της Βίκυς Σταυροπούλου
Γεννημένος στην πιο λογοτεχνική χώρα του κόσμου, ο Αντρέι Πλατόνοφ απεβίωσε στις 5 Ιανουαρίου (1899-1951) έχοντας γράψει τη δική του ιστορία με τη ζωή και την τέχνη του. Είχε αυτή την τύχη ή και ατυχία ν’ αποκατασταθεί – έγινε δηλαδή παγκόσμια γνωστός – στις ημέρες μας. Ξεκίνησε την βιβλική του περιπέτεια με την άνοδο του σταλινισμού κι εδώ βλέπουμε μια σημασιολογική έννοια, (απεβίωσε λίγους μήνες πριν τον Ι. Στάλιν), δηλαδή μεταφυσικού περιεχομένου στη μετά θάνατον αναγνώριση. Στον γνήσιο μάρτυρα της εποχής του Α. Πλατόνοφ ταιριάζει γάντι το «πάλιν ερχόμενον μετά δόξης…»
Άλλωστε η λογοτεχνία, η λόγια έκφραση, ο Λόγος τουτέστι σχετίζεται άμεσα με την υστεροφημία, την αθανασία της ψυχής, εντέλει τη μεταφυσική ή και την παγανιστική περιπέτεια, όπως είδαμε στην εξαιρετική ταινία του Ρ. Πολάνσκι «Ένατη Πύλη», με ήρωα κάποιο βιβλιόφιλο συλλέκτη σπάνιων εκδόσεων, που καταδιώκεται από τις δυνάμεις του Κακού, έργο βασισμένο σε ένα «βιβλίο με θέμα άλλα βιβλία» (αντίτυπα που μεταξύ τους διαφέρουν). Περίπου το ίδιο στόρι έζησαν στο πετσί τους οι ερευνητές του Ινστιτιούτου Παγκόσμιας Λογοτεχνίας της Μόσχας, όταν κλήθηκαν να συγκεντρώσουν τα πολυπληθή κι ενίοτε αλληλοσυγκρουόμενα αρχεία του μόνου ολοκληρωμένου μυθιστορήματος του συγγραφέα, ώστε να παρουσιάσουν τη σπάνια έκδοση του «Τσεβενγκούρ» πρόσφατα. Εν προκειμένου, σημειώνουμε πως η πρώτη ρωσική έκδοση του βιβλίου, την εποχή που γραφόταν στα 1926-1929, ακυρώθηκε ως εκ θαύματος τις παραμονές της έκδοσης, όταν το τυπογραφείο υπέστη επίθεση και ολοκληρωτική καταστροφή, κι ενώ το βιβλίο είχε στοιχειοθετηθεί. Αλλά ήδη προηγούμενα τμήματά του είχαν προλάβει να δουν το φως της δημοσιότητας στον περιοδικό τύπο των ημερών εκείνων, επομένως η εικασία της «απαγόρευσης» θέλει ανάλυση. Αναμένουμε την ελληνική μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου στις εκδόσεις «Καστανιώτη», ελληνική έκδοση στην οποία μόνο ένας χαρακτηρισμός μπορεί να δοθεί «ιστορική», καθώς ανιχνεύει από κοντά τη ρωσική λογοτεχνική παράδοση, γι’ αυτό είναι αξιέπαινη.
Εν αναμονή λοιπόν μιας εξαιρετικά απαιτητικής μετάφρασης, που χρειάζεται ακόμα ένα «ολόκληρο βιβλίο για να ερμηνευθεί το βιβλίο» και η δομή του κειμένου, με το γλωσικό ιδίωμα του συγγραφέα ν’ αποτελούν ξεχωριστά αφηγήματα νουβελικού τύπου, ενωμένα στο τελικό φερώνυμο μυθιστόρημα. Λίγα λόγια προεισαγωγικά για το «Τσεβενγκούρ» – μυθιστόρημα συγχωνεύσεων αλά παπιέ μασέ, οσότου πάρει μια οριστική μορφή. Οι «Πρωτεργάτες της χώρας», ένα από τα πρώτα αφηγήματα που χρησιμοποιεί ως πηγή ο Πλατόνοφ φερ’ ειπείν, είχαν για ήρωα το Στρατηλάτη, με το ελληνικότατο όνομα, ενώ στην οριστική εκδοχή αναπλάθεται σε έφιππος επιστρατευμένος, γίνεται ο Στεπάν Κοπιόνκιν του μυθιστορήματος, με το όχι λιγότερο μυθικό άτι. Ο συμβολισμός του ονόματος πιθανό να κάνει μνεία στην ελάχιστη νομισματική αξία, το «καπίκι» του ρωσικού συστήματος μέτρων και σταθμών, ή και στην «ακίδα του δόρατος», το ρωσικό «καπιό». Όσο για τον τίτλο με το όνομα της πόλης «Τσεβενγκούρ» πρόκειται για ανύπαρκτο εποικιστικό σημείο, είναι μάλλον ανάγραμμα της πόλης Μπογκουτσάρ στην περιφέρεια του Βορόνεζ της νοτιοδυτικής Ρωσίας.
