Ο Εφευρέτης των Γλυκών (διήγημα του Χρήστου Τσιάμη)

0
392

Χρήστος Τσιάμης 

 

 

Τι τού ήρθε να αλλάξει μια ζωή έτσι στο πι και φι!  Γιατί σκέψεις τέτοιες, ουρανοκατέβατες, είχε ουκ ολίγες.  Δεν έσπευδε όμως κάθε φορά να τους δώσει σάρκα και οστά, ανεξαρτήτως των επιπτώσεων.  Ζύγιζε για λίγο τις πιθανότητες, φανταζόταν τις προεκτάσεις τους στην καθημερινή του ζωή και, μάνι-μάνι, προτού διεκδικήσουν μονιμότητα, τις ξαπόστελνε από τα πίσω παράθυρα τού νου του.  Και επέστρεφε, ιδιαίτερα ευγνώμων και ορεξάτος, στο στέρεο αντικείμενο της δουλειάς του που τού προσέφερε ένα μεστό παρόν και έναν βαθμό σιγουριάς για το μέλλον.  Γι αυτό, κάθε φορά που ‘εκτροχιαζόταν’ η σκέψη του, υπενθύμιζε στον εαυτό του να είναι προσεκτικός, ‘να μην υποσκάπτει το συμφέρον του’ εξ αιτίας μιας εκκεντρικότητας του.  Πράγμα που ντύνει τις πράξεις του εκείνο το πρωί με όλο και πιο περίεργα χρώματα.

Ξεκίνησε τη μέρα στο γραφείο με τα συνηθισμένα, στη συνηθισμένη τους ακολουθία.  Να ετοιμάσει τον καφέ στην καφετιέρα της μικρής κουζίνας, για τον ίδιον και για τους άλλους στο τμήμα του, μιας και έπιανε δουλειά πρώτος.  Να ανταλλάξει μια δυο κουβέντες φιλοφροσύνης με την καθαρίστρια, καλύπτοντας διακριτικά με την παλάμη την αχνίζουσα κούπα του για να την προστατεύσει από τη μήνι της σκονοθύελλας του φτερού της, που αφηρημένα, καθώς του μιλούσε, το έσερνε επάνω στη βιβλιοθήκη του.  Να ρίξει μια πεταχτή ματιά στο πρωτοσέλιδο της εφημερίδας και κατ’ ακολουθίαν, επίσης στα πεταχτά, να κοιτάξει τις αγγελίες θανάτων και τις ειδήσεις για το χρηματιστήριο.  Τέλος, να ανοίξει το φάκελο με το τρέχον πόνημα, γουλιά-γουλιά του καφέ να ανακεφαλαιώσει τα αποτελέσματα τής προηγούμενης ημέρας και, πριν αρχίσουν τα τηλέφωνα και οι επισκέψεις των συναδέλφων του, να καταστρώσει σχέδιο για ένα οχτάωρο γεμάτο υποσχέσεις.

Μόνο που τώρα το κρύο και σκούρο υγρό στο μισό της κούπας του, σαν το κάτω μέρος μιας κλεψύδρας, μαρτυρούσε αναστολή, χρόνο κλειδωμένο.  Γερμένος στο γραφείο, υποβαστάζοντας το πιγούνι του, είχε καρφώσει το βλέμμα για κάμποση ώρα στην απέναντι βιτρίνα, έξω απ’ το παράθυρο.  Μια τεράστια πολύχρωμη τούρτα από φώτα Νέον μόλις είχε αρχίσει να λαμβάνει σχήμα, κατά στρώσεις: απ’ τον παχύ σοκολατένιο πάτο προχωρώντας σ’ ένα ενδιάμεσο στενό ροζ και καταλήγοντας σε ένα, εκ διαμέτρου αντίθετα της σοκολάτας, εξ ίσου παχύ γαλακτερό λευκό.  Μόλις άναψε το κατακόκκινο κερασάκι στην κορυφή, τινάχτηκε επάνω σαν να τον είχε χτυπήσει κεραυνός.  Έβαλε γρήγορα τάξη στο ήδη άψογα τακτοποιημένο γραφείο του, φόρεσε το σακάκι του, και με βήμα αποφασιστικό διάσχισε το διάδρομο με κατεύθυνση τον προϊστάμενό του.

Παραιτούμαι,’ τον πληροφόρησε μονολεκτικά από  την πόρτα του γραφείου, το χαμόγελό του δεν έλεγε περισσότερα.  Ο προϊστάμενος μουρμούρισε κάτι απολογητικά στο τηλέφωνο και ύστερα ανασκουμπώθηκε για να αντιμετωπίσει επαγγελματικά, όπως κάθε φορά, ό,τι αναπάντεχο τού άδειαζε η τύχη στο κατώφλι του.  Γιατί αυτή ήταν η δουλειά του.  Να μην αιφνιδιάζεται.  Να αντιμετωπίζει κάθε καινούργια κατάσταση με  αμέριστη προσοχή.  ‘Κάθε κρίση έχει τη λύση της,’ έλεγε, και εναπόκειται στον ίδιον και στο ταλέντο του να αντιστρέφει τους όρους και να βγάζει κέρδος από λογαριασμούς φαινομενικά χαμένους.

 

  • Το περίμενα. ΄Ήταν ζήτημα χρόνου.  Έχουμε τεχνολογία πρωτοκλασάτη και το προσωπικό μας είναι ένας κι ένας διαλεχτοί.  Για αυτό μας βάζουν όλοι στο μάτι.  Ποιοι είναι λοιπόν oi μνηστήρες;
  • Δεν κατάλαβα…
  • Ποιοι σού έκαναν πρόταση, και τι σου προσφέρουν;
  • Α! Μα δεν πρόκειται για κάτι τέτοιο…
  • Γιατί, δεν ξέρω αν το είχες υπ’ όψιν σου, ετοιμάζουμε αναδιοργάνωση τής εταιρείας και στο νέο αυτό σχήμα εσύ έχεις να παίξεις πολύ σημαντικό ρόλο … και με την ανάλογη ανταμοιβή βεβαίως.
  • Δεν μεταπηδώ σε άλλη εταιρεία. Θα αρχίσω κάτι μόνος μου.
  • ‘Τότε καλά θα κάνεις να είσαι πολύ προσεκτικός’, του λέει κοφτά ο προϊστάμενος έχοντας χάσει τη φινέτσα τού ψύχραιμου μάνατζερ. ‘Γιατί έτσι και αντιληφθούμε πώς χρησιμοποιείς μυστικά τής εταιρείας μέχρι και το βρακί θα σου πάρουμε, δικαστικώς.  Και έχε το υπ’ όψιν σου, πως δεν θα μείνεις απαρατήρητος’.
  • Καμιά σχέση αυτό πού θα κάνω με ό,τι έκανα εδώ. Καμιά σχέση εντελώς.
  • ‘Αλλάζεις δηλαδή κλάδο;