Ανθρωπομορφικά θραύσματα και θραυσματομορφικοί άνθρωποι (του Δημήτρη Σαραφιανού)

0
161

του Δημήτρη Σαραφιανού

Ζούμε σε μια περίοδο που διαρκώς επαναστατικοποιεί παραγωγικά μέσα και παραγωγικές σχέσεις και αποδομεί τις παλιές βεβαιότητες και κοινωνικούς δεσμούς, που επέτρεπαν να προσδώσουμε νόημα στη ζωή μας. Η σταθερότητα της παλιάς αγροτικής παραγωγής και των συντεχνιών που υποτασσόταν σε μια ιεραρχική δομή, καθαγιασμένη από το θεό και την εκκλησία, έχει προ πολλού ξεθεμελιωθεί. Μετά τον θάνατο των παλιών θεών, το άτομο βρίσκεται στο προσκήνιο ως υποκείμενο, πλην όμως στέκει γυμνό και έρμαιο κοινωνικών δυνάμεων που δεν μπορεί να ορίσει. Καταγράφεται έτσι μια εγγενής αντίφαση του Διαφωτισμού: από τη μια επικαλείται την υπέρβαση της άγνοιας, από την άλλη λειτουργεί σε ένα πλαίσιο που κατακερματίζει, θραυσματοποιεί τα υποκείμενα και τα αναμορφώνει, όχι στην προοπτική της δημιουργίας αλλά στην προοπτική του κέρδους ή της ηγεμονίας ή –οριακά, όταν πλέον δεν χρησιμεύουν– της περιθωριοποίησης και της εξόντωσης. Πολλώ δε μάλλον σήμερα, στη μετανεωτερική συνθήκη της εποχής μας, που έχει ως υλικό υπόστρωμα όχι μόνο τις ήττες των κοινωνικών κινημάτων αλλά και τον κατακερματισμό των μεγάλων επιχειρησιακών μονάδων και την επέκταση της ψηφιακής παραγωγής και αναπαραγωγής, που εθίζει στην εξατομικευμένη πρακτική της οθόνης και του πληκτρολογίου.

Το θραύσμα έχει μια διττή φύση. Είναι αντικείμενο της θραύσης, αλλά και υποκείμενο του πόνου της θραύσης. Είναι ο αψευδής μάρτυρας του τραύματος, που υπομνήσκεται μέσω της αναπαράστασης του θραύσματος. Ο μάρτυρας της στιγμής του πραγματικού, που θεωρητικά δεν γίνεται να αναπαρασταθεί, που δεν γίνεται να τη μοιραστεί κανείς και όμως είναι εδώ και μοιραζόμαστε τη μνήμη της, γιατί όλων μας η ζωή γυρίζει γύρω από την προσπάθεια διαχείρισης αντίστοιχων τραυμάτων. Γι’ αυτό και ναι, μπορεί να αναπαρασταθεί. Άλλωστε το θραύσμα αποτελεί μεν μέτρο του χρόνου, σημάδι της ιστορίας, δεν είναι όμως άχρονο. Γίγνεται, λειαίνεται, η μνήμη του (το) λειαίνει. Μπορούμε λοιπόν να το προσεγγίσουμε, να επικοινωνήσουμε μαζί του, γιατί πέρα και έξω από μας υπάρχει το αντικειμενικό επικοινωνιακό πεδίο που διαμορφώνει το κοινωνικό σύστημα, η πολιτιστική ιστορία και οι κοινές ιδεολογικές πρακτικές της αγανάκτησης, της αγωνίας, εντέλει της κραυγής.

