“Πώς ξέρουμε ότι ένα όριο είναι ένα όριο;” (της Βαρβάρας Ρούσσου)

0
606

της Βαρβάρας Ρούσσου

Η Βασιλική Κοντογιάννη, ομότιμη Καθηγήτρια Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης, εκδίδει την τρίτη ποιητική συλλογή της. Τα Σημεία πορείας έρχονται τρία χρόνια μετά το Εκείνες-Εμείς (εκδ. Πληθώρα 2021). Σ’ εκείνη τη συλλογή η Κοντογιάννη άνοιγε διάλογο ή έδινε φωνή σε γυναίκες της ιστορίας και του μύθου ή σε ανώνυμα, καθημερινά γυναικεία πρόσωπα. Επανατοποθετήθηκε δηλαδή απέναντι σε γνωστούς μύθους για γυναικεία πρόσωπα φωτίζοντας πτυχές που έμεναν έξω από το μύθο δημιουργώντας μια παράλληλη γυναικεία μυθοπλασία. Διατηρώντας στο νέο της βιβλίο τη γυναικεία οπτική της φωνής που εκφέρει το λόγο, στρέφεται σε θεματική από το ατομικό πεδίο και διερευνά ορισμένες πτυχές του έρωτα όταν αυτός έρχεται ή ξανάρχεται αιφνίδια και μάλιστα σε ηλικίες δεύτερης ή τρίτης νεότητας.

Ως φιλόλογος με ευρυμάθεια και εξοπλισμό η Κοντογιάννη γνωρίζει τις συμβάσεις του ποιητικού λόγου και ξέρει πώς να διαχειριστεί ένα δύσκολο, καθότι κοινότοπο, θέμα όπως ο έρωτας. Επιλέγει λοιπόν την ελέγξιμη σύντομη φόρμα με ολιγοσύλλαβους στίχους, μελετημένους διασκελισμούς που δίνουν έμφαση στο νόημα και απλό λεξιλόγιο. Επιδιώκει έτσι να διατηρήσει την αμεσότητα αλλά κυρίως τη σπιρτάδα της πυκνότητας και το ευθύβολο της λιτότητας. Ποιήματα ξεκάθαρα που ενώ δεν είναι αφηγηματικά υποβάλλουν μια -ή περισσότερες-εξιστορήσεις, ανοιχτές στην αναγνωστική φαντασία. Ποιήματα απλά αλλά όχι απλοϊκά. Η Αν Κάρσον στο εξαιρετικής εμβρίθειας δοκίμιό της Έρως ο γλυκόπικρος διερωτάται «Πώς ξέρουμε ότι ένα όριο είναι ένα όριο;». Η Κοντογιάννη περιστρέφεται ακριβώς γύρω από αυτό το όριο που ο έρωτας μας εξαναγκάζει να ελέγξουμε: το κενό του έρωτα, οι δισταγμοί και οι αγωνίες, η απουσία του αγαπημένου, εντέλει αποτελούν εξέταση του εαυτού.

Όπως συμβαίνει συχνά στην ερωτική ποίηση ένα εγώ καταθέτει στοχασμούς αλλά και απευθύνεται σε ένα (ερωτικό) εσύ. Με συχνές αναφορές στις αισθήσεις, με σωματικότητα που αναδεικνύει τον αισθησιασμό, («Άνθος», «Χοάνη», «Ανάσες») ο έρωτας παρουσιάζεται ορμητικός: «Τον άκουγε/Γελώντας κρυφά//Καπνοί/απ’ τα ρουθούνια//είχε κιόλα δει/τη δική του/πύρινη φύση/». («Συνάντηση») ή συντροφικός: «Σα γατάκια/κουλουριασμένα/το ένα μέσα στ’ άλλο/[…]Εμείς/» («Νεογέννητα»). Εμφανίζεται ως καίριο αίτημα ισοδύναμο με τη ζωική ορμή. Στα ποιήματα «Ραλλού» και «Αντανακλάσεις» υπάρχει η αγωνία του ποιητικού υποκειμένου για την απόσυρση από τη δράση, την απενεργοποίηση της πράξης και τη βύθιση σε μια εξ αντανακλάσεως ζωή μέσω της τέχνης (αναφορά στην ταύτιση με τη ρομαντική λογοτεχνική ηρωίδα Ραλλού και στα πολλαπλασιαστικά κάτοπτρα Ντα Βίντσι μέσα από τα οποία εξέταζε και τα έργα του). Εντούτοις με την πιθανότητα μιας επανενεργοποίησης μέσω του έρωτα έρχεται η αγωνία (« Όταν σηκώνεται το κύμα/[…]Τι κάνεις τότε πες μου/Πως το παλεύεις αυτό το κύμα;» «Καλεί»). Έτσι, προβάλλεται  σε πολλά ποιήματα το βάρος της προηγούμενης ζωής ή της ηλικίας: «Η προηγούμενη ζωή/έρχεται/με τρομαχτική ορμή//Θέλει να σε συναντήσει/» («Τα πριν»). Είναι όμως εντέλει απαραίτητο το ερωτικό βίωμα ως επανόρθωση, όπως επανορθωτικά λειτουργεί και η εξομολόγηση μέσω της ποίησης. Η διελκυστίνδα ανάμεσα στους δισταγμούς και τις ενοχές απ’ τη μια, την ανάγκη και το συναίσθημα απ’ την άλλη δηλώνονται σε πολλά ποιήματα: «Τι να το κάνω το εγκαρδίως/δε μου φτάνει το εγκαρδίως/Η πείνα αυτή/που τρώει τα σωθικά/δε σταματάει/με το εγκαρδίως/» («Εγκαρδίως»).