Τα παραπάνω γράφονται για να υπογραμισθεί η συνάφεια, σε καμία περίπτωση ταυτοσημία με την αντιουτοπία τύπου Όρουελ, όπως την έχουμε γνωρίσει επίσης στο «Εμείς» του Ζαμιάτιν κ.α. οπωσδήποτε είναι ένα «σαρωτικό μυθιστόρημα» με σχεδόν σε κάθε του λέξη αναφορές σε άλλα στοιχεία έξω και λογοτεχνικά, όπως της «Ουτοπίας» του Τ. Μορ. Με νύξεις στο αναρχικό κίνημα της Ρωσίας και τον πρίγκηπα Κροπότκιν. Με βιβλικές αναφορές. Στοιχεία ονειρικού, φανταστικού ρεαλισμού ως δάνειο που απαντάται στους γερμανούς ρομαντικούς, να διαπερνά την αφήγηση στο μοτίβο της νυχτερινής ζωής της χώρας με τη μελέτη υπό το φως της λάμπας, αλλά και με αναφορές στην ρωσική χριστιανική φιλοσοφία (Νικολάι Φιόντοροφ) και το φως που εκείνη επαγγέλεται. Το αίτημα να τεθεί ο ήλιος στην υπηρεσία του σοσιαλισμού (μια ιδέα με παγκόσμια ως τις μέρες μας απήχηση) εκφράζουν οι μουσικοσυνθέτες και μεταξύ άλλων οι ρώσοι ποιητές. Έκτοτε ξαναβρίσκουμε το ίδιο μοτίβο στις μέρες μας, ως «Άξιον Εστί» που όπως θυμόμαστε, «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολύ, θέλει νεκροί χιλιάδες νά’ναι στους βωμούς» του νομπελίστα Ο. Ελύτη, που γνώριζε καλά το κείμενο του φουτουριστή ποιητή Βλαντιμίρ Μαγιακόφσκι, το είχε διαβάσει και μεταφράσει μάλιστα από τα γαλλικά στα ελληνικά.
Στο κείμενο του «Τσεβενγκούρ» το θέμα του ήλιου γίνεται επίκαιρο, ιδίως στο τελευταίο κομμάτι των κολχόζ και της αγροτικής πολιτικής. Η τελευταία πράξη της ίδρυσης της καινούργιας Πολιτείας παίζεται στο αίθριο του κομμουνιστικού θέρους, απεικονίζοντας τις ιδέες κι αρχές του προσαρμοσμένου στη ρωσική κοινότητα Ευρωπαΐκού μαρξισμού, μέσα στα συντρίμια και την καταστροφή της αγροτικής, παραδοσιακής, γήινης Ρωσίας. Όπως και η νουβέλα «Εκσκαφή» εκφράζοντας την αδήλωτη λογοτεχνική διαμάχη μεταξύ των δυο λογοτεχνίζοντων ηγετών της κομμουνιστικής Διεθνούς, για την ιστορική εξέλιξη υπό μορφή κοινωνικού πειράματος. Πολύ πιθανό μάλιστα η υστεροφημία των Στάλιν και Τρότσκι να οφείλεται στο ανεξίτηλο ενδιαφέρον που έδειχναν για τη λογοτεχνία, κάτι που οι συγγραφείς σε μεγάλο ποσοστό τους ανταπέδιδαν. Καθώς υπήρξαν κι οι δύο φοβερά βιβλιόφιλοι ηγεμόνες, φανατικοί της λογοτεχνικής ανάγνωσης και γνώστες του προτσές της γραφής. Η βιβλιοφαγία του Στάλιν είναι παροιμιώδης, διάβαζε περί 300-400 σελίδες ημερίσια. Σαν αποτέλεσμα υπήρξε να τεθούν για πολλά χρόνια υπό απαγόρευση μερικά από τα σπουδαιότερα κείμενα του συγγραφέα.