Ακόμα και στην περίπτωση του παστίς, της συρραφής λογοτεχνικών θραυσμάτων, που προσδίδουν νέο νόημα, το οποίο θεωρείται χαρακτηριστικό παράδειγμα μεταμοντέρνας λογοτεχνικής πρακτικής, η πρόσδοση νέου νοήματος προϋποθέτει τις προϋπάρχουσες αναφορές στις οποίες αυτό βασίζεται, προϋποθέτει την επικοινωνιακή κοινότητα. Ακόμα και όταν το νέο νόημα είναι ανοιχτό, προκειμένου ο αναγνώστης ή ο θεατής να προσδώσει τη δική του νοηματοδότηση, ακόμα και όταν δημιουργείται μια νέα γλώσσα και πάλι όλα αυτά παράγονται εντός μιας συγκεκριμένης γλωσσικής, πολιτιστικής και ιστορικής συγκυρίας, όπως αποδεικνύει και η περίπτωση της Αγρύπνιας των Φίνεγκαν του Τζόυς, για το χαρακτηρισμό της οποίας ως μοντέρνας ή μεταμοντέρνας συνεχίζεται η διαμάχη ακόμα και σήμερα. Άλλωστε, η πρόθεση να παραμείνει ανοιχτή η νοηματοδότηση προς τον αναγνώστη ή τον θεατή ήταν χαρακτηριστική και των μοντερνιστών δημιουργών που άφηναν άτιτλα τα έργα τέχνης.

Το θραύσμα υποδηλώνει έναν προϋπάρχοντα δεσμό, πλην όμως η ανασύσταση του θραυσμένου δεν οδηγεί στην αποκάλυψη της αλήθειας αλλά, μέσω της προσπάθειας ανακάλυψής της, στη διαμόρφωση μιας νέας αλήθειας. Δεν μπορεί, λοιπόν, η ανασύσταση να πραγματοποιηθεί με μια βίαιη ανασυγκόλληση, ή με μια γραφειοκρατική ταξινόμηση, αλλά με μια νέα πρόταση ανάγνωσης που διατηρεί την αυτοτέλεια του θραύσματος. Ποιος είναι, άλλωστε, το θραύσμα που θα αυτοανακηρυχθεί ως υποκείμενο της ανασύστασης, χωρίς να υπολογίσει αυτά που προτείνουν τα θραύσματα-αντικείμενα; Το μαζί μετά τη χρεωκοπία του ντετερμινισμού δεν μπορεί να προκύψει μέσα από την υποταγή στην κανονιστικότητα ενός υποκειμένου, αλλά μέσα από τη διαμόρφωση ενός πεδίου επικοινωνιακών προτάσεων που συνεγείρουν το εμείς σε αγωνιστική διέξοδο.

Αλλά και αν προσεγγίσουμε τα θραύσματα ως υποκείμενα, αυτά δεν μπορούν να ανασυσταθούν, να επιστρέψουν σε ένα ειδυλλιακό παρελθόν πριν το τραύμα. Μπορούν μόνο να ριχτούν μπροστά διεκδικώντας το μέλλον. Ή, όπως θα ήθελε ο μεταμοντέρνος νεοφιλελευθερισμός, να καθίσουν στ’ αυγά τους γιατί δεν μπορούν να κάνουν τίποτε άλλο από το να αποτελούν αντικείμενο διαχείρισης. Η χαρούμενη στιγμή της αναγνώρισης των θραυσμάτων μεταξύ τους ως υποκειμένων είναι η στιγμή που η υπόσχεση μιας νέας ολοκλήρωσης γεννά την ελπίδα, χωρίς όμως βεβαιότητα. Δεν αξίζει κανείς να προσπαθήσει να συνδιαμορφωθεί σε μια καινούργια ολότητα; Κι αν μια χελώνα δεν μπορεί να περάσει την Πειραιώς, όπως σωστά έλεγε ο Γιώργος Λαζόγκας, πολλές μαζί δεν μπορούν να σταματήσουν την κυκλοφορία;

