(μτφρ. από τα Αγγλικά: Χρήστος Τσιάμης)
Ο Μαχμούντ Νταρουίς (1941-2008) θεωρείται ο εθνικός ποιητής των Παλαιστινίων (δείτε σχετική προηγούμενη δημοσίευση μου στον Αναγνώστη, 20/08/2018).
Το πρώτο κείμενο προέρχεται από το τελευταίο βιβλίο του, «Ένα ποτάμι πεθαίνει από δίψα» (ο τίτλος της Αγγλικής μετάφρασης), που εκδόθηκε στη Βηρυτό το 2008, τη χρονιά του θανάτου του ποιητή.
Το δεύτερο κείμενο συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο αυτοβιογραφικών δοκιμίων του ποιητή με τον τίτλο (στην Αμερικανική έκδοση) «Ημερολόγιο μιας κοινής θλίψης», που είχε αρχικά εκδοθεί στη Βηρυτό το 1973. Αξίζει να σημειωθεί ότι αυτές οι καταθέσεις του ποιητή γίνονται δεκαπέντε χρόνια, περίπου, πριν την ίδρυση της οργάνωσης Χαμάς (που συνδέεται με τον σημερινό πόλεμο στη Λωρίδα της Γάζα), κατά τη διάρκεια της κατοχής της Γάζας, επί πολλές δεκαετίες, από τον στρατό του Ισραήλ.
Το σπίτι απώλεια
Μέσα σε ένα λεπτό ολόκληρη η ζωή ενός σπιτιού τελειώνει. Το σπίτι απώλεια είναι επίσης ένα φόνος, ακόμα και αν είναι άδειο από κατοίκους. Ένας ομαδικός τάφος πρώτων υλών που είχαν προορισμό να χτίσουν μια δομή με νόημα, ή ένα ποίημα που είναι κάτι το ασήμαντο εν καιρώ πολέμου. Το σπίτι απώλεια είναι η αποκοπή των πραγμάτων από τις σχέσεις τους και από τις ονομασίες των αισθημάτων, και από την ανάγκη της τραγωδίας να κατευθύνει την ευγλωττία της ματιάς της μέσα στην ίδια τη ζωή του πράγματος. Σε κάθε πράγμα υπάρχει μια πονεμένη ύπαρξη – μια μνήμη δαχτύλων, μια μυρουδιά, μια εικόνα. Και τα σπίτια σκοτώνονται ακριβώς όπως και αυτοί που τα κατοικούν. Μαζί σκοτώνεται και η μνήμη των πραγμάτων: πέτρα, ξύλο, γυαλί, σίδερο, τσιμέντο, σκορπίζονται σπασμένα θραύσματα όπως και οι έμψυχες υπάρξεις. Και βαμβάκι, μετάξι, λινά, χαρτιά, βιβλία που σκίζονται χίλια κομμάτια σαν λέξεις παράνομες. Πιάτα, κουτάλια, παιχνίδια, δίσκοι, βρύσες, σωλήνες, πόμολα, ψυγεία, πλυντήρια ρούχων, ανθοδοχεία, δοχεία με ελιές και τουρσί, κονσέρβες, όλα διαλύονται ακριβώς όπως και οι κάτοχοι τους. Αλάτι, ζάχαρη, μπαχαρικά, σπιρτόκουτα, χάπια, αντισυλληπτικά, αντικαταθλιπτικά, πλεξούδες σκόρδων, κρεμμύδια, ντομάτες, αποξηραμένες μπάμιες, ρύζι και φακές συνθλίβονται ακριβώς όπως και οι κάτοχοι τους. Ενοικιαστήρια, χαρτιά γάμου, πιστοποιητικά γεννήσεως, λογαριασμοί νερού και ηλεκτρικού, ταυτότητες, διαβατήρια, γράμματα ερωτικά σκίζονται χίλια κομμάτια σαν τις καρδιές των κατόχων τους. Φωτογραφίες, οδοντόβουρτσες, χτένες, καλλυντικά, παπούτσια, εσώρουχα, σεντόνια, πετσέτες εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση σαν οικογενειακά μυστικά που μέσα στην καταστροφή μεταδίδονται δημοσίως. Όλα αυτά τα πράγματα είναι η μνήμη των ανθρώπων που δεν τα έχουν πιά και των πραγμάτων που δεν έχουν πιά τους ανθρώπους – κατεστραμμένα μέσα σ’ ένα λεπτό. Τα πράγματα μας πεθαίνουν όπως κι εμείς, αλλά δεν τα θάβουν μαζί μας.