Ο αφηγηματικός λόγος που χειρίζεται όντως με μαεστρία ο συγγραφέας, είναι ελάχιστα κυριολεκτικός κι ευθύς, περιγραφικός. Λόγος, όπως θα λέγαμε για τον ιδιωματικό χαρακτήρα της ρωσικής πρωτοπορίας, στα έργα της οποίας το «Τσεβενγκούρ» κατατάσσεται χωρίς να του υπολείπονται στοιχεία (πραγματικού όμως) σοσιαλιστικού ρεαλισμού, εκφράζει τα καθέκαστα, κυρίως όμως την αίσθηση του γράφοντος από τα πράγματα. Ως εκ τούτου έχουμε μια υφή απρόσμενη για τα προκαθορισμένα πλαίσια, ό,τι άλλο εκτός από στάνταρ μυθιστόρημα είναι τόσο για τα ευρωπαϊκά, πόσο μάλλον τα ρωσικά πρότυπα. Νόημα και περιεχόμενο που όμως αντιλήφθηκαν πολύ γρήγορα οι σοβιετικοί κήνσορες και θεράποντες, σπεύδοντας να καταθέσουν: «Ένας νέος και αρκούντος ταλαντούχος συγγραφέας ο Πλατόνοφ, που τον έχει σακατέψει η χαραυγή του σοβιετικού αιώνα. Δεν θα παραξενευόμουν, αν μάθαινα πως οι γονείς του ήταν έμποροι, κτηματίες ή αξιωματούχοι. Πως κάτι άσχημο τους έκαναν, γιατί πώς αλλιώς θα έβγαινε η εχθρότητα του Πλατόνοφ με κάθε λέξη… Το ‘Τσεβενγκούρ’ είναι τόσο ενδειχτικό, που θα έπρεπε να τυπωθεί σε 100 αντίτυπα και να το διαβάζουν οι ηγέτες μας, μέχρι του Στάλιν και τους άλλους. Αποτελεί σπάνιο δείγμα βλαβερού μυθιστορήματος. Έχω την εντύπωση ότι θα δημιουργήσει σκάνδαλο. Καλύτερα να πάρουν τα δικαιώματα από το συγγραφέα και να το παγώσουν για δέκα χρόνια. Επαναλαμβάνω, ο Πλατόνοφ είναι αδιόρθωτα αντιδραστικός και προς εμάς ξένος» (απόσπασμα από «χαρακτηρισμό» στην Κρατική Πολιτική Διεύθυνση, τη μετέπειτα ΚαΓκεΜπε). Κι αν τούτη είναι επί προσωπικού κρίση ενός ερασιτέχνη, οι κατ’ επάγγελμα κριτές δεν φείδονται σε χαρακτηρισμούς όπως σπασμωδική, άσχημη, τερατώδης έκφραση, άτεχνη. Πράγματι, ο Αντρέι Πλατόνοφ παίζει στα όρια μεταξύ τέχνης και ατεχνίας, με την προϋπόθεση ότι θεωρούμε την λογοτεχνία κάτι δεδομένο κι αναλλοίωτο. Μέχρι που ν’ αποδειχθεί σε βάθος χρόνου, πως η νόμιμη λογοτεχνία είναι νεκρό γράμμα, διότι βέβαια τα κείμενα έχουν την ιδιότητα ν’ αλλάζουν μέσα στο χρόνο ιδιότητες και αξίες.
Ό,τι σχετικό με το «Τσεβενγκούρ» (αρχισυνταξία, σκηνοθεσία, ανάγνωση, εσσέ, οπτικοακουστικά μέσα, μετάφραση κ.ο.κ.) μπορεί να χαρακτηριστεί έργο ζωής. Γιατί αφενός, έχουμε αναγνωστικά την ικανή απόσταση χρόνου και την επίγνωση ενός τεράστιου σε σημασία κειμένου, που διαθέτει το μέλλον μπροστά του για να αφομοιωθεί. Αφετέρου, έχουμε στο πιάτο μας το ιδίωμα της ρωσικής αβανγκάρντ, με όλες τις υπόγειες ροές και τις κραυγές, την ποίηση και την φαντασμαγορία. Με δυο λόγια έχουμε ένα ζωντανό λογοτεχνικό μνημείο και σαν τέτοιο πρέπει να αντιμετωπίζεται από τους αναγνώστες και τους επαγγελματίες του σιναφιού. Όπως σημειώνει η Ναταλία Β. Κορνιένκο, σκοπός (τουλάχιστον όσων ασχολούμαστε με αυτό) δεν είναι η εκλαΐκευση, το «να φέρουμε το συγγραφέα στις μάζες» το αντίθετο μάλιστα, στόχος είναι να οδηγήσουμε προς εκείνον, κάτι που απαιτεί μια διαφορετική αναγνωστική συμπεριφορά.
Αντρέι Πλατόνοφ, Ευτυχισμένη Μόσχα. μτφρ. Ελένη Μπακοπούλου, Καστανιώτης
Αντρέι Πλατόνοφ, Αντισέξους και άλλα διηγήματα, μτφρ. Δημ.
Αντρέι Πλατονόφ, Το βιολί της Μόσχας και άλλα διηγήματα, μτφρ. Δημ. Τριανταφυλλίδης, s@mizdat