Το ώριμο πείσμα του Γιώργου Ζιόβα (του Θανάση Μαρκόπουλου)

0
695

Θανάσης Μαρκόπουλος

 

 

 

 

Τουλάχιστον δε στάθηκα δειλός κι αναποφάσιστος

τους χλιαρούς κι αδιάφορους μισώ

(«Αμαρτίες»)

 

 

Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου είναι η όγδοη συλλογή του ποιητή και ηθοποιού Γιώργου Ζιόβα από τη Μυρτιά της Αιτωλοακαρνανίας (1958), ο οποίος πρωτοεμφανίστηκε στο άστυ τo 1968 και στα Γράμματα το 1982 (Το ύδωρ). Πιο τακτικός αρχικά, με τρεις συλλογές τη δεκαετία του ’80, αλλά και τελικά, με άλλες τρεις τη δεκαετία του 2010, κάνει μονάχα δύο εκδόσεις ενδιάμεσα, παρότι και τότε εικάζω δεν του απέλειπαν οι λόγοι της οργής.

Η προκείμενη συλλογή περιλαμβάνει πενήντα πέντε ποιήματα, τα οποία μάλιστα συνοδεύονται από ακριβή χρονολόγηση, προφανώς για να διασωθεί η στιγμή της δημιουργίας. Στην έκδοση προτάσσεται ένα ποίημα ποιητικής, «Ποτάμι στη βροχή», ενδεικτικό της τεχνικής του Ζιόβα, που κατά βάση συνίσταται στις διαυγείς εικόνες και την εκφραστική ένταση. Σύμφωνα μ’ αυτό η τέχνη είναι ψεύδος κι ο ποιητής μεταλλωρύχος, που, κατά τον λόγο του Μαγιακόφσκι, βγάζει μικρά διαμάντια από το ορυχείο της με κόπο μεγάλο. Οι στίχοι είναι ποτάμια και στις όχθες τους διαβαίνουν άνθρωποι ταπεινοί και δροσερά κορίτσια, ενώ η βροχή φέρνει μνήμες, η ομίχλη κρύβει παρόν και παρελθόν κι ο μέγας ποταμός παραμένει αθάνατος, παρότι αόρατος:

 

Να χάνεσαι στα χαρτιά

όλο να βγάζεις και να βγάζεις

μικρά διαμάντια απ’ αυτά τα ορυχεία του ψεύδους

να περπατούν στις όχθες

των στίχων σου άνθρωποι ταπεινοί

να σε καλησπερίζουν

κορίτσια με λινά φορέματα να σε κρυφο­-

κοιτάζουν κι όλα τα σπουργίτια

της μνήμης να κουρνιάζουν στο μυαλό σου

την ώρα που όλο βρέχει βρέχει σιγανά κι ο κάμπος

κρύβει μες στην ομίχλη του αυτούς που έφυγαν

αυτά που θά ’ρθουν

κι ο ποταμός δε φαίνεται

όμως κυλάει πάντα

ο μέγας Αλιάκμων

16.12.2015

 

Ύστερα από την πρόταξη αυτού του αποκαλυπτικού ποιήματος, η συλλογή μοιράζεται σε πέντε ενότητες: Οι μέρες που δεν περίμενα (11), Η γη της επαγγελίας (11), Παλμοί (9), Ο χορός του Πρωτέα (6), Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου (α-β, 8+9=17). Είναι προφανές πως ο τρόπος  δόμησης υποδηλώνει τη θεματική κατάταξη των ποιημάτων, όπως διαφαίνεται λίγο πολύ κι από τους τίτλους.

Στην αρχική ενότητα, «Οι μέρες που δεν περίμενα», η βασική ιδέα που συνέχει τα κείμενα είναι η διάψευση των ονείρων. Η δύσκολη πραγματικότητα της προσωπικής και της κοινωνικής ζωής συνθλίβει τον ποιητή κι από τη μια τον εξωθεί στις ξέγνοιαστες μέρες, που έζησε παιδί στα περιβόλια και τις όχθες της Τριχωνίδας, ενώ από την άλλη αντανακλάται εντός του με τη μορφή ενός δεύτερου σώματος, ενός στοιχειού ακόμα χειρότερα, με το οποίο ο ποιητής βρίσκεται σε συνεχή διαπάλη. Ειλικρινής ωστόσο, ομολογεί σφάλματα κι αμαρτίες αλλά μονάχα ως ένα σημείο, πίσω από το οποίο δεν κάνει βήμα.

