της Ελένης Πασχαλούδη (*)
Ο ιστορικός Λεωνίδας Καλλιβρετάκης, μετά τον εντοπισμό και την τεκμηρίωση των νεκρών του Πολυτεχνείου, συνεχίζει την έρευνα για την εξέγερση του Νοέμβρη ’73, εμβαθύνοντας και αναλύοντας πτυχές της άγνωστες μέχρι σήμερα. Στο πρόσφατο βιβλίο του Το Πολυτεχνείο έξω από το Πολυτεχνείο: Οι αφανείς πρωταγωνιστές της εξέγερσης του 1973 (Θεμέλιο, 2023) αναδεικνύει ένα θέμα ελάχιστα γνωστό: Τις συγκρούσεις μεταξύ διαδηλωτών και δυνάμεων καταστολής που έλαβαν χώρα έξω από το Πολυτεχνείο, όπως επισημαίνει και ο τίτλος. Παρακολουθεί και μας μεταφέρει πληροφορίες για την επίμονη παρουσία και κινητοποίηση δεκάδων χιλιάδων ατόμων, οι οποίοι δεν συμμετείχαν στην κατάληψη, αλλά με την παρουσία και την επιμονή τους δημιούργησαν μια εξεγερσιακή κατάσταση.
Το θέμα του βιβλίου είναι κάπως απρόσμενο, μιας και στη συλλογική μνήμη κυριαρχούν όσα διαμείφθηκαν από τη στιγμή που κατέλαβαν οι φοιτητές το κτίριο του Πολυτεχνείου μέχρι και την εκκένωσή του. Συνήθως μας απασχολούν ερωτήματα όπως: Ποιοι συμμετείχαν στην κατάληψη και πόσοι, ποιοι πήραν τις αποφάσεις, πώς λειτουργούσε ο σταθμός, με ποιο τρόπο γινόταν η επικοινωνία με τους «έξω». Υπήρχαν παρατάξεις; Κόμματα; Οργανώσεις; Ποιοι το ξεκίνησαν; Πόσοι ακολούθησαν; Και, βέβαια, είχε αντίκτυπο στην κοινή γνώμη; Έβλαψε το καθεστώς; Ο Καλλιβρετάκης όμως επιλέγει μια εντελώς διαφορετική προσέγγιση. Η προσοχή του στρέφεται σε ό,τι συνέβαινε παράλληλα έξω από τον χώρο της κατάληψης. Και με αυτό τον τρόπο μάς βάζει για τα καλά και με έναν μοναδικό τρόπο στον κόσμο της εξέγερσης.
Ο συγγραφέας προχωρά ώρα με την ώρα, δρόμο με τον δρόμο, για να καλύψει όσο καλύτερα μπορεί τον πυκνό χρόνο από τις 14 έως και τις 22 Νοεμβρίου 1974. Σιγά σιγά ο αναγνώστης ανακαλύπτει ότι δεν πρόκειται ούτε για μεμονωμένο περιστατικό ούτε για μια απλή φοιτητική διαμαρτυρία με αιτήματα που αφορούσαν την εκπαίδευση. Αντίθετα, καθώς προχωρά η ανάγνωση, αποκαλύπτεται η εικόνα μιας γενικευμένης σύγκρουσης διαφορετικών κοινωνικών ομάδων με το δικτατορικό καθεστώς. Μαθητές πραγματοποίησαν μαζικές διαδηλώσεις, όπως για παράδειγμα το Σάββατο 17 Νοεμβρίου στην περιοχή των Πατησίων. Οι περισσότερες από αυτές τις διαδηλώσεις, από τα πολλά σχολεία της περιοχής, αναχαιτίζονταν από περιπόλους της αστυνομίας, μικτές ομάδες μάχης του Στρατού και από τη στρατιωτική φρουρά του 28ου Συντάγματος Πεζικού που έδρευε στο κτίριο του ΟΤΕ. Οι διαδηλωτές δέχθηκαν σφοδρή επίθεση, με αποτέλεσμα πολλούς τραυματίες, αλλά και νεκρούς (σ. 222). Εργαζόμενοι, επαγγελματίες, σπουδαστές τεχνικών σχολών συνέρρεαν έξω από το Πολυτεχνείο ακούγοντας τις εκκλήσεις από τον ραδιοφωνικό σταθμό. Αρκετοί μετέφεραν βοήθεια, τρόφιμα και φάρμακα, στους έγκλειστους φοιτητές. Άλλοι σχημάτιζαν με την παρουσία τους μια εκτεταμένη ζώνη κινητοποιήσεων γύρω από το Πολυτεχνείο. Στο πλαίσιο αυτής της ζώνης έγιναν συγκρούσεις με την αστυνομία και προσπάθειες να καταληφθούν δημόσια κτίρια. Η πιο επιτυχημένη από αυτές και πιο σημαντική από κάθε άποψη ήταν, την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου, η κίνηση του πλήθους των διαδηλωτών εναντίον του υπουργείου Δημοσίας Τάξεως, που βρισκόταν τότε επί της οδού Γ’ Σεπτεμβρίου 48. Σε αυτές τις συμπλοκές τραυματίστηκε θανάσιμα και ο μαθητής Διομήδης Κομνηνός, ο οποίος έσπευσε να βοηθήσει κάποιον τραυματία επί της οδού Αβέρωφ και δέχτηκε καταιγισμό πυρών από τη φρουρά του υπουργείου.
