Ρόδο σε καθρέφτη (της Αγάθης Γεωργιάδου)

0
212

 

της Αγάθης Γεωργιάδου

 

Εκλεκτικός πάντοτε στην ποίησή του και ολιγογράφος ο Στάθης Κουτσούνης μάς χάρισε αυτή την άνοιξη την 8η ποιητική του συλλογή με τίτλο Ρόδο σε καθρέφτη (Μεταίχμιο, 2024). Διαβάζοντάς την και έχοντας στο νου όλη την ποιητική του πορεία κατανοείς ότι αποτελεί μια αρμονική συνέχεια όλων των προηγούμενων συλλογών του. Σα να χτίζει ο ποιητής στίχο στίχο  ένα ποίημα εν προόδω, με ανανεωμένη, εκλεπτυσμένη και ώριμη γραφή, αλλά με τις ίδιες πάντοτε μεγάλες θεματικές του: την αναζήτηση της ομορφιάς, την υπαρξιακή αγωνία, τον έρωτα, τον αισθησιασμό, τη φθορά, τον καημό της γραφής.

Ενδεικτικό αυτής της συνέχειας είναι και το μότο της νέας συλλογής με στίχους από δύο σημαντικούς ποιητές: τον στίχο του Ελύτη «Ρόδο μου Αμάραντο» από το άσμα «Της αγάπης αίματα» (Άξιον Εστί) και από το ποίημα «Ψαλμός» του Γερμανού ποιητή Πάουλ Τσέλαν τους στίχους (εδώ σε μετάφραση Χρήστου Γ. Λάζου): «Ένα Τίποτα / ήμαστε, είμαστε, για πάντα / θα μείνουμε, που ανθίζει:/ του Τίποτα, του / Κανενός το ρόδο», συνδέοντας έτσι νοηματικά την καινούρια συλλογή του με τις Παραλλαγές του μαύρου, τον Τρύγο αιμάτων, την Τρομοκρατία της ομορφιάς, τα Στιγμιότυπα του σώματος και Στου Κανενός τη χώρα.

Δεν είναι μάλιστα τυχαίος και ο τίτλος της συλλογής Ρόδο σε καθρέφτη. Οι δύο λέξεις που τον απαρτίζουν αποτελούν τους δύο βασικότερους νοηματικούς άξονες της συλλογής, το νήμα που την συνέχει και συνυφαίνει τον καμβά των ποιημάτων της: το ρόδο ως σύμβολο της εύθραυστης ομορφιάς, του έρωτα, του πόθου, αλλά και της ποίησης, για να θυμηθούμε το «Ρόδο το Αμάραντο» του Ελύτη και τον Ερωτικό λόγο του Σεφέρη («Ρόδο της μοίρας, γύρευες να βρεις να μας πληγώσεις»). Ο καθρέφτης είναι στη λογοτεχνία σύμβολο της φαινομενικής όψης του κόσμου και της ρευστότητας των πραγμάτων αλλά και της αυτοσυνειδησίας του καλλιτέχνη, εν προκειμένω του ποιητή. Παρατηρώντας και τη  λεπτομέρεια από τον πίνακα «Μαγική εικόνα» του Αλέξανδρου Ίσαρη στο εξώφυλλο, ο καθρέφτης φαίνεται αντανακλά τον ενδότερο ψυχισμό του ποιητή και τον εσώτερο κατακερματισμό του στα είκοσι εννέα ποιήματα της συλλογής. Μεταφορικά, λοιπόν, ο τίτλος συνδυάζει τις δύο βασικές θεματικές: τον έρωτα ως πηγή έμπνευσης και απόλαυσης και την ποίηση, συγκεκριμένα τη σχέση του ποιητή με τη γραφή και την ίδια την ποιητική πράξη, τάση που ενυπάρχει και σε προηγούμενες ποιητικές συλλογές του, ιδίως στην Τρομοκρατία της ομορφιάς.