Σιωπή για χάρη της Γάζας
Ζώνεται με εκρηκτικές ύλες και ανατινάζεται.
Δεν είναι θάνατος, ούτε αυτοκτονία.
Είναι ο τρόπος της Γάζας για να δηλώνει πως της αξίζει να ζει.
Επί τέσσερα χρόνια η σάρκα της Γάζας ξεσκίζεται, γίνεται θραύσματα που εκτοξεύονται προς όλες τις κατευθύνσεις.
Δεν είναι θαύμα ή τέχνασμα μαγικό.
Είναι το όπλο της Γάζας για να αμύνεται, και για να εξαντλεί τον εχθρό.
Επί τέσσερα χρόνια ο εχθρός αντλούσε ευχαρίστηση από τα όνειρα του, εντυπωσιαζόταν με τις ερωτοτροπίες του με τον χρόνο, εκτός από εκεί, στη Γάζα, γιατί η Γάζα είναι μακριά απ’ τους δικούς της και πιο κοντά στους εχθρούς της. Γιατί η Γάζα είναι νησί: όποτε εκρήγνυται – και δεν παύει να εκρήγνυται – γδέρνει το πρόσωπο του εχθρού, κάνει σμπαράλια τα όνειρα του, και δυσκολεύει την ικανοποίηση του με το χρόνο. Γιατί ο χρόνος στη Γάζα είναι κάτι άλλο: ο χρόνος στη Γάζα δεν είναι ουδέτερο στοιχείο. Η Γάζα δεν ωθεί τους ανθρώπους στην ψυχρή περισυλλογή, αλλά μάλλον σε έκρηξη και σε σύγκρουση με την πραγματικότητα. Ο χρόνος εκεί δεν οδηγεί τα παιδιά απευθείας από την παιδική τους ηλικία στα γηρατειά, αλλά τα κάνει άνδρες στην πρώτη τους επαφή με τον εχθρό. Ο χρόνος στη Γάζα δεν σε αφήνει να ξεχαστείς. Αλλά είναι μια επίθεση στο καυτό μεσημέρι, γιατί οι αξίες στη Γάζα είναι διαφορετικές. Διαφορετικές. Διαφορετικές. Οι μόνες αξίες για κάποιον που είναι υπό κατοχή είναι οι αξίες της αντίστασης. Αυτή είναι η μοναδική άμιλλα εκεί. Οικειότητα με αυτές τις σκληρές και ευγενείς αξίες έχει γίνει ανάγκη για τη Γάζα. Δεν τις έμαθαν από βιβλία, ή από σύντομα σεμινάρια, από ηχηρά μεγάφωνα προπαγάνδας, ή πατριωτικά τραγούδια. Τις έμαθαν αυτές τις αξίες στη Γάζα μόνο και μόνο από πείρα, και μέσα από πράξεις που δεν τις έκαναν για μόστρα ή για διαφήμιση.
Η Γάζα δεν επιδεικνύει τα όπλα της, την επαναστατική της αφοσίωση, ή τους λογαριασμούς της. Προσφέρει την πικρή της σάρκα, ακολουθεί τη θέληση της, και χύνει το αίμα της.
Η Γάζα δεν έχει κατακτήσει την τέχνη της ρητορικής. Η Γάζα δεν έχει λαρύγγι. Μιλάει μέσα από τους πόρους στο δέρμα της με ιδρώτα, με αίμα, και φωτιά.
Για αυτό και ο εχθρός τη μισεί μέχρι θανάτου, και τη φοβάται τόσο που εγκληματεί, και προσπαθεί να τη βουλιάξει στη θάλασσα, στην έρημο, στο αίμα.
