Ρε χαζό! (διήγημα της Μιλού Χατζηστεργίου)

0
852

Μιλού Χατζηστεργίου

 

Σκαλοπάτι ένα, σκαλοπάτι δύο καιιιι κλακ στο πεζοδρόμιο. Το χέρι του θείου, πόσο μεγάλο είναι, ξερό. Ο Αντρέας, στο άλλο χέρι του θείου, κατέβηκε από πίσω μου. Γειαααα, γειαααα σχολικό. Τέλος αυτό.

Μέσα στο σπίτι, βγάζω την τσάντα από τους ώμους. Δεν την αφήνω μακριά, μετά το φαγητό θα κάνω τα μαθήματά μου. Ανυπομονώ να κάνω τα μαθήματά μου και να τα τελειώσω, είναι σαν να με κουκουλώνει ο μπαμπάς.

Μπροστά στην τηλεόραση, στο πάτωμα, μπροστά στο χαμηλό τραπέζι. Κάτσε στο σκαμνάκι, θα κρυώσεις. Α ναι, το σκαμνάκι, το τραβάω από κάτω από το τραπέζι, κόκκινο, απαλό. Κάθομαι πάνω του με ησυχία, ωραία είναι, πολύ ωραία, σχεδόν όσο ωραία σαν να έχω τελειώσει τα μαθήματα.

Πεινάω πολύ πολύ πολύ, από το σχολείο σκεφτόμουν ότι θα φάω, τι φαγητό έχουμε; Μακαρόνια με κιμά. Χαίρομαι, χαίρομαι, θέλω να τα φάω όλα τα μακαρόνια και να βάλω και κιμά αλλά όχι πολύ κιμά, λίγο, γιατί όταν είναι πολύς με ενοχλεί και θα βάλω και φέτα. Σε κάθε μπουκιά.

Περιμένω το φαγητό. Το τηλεκοντρόλ, πατάω το τέσσερα, το αγαπημένο μου κανάλι, όταν ανάβω την τηλεόραση θέλω πρώτα από τα πάντα να δω το τέσσερα. Δεν ανάβει. Ξαναπατάω πιο δυνατά και δείχνω με τεντωμένο χέρι και ανάβει. Έχει τον καιρό, δεν μου αρέσει ο καιρός, η εικόνα είναι ίσια, αλλά μαζί μου αρέσει γιατί μετά από τον καιρό πάντα έχει κάτι ωραίο αλλά δεν θυμάμαι σήμερα τι έχει μετά.

Πού είναι ο Αντρέας; Ακούω τα βήματά του κάπου. Ο Αντρέας ποτέ δεν θέλει να φάει όταν τρώμε όλοι οι άλλοι, δεν ξέρω πότε θέλει να φάει αλλά σίγουρα όχι την στιγμή των άλλων. Εμένα δεν με πειράζει αλλά η γιαγιά στενοχωριέται. Δεν καταλαβαίνω το πολύ σημαντικό. Ο Αντρέας έρχεται και κάθεται πίσω μου, πάνω στον καναπέ, κρατάει δυο δεινόσαυρους, κάνει μάχη. Μου αρέσουν και μένα αλλά μόνο για λίγο, μετά θέλω κάτι άλλο. Φωνάζει γιατί τους κάνει τις φωνές, μην φωνάζεις. Βγάζει την γλώσσα, νια νια νια. Θέλω να τον χτυπήσω από την καρδιά και φτάνει στο χέρι μου αλλά κρατιέμαι γιατί την προηγούμενη φορά τον χτύπησα δυνατά και έκλαιγε κι έκλαιγα κι εγώ και τρόμαξα που έκλαιγε με στρογγυλά δάκρυα.

