«Ζορόζ» – (Ένα μικρομέγαλο παραμύθι της Αλεξάνδρας Χαΐνη)

0
281

 

 

Αλεξάνδρα Χαΐνη

 

Ο Ζορόζ ήτανε μόλις τεσσάρων χρονών όταν άρχισε να πηγαίνει στον κινηματογράφο. Κάθε Πέμπτη ξεφύλλιζαν με τη μαμά του το Αθηνόραμα και ψάχνανε τις νέες ταινίες. Καμιά φορά ο μπαμπάς του, του έδειχνε στον υπολογιστή και τα τρέιλερ. Μετά διαλέγανε μία όλοι μαζί και το Σάββατο ήταν έτοιμοι. Πήγαιναν πάντα με το αυτοκίνητο.

Το σινεμά ήτανε ο «νονός» του Ζορόζ. Πριν οι γονείς του αγαπηθούν πρώτη φορά, είχανε πάει να δούνε τον Ζορό. Κι όταν από αυτή την αγάπη βγήκε εκείνος ροδαλός και παχουλός, τον είπανε αυθόρμητα «Ζορόζ» κι όλοι το βρήκαν λογικό. Αν είχανε πάει να δούνε τον Πινόκιο ας πούμε, ίσως τα πράγματα να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά.

Πάντως, πότε πότε τον φωνάζανε και «Ζορούζ» τον Ζορόζ, γιατί όταν ντρεπότανε πάρα πολύ, κοκκινίζανε τα μάγουλά του σα να χε βάλει ρουζ. Και Ζορόλ όμως, επειδή τα ρούχα του μυρίζανε φρεσκάδα. Μπορούσες να κάνεις πολλά παιχνίδια με το όνομα Ζορόζ, γιατί ήταν ένα πραγματικά παιχνιδιάρικο όνομα. Η αληθινή αλήθεια είναι όμως ότι Ζορζ θα τον λέγανε κανονικά, από τον παππού του, που ήτανε Γάλλος, αλλά αυτή είναι μια λεπτομέρεια που θυμάται πια μόνο η μαμά του.

Όλοι τον αγαπάγανε τον Ζορόζ, αγόρια και κορίτσια κι ας τους φαινότανε λιγάκι παράξενος, λέγανε ότι αυτό είναι και το μεγαλύτερο προτέρημά του. Ήταν διαφορετικός, ξεχώριζε. Μπορεί να μην μιλούσε πολύ και στα διαλείμματα να προτιμούσε να παρακολουθεί την πομπή των μυρμηγκιών ή να χαζεύει με τις ώρες τα πουλιά πάνω στο μεγάλο δέντρο της αυλής, παρά να παίζει ποδόσφαιρο και μήλα, όμως ήξερε να τραγουδάει στα γαλλικά και ζωγράφιζε τα ωραιότερα καράβια του κόσμου. Με χρώματα και απ’ όλα, σχεδόν έτοιμα να σαλπάρουν.

Μια μέρα, τους είπε η δασκάλα να γράψουν σε ένα χαρτί ποιο παιδί θα ήθελαν να παίξει φέτος τον ήρωα της παράστασης που θα ανέβαζαν στο τέλος της χρονιάς. Τι είναι ήλωας κυλία ρώτησε ο Ριχάρδος που δεν έλεγε το «ρ» παρόλο που τον λέγανε Ριχάρδο επειδή ήταν λεοντόκαρδος αλλά και ο πιο δυνατός απ’ όλους. Κανένας δεν τόλμαγε να τα βάλει μαζί του. Η δασκάλα του εξήγησε. Τα παιδιά πήραν τα χρωματιστά χαρτάκια που τους μοίρασε και έγραψαν όπως όπως τα ονόματα που θέλανε. Μετά τα έριξαν σε ένα χαρτόκουτο. Θα τα διαβάσουμε την τελευταία ώρα του μαθήματος, εντάξει; είπε εκείνη. Εντάξει.

Όταν ήρθε η τελευταία ώρα, η δασκάλα άδειασε το κουτί πάνω στην έδρα της και άρχισε να διαβάζει μια-μια τις 20 ψήφους. Φαντάσου την έκπληξή της που οι 18 έγραφαν Ζορόζ, μία Λιχάλδος και η τελευταία, Ριχάρδος.

Η δασκάλα σκούπισε ένα δάκρυ από το δεξί της μάτι και ένα δεύτερο από το αριστερό και ζήτησε από τον Ζορόζ να πάει κοντά της. Τον αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο κάνοντάς τον τελείως ροζ με το κραγιόν της.

