της Όλγας Σελλά
Δεν θα είναι ένα κριτικό κείμενο, όπως συνήθως, αυτό που θ’ ακολουθήσει. [Γνωρίζω ότι είναι αντιδεοντολογικό, στη δημοσιογραφία, να ξεκινούν κείμενα με τη λέξη «δεν». Αλλά μερικές φορές χρειάζεται να δηλωθεί η έμφαση με μια άρνηση]. Θα είναι, απλώς, η προσπάθεια να μοιραστώ μαζί σας την απόλαυση, τη συγκίνηση, τις σκέψεις που δημιουργήθηκαν και τη μαγεία που νιώσαμε όσοι είδαμε την παράσταση «Περιμένοντας τον Γκοντό», του Σάμιουελ Μπέκετ στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση. Η παράσταση στη Στέγη, ένας σταθμός στην παγκόσμια περιοδεία της παράστασης που συνεχίζεται, ολοκληρώνεται την Κυριακή 19 Μαΐου, και μάλλον είναι εξαιρετικά δύσκολο να υπάρχουν διαθέσιμα εισιτήρια. Δείτε, λοιπόν, αυτό το μοίρασμα, σαν ένα κρυφοκοίταγμα, σαν μια μικρή γεύση, από μια κορυφαία παράσταση.
Το «Περιμένοντας τον Γκοντό» το έχουμε δει όλοι αρκετές φορές, -γιατί ποτέ δεν έπαψε να αγγίζει το αδιέξοδο, αλλά και την προσμονή των ανθρώπων. Όμως όλοι, μετά το τέλος της παράστασης, νιώθαμε ότι το βλέπουμε και το προσεγγίζουμε πρώτη φορά, με τον τρόπο που το φώτιζε, το ξαναζωντάνεψε, το ξαναχάρισε στο κοινό ο σκηνοθέτης Θεόδωρος Τερζόπουλος σε μια παράσταση υψηλού στοχασμού και άψογου σκηνικού αποτελέσματος, που ανέδειξε γενναιόδωρα και ιδιαίτερα όλα τα στοιχεία αυτού του καθηλωτικού, διαχρονικού, σπουδαίου έργου. Ένα έργο που γράφτηκε το 1948 με κεντρικό άξονα το «τίποτα», τη διάρκεια, το χρόνο, την προσμονή, το δέος, το φόβο και το κενό: το κενό των σχέσεων, το κενό των επιθυμιών, των ιδεών, των αναζητήσεων. Ένα έργο που ασφαλώς μεταφέρει, με τον τρόπο του Μπέκετ, το ζόφο, αλλά και την ελπίδα μετά τον Β Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ιστορία του «Περιμένοντας τον Γκοντό» είναι πασίγνωστη: δύο ταπεινοί κλοσάρ, Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, φορώντας ταλαιπωρημένα, κουρελιασμένα ρούχα, περιμένουν δίπλα σ’ ένα δέντρο, κάποιον που δεν έρχεται ποτέ. Τον Γκοντό. Δεν ξέρουμε ποιος είναι ο Γκοντό, δεν ξέρουμε τι προσδοκούν από αυτόν. Ξέρουμε μόνο ότι περιμένουν και προσδοκούν. Στο διάστημα αυτής της αναμονής άλλοι τρεις άνθρωποι φτάνουν εκεί, που επίσης ποτέ δεν θα μάθουμε αν ήρθαν πραγματικά ή αν ήρθαν στο όνειρό του Βλαδίμηρου ή του Εστραγκόν. Ο Πότζο, ένας σκληρός και αυταρχικός άνθρωπος που φέρεται φρικτά τον δούλο του, τον Λάκυ, και ένα αγόρι…
Ο Θεόδωρος Τερζόπουλος, που υπογράφει σ’ αυτή την παράσταση τη σκηνογραφία, τους φωτισμούς και τα κοστούμια, έστησε αντί για δέντρο έστησε στην άκρη της Κεντρικής Σκηνής της Στέγης ένα μπονζάι. Η ελπίδα μπορεί να είναι και τόση δα… Και οι δύο φίλοι που περιμένουν, βρίσκονται εγκιβωτισμένοι σ’ ένα τετράγωνο κουτί, που χωρίζεται από έναν φωτεινό σταυρό. Ακούγονται ήχοι σειρήνων πολέμου και βόμβες που πέφτουν. Οι πλευρές αυτού του σταυρού ανοίγουν είτε προς τα πάνω και προς τα κάτω είτε προς τα δύο πλαϊνά. Και στο πρώτο του άνοιγμα