Πεινάω. Η γιαγιά μου φέρνει το φαγητό σε έναν μωβ γυαλιστερό δίσκο και είναι πάνω όλα όλα όλα, ένα βαθύ πιάτο με γύρω-γύρω λουλουδάκια. Μέσα μακαρόνια και κιμάς αλλά έχει βάλει πολύ κιμά γιατί αυτό θέλει να φάω, κάθε φορά μου το λέει και το έχω μάθει. Δεν πειράζει, μυρίζει τόσο που το νιώθω στα αυτιά μου, τόσο που θέλω να τα φάω όλα, σχεδόν και τον πολύ κιμά, ακόμα και το τραπέζι που είναι χοντρό ξύλινο, όχι δεν θα φάω το τραπέζι αλλά το σκέφτηκα λίγο γιατί πεινάω και αυτή η μυρωδιά με κάνει να καταπίνω χωρίς να έχω τίποτα μέσα στο στόμα, καταπίνω τα σάλια μου. Και δίπλα ένα πιάτο με φέτα, ένα κομμάτι άσπρη φέτα που την φαντάζομαι πώς μπορεί να γίνει κομμάτια και κομματάκια, θα την πιέσω με το πιρούνι και θα την κάνω κομμάτια και θα την βάλω μέσα στο πιάτο με τα μακαρόνια και με τον κιμά και ξέρω το ξέρω ότι αυτό θα είναι πολύ ωραίο και η γλώσσα κολυμπάει μέσα στο στόμα και καταπίνω πάλι. Νιώθω στην κοιλιά μου και κάτι άλλο από πείνα, σαν να πηγαίνω γρήγορα ψηλά με ένα ασανσέρ που βλέπω από μέσα του. Και έχει και ένα ποτήρι νερό ο δίσκος.

Μμμμ αρχίζει κάτι καινούργιο στην τηλεόραση, ααααα ναι τι ωραία που έχει αυτό, μου αρέσει να βλέπω αυτούς τους ανθρώπους, η γυναίκα και ο άντρας χορεύουν και έχει γράμματα δίπλα τους που αλλάζουν, θα προσπαθήσω να διαβάσω, θα τα καταφέρω, έμαθα τα γράμματα στην τάξη, κο-με-ντί, δεν ξέρω τι σημαίνει, είναι για μεγάλους η λέξη.

Παίρνω το πιρούνι, πατάω τη φέτα, βάζω τα κομμάτια πάνω από τα μακαρόνια, ανακατεύω αργά, δεν θέλω να πέσει τίποτα έξω από το πιάτο, βγαίνουν καπνοί από το φαγητό, οι αγκώνες μου χαμογελάνε. Και μακαρόνια και κιμά και φέτα στην πρώτη μπουκιά αλλά σε όλες θέλω, μμμμ την τρώω και είμαι ακόμα πιο χαρούμενη. Μασάω και λιώνω τα μακαρόνια και ο κιμάς είναι δίπλα στα μάγουλά μου, α να και η φέτα, είναι άσπρη σαν τα δόντια μου, το άσπρο χρώμα το καταλαβαίνει και η γλώσσα μου. Ετοιμάζω την επόμενη και την επόμενη και την επόμενη μπουκιά, στριφογυρίζω το πιρούνι ααααα τα μάτια μου θα σπάσουν το πιάτο.

Έχει διαφημίσεις, δεν μου αρέσει, θέλω να τελειώσουν. Κοιτάω τον Αντρέα, μιλάει μόνος του και χτυπάει δυνατά τα πόδια του στα μαξιλάρια του καναπέ για την ιστορία που κάνει, δεν μου δίνει σημασία. Όταν είναι οι φορές που λέει ιστορίες στον εαυτό του και κάνει με το στόμα εκρήξεις, είναι ο καλός μου αδερφός και δεν με πειράζει που τσακωνόμαστε, δεν με πειράζει που άλλες φορές στενοχωριέμαι όταν σκέφτομαι ότι δεν θέλει να παίζουμε περισσότερο καιρό μαζί. Τφφφφφφφφ, κάνει με το στόμα μια έκρηξη. Πώς το κάνεις αυτό; Δοκιμάζω και δεν μπορώ. Το ξανακάνει, τφφφφφφ, το κάνω αλλά δεν μπορώ, είναι σαν κλωστή το δικό μου.

Συνεχίζω να τρώω, δεν έχει μείνει πολύ, θα το φάω ολόκληρο όπως πάντα και η γιαγιά θα είναι πολύ χαρούμενη. Μια αναπνοή γιατί καταπίνω πολύ γρήγορα, πονάει λίγο στο σκληρό μέρος κάτω από τον λαιμό. Φεύγει τώρα, φεύγει. Ναι και τώρα η τελευταία μπουκιά, όλα τα υπόλοιπα μακαρόνια και ο κιμάς όλος και με το αριστερό χέρι βάζω πάνω την τελευταία φέτα. Είναι όλα μεγάλα μέσα στο στόμα και με προσπάθεια τα κάνω πιο μικρά και τα χωρίζω και καταπίνω σιγά-σιγά. Έσκασαααα. Το είπα δυνατά σε μένα.

Ανεβαίνω στον καναπέ και μπαίνω μέσα, θέλω να δω τηλεόραση τώρα, μόνο τηλεόραση και να μην μιλήσω σε κανέναν, κανείς να μην μου μιλήσει.