Είναι εύλογο ο έρωτας και οι ταραχές του να συνδέονται κυρίως με τη νεότητα ανάμεσα στην οποία και στο ώριμο ποιητικό υποκείμενο ανοίγεται ένα χάσμα. Ο θαυμασμός και το παιγνιώδες ύφος του ποιήματος «Στο παζάρι» καταλήγει σε μια πικρά σκληρή διαπίστωση καθώς η έλξη προς το νεανικό σφρίγος φαίνεται να πραγματώνεται μόνο ως οικονομικό «παζάρι»: «Πολύ συμπαθητικός ο παππούλης/δε λέω/περιποιημένος κι ευγενικός[…]Εμένα, όμως, να μου κρατήσετε τον άλλον/εκείνον τον έφηβο//που στέκεται στη γωνία[…]Ναι, ναι ενδιαφέρομαι//Η προκαταβολή;».

Ωστόσο, παρά την έκφραση δισταγμών μπροστά στον έρωτα,  η επίγευση της ανάγνωσης δεν είναι μελαγχολική. Η επάνοδος στις χαρές της ζωής σε μεγαλύτερες ηλικίες, από την ωριμότητα και μετά δεν είναι απαγορευτικές, ιδίως για γυναίκες. Η ποιητική γυναικεία φωνή τελικά το διατρανώνει: «Κολυμπώντας/ με τη χαρά/ δυνατής γνωριμίας/ («Πραγματικότητα;»). Στο ποίημα «Καταλόγι» η επανάληψη της απλής καθημερινότητας του βίου αποκτά νόημα με την αγάπη.

Ενδιαφέρουσες είναι οι αναφορές σε λογοτεχνικούς χαρακτήρες (Ραλλού, Florentino Ariza) σε μορφές της τέχνης (Στραβίνσκυ) και λογοτέχνες. Ξεχωρίζω το πρώτο μέρος από το «Εξώγαμο ποίημα» προς τον Αθανάσιο Χριστόπουλο, τον ποιητή του 19ου αιώνα που σήμερα δε διαβάζεται παρά από μελετητές. Τα παιγνιώδη ερωτικά ποιήματά του επικαλείται η φωνή εκφοράς περνώντας, ακόμη μια φορά όπως στη Ραλλού, από την λογοτεχνική ανάγνωση στην πράξη: «Και τώρα ακούω τα βέλη/Σφυρίζουνε ξυστά/κλείνοντας κύκλους/. Εξάλλου στο πενταμερές «Εξώγαμο ποίημα» συμπυκνώνονται όλες σχεδόν οι θεματικές του βιβλίου όπως τις σκιαγράφησα παραπάνω: η σαρωτική προέλαση του έρωτα, οι δισταγμοί για την παράδοση σε αυτόν, η ανάγκη για την έξοδο από τη μοναξιά («Τρομαχτική ανάγκη επικοινωνίας/βγαίνει σε κύματα/Τρομαχτική/), η γλυκειά ψευδαίσθηση επιστροφής στην παιδική ηλικία.

Μια πορεία λοιπόν με τα σημεία της καταθέτει η Κοντογιάννη διατηρώντας έναν άξονα στα ποιήματα αυτού του βιβλίου που ακριβώς επειδή η πορεία αυτή καταλήγει αισιόδοξα κλείνει το βιβλίο με το δίστιχο «Δεν ήταν ποιήματα/Ήταν μεγάλα φτερά».

 

Βασιλική Κοντογιάννη, Σημεία πορείας, Librofilo Co, 2024

Προηγούμενο άρθρο«Ζορόζ» – (Ένα μικρομέγαλο παραμύθι της Αλεξάνδρας Χαΐνη)
Επόμενο άρθρο8 βιβλία για την εξερεύνηση του ανθρώπινου ψυχισμού και της συμπεριφοράς (της Δήμητρας Διδαγγέλου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