Διαβάζοντας, καταλαβαίνουμε ότι αυτό που έκανε το Πολυτεχνείο να εξελιχθεί σε κάτι διαφορετικό από τις διαμαρτυρίες των φοιτητών που είχαν προηγηθεί, δεν είναι όσα συνέβησαν στην κατάληψη αλλά κυρίως η έκταση και η ένταση των κινητοποιήσεων εκτός αυτής. Με άλλα λόγια, η μεγάλη διαφορά του Πολυτεχνείου από την κατάληψη της Νομικής, για παράδειγμα, που είχε σημειωθεί λίγους μήνες νωρίτερα είναι ότι έξω από το Πολυτεχνείο και γύρω από αυτό συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι δεν άφησαν το Πολυτεχνείο χωρίς υποστήριξη ακόμη και όταν οι κατασταλτικές δυνάμεις εξαπέλυσαν πολύ σκληρές επιθέσεις εναντίον τους. Αντίθετα, διασκορπίστηκαν στους δρόμους της Αθήνας, έκαναν καινούργιες διαδηλώσεις και συγκρούστηκαν με την αστυνομία εκδηλώνοντας, με μεγάλο κόστος, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες, την αντίδρασή τους στο καθεστώς.
Τεράστιο ενδιαφέρον παρουσιάζει, πέρα από την ενδελεχή περιγραφή των συγκρούσεων, και το κοινωνικό προφίλ αυτών που συμμετείχαν. Σπουδαστές βέβαια, αλλά και πάρα πολλοί εργαζόμενοι (ξενοδοχοϋπάλληλοι, οικοδόμοι, έμποροι, τεχνίτες κ.ά.) συρρέουν στους δρόμους γύρω από το Πολυτεχνείο για να διαμαρτυρηθούν, να αντιδράσουν και να δηλώσουν την αγανάκτησή τους για τα επτά χρόνια καταπίεσης. Οι περισσότεροι τραυματίες κακοποιήθηκαν και στο νοσοκομείο από αστυνομικούς με πολιτικά. Ενώ στην ερώτηση γιατί συμμετείχαν στα επεισόδια η απάντηση είναι περίπου η ίδια: για να ρίξουμε τη χούντα.
Το βιβλίο βασίζεται στις μαρτυρικές καταθέσεις, στον Τύπο, σε επίσημες ανακοινώσεις, ανακριτικά πορίσματα, καταλόγους και αρχεία νοσοκομείων, ιατροδικαστικά πορίσματα και στο υλικό των καταθέσεων από τις δίκες που έγιναν την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης. Τα στοιχεία διασταυρώθηκαν ξανά και ξανά, προκείμενου να διασαφηνιστούν η πορεία των κινητοποιήσεων, από τη μια πλευρά, αλλά και τα κίνητρα και η πορεία των δυνάμεων καταστολής από την άλλη. Έχουμε, λοιπόν, δύο πλευρές, οι οποίες εμπλέκονται σε ένα κλιμακούμενο σπιράλ βίας. Τόσο βίαιες συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής είχε να δει η πρωτεύουσα από τον καιρό των Δεκεμβριανών. Η αστυνομία και ο στρατός χρησιμοποίησαν πραγματικά πυρά εναντίον των διαδηλωτών, οι οποίοι άλλοτε έτρεχαν να προφυλαχτούν, άλλοτε όμως απαντούσαν με πέτρες, ξύλα, νεράντζια από τα γύρω δεντράκια ή μολότοφ. Όσο οι ένστολοι πυροβολούσαν τόσο οι διαδηλωτές συσπειρώνονταν εναντίον τους. Είναι χαρακτηριστικές οι καταθέσεις των τραυματιών οι οποίοι κατεβαίνουν ξανά και ξανά στις διαδηλώσεις, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο να συλληφθούν, να τραυματιστούν ή ακόμη και να σκοτωθούν από τα πυρά.