Την γυναίκα αυτή στην οθόνη την πιάνω με τα δάχτυλα αν σκεφτώ πολύ τη φωνή της. Ο άντρας με μπερδεύει και είναι πιο μακριά, δεν έρχεται. Τσακώνονται τώρα και κοιτάζονται αλλά κοιτάζονται διαφορετικά από αυτά που λένε. Τα ρούχα της γυναίκας γυαλίζουν και το στόμα της είναι κόκκινο. Μια φορά δοκίμασα κραγιόν της μαμάς αλλά δεν ήταν τόσο κόκκινο. Όλο μιλάνε και κουνιούνται. Ο άντρας πιάνει την γυναίκα και την φιλάει. Έχει μια μουσική και δεν σταματάνε να φιλιούνται, είναι ωραίο και ελπίζω να μην μου μιλήσει κανείς όσο φιλιούνται. Το δέρμα της γυναίκας είναι πολύ άσπρο, σαν το δικό μου. Μερικά παιδιά μου έχουν πει άσχημα πράγματα, ότι στο μάγουλο έχω μια μπλε φλέβα, αλήθεια είναι αλλά η γιαγιά μου μου λέει ότι είμαι όμορφη που την έχω. Μπερδεύομαι και δεν ξέρω αν μου αρέσει ή αν δεν μου αρέσει αλλά όταν βλέπω την γυναίκα εδώ που είναι τόσο άσπρη μου αρέσει που είμαι κι εγώ τόσο που φαίνεται η φλέβα μου και τότε σκέφτομαι τα παιδιά και αυτό που μου είπαν.

Φιλιούνται κι άλλο κι εγώ φιλιέμαι. Φιλιόμουν και στην τάξη της κυρίας Πέγκυς με τον Κώστα και φιλιέμαι και φέτος στην τάξη και στο διάλειμμα με τον Αλέξανδρο. Όχι τόση πολλή ώρα σαν την τηλεόραση. Στο στόμα και είναι τσακ. Και μετά τον αγκαλιάζω. Πολλές μέρες δεν μιλάμε. Αλλά μετά φιλιόμαστε ξανά.

Είναι πολύ ωραία.

Και θυμάμαι τώρα αυτό που κάνω και δεν ξέρω γιατί το έχω ξεχάσει τόση ώρα. Η κοιλιά μου γεμίζει μια ζέστη και μετά πάει σε όλο το σώμα και, όταν γίνεται αυτό, αν πιέσω με πράγματα μέσα στα πόδια, είναι πολύ ωραία και μετά είμαι πολύ χαρούμενη. Και μαζί με χαρούμενη δεν μπορώ να αναπνεύσω καλά και μετά γίνομαι πιο ζεστή και ευτυχισμένη. Όπως η γυναίκα στην τηλεόραση όταν έχει μεγάλο χαμόγελο και κλείνει τα μάτια της. Έτσι γίνομαι. Όταν το κάνω αυτό είμαι ευτυχισμένη μετά. Και κανονικά το πιο καλό είναι να το κάνω με έπιπλα. Είμαι πιο πολύ κουρασμένη μετά όταν το κάνω με έπιπλα αλλά αν το κάνω με τα χέρια μου μόνο ή αν το κάνω με το μαξιλάρι δεν γίνεται πάντα το ίδιο στο τέλος και μερικές φορές τα πόδια μου σφίγγουν τόσο πολύ που πονάνε. Μου αρέσει, όταν το θυμάμαι ότι μπορώ να το κάνω, μετά να περιμένω λίγο και να μην το κάνω αμέσως, όπως τώρα, γιατί τότε το περιμένω κι άλλο και είμαι πιο ευτυχισμένη όταν το κάνω αργότερα. Λίγο πιο μετά, όχι πολύ.

Και τώρα θέλω τώρα να το κάνω. Κοιτάω γύρω μου, θέλω να βρω πού θέλω τώρα. Το έπιπλο δίπλα στον καναπέ είναι καλό και σκληρό και πάω εκεί και βάζω τα χέρια δεξιά και αριστερά μου πάνω στο κρύο μάρμαρο και κρεμιέμαι και ακουμπάω ανάμεσα στα πόδια εκεί στην άκρη στο μάρμαρο, ααααχ. Κλείνω τα μάτια, κουνιέμαι μικρά χωρίς να ξεκολλήσω, πιέζω παραπάνω και αφήνω λίγο και είμαι πιο χαρούμενη και η κοιλιά μου ζεσταίνεται και-

Τι κάνεις;

Ο θείος μου αλλά πρέπει να σταματήσει, δεν θέλω να μου μιλάει κανένας τώρα.