Άλλωστε, και το εναρκτήριο ποίημα της συλλογής «similia similibus» είναι ποίημα ποιητικής. Σ’ αυτό ο Κουτσούνης αποδίδει φόρο τιμής στην πρώτη πηγή που τον ώθησε να γράφει, τα ποιήματα του Σαχτούρη. Τον συγκλόνισε η αλλόκοτη σειρά των λέξεών του που «λοξοδρομούσαν απ’ το νόημά τους» για να πλάσουν «εικόνες από τα αθέατα», διαστρέφοντας την πραγματικότητα και «συστήνοντας ξανά τον κόσμο». Αυτό φαίνεται να είναι και ένα κύριο γνώρισμα των ποιημάτων του Κουτσούνη: η παρέκκλιση που επιχειρεί στους στίχους του, αφού, όπως λέει σε συνέντευξή του, «Η ποίηση είναι ένας τρόπος θέασης της πραγματικότητας, η ανάδειξη ενός άλλου κόσμου. Πολλές φορές διαστρέφει τα πράγματα για να φτάσει στο βάθος τους. Παρεκκλίνει από τον κανόνα, για να δείξει τις κρυφές πλευρές του γίγνεσθαι». Αλλά και το ποίημα «η καλλονή» θεωρώ πως στην ποίηση αναφέρεται, της οποίας η ομορφιά είναι ασύλληπτη, ξεγλιστρά απ’ όλους μοιάζοντας με «λεπίδα μαχαιριού που διψάει για φόνο». Ερωμένη πολλών, δεν δεσμεύεται σε κανέναν, αλλ’ αποτελεί για πολλούς επίδοξους ποιητές μια ψευδαίσθηση υστεροφημίας.

Τον έρωτα των λέξεων που «βουίζουν μελίσσι στο σώμα» του ποιητή καθώς και την αγωνία της λευκής σελίδας, πώς να τη γεμίσει με λέξεις και «να δαμάσει το θηρίο», αποτυπώνει στο ποίημα «δυστοκία». Αλλά και το ποίημα «κίνδυνος», από στίχο του οποίου είναι εμπνευσμένος ο τίτλος της συλλογής, αποτελεί επίσης ένα «ποίημα για την ποίηση», το οποίο συνθέτει το ηδονικό στοιχείο (το «επηρμένο ντεκολτέ», «το έρεβος που ανθίζει στη σχισμή», «τα χείλη που χασομεράνε στις θηλές») με την ποιητική έμπνευση και την απατηλότητα της φύσης της, αφού σαν ερωτική γυναίκα, αναδίνει «αρώματα και φθόγγους» προκαλώντας τη σφοδρή επιθυμία στον ποιητή να την κατακτήσει και να την κάνει δική του.  γι’ αυτό και την εκλιπαρεί να έρθει, για να μη μείνουν «τα άκρα του μετέωρα». Ποιήματα αυτοαναφορικά και τα οκτώ μικρά διαμαντάκια με τίτλο «ιντερμέδιο i» στα οποία ο ποιητής κάνει λόγο για τη μεταφορικότητα της ποιητικής γλώσσας, για την επιθυμία του καλλιτέχνη να χορτάσει το πλήθος με τα «καρβέλια» του και για την αυθαίρετη αποσυμβολοποίηση των ποιημάτων:

 

«Κουκούτσια σπέρνει στο χαρτί

ο ποιητής τις λέξεις

και περιμένει να βλαστήσουνε πορτοκαλιές

να κόψει πορτοκάλια» (σελ. 14)

και:

«μπαίνει στο ποίημα χαρωπά ο αναγνώστης

κι αγνοώντας τη σήμανση

τις μεταφορές ανύποπτος απασφαλίζει» (σελ. 15)

 

Αντίθετα, στο «ιντερμέδιο ii» ο δεσπόζων άξονας είναι ο έρωτας. Σπουδαία ποιήματα που σε καθηλώνουν με τη σφοδρότητα των συναισθημάτων τους και την έντονη ερωτική πνοή τους:

 

«η γλώσσα μου ψάρι στο στόμα σου

ροκανίζοντας τη δική σου γλώσσα

που ροκανίζει ψάρι κι εκείνη τη γλώσσα μου» (σελ. 20)

και

«σαν το πρόβατο γλείφω το χορτάρι σου

πασχίζοντας να φτάσω στην πηγή» (σελ. 21)

Μικρά αριστουργήματα είναι και τα υπόλοιπα «ιντερμέδια» της συλλογής, πέντε στο σύνολό τους, με θέματα που απορρέουν και πάλι από τους δύο βασικούς νοηματικούς πυρήνες που έχουν άμεση σχέση τόσο με την ομορφιά όσο και με την τέχνη. Η φθορά που απεικονίζεται στον καθρέφτη, τα χρόνια που βαραίνουν την ύπαρξη, το γήρας που καραδοκεί («μονάχος στην άκρη της κοιλάδας / κι από τα γύρω όρη / κατηφορίζει γρυλίζοντας / ένα τσούρμο γηρατειά», intermedio iv, σελ. 33) αλλά και η ομορφιά που επιμένει είναι μερικές από τις ιδέες που πυροδοτούν την έμπνευση του ποιητή.