Στη δεύτερη ενότητα, «Η γη της επαγγελίας»,  η ματιά βαθαίνει, καθώς ο ποιητής καταδύεται στις μνήμες της Ιστορίας, αναζητώντας ένα ισχυρότερο έρμα, που θα κρατήσει όρθια την κοινωνία του παρόντος: η ναζιστική Κατοχή και οι ντόπιοι συνεργάτες, το κεφάλι του Βελουχιώτη στα Τρίκαλα, τα μαρτύρια και οι εκτελέσεις στο τάγμα σκαπανέων της Μακρονήσου, οι αγώνες και οι αντάρτες των βουνών. Οι μνήμες αυτές έρχονται σε ριζική αντίθεση με το παρόν, ένα παρόν κατεξοχήν αντιηρωικό, όπου δυνάμεις πολιτικές καπηλεύονται το αίμα των αγωνιστών. Λωβιασμένη η χώρα για τον ποιητή, παλιά πουτάνα ακόμα τραχύτερα, ελέγχεται από διεφθαρμένες ελίτ, οι οποίες επιβάλλουν στους ανθρώπους τον τρόπο ζωής που αυτές επιθυμούν. Ωστόσο ο Ζιόβας δεν το βάζει κάτω, βέβαιος κατά βάθος πως η νύχτα κυοφορεί τη μέρα, η έρημος τη γη της επαγγελίας, όχι τη μεταφυσική μα την άλλη/ την ταπεινή/ την ατελή κι ανθρώπινη («Η γη της επαγγελίας»).

Στους «Παλμούς» το κλίμα αλλάζει και γίνεται χαρμόσυνο. Εδώ υπάρχουν πουλιά, κελαηδήματα, έρωτας και θάλασσα, χορός και τραγούδι, ψευδαισθήσεις γήινες κι ωστόσο ιερές και τέλος η ποίηση, η στιγμή ακριβέστερα της δημιουργίας, η οποία παγώνει τον χρόνο και μάχεται τη μοναξιά.

Στην τέταρτη ενότητα, «Ο χορός του Πρωτέα», την πιο άρτια αισθητικά κατά τη γνώμη μου, περνάμε σε έναν διαφορετικό θεματικό χώρο με έξι κείμενα, από τα οποία μάλιστα τα πέντε συνοδεύονται από διευκρινιστικούς υπότιτλους. Ποιήματα τεχνοκριτικής και ποιητικής θα τα έλεγα, εφόσον σχολιάζουν θέματα και τρόπους ξεχωριστών καλλιτεχνών της Αναγέννησης και του καιρού μας, όπως ο Μιχαήλ Άγγελος, ο Σέξπιρ, ο Καζαντζάκης, ο Ρίτσος, ο Θεοδωράκης, ο Φερνάντο Πεσόα. Ο Ζιόβας μαγεύεται, θαυμάζει την τέχνη τους και τους ευγνωμονεί για τη συγκίνηση που του προσφέρουν.

Η ακροτελεύτια ενότητα, που φέρει και τον τίτλο της συλλογής, μοιάζει να συναιρεί τα αντίθετα ή τουλάχιστον να τα αναγνωρίζει και να τα κατανοεί. Από τη μια η βρόμικη πολιτική της άρχουσας τάξης, οι άνθρωποι που βολοδέρνουν στη μιζέρια και οι άλλοι που απεχθάνονται τους ξένους, οι φίλοι που ξέχασαν την επανάσταση, η κοινωνική βαρβαρότητα, κι από την άλλη οι κρυφοί συνωμότες μιας άλλης εξέγερσης, ο παλαμικός χαλαστής και η ομορφιά της ζωής, το ζεστό παρόν και η βαθύτερη κατανόηση του κόσμου:

 

Η χαίτη του ποταμού

Σώμα του Μίκη Θεοδωράκη

 

Ανοίγει μεγάλα φτερά

ήχοι ξεχύνονται απ’ τα μαλλιά του

κουνάει τα δάχτυλα χορεύουν όλα τα στοιχεία

βρυχάται κελαηδάει και κλαίει

θύμωσε κατεβάζει πλάτανους ξεριζωμένους

κοτρόνια θάμνους τρομοκρατημένα ζώα

πιο κάτω καθαρίζουν τα νερά του κελαρύζει

βγήκαν τα δέντρα κάθονται στις όχθες και τον ευλογούνε

στεγνώνουνε τα ζώα στη σκιά τους

φωνάζει πάλι ο γίγαντας τη χαίτη του τινάζει

έχει όλα τα ελαττώματα μα του τα συγχωρούμε

γιατί σαν τον Ορφέα μας μαγεύει

τους λύκους και τα φίδια ημερεύει μέσα μας

τα σωθικά μας αλαφρώνει

κι έτσι κρυστάλλινοι και διάφανοι ν’ αντέξουμε μπορούμε

θάνατο και ζωή

7.6.2016

 