Το βιβλίο, αναδεικνύοντας αυτή την πλευρά της εξέγερσης, η οποία ήταν ελάχιστα γνωστή μέχρι σήμερα, θρυμματίζει πολλές από τις αφηγήσεις όχι μόνο για το Πολυτεχνείο αλλά και για τη χούντα. Είναι αλήθεια ότι για το Πολυτεχνείο, ως ιστορικό γεγονός, γνωρίζουμε ελάχιστα, παρόλο που πρόκειται για μια κομβική ιστορική στιγμή και στην ουσία για το ιδρυτικό αφήγημα της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας. Αυτό συμβαίνει κυρίως για δύο λόγους: πρώτον, γιατί η ενασχόληση των ιστορικών με την περίοδο της δικτατορίας παραμένει μέχρι σήμερα μικρή και ελλιπής. Δεύτερον, γιατί, καθώς η περίοδος της δικτατορίας, το Πολυτεχνείο και η Μεταπολίτευση αποτελούν θέματα δύσκολα και ευαίσθητα, κυριαρχούν γι’ αυτά στη δημόσια σφαίρα διάφοροι μύθοι, αφηγήματα και υπεραπλουστευτικές ερμηνείες, που συνήθως βολεύουν την καθημερινότητα και την πολιτική συγκυρία. Και βέβαια, όπως είναι γνωστό, όταν οι ιστορικοί διστάζουν ή αδυνατούν, κυριαρχούν μυθεύματα και σενάρια συνωμοσίας.
Το εν λόγω βιβλίο όμως διευρύνει την εικόνα και μας επιτρέπει να κατανοήσουμε καλύτερα το ιστορικό πλαίσιο και τις συνθήκες της εποχής, ώστε να τοποθετήσουμε τα γεγονότα στις πραγματικές τους διαστάσεις. Ακούμε συχνά πόσο ήσυχη ήταν η δικτατορία και πόσο λίγα ήταν τα θύματα σε σχέση με άλλες χώρες που την ίδια εποχή είχαν υποστεί αντίστοιχα καθεστώτα. Αλήθεια είναι αυτό, ιδιαίτερα αν επιχειρήσει κανείς να συγκρίνει την κατάσταση στην Ελλάδα με εκείνη που επικρατούσε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής. Όμως, το καθεστώς μπορούσε να γίνει πολύ βίαιο και εξαιρετικά σκληρό όταν απειλούνταν. Στο βιβλίο αποκαλύπτεται μια αδίστακτη εξουσία που προτρέπει αστυνομικούς και στρατιωτικούς οι οποίοι διστάζουν να χτυπήσουν στο ψαχνό· να χτυπήσουν πισώπλατα, στον κορμό και στο κεφάλι και όχι στα πόδια για εκφοβισμό. Επίσης, δείχνει έναν μηχανισμό καταστολής που δεν διστάζει να φτάσει μέχρι τους προθαλάμους των χειρουργείων για να αποτελειώσει ή να βασανίσει τους τραυματισμένους.
Άλλος βολικός ή άβολος μύθος ο οποίος τίθεται υπό αμφισβήτηση είναι αυτός της βολεμένης ή ευχαριστημένης κοινωνίας, που αισθανόταν ασφαλής υπό το καθεστώς της χούντας. Στο βιβλίο εμφανίζεται ένας μεγάλος αριθμός διαδηλωτών με όνομα και επώνυμο, που κατεβαίνουν στις διαδηλώσεις για να διαμαρτυρηθούν εναντίον ενός καθεστώτος καταπίεσης και παρανομίας. Αλλά αναφέρονται και χιλιάδες άλλοι που άνοιξαν τα σπίτια τους για να προσφέρουν καταφύγιο σε τραυματίες και τρομοκρατημένους από τα πυρά της αστυνομίας και των ελεύθερων σκοπευτών. Αν ήταν τόσο ευχαριστημένοι, αναρωτιέται κανείς, θα προέβαιναν άραγε σε τέτοιες αντικαθεστωτικές ενέργειες;
Τελευταία κατασκευή που αμφισβητείται και αποτελεί ταμπού για την Αριστερά είναι αυτή του ειρηνικού διαδηλωτή. Διαβάζοντας προσεκτικά, ζωντανεύουν μέσα στις σελίδες του βιβλίου αρκετές εικόνες διαδηλωτών οι οποίοι δεν ήταν ούτε ειρηνικοί ούτε ακριβώς άοπλοι. Ήταν άνθρωποι αποφασισμένοι να απαντήσουν στη βία του καθεστώτος με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Πέτρες, ξύλα, οδοφράγματα, μολότοφ ήταν τα όπλα τους, τα οποία βέβαια δεν είχαν καμιά απολύτως πιθανότητα να υπερισχύσουν μπροστά στη βαρβαρότητα και στον οπλισμό του στρατού και της αστυνομίας.
Το βιβλίο, λοιπόν, μας δίνει αρκετά στοιχεία για να αμφισβητήσουμε βεβαιότητες χρόνων, αλλά και για να ξανασκεφτούμε ένα παρελθόν το οποίο τα τελευταία χρόνια έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο πολύ ζωηρών συζητήσεων στη δημόσια σφαίρα. Παλαιότερα με στόχο την ηρωοποίηση και την εξιδανίκευσή του, τα τελευταία χρόνια με σκοπό την πλήρη απαξίωση του ίδιου του γεγονότος και του επετειακού εορτασμού του.
(*) H Ελένη Πασχαλούδη είναι ιστορικός.