Αυτό κάνω, κρέμομαι από το έπιπλο.

Κατέβα κάτω.

Η φωνή του είναι διαφορετική, σταματάω, κατεβαίνω και τον κοιτάω, κάτι έκανα που δεν έπρεπε. Πρέπει να το φτιάξω γιατί δεν θυμάμαι αν με έχει ξανακοιτάξει έτσι και ο τρόπος με τρυπάει και πονάω. Δεν με αγαπάει τώρα; Τι έκανα; Δεν ρωτάω, κοιτάω μόνο. Τι έκανα; Άφησα κάπου λάθος την τσάντα και θύμωσε; Δεν είναι εκεί που την αφήνω πάντα; Τι ώρα είναι; Έχω αργήσει να κάνω τα μαθήματα;

Αυτό θα το κάνεις μόνη σου. Όχι με άλλους μπροστά.

Τι εννοεί; Με το έπιπλο; Η φωνή του είναι μπερδεμένη ή εμένα με κάνει μπερδεμένη. Η κοιλιά μου σταματάει να είναι ζεστή, έχει μια μεγάλη τρύπα.

Δεν ήξερα ότι δεν κάνει, θέλω να του το πω. Θέλω να του το πω, δεν αντέχω να με κοιτάει έτσι. Δεν το ήξερα, αλήθεια, είμαι καλή, δεν είχα σκεφτεί να τον στενοχωρήσω. Αλλά πώς δεν το ήξερα; Δεν είμαι χαζή. Θέλω να με αγαπάει πάλι γιατί το βράδυ δεν μπορώ να κοιμηθώ αν δεν ξέρω ότι με αγαπάνε όλοι. Θέλω να του το πω αλλά γυρίζει και φεύγει και δεν θέλω να του το φωνάξω και δεν θέλω να πάω από πίσω του να του το πω.

Μένω εδώ. Μπορεί αν μείνω ακίνητη να το ξεχάσει. Δεν θα το ξανακάνω. Μόνο στο δωμάτιό μου, έτσι, στο κρεβάτι, στην άκρη του. Εκεί πριν κοιμηθώ δεν θα με βλέπει κανένας. Δεν θα πειράζει εκεί. Ή στο μπάνιο. Αν θέλω μπορώ να πηγαίνω και να κλείνω την πόρτα στο μπάνιο και να το κάνω εκεί. Το έχω κάνει εκεί με ανοιχτή πόρτα, ξέρω πώς, στον νιπτήρα.

Δεν ήξερα ότι δεν πρέπει, είμαι χαζή. Είμαι χαζή. Δεν ήθελα να τον στενοχωρήσω, τώρα έγινα κακιά, τόσο κακιά και έχω αλλάξει σχήμα. Θέλω να ρωτήσω τη γιαγιά αλλά, μήπως δεν πρέπει; Δεν θα τη ρωτήσω. Ούτε τη μαμά ούτε τον μπαμπά. Πρέπει να είναι μυστικό γιατί μπορεί να μην με αγαπάνε ούτε αυτοί. Και μετά δεν θα έχω καθόλου σχήμα και δεν θα κοιμηθώ ποτέ ξανά. Όχι όχι όχι, δεν πρέπει να το μάθουν.

Κάθομαι στον καναπέ. Ο Άντρέας έχει σχεδόν κοιμηθεί με έναν δεινόσαυρο αγκαλιά. Άκουσε τίποτα; Τα μάτια μου καίνε. Το σαγόνι μου καίει. Τα αυτιά μου.

Σηκώνομαι και πηγαίνω στην κουζίνα. Φοβάμαι να δω πίσω από την πόρτα, κάθεται ο θείος μου στην καρέκλα. Φοβάμαι να τον κοιτάξω στο πρόσωπο, δεν θέλω να δω τα μάτια του. Το πουκάμισό του είναι μπλε και ξέρω πώς μυρίζει. Η τρύπα στην κοιλιά μεγαλώνει. Είμαι καλή, δεν το ήξερα, αλήθεια.

Προηγούμενο άρθροΠέθανε ο φωτογράφος Κωνσταντίνος Μάνος (του Κυριάκου Συφιλτζόγλου)
Επόμενο άρθροΤο 2025 αρχίζει με νέους: «Η μέρα της φούστας» και «ΜΑ ΓΚΡΑΝ’ΜΑ» (της Όλγας Σελλά)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