Τι θα φορέσεις στη γιορτή Ζόρι; Ζόρι τον φώναζε η δασκάλα και μη σου φαίνεται περίεργο, άλλαζε τα ονόματα ολονών αρκεί να έφτιαχναν μια νέα λέξη που να ταίριαζε στο χαρακτήρα τους. Να, τη Μελίνα την έλεγε μέλι γιατί ήτανε πολύ γλυκιά, τον Γιώργο γιογιό γιατί κουνιότανε συνέχεια, την Αναστασία στάση για το ακριβώς αντίθετο, τον Κωνσταντίνο κώνο επειδή είχε μαλλιά με λοφίο, την Κατερίνα καρδερίνα για τη φωνή της – θες να σου πω κι άλλα; Από αυτές τις λέξεις έβγαζε και μια ιστορία παλιά ή μια πιο καινούργια από το μυαλό της και τα παιδιά μάθαιναν να τις γράφουνε και να τις τραγουδάνε.

Ο Ζορόζ σκέφτηκε, ξανασκέφτηκε, έβαλε το δάχτυλο στο στόμα, έξυσε το κεφάλι του, κοίταξε με αγωνία τον Ριχάρδο αλλά δεν έβγαλε κιχ. Απλώς κοκκίνισε τόσο πολύ που τα μάγουλά του από ροζ έγιναν παντζαρί. Η δασκάλα, του έκανε μια ακόμη αγκαλιά και τον έστειλε στη θέση του. Μαζέψτε τα πράγματά σας και θα πούμε αύριο για τα ρούχα του βασιλιά μας, είπε.

Ξέχασα να σου πω, ότι θα ανεβάζανε την παράσταση «Τα ρούχα του βασιλιά» και βασιλιάς θα ήτανε φυσικά ο Ζορόζ. Είχανε διαβάσει το παραμύθι πολλές φορές στην τάξη. Ένα Σάββατο μάλιστα ο Ζορόζ δεν είχε πάει σινεμά με τους γονείς του, αλλά τον είχε πάρει με τους συμμαθητές του η δασκάλα του στο θέατρο Πόρτα να δουν όλοι μαζί Τα ρούχα του βασιλιά.

Ήταν η πρώτη φορά που έκατσε δίπλα στον Ριχάρδο και από τότε τον έκανε τον καλύτερό του φίλο κι ας τον ζόριζε που ήτανε τόσο μα τόσο διαφορετικοί. Ήξερε το παραμύθι απ’ έξω κι ανακατωτά, αλλά δεν του άρεσε καθόλου και καθόλου δεν ήθελε να παίξει στην παράσταση, μπροστά σε όλους, έναν βασιλιά γυμνό!

Γύρισε στο σπίτι του με το κεφάλι του να καίει και όταν είδε τη μαμά του να τον περιμένει στη στάση, έπεσε στην αγκαλιά της κλαίγοντας. Τι έγινε αγάπη μου, τον ρώτησε εκείνη χαϊδεύοντάς του τα μαλλιά. Γιατί κλαις; Μέσα από τους λυγμούς του της είπε για τα χαρτάκια, για τον Ριχάρδο, για τον βασιλιά, για την παράσταση, για το πόσο ήθελε και πόσο δεν ήθελε να παίξει, για όλα τα περίεργα που συνέβαιναν μέσα στο μυαλό του και έξω στον κόσμο. Η μαμά του τον άκουσε προσεκτικά και κάθε τόσο του χάιδευε τα μαλλιά. Σε λίγο έρχεται ο μπαμπάς και θα κάνουμε σύσκεψη οι τρεις μας. Τι λες; Μπορείς να κάνεις υπομονή;

Του έφτιαξε ένα μεγάλο σάντουιτς με φυστικοβούτυρο και τον άφησε στο δωμάτιό του συντροφιά με τα playmobil του. Να μου τον προσέχετε! τους ζήτησε σηκώνοντας τον δείχτη της και πήγε να ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό.

