεις «πνευματικών δικαιωμάτων». Βέβαια, με μια δεύτερη ανάγνωση η φορτισμένη αποποίηση των γραπτών μπορεί να σχετίζεται στο τελευταίο χωρίο και στα προηγούμενα με τη νύξη πως η ποίηση δεν είναι πάντα (αυτό)βιογραφική, όπως θεωρήθηκε για το μυθιστόρημα της Άλκοτ. Άλλωστε, η ποίηση προσφέρει τη δυνατότητα να υποδύεται ο συγγραφέας πολλαπλά πρόσωπα, στα οποία απεκδύεται νοερά την ταυτότητά του: «-Ο αγαπημένος σας ρόλος; -Η Άλλη. Μόνο που πάντα ξεχνώ τα λόγια» (Με την ηθοποιό Μάγια Πιν).
Το καρμικό ζεύγος συγγραφέα-αναγνώστη, αλλά και δίπολο από τη μια του δημιουργού ως ενιαία μονάδα με τους ήρωές του και του αποδέκτη τους από την άλλη, αμφότερα θεμέλιοι λίθοι της γραφής, θα μπορούσαν να οριστούν ως κτίση το ένα σκέλος και ερμηνεία το δεύτερο: αυτά αντιπροσωπεύει το δυαδικό σύστημα, που διέπει τη συλλογή: «Τα φρύδια δύο κούφια μακαρόνια … τα μάτια δυο κομμάτια αλουμινόχαρτο» (Μαθήματα χειροτεχνίας), «Δύο αυγά στο αλεύρι» (Τα κουλουράκια της Σύλβιας Πλαθ), «Οι αδελφές μου είναι δυο. Η μια ζει σε βάρος της άλλης. Όταν γεμίζει η μία, η άλλη αδειάζει. Όταν ξεσκίζει η μία, η άλλη ράβει. Οι αδελφές μου είναι δυο. Η εξής μία. Τη λένε Αυγούστα. Αδελφή και Ερωμένη μαζί» (Οι πτηνόμορφες αδελφές του Λόρδου Μπάιρον), «Θεανώ, δώρο του θεού μου … μικροί κλώνοι που άλλοι φορούν το κεφάλι σου κι άλλοι το δικό μου ως καρχαρίες θα κυκλώνουν» (Το μυστικό γράμμα του Καββαδία), «Όταν ο Κύριος Μπρουκς επινόησε την κυρία Μπρουκς χάρηκε πολύ. Όσο, λοιπόν έξω στάλαζε αργά ο χρόνος, κάποιος καθισμένος σε γραφείο … είχε επινοήσει και τους δυο κι ακόμη ένιωθε μισός» (Μάθημα δημιουργικής μοναξιάς), «Στο ισόγειο ζω με έναν σύζυγο μισό καναρίνι, το άλλο μισό είναι μονίμως στο στόμα της σιαμέζας γάτας που κοιμάται στο σαλόνι και δύο δίδυμα παιδιά» (Ο κύριος Γκοντ και οι λοιποί ένοικοι). Ο αγώνας σκυταλοδρομίας ανάμεσα σε πομπό-δέκτη θα παύσει άδοξα, με μεγάλο κόστος, όταν «Τόσο αυθαίρετα θα εξαλείψει κι εμάς ο Μέγας συγγραφέας που μας επινόησε», όπως διαβάζουμε στην Υπαρξιακή αγωνία του κύριου Σ., όπου πάλι αναγράφεται με κεφαλαία γράμματα ο εμφυσητής της γραφής, μια δύναμη ισάξια με τον Θεότητα στο Ιερό δοχείο, που κινεί τα νήματα στην περιπέτεια της κοσμογονίας και υπερκεράζει εδώ τον λογοτέχνη-υποτακτικό του. Έτσι όπως αναπάντεχα γέννησε τον ποιητή η Μούσα, έτσι αυθαίρετα θα τον αφανίσει, μετά τα τόσα χρόνια της πιστής του καθυπόταξης, στραγγίζοντας όλο το μελάνι του μυαλού του, όχι όμως σε θέση να σιωπήσει τις φωνές των χαρακτήρων που άφησε πίσω του.
