Η κρίση των εκδόσεων

5
147

Του Νίκου Βλαντή.

 

Η κρίση του τύπου είναι γεγονός που βιώνουν οι δημοσιογράφοι σήμερα. Το επάγγελμα (λειτούργημα;) έχει φτάσει να θυμίζει τις μουσικές καρέκλες. Οι γραφιάδες χορεύουν στον ξέφρενο σκοπό του εκδότη, γεμίζοντας μανιωδώς σελίδες κάτω από την διακριτική αλλά ευδιάκριτη γραμμή του εντύπου. Ξάφνου, η μουσική σταματάει και όλοι αναζητούν ξέφρενα κάπου να καθίσουν. Μόνο που οι καρέκλες δεν φθάνουν για όλους. Κάποιοι δεν βρίσκουν θέση και βγαίνουν από το χορό. Αμέσως μετά η μουσική ξαναρχίζει, μέχρι την νέα παύση.

Κοινή λογική μοιάζει το γεγονός ότι, για να επιβιώσει μια εφημερίδα στις σημερινές συνθήκες, πρέπει να αναβαθμίσει το περιεχόμενό της, να ξεφύγει από την τηλεοπτική ριάλιτι δημοσιογραφία, όσο κι από τον φαύλο κύκλο που δημιουργούν οι αγκυλώσεις των δεδηλωμένων και άδηλων επιχειρηματικών και πολιτικών της δεσμεύσεων.

Τι γίνεται όμως με τον χώρο των εκδόσεων; Πώς γίνεται εκεί αισθητή η κρίση;

Είναι κοινό μυστικό πως δεν μπαίνει πια πολύς κόσμος στα βιβλιοπωλεία. Ακόμη και τα σίγουρα χαρτιά των μπεστ σέλερ (στις περισσότερες περιπτώσεις, υψηλά ποσά επενδύσεων σε διαφήμιση και δικαιώματα πρέπει πρώτα να αποσβεστούν ώστε να αποφέρουν κέρδη), δεν αποδίδουν όσο παλαιά. Οι τοποθετήσεις βιβλίων, οι στοίβες στα βιβλιοπωλεία και οι αντίστοιχες λίστες των μπεστ σέλερ εκφράζουν μάλλον προσδοκία πωλήσεων παρά πωλήσεις καθαυτές, αποτυπώνουν περισσότερο την προσφορά παρά την ζήτηση. Η επιθυμία να μυριστεί κανείς τα καλά βιβλία, το επιχειρηματικό δαιμόνιο που κάνει την εκδοτική δραστηριότητα συναρπαστική έχει ατονήσει. Η οικονομική δυστοκία λειτουργεί αποτρεπτικά. Τα έξοδα τρέχουν, τα δάνεια συσσωρεύονται και η συλλογή εσόδων γίνεται μια δύσκολη, χρονοβόρα δραστηριότητα.

Ποιο είναι το μέλλον του εκδοτικού χώρου αν συνεχιστεί η ύφεση;

Η κοινή λογική, που υπαγορεύει την αναβάθμιση των εφημερίδων, επιτάσσει κάτι αντίστοιχο και στο χώρο του βιβλίου: οι εκδότες πρέπει να ξεπεράσουν την λογική της αρπαχτής, να επενδύσουν σε βραδυφλεγή και ποιοτικά έργα, προωθώντας τα όπως τους αξίζει, όσο το δυνατόν περισσότερο καιρό. Να ποντάρουν σε διαχρονικές συνεργασίες με συγγραφείς, να πάψουν να τους βλέπουν αντικαταστάσιμους.

Με μια ματιά στην εκδοτική παραγωγή, διαπιστώνουμε πως μάλλον, δεν πρυτανεύει αυτή η λογική. Φαεινές εξαιρέσεις αποτελούν μικροί και σοβαροί εκδότες, που αναζητούν φιλότιμα την λογοτεχνία που αποτυπώνει την δυσοίωνη εποχή μας.

Ορισμένοι μεγαλοεκδότες ωστόσο, εξακολουθούν να ψάχνουν τις εύκολες λύσεις. Η αλήθεια είναι πως έχουν ανάγκη από μπεστ σέλερ με τουλάχιστον πενταψήφιο αριθμό πωλήσεων για να επιβιώσουν, ένεκα και του μεγέθους των επιχειρήσεών τους, που επιβάλλουν μεγάλα ανοίγματα.

Ωστόσο, υπάρχει και ο πολιτισμικός ρόλος των εκδόσεων που πρέπει να σεβαστούν, ο οποίος είναι ακόμη πιο σημαντικός σε περιόδους κρίσης. Είδαμε, την εποχή της ευδαιμονίας, την απενοχοποίηση του εγχώριου άρλεκιν. Το αποτέλεσμα ήταν να ανοίξει ο ασκός του Αιόλου, δεκάδες συγγραφείς να εμφανιστούν, με υψηλές πωλήσεις, αμετροεπή έπαρση και δίχως ουδεμία διάθεση να συνομιλήσουν με ομότεχνους, ζώντες ή πεθαμένους.