Για αυτό οι δικοί της και οι φίλοι της την αγαπούν με ένα αίσθημα ντροπής που μοιάζει σχεδόν με ζήλεια, ή και με φόβο πότε πότε, γιατί η Γάζα είναι το άγριο μάθημα και λαμπερό παράδειγμα για εχθρούς και φίλους εξίσου.
Η Γάζα δεν είναι η πιο όμορφη πόλη.
Οι ακτές της δεν είναι πιο γαλανές από άλλων Αραβικών πόλεων.
Τα πορτοκάλια της δεν είναι τα καλύτερα στη Μεσόγειο.
Η Γάζα δεν είναι η πιο πλούσια απ’ όλες τις πόλεις.
(Ψάρια, και πορτοκάλια, και άμμος, και σκηνές στο έλεος των ανέμων, λαθραία εμπορεύματα, και χέρια για μεροκάματο.)
Και η Γάζα δεν είναι η πιο κομψή ή η πιο μεγάλη των πόλεων. Αλλά ισοδυναμεί με την ιστορία ενός ολόκληρου έθνους, γιατί είναι η πιο αποκρουστική ανάμεσα μας στου εχθρού τα μάτια – η πιο φτωχή, η πιο απελπισμένη, και η πιο μοχθηρή. Γιατί είναι ένας εφιάλτης. Γιατί είναι ναρκοθετημένα πορτοκάλια, παιδιά χωρίς την παιδική τους ηλικία, γέροντες χωρίς τα γηρατειά, και γυναίκες χωρίς επιθυμία. Και επειδή είναι όλα αυτά, είναι η πιο όμορφη ανάμεσα μας, η πιο αγνή, η πιο πλούσια, αυτή που αξίζει πιο πολύ την αγάπη μας.
Την αδικούμε όταν ψάχνουμε για τα ποιήματα της. Ας μη παραμορφώσουμε την ομορφιά της Γάζας. Η μεγαλύτερη ομορφιά της είναι ότι είναι άδεια από ποίηση όταν εμείς προσπαθούσαμε να νικήσουμε με ποιήματα. Πιστέψαμε στους εαυτούς μας και μας κυρίεψε χαρά σαν είδαμε πως ο εχθρός μας άφησε να τραγουδάμε τα τραγούδια μας ενώ εμείς αφήναμε τη νίκη για αυτόν. Κι όταν στεγνώσανε τα χείλη μας απ’ τα ποιήματα είδαμε ότι ο εχθρός είχε ήδη τελειώσει να χτίζει πόλεις ολόκληρες, δρόμους, και φρούρια.
Θα αδικούσαμε τη Γάζα αν την κάναμε μύθο, γιατί θα καταλήγαμε να την μισήσουμε όταν διαπιστώναμε ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια μικρή, φτωχή πόλη που αντιστέκεται. Κι όταν ρωτάμε, «Τι είναι εκείνο που την έκανε μύθο;» θα χρειαστεί να σπάσουμε τους καθρέφτες μας και να κλάψουμε, αν έχουμε καθόλου τιμή, ή να την βρίσουμε αν αρνηθήκαμε να επαναστατήσουμε κατά του εαυτού μας.
Την αδικούμε τη Γάζα αν τη δοξάζουμε, γιατί ο θαυμασμός μας θα μας κάνει να την περιμένουμε. Αλλά η Γάζα δεν θα έρθει σε μας. Η Γάζα δεν θα μας απελευθερώσει. Η Γάζα δεν έχει άλογα, μήτε αεροπλάνα πολεμικά, ή μαγικά ραβδιά, ή γραφεία σε πρωτεύουσες. Η Γάζα απελευθερώνεται από τα χαρακτηριστικά που τις δίνουμε, από τη γλώσσα μας, και από τους κατακτητές της ταυτοχρόνως. Κι όταν τη συναντήσουμε, κάποτε στο όνειρο, ίσως να μη μας αναγνωρίσει, γιατί η Γάζα γεννήθηκε μέσα από τη φωτιά, κι εμείς γεννηθήκαμε μέσα από την προσμονή και τους θρήνους για τα σπίτια μας.