Όπως οι θηλυκές πρωταγωνίστριες της ποίησης της Κουτσουμπέλη παλεύουν ν’ αντικρούσουν τ’ αλλεπάλληλα χτυπήματα της ηθικής τους ακεραιότητας, έτσι μοχθεί ο ποιητής να επικρατήσει νυχθημερόν σε μια κατάσταση αξιοπρεπούς βιωσιμότητας, και όταν έρθει το τέλος του, ο άμουσος πλέον Όμικρον προδίδεται σαν τη Μαρία Μαγδαληνή «στο Τελευταίο δείπνο». Ο συγγραφέας γυρίνος που ανδρώθηκε με νερό και αίμα θα κλωθογυρίζει στον νου του τη μεγαλύτερη αγάπη της ζωής του, που διατυπώνεται αντικομφορμιστικά, διά στόματος του Ιούδα: «Κανείς, όμως, τόσο μαύρα, τόσο βελούδινα, τόσο βαθιά, τόσο παράφορα κρυφά σαν εμένα δεν σ’ αγάπησε, ώστε να γίνει πιόνι στο προαποφασισμένο σχέδιο να υποστεί την πύρινη σφραγίδα στο μέτωπο …». Η Κουτσουμπέλη, άλλωστε, είχε προειδοποιήσει στον Ορφέα: «Τη λύπη που νοτίζει τις κουρτίνες μην επιχειρήσεις πρώιμα να στεγνώσεις. Άφησέ την να σε διαπεράσει ολόκληρο, να στάζεις». Όταν, όμως, η δοκιμασία της εξαντλητικής συγγραφής, που ομοιάζει με την επώδυνη απάντληση της αιμοδοσίας, φθάσει στο τέρμα, θα στεγνώσει το αίμα στα ξύλα-φέρετρα τόσο του δημιουργού όσο και του τέκνου-προδότη.
Η δαμόκλειος σπάθη, που επικρέμαται στη συλλογή, κόβει βίαια τον λαιμό του ποιητή, όταν διατυπωθεί δυναμικά προς το τέλος της, στην Απειλή πως «θα κλείσω τον αναμμένο φούρνο … θα κόψω την κυκλοφορία σου στις φλέβες μου και μετά χωρίς αίμα, χωρίς μελάνι, χωρίς χαρτί και μολύβι θα ισορροπήσω». Κατά την άποψή μου, όμως, κάθε ελάφι-ποιητής ανάμεσά μας, θα συνεχίζει μέχρι να κλείσει τα μάτια του να πίνει νερό, αφού διαφορετικά, όπως δηλώνεται στο ποίημα Η Γυμνή μοναξιά του ποιητή Όμικρον «Όταν όλα είχαν τελειώσει στο χαρτί, πόσο γυμνός ένιωσε ο ποιητής Όμικρον … ορφανός, όπως κάθε ποιητής πριν και μετά χωρίς συγγενείς εξ αίματος, εξ αγχιστείας ή γραφής, Αδάμ που η φωνή διώχνει από τον κήπο». Ως μέσο μετάδοσης των ιδεών του, όσο ανθίζει ο ποιητής, δεν θα ευδοκιμήσουν «τα ταχυδρομικά περιστέρια» του Ορφέα, αλλά επαυξάνοντας στη συμβουλή του Καρυωτάκη «Αποφύγετε τις επιστολές» και στη ρήση της Νέλε στο Ιερό δοχείο (σελ. 28) «Ναι μεν τα γαλόπουλα είναι πολύ έξυπνα, αλλά τα περιστέρια είναι πιο ελαφρά και ανθεκτικά», ο άμεσος ψίθυρος του ποιητή στην καρδιά του αναγνώστη θα βροντήξει πιο δυνατός από τους κεραυνούς του Δία, προτού τα μουσκεμένα ποιήματα «διαλυθούν στην κοσμική νύχτα» του επιλόγου της συλλογής. Η ποίηση είναι μια ανενεργή χειροβομβίδα, που θα απασφαλιστεί στα χέρια του κατάλληλου αναγνώστη, ο οποίος θα αποκρυπτογραφήσει την ψυχή του συγγραφέα. Μετά τις αποκαλύψεις, η οικειότητα είναι ανέφικτη: «Αν δεις στον δρόμο σου ποίημα γνωστό μην το χαιρετήσεις. Προσποιήσου ανωνυμία, κάνε πως δεν το ξέρεις» (Μυστική ζωή των ποιημάτων).
(*) Η Μαρία Δέσποινα Ράμμου είναι Διδάκτωρ Κλασικής
Φιλολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Χλόη Κουτσουμπέλη, Η Γυμνή Μοναξιά του Ποιητή Όμικρον, Πατάκης