Ας έρθουμε τώρα στο πώς αντιμετωπίζει το έργο του Πάνου Σαραφιανού αυτά τα ερωτήματα. Στα «μαύρα» έργα της περιόδου 1960-1965, ο Σαραφιανός, εκκινώντας από το τραύμα της κατοχικής και μετεμφυλιακής Ελλάδας, καταγράφει την υπαρξιακή στιγμή του τραύματος πέρα από χρονικά και τοπικά όρια. Οι κραυγές του δεν είναι μεταφυσικές κραυγές ολόκληρης της φύσης, όπως ήταν η κραυγή του Μουνχ. Είναι η κραυγή του ανθρώπου στην αγωνία του απέναντι στην αδικία, την καταπίεση, στο αβέβαιο μέλλον που προδιαγράφεται γι’ αυτόν και την οικογένειά του. Και εδώ, μέσα στις δίνες, στις οποίες βυθίζονται τα πρόσωπα του δράματος, καλούμαστε να εμβυθιστούμε κι εμείς, όχι απλά για να συμπάσχουμε αλλά για να αναζητήσουμε τον δημιουργικό χορό της διεξόδου από τη στιγμή του τραύματος, αλλά και από τις αιτίες που γεννούν αυτές τις στιγμές. Διέξοδος που καταυγάζεται στα έργα της περιόδου 1967-1968, στα ανθρωπομορφικά σινιάλα ενός άλλου κόσμου. Εκεί, όπου η εμβύθιση μας οδηγεί στη διαμόρφωση νέων διυποκειμενικών ταυτοτήτων, αφού το κάθε έργο, διατηρώντας ακέραια την προσωπικότητά του, ενώνεται με τα υπόλοιπα έργα μέσω των ριζωμάτων και των αιμορραγιών και μέσω αυτής της ένωσης μας εκτοξεύει στον ουρανό.

Γιατί το διακύβευμα για τον Σαραφιανό δεν ήταν να παραμείνει ο θεατής εξωτερικός παράγων της καλλιτεχνικής δημιουργίας, αλλά να συμμετέχει ο ίδιος στην παραγωγή του καλλιτεχνικού έργου, να ξαναβρεί, δηλαδή, ο στερημένος από τα μέσα παραγωγής του άνθρωπος την ικανότητα να δημιουργεί ολιστικά και να χαίρεται το προϊόν της δημιουργίας του. Και βέβαια, αυτή η δημιουργία έπρεπε, για τον Σαραφιανό, να πραγματοποιηθεί συλλογικά, συνδημιουργικά, έξω στη φύση, με σεβασμό στη φύση και στις ανθρώπινες ανάγκες, για να διαμορφωθούν νέοι αξιοβίωτοι χώροι και νέοι αξιοβίωτοι τρόποι ζωής. Αυτό ήταν και αυτό είναι το όραμα του Λόφου: ένα τεράστιο «ναι» στην ελεύθερη συλλογική δημιουργία, ένα τεράστιο «ναι» στη ζωή.

Μαίρη Χατζηνικολή-Σαραφιανού και Πάνος Σαραφιανός

* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη, όπου φιλοξενείται μέχρι τις 30 Ιουνίου 2024 η έκθεση «Πάνος Σαραφιανός – Μαίρη Χατζηνικολή: Η τέχνη ως κοινό δώρο», καθημερινά εκτός Δευτέρας, 18.00-21.00. Το παραπάνω κείμενο αποτελεί την εισήγησή του στην εκδήλωση με θέμα «Τραύματα, θραύσματα και ριζώματα στη σύγχρονη τέχνη και ζωή», που πραγματοποιήθηκε στον «Λόφο».

Προηγούμενο άρθρο«Κι αν ο Θεός βαρέθηκε κι έφυγε;», για το Εκεί Που Το Κακό Παραμονεύει, του Ντέμιαν Ρούγκνα (του Μανώλη Γαλιάτσου)
Επόμενο άρθρο«Λειψυδρία»: Θραύσματα μιας ιστορίας των γυναικών στη μεταπολεμική Ελλάδα (της Ευγενίας Σηφάκη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