Σήμερα, διαπιστώνουμε ότι ο πάτος βυθίζεται ακόμη πιο χαμηλά. Από τα μπανάλ συναισθήματα χαμένων ερώτων φτάσαμε στο σοφτ πορνό, στις σεξουαλικές φαντασιώσεις. Από την σοβαρή και αποδεκτή λογοτεχνία της επιστημονικής φαντασίας και του οραματικού στοχασμού, βρεθήκαμε με πολυσέλιδα και πολύτομα έργα με βαμπίρ, λυκανθρώπους, δράκους και λοιπά φανταστικά όντα.

Είναι λογικό (όσο και θλιβερό) να περιμένουμε να απογειωθεί αντίστοιχα σε πωλήσεις και η όποια εγχώρια ανταπόκριση στις νέες τάσεις, που θα πιστοποιήσει τον νέο, χαμηλό μας πήχη. Ίσως επιβληθεί και στην κριτική, με ένα είδος οικονομικού φασισμού, του τύπου «στηρίξτε μας γιατί περνάμε δύσκολα».

Θα μπορέσουμε άραγε να αναχαιτίσουμε τις αρνητικές τάσεις, να σταθούμε στο ύψος της κρίσιμης περίστασης;

 

Έως στιγμής, η πολιτική ηγεσία της χώρας μακράν απέχει από το να παίξει το ρόλο της, ή έστω να αναλάβει τις ευθύνες της. Ως γνωστόν, η προσδοκία «λεφτά υπάρχουν» μετακυλίστηκε στην διαπίστωση πως «λεφτά μάλλον δεν υπήρχαν». Ωστόσο, η αυτογνωσία λείπει από τους πολιτικούς ηγέτες αυτής της χώρας: η ιστορική δήλωση-προεκλογική εξαγγελία-ορόσημο μιας περασμένης πια εποχής, μετασκευάστηκε πρόσφατα, με πρόθεση πολιτικής δικαίωσης, στον πρωτότυπο αφορισμό πως στην πραγματικότητα, η δήλωση αυτή αποτελούσε «αρχική ελληνική πρόταση» που έλεγε (ή έστω, υπονοούσε): «λεφτά υπάρχουν, εφόσον γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις» (sic).

(Αν μη τι άλλο, η ετεροχρονισμένη αυτοερμηνεία-αυτοδικαίωση του εν λόγω πολιτικού διαψεύδεται από την πραγματικότητα: τα τελευταία χρόνια των μνημονίων, στις μεταρρυθμίσεις διαπρέψαμε, αλλά από χρήματα μηδέν. Ο οικονομικός φασισμός, ο διεθνής διασυρμός της χώρας και η σχεδόν χειραγωγούμενη υπαγωγή της στην τρόϊκα υπό την αδιαφορία των Ευρωπαίων πυροδότησε την αναβίωση του φασισμού όσο και η πολιτική ατιμωρησία των υπευθύνων).

Οι συγγραφείς, στην πλειοψηφία τους, αισθάνθηκαν προδομένοι από την πολιτική ηγεσία που μεσουράνησε κατά την κάθοδο της χώρας στο καθαρτήριο της κρίσης, όσο και οι υπόλοιποι πολίτες. Την στάση τους την εξέφρασαν εγκαίρως, ενίοτε με ανοιχτές επιστολές που συνυπέγραψαν. Ορισμένοι, πιο ενεργοί στον δημόσιο λόγο, πολιτεύτηκαν, και δοκιμάστηκαν στην πολιτική κονίστρα, που απλώθηκε προς τις ακραίες ιδεολογίες. Μεμονωμένες ήταν οι περιπτώσεις δημιουργών που με το έργο ή και τα λόγια τους έπεσαν στην παγίδα της πολιτικής ενοχοποίησης των πολιτών που επιχείρησαν οι πολιτικά υπεύθυνοι-ανεύθυνοι, ενέδωσαν ή ενδίδουν στον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει ο απλοϊκός και επικίνδυνος λαϊκισμός, εκφράζουν ενίοτε απάθεια (ίσως και υπεροψία) απέναντι στην κατάρρευση της μεσαίας τάξης.