Ιδιαίτερα συγκινητικά είναι τα τέσσερα ποιήματα αποχαιρετισμού της μητέρας, όπως και σε προηγούμενες συλλογές του πατέρα. Ποιήματα γνήσιας λυρικής πνοής και ειλικρινούς αισθήματος, έμπλεα λύπης για την απώλεια, την απουσία και τη σιωπή που σκεπάζει το αγαπημένο σώμα της μητέρας, για τη νοσταλγία που διακατέχει τον ποιητή, ιδίως όταν το βλέμμα του αγκαλιάζει τα πράγματά της, όπως τις κάλτσες της, που αποδίδονται μεταφορικά με δυο γάτες που κλαίνε βουβά. Φτάνοντας στο τέλος της συλλογής, η γενική εντύπωση που αποκομίζουμε από αυτήν είναι ότι έχει ταυτόχρονα και το άρωμα του ρόδου και τ’ αγκάθια του. Είναι ποιήματα που σαγηνεύουν τον αναγνώστη, λεπτοδουλεμένα, με αισθησιακές εικόνες, με μουσικότητα και λέξεις υγρές και εύχυμες. Μοιάζουν με «κοσμήματα στη χλόη», με στίχους κεντημένους με πάθος, ποιήματα που ανακαλούν στη σκέψη μας την ερωτική ποίηση του Εμπειρίκου (τα τριαντάφυλλα στο παράθυρο, τη σχισμή που διευρύνεται μόνο με τον πόθο της διεύρυνσης, «τα νερά της νεότητος» και τις λέξεις που «όταν πέφτουν στο σώμα της νυκτός / Μοιάζουν με καράβια που τις θάλασσες οργώνουν»). Η έμπνευσή τους αντλείται από απλά πράγματα και συνδέεται με τη θέα της ομορφιάς που προκύπτει είτε από μια ανεπαίσθητη κίνηση στο μπαλκόνι η οποία ανάβει τον πόθο ή μια μπουγάδα που ανεμίζει «σεντόνια εσώρουχα φουστάνια» ή ένα παντζούρι που ανοιγοκλείνει, εξάπτοντας τη φαντασία. Η γραφή του Κουτσούνη είναι, ωστόσο, προσωπική, λαμπερή, μεταφορική και συμβολική, με πλήθος αντιθέσεις που δείχνουν το διπλό είδωλο της ζωής στον καθρέφτη, του έρωτα και του θανάτου, της νεότητας και του γήρατος, της απόλαυσης και του ζόφου. Χειρίζεται τη γλώσσα με μαεστρία και ευρηματικότητα, παιχνιδίζοντας με τις λέξεις πότε με χάρη και πότε με αυτοσαρκασμό, όπως στο ποίημα «νιάτα»: «νέος επάνω στα ντουζένια μου/ σκέφτηκα απ’ το πλεόνασμα/ ν’ αποταμιεύσω λίγα νιάτα/ χάπια για τα γεράματα / όταν έφτασε η ώρα / πήγα στον γιατρό να τον ρωτήσω/ μην τα πάρεις μου λέει /δεν είναι τα νιάτα χάπια / για την ηλικία σου / βλάπτουν τα κύτταρα του εγκεφάλου /και προξενούν παλιμπαιδισμό / ερεθίζουν τα νεύρα των ματιών/ δημιουργώντας παραισθήσεις /ενέχονται ακόμη για εμφράγματα / αλλά η πιο φριχτή παρενέργεια / είναι που προκαλούν/ ακατάσχετη νοσταλγία» (σελ. 40). Ελέγχει τη γλώσσα του ώστε να μην καταλήγει σε αχαλίνωτο συναισθηματισμό και ακραίο ερωτισμό αλλά χτίζει τον αισθησιασμό των ποιημάτων του με υπονοούμενο τρόπο, με τη χρήση καίριων λέξεων και εμπνευσμένων συνειρμών: «Αν και τα χρόνια με βάραιναν σθεναρά σε πολιόρκησα μικρή μου κι εγώ σε θέλω μου έλεγες ευτυχώς κεκλεισμένων των μηρών»  (intermedio v, σελ. 39) Ο Στάθης Κουτσούνης εκπροσωπεί επάξια τη γενιά του ’80 με μια ποίηση δυναμική, τολμηρή, εκφραστική, πλούσια, καλοδουλεμένη και έμφορτη νοημάτων.

 

Στάθης Κουτσούνης, Ρόδο σε καθρέφτη, Μεταίχμιο, 2024

Προηγούμενο άρθροPaperCut: Ένα τριήμερο φεστιβάλ για το χαρτί και τις πληγές του
Επόμενο άρθροΛογοτεχνικό ταξίδι στη Λατινική Αμερική (του Φίλιππου Φιλίππου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