Είναι αλήθεια ότι η Γάζα έχει τις δικές της ειδικές συνθήκες και τις δικές της επαναστατικές παραδόσεις.
Αλλά της Γάζας το μυστικό δεν είναι ένα μυστήριο: ο κόσμος της είναι ενωμένος σε λαϊκή αντίσταση. Ξέρει τι θέλει: να διώξει τον εχθρό από την κόμη της. Στη Γάζα, η σχέση της αντίστασης με τους ανθρώπους είναι η σχέση του δέρματος με τα κόκκαλα, και όχι του δάσκαλου με τους μαθητές του.
Στη Γάζα η αντίσταση δεν έχει γίνει θέση με μισθό.
Στη Γάζα η αντίσταση δεν έχει γίνει ίδρυμα.
Δεν δέχεται κανενός την κηδεμονία, και δεν επιτρέπει η τύχη της να εξαρτηθεί από κανενός την υπογραφή ή τη σφραγίδα.
Δεν τη μέλει και τόσο αν ξέρουμε το όνομα της, ή αν αναγνωρίζουμε την εικόνα της, ή την ευχέρεια του λόγου της. Δεν πιστεύει πως έχει φωτογένεια ή πως είναι για τα μέσα επικοινωνίας. Δεν φτιάχνεται για τις κάμερες με ένα χαμόγελο σοβατισμένο στο πρόσωπο της.
Δεν είναι αυτό που θέλει, ούτε κι εμείς.
Η πληγή της Γάζας δεν έχει γίνει βήμα για ρήτορες. Εκείνο που είναι η ομορφιά της Γάζας είναι ότι δεν τη συζητάμε και τόσο πολύ, και δεν αρωματίζουμε τον καπνό των ονείρων της με τις θηλυκές μυρωδιές των στίχων μας.
Κι έτσι, η Γάζα είναι ένα χαμένο στοίχημα για τους τζογαδόρους. Και για αυτό ακριβώς είναι ένας ηθικός και πνευματικός θησαυρός αμέτρητης αξίας για όλους τους Αραβες.
Η ομορφιά της Γάζας έγκειται στο ότι οι φωνές μας δεν την φτάνουν. Τίποτα δεν διασπά την προσοχή της. Τίποτα δε συγκρατεί τη γροθιά της μακριά από το πρόσωπο του εχθρού: ούτε η μορφή του Παλαιστινιακού κράτους που θα ιδρύσουμε στην ανατολική πλευρά του φεγγαριού, ή στη δυτική πλευρά του πλανήτη Αρη, αφού τον χαρτογραφήσουμε, ή η κατανομή των θέσεων στο Εθνικό μας Συμβούλιο. Τίποτα δεν αποσπά την προσοχή της. Εχει αφοσιωθεί στην απόρριψη. Πείνα και απόρριψη. Δίψα και απόρριψη. Διωγμοί και απόρριψη. Βασανιστήρια και απόρριψη. Πολιορκία και απόρριψη. Θάνατος και απόρριψη.
Οι εχθροί μπορεί να υπερισχύσουν της Γάζας. (Η φουρτουνιασμένη θάλασσα μπορεί να υπερισχύσει του νησιού).
Μπορεί να κόψουν όλα τα δέντρα της.
Μπορεί να σπάσουν τα κόκκαλα της.
Μπορεί να φυτέψουν τανκς στις κοιλιές των γυναικών και των παιδιών της, ή μπορεί να την πετάξουν στην άμμο, στη θάλασσα, στο αίμα.
Αλλά:
Η Γάζα δεν θα επαναλαμβάνει τα ψέματα.
Η Γάζα δεν θα λέει «ναι» στον εισβολέα.
Και θα συνεχίσει να εκρήγνυται.
Δεν είναι θάνατος, ούτε αυτοκτονία, είναι ο τρόπος της Γάζας για να δηλώνει πως της αξίζει να ζει.