Η πλειοψηφία των συγγραφέων όμως ουδέποτε ήταν αγκιστρωμένη στην πολιτική ελίτ. Απασχολούμενοι κατά κανόνα σε άλλα επαγγέλματα, βίωσαν όσο και οι υπόλοιποι πολίτες την πτώση του βιοτικού τους επιπέδου. Αποστερήθηκαν τα (ούτως ή άλλως πενιχρά συγκριτικά με άλλους επιχειρηματικούς χώρους) κέρδη και προνόμια που τους προσέδιδαν οι πωλήσεις των βιβλίων τους. Βιώνουν, όσο έντονα όσο και η υπόλοιπη χώρα τον αρνητικό απόηχο της ιδιώτευσης, της απολιτικής στάσης που μας έφερε ώς εδώ. Βαθμηδόν, το βίωμα αυτό θα μετουσιωθεί σε έργο που θα χαράσσει νέους λογοτεχνικούς ορίζοντες.

Καθώς προσπερνάμε τις πρώτες, πρώιμες προσπάθειες να αποτυπωθεί λογοτεχνικά η κρίση μέσα από απλοϊκούς συλλογικούς τόμους ή από έργα που πέφτουν εύκολα στην παγίδα του λαϊκισμού ή του κοινωνικού ρεαλισμού, έρχονται τα ελπιδοφόρα νέα δείγματα του ελληνικού διηγήματος, θραύσματα μιας λογοτεχνίας που, φλερτάροντας με το παράλογο και το φανταστικό, μοιάζει να είναι στο ύψος να αποτυπώσει την κρίσιμη ιστορική μας συγκυρία. Εκκρεμεί να δούμε το ίδιο να συμβεί και με το μυθιστόρημα.

Αυτό που μένει ωστόσο, ακόμη αναπάντητο, είναι το αν οι εκδότες θα σταθούν στο ύψος να παίξουν το ρόλο τους, να επενδύσουν στα σωστά βιβλία, αντιστεκόμενοι στο άγχος και την αβεβαιότητα που προκαλεί η κρίση των εκδόσεων.

 

Προηγούμενο άρθροΣέιμους Χίνι: Πεπρωμένο και πάθος
Επόμενο άρθροΜάριο Βίττι: Οι πανεπιστημιακοί δεν βοήθησαν τη διαμόρφωση κριτικής συνείδησης

5 ΣΧΟΛΙΑ

  1. Αγαπητέ συντάκτη,

    σας διαφεύγει, νομίζω, το ότι οι εκδοτικοί οίκοι είναι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
    -ΙΔΙΩΤΙΚΕΣ, με την έννοια ότι δεν έχουν πίσω τους ούτε καμιά Αρχή Λαικής Πολιτιστικής Ανάπτυξης, ούτε κανένας Κομμισάριο ή καμμιά επιτροπή του τοπικού Σοβιέτ, nothing of the kind.
    -ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ, με την έννοια ότι σκοπεύουν στο (ηθικά κατακριτέο, καταλαβαίνω) ΚΕΡΔΟΣ!
    Κάθε λοιπόν εκδότης δεν είναι τίποτε άλλο από ένας ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΙΑΣ, που κατά την επιχειρηματική του ικανότητα διοικεί την επιχείρηση του.
    Τώρα, αν πουλάει η Μαντά, τι να κάνουμε, το κοινό αυτό θέλει!
    Οι συλλογικότητες κλπ κλπ πονεμένοι, μιάς και έχουν τέτοιες ευαισθησίες, ας κοιτάξουν βαθιά μέσα τους!

  2. Αγαπητέ κύριε Πίντσον (καμία σχέση με τον συγγραφέα, σε ύφος και στυλ)
    Μπορεί οι εκδότες να είναι επιχειρήσεις αλλά κρίνονται.
    Μπορεί να πουλάει η Μαντά αλλά σε πολλούς δεν αρέσει.
    Μπορεί να υπάρχουν πολλοί εκδότες αλλά λίγοι αφήνουν το στίγμα τους, οι υπόλοιποι θα μπορούσαν να πουλάνε βούρτσες ή σώβρακα στις λαϊκές – το ίδιο τους κάνει!

    • πώς, δεν έχω σχέση με το ύφος του συγγραφέα? Με σοκάρετε!
      ΥΓ ποιανού συγγραφέα?

  3. Ά, μόλις διάβασα και το υπόλοιπο σχόλιο: “οι εκδότες κρίνονται”.
    Από ποιούς άραγε? από την Ένωση Σοβιετικών Συγγραφέων? Από την Εταιρεία Ελλήνων Συγγραφέων? Από το τμήμα αξιολογήσεων του Υπουργείου Πολιτισμού? του Παιδείας? Από την πολιτιστική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ (φράξια “Ρόζα”)?
    Its too complicated, που λέει και ο Ομπάμα.
    Ας πούμε “μην κρίνεις ίνα μην κριθείς” και ας τελειώνουμε με αυτό, θα έλεγα.

Γράψτε απάντηση στο Θωμάς Πύντσος Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