Λοιπόν, τι τρέχει στο μυαλουδάκι σου; ρώτησε πρώτος τον Ζορόζ ο μπαμπάς του. Είχε μαζέψει μπροστά του τα άδεια πιάτα το ένα πάνω στο άλλο και τσίμπαγε με το χέρι τα αποφάγια του κιμά από το τελευταίο στη στοίβα. Είχανε φάει μακαρόνια με κιμά, το αγαπημένο φαγητό και των τριών τους. Δεν θέλω να μην με έχει πια φίλο ο Ριχάρδος αν δεν είμαι καλός βασιλιάς, είπε ο Ζορόζ βουρκωμένος. Γιατί αν δεν με έχει πια φίλο ο Ριχάρδος δεν θέλω να ξαναπάω σχολείο. Ούτε θέλω να ξαναπάω στη γιαγιά ούτε στο σινεμά.

Η μαμά κοίταξε τον μπαμπά και έπιασε ο ένας το δεξί και ο άλλος το αριστερό χέρι του Ζορόζ. Ο Ριχάρδος είναι λεοντόκαρδος άρα έχει μεγάλη καρδιά, δεν πρόκειται να σε εγκαταλείψει, είπε πάλι ο μπαμπάς. Μην ανησυχείς, συμφώνησε και η μαμά, ο Ριχάρδος είναι ο κολλητός σου.

Το άλλο πρωί ο Ζορόζ πήγε στο σχολείο πιο ήρεμος. Στο διάλειμμα η δασκάλα τον φώναξε κοντά της. Καθόταν κάτω από το μεγάλο πεύκο και έτρωγε σοκολάτα. Θέλεις λίγη; τον ρώτησε. Πήρε ένα κομμάτι και στάθηκε δίπλα της. Του άρεσε να αφήνει τη σοκολάτα να λιώνει στο στόμα του γιατί έτσι κρατούσε περισσότερο. Σκέφτηκες λοιπόν τι θα φορέσεις στην παράσταση; συνέχισε η δασκάλα. Ο Ζορόζ ένιωσε πάλι το κεφάλι του να καίει και κατάπιε γρήγορα τη σοκολάτα. Όχι, έγνεψε χωρίς να βγάλει τον παραμικρό ήχο. Ζορζ όλα θα πάνε καλά δεν χρειάζεται να φοβάσαι. Να σου πω ένα μυστικό, αρκεί μόνο να συμφωνείς κι εσύ: τον ρόλο του αγοριού που λέει την αλήθεια στον βασιλιά ότι είναι γυμνός αλλά και εκείνον του πρώτου υπασπιστή λέω να τον πάρει ο Ριχάρδος. Πώς σου φαίνεται, δεν είναι καλή ιδέα;

Δεν θέλω. Δεν θέλω να παίξω στην παράσταση. Δεν θέλω να βγάλω τα ρούχα μου! πείσμωσε ο Ζορόζ αλλά ούτε τώρα έβγαλε κιχ. Άφησε μόνο έναν μικρό λυγμό και έκανε να φύγει. Η δασκάλα τον έπιασε απ’ το χέρι, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε ένα μικρό πακέτο. Έλα, για σένα είναι, ξετύλιξέ το, του είπε. Το πακέτο είχε μέσα ένα σορτσάκι ροζ με το Ζ του Ζορό κεντημένο με ασημένια κλωστή στο ένα πλάι. Εγώ το έφτιαξα, σου αρέσει; Κανείς δεν θα μείνει γυμνός όσο είμαι εγώ εδώ, ακούς;

Την ημέρα της παράστασης ο Ζορόζ φόρεσε το ροζ σορτσάκι με το Ζ και μια μακριά κόκκινη μπέρτα με γούνα στον λαιμό που του έραψε η μαμά του. Ο Ριχάρδος όλη την ώρα τον πρόσεχε μην την πατήσει.

Στην τελευταία σκηνή, ο Ζορόζ είχε ψηλώσει τρεις ολόκληρους πόντους! Μην πεις ότι έφταιγε το στέμμα που φορούσε, γιατί δεν θα έχεις δίκιο, ο Ζορόζ ψήλωσε κανονικά. Άσε που μου φάνηκε πως αφού πια υποκλίθηκε 4 και ακόμη 4 φορές -τις δύο κρατώντας από το χέρι τον Ριχάρδο- οι πόντοι αυτοί γίνανε πέντε!_

(*) Η Αλεξάνδρα Χαΐνη είναι δημοσιογράφος

 

 

Προηγούμενο άρθροΠολυτεχνείο ’73: Η εξέγερση ώρα με την ώρα, δρόμο με δρόμο (της Ελένης Πασχαλούδη)
Επόμενο άρθρο“Πώς ξέρουμε ότι ένα όριο είναι ένα όριο;” (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