O Ζιόβας είναι ποιητής της οδύνης, της προσωπικής και της κοινωνικής οδύνης, την οποία όμως βιώνει σωματικά και μεταπλάθει σε τέχνη αποτελεσματικά χάρη στους τρόπους και τις λέξεις από αίμα ζεστό και κόκκινο που μετέρχεται. Άλλοτε θλίβεται, θυμώνει, εκρήγνυται για την άδικη συγκρότηση του κόσμου και την εκποίηση των ιδεών, κι άλλοτε συνέρχεται, κοπάζει, ίδια η θάλασσα σε στιγμές τρικυμίας και στιγμές νηνεμίας. Η αλήθεια είναι ότι κάποτε, στην προσπάθεια να καταγγείλει το άδικο, ο λόγος του γίνεται τραχύς και χάνει σε αποχρώσεις. Αντίθετα, όταν χαμηλώνει τους τόνους κι ανοίγει το οπτικό του πεδίο, κάτι που απορρέει από τη βαθύτερη κατανόηση των πραγμάτων, την ωριμότητα εντέλει, που φέρνει η ηλικία και η πείρα της ζωής, κερδίζει σε χρώμα και αισθητική. Στο αποτέλεσμα αυτό συμβάλλουν ιδιαίτερα οι διαυγείς εικόνες κι ο ρυθμός, ένας ρυθμός όλο νεύρο και σφρίγος, που στηρίζεται προπάντων στην ασύνδετη εκφορά του λόγου. Με ταχύτητα κινηματογραφική η μια εικόνα διαδέχεται την άλλη, το ένα ρήμα το άλλο και το ποίημα αποκτά μια έντονη κινητικότητα, μια ζωντάνια, που συνεπαίρνει τον αναγνώστη, ιδίως στα μεσαίου μεγέθους κείμενα, της μισής ή και της μιας σελίδας. Αυτές είναι οι καλύτερες και πιο χαρακτηριστικές στιγμές του Γιώργου Ζιόβα, ενός ποιητή, που, ώριμα πείσμων πια, επιμένει να αντιστέκεται στην απαξίωση των καιρών, εκεί που όλα συνηγορούν για τη δυσχέρεια, αν όχι τη ματαιότητα, του εγχειρήματος:

 

Ένα παραμύθι

 

Λέει το πλατάνι:

Τραγουδώ όταν περνάει μέσα μου ο άνεμος

όταν μ’ αγγίζει η βροχή

δακρύζω

στους ώμους μου κρατώ το φως

ισκιώνω το ποτάμι

 

Είμαι μεγάλο σαν αιώνας, ξέρω

χιλιάδες παραμύθια να σας πω με ξωτικά

έρωτες μυστικούς άλλων καιρών

η Χλόη ο Ερωτόκριτος η Αρετούσα ο Δάφνις

παιδιά που χάθηκαν στο δάσος στρατοκόποι διακο­-

νιάρηδες βοσκοί με τη φλογέρα στη σκιά μου

άντρες που σιχαθήκαν τη βολή του κάμπου

ήρθανε νύχτα να κρυφτούν στη γέρικη αγκαλιά μου

ο Διαμαντής ο Κατσαντώνης ο Νταβέλης

με το ζεστό τους αίμα πότισαν τις φλέβες μου

γίναν σκιές και τριγυρνούν στη μνήμη των ανθρώπων

 

Τα ’βαζα με τα σύννεφα παλιά

φιλιόμουν με τ’ αστροπελέκια

τώρα σκύβω μεγάλωσα

κοιτάζω τα πεσμένα φύλλα

ο χρόνος στέλνει τα μυρμήγκια του να μ’ ετοιμάσουν

τους τζίτζικες να με παρηγορούν

τις πασχαλίτσες να φιλούν τα δάχτυλά μου

 

Έσταξε πια κι η νύχτα κάτι σιωπηλό μες στην καρ­διά

μου

κοιμήθηκα βαθιά κι όλα τ’ αστέρια

είναι τα φύλλα μου που αναβοσβήνουν δροσερά μες

στο σκοτάδι

info: Γιώργος Ζιόβας, Το τραγούδι της συμφιλίωσης και του πολέμου, Αθήνα 2018

 

Προηγούμενο άρθροFranz Mechsner , Η μαγεία της μεταφοράς (μτφρ: Γιώργος Καρτάκης)
Επόμενο άρθροΤο σημάδι (διήγημα του Κώστα Λυμπουρή)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