βλέπουμε τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν, που ενσάρκωσαν με τον πιο γοητευτικό, ποιητικό και γήινο τρόπο ο Enzo Vetrano και ο Stefano Randisi, πραγματικά σαν αγάλματα από κάποια ζωφόρο, να είναι ξαπλωμένοι, να γελάνε με την καρδιά τους («Κανείς δεν τολμάει πια να γελάσει», λένε), να χαϊδεύει ο ένας τον άλλον με μια απλόχερη, γήινη, παιδική τρυφερότητα και με μια ατόφια χαρά απολαμβάνουν το «τίποτα». Γιατί δεν κάνουν τίποτα, δεν έχουν τι να κάνουν, απλώς περιμένουν. «Δεν θα κάνουμε τίποτα. Είναι πιο ασφαλές». Και για να έχει ενδιαφέρον η συνύπαρξη, δημιουργούν διαφωνίες, τσακώνονται, και μετά πάλι χορεύουν, πάλι γελάνε, και μετά λένε ότι πρέπει να χωρίσουν οι δρόμοι τους. Η πάλη με τον άλλον, η πάλη με τον εαυτό. Και τότε εμφανίζεται ο Πότζο, ένας σκληροτράχηλος άνθρωπος, βίαιος, αυθάδης, σκληρός –η προσωποποίηση της βίας και του πολέμου- που χρησιμοποιεί για υποζύγιο τον δούλο του, τον Λάκυ (τι ειρωνεία το όνομά του!).
Βλέπουμε ξανά αυτή την ιστορία, και η μουσικότητα της ιταλικής γλώσσας σαν να ανέδειξε περισσότερο την ειρωνική και παιγνιώδη διάθεση του κειμένου. Και ξανακούμε τις λέξεις μία μία, και –όπως το λέει ο Μανόλης Αναγνωστάκης- «σαν πρόκες καρφώνονται» καθεμιά τους. Και είναι και η μουσική του Παναγιώτη Βελιανίτη που συνομιλεί με καθεμιά από τις λέξεις του κειμένου, με καθεμιά από τις εικόνες της παράστασης, με την τρυφερότητα ή τη σκληρότητα της κάθε στιγμής της.
Πολιτικό, μεταφυσικό, τρυφερό, ανθρώπινο, μελαγχολικό, φιλοσοφικό: όλα τα στοιχεία του έργου εικονοποιήθηκαν και αποδόθηκαν στην παράσταση του Θεόδωρου Τερζόπουλου με στοχαστικό και θεατρικό τρόπο, με τον τρόπο του Τερζόπουλου πάντα. «Μήπως είμαστε σ’ ένα μέρος που το λένε ‘Η σκηνή’»;, αναρωτιούνται οι δύο φίλοι. Το θέατρο, η ιστορία, το παιχνίδι, ο άνθρωπος, ο χρόνος –ο φίλος κι ο εχθρός. «Θα πάψετε να με τυραννάτε με τον καταραμένο χρόνο σας;» Και αυτή η διάσταση της ζωής –η σύντομη, η μακρά, η μονότονη, η απρόβλεπτη-, συνοψίζεται σε μια συγκλονιστική φράση του κειμένου: «Οι μανάδες γεννάνε καβάλα σ’ έναν ανοικτό τάφο»…
Ξανακοιτάζω τις φωτογραφίες της παράστασης, ξαναδιαβάζω τις σημειώσεις μου και βλέπω τις σκηνές μπροστά μου. Τις τρυφερές, τις αποτρόπαιες, τις ελπιδοφόρες, τις απελπισμένες, τις εικαστικές, τις θεατρικές. Όλα είναι σ’ αυτό το έργο. Όλα ήταν σ’ αυτή την παράσταση.
Η ταυτότητα της παράστασης
Copyright: Editions de Minuit, Μετάφραση στα ιταλικά: Carlo Fruttero, Σκηνοθεσία, Σκηνογραφία, Φωτισμοί & Κοστούμια: Θεόδωρος Τερζόπουλος, Μουσική: Παναγιώτης Βελιανίτης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Μιχάλης Τραΐτσης, Βοηθός εκγύμνασης ηθοποιών: Giulio Germano Cervi, φωτογραφίες: Johanna Weber.
Παραγωγή: Emilia Romagna Teatro (ERT) / Teatro Nazionale, Fondazione Teatro di Napoli – Teatro Bellini
Παίζουν (αλφαβητικά): Paolo Musio, Stefano Randisi, Enzo Vetrano και Rocco Ancarola, Giulio Germano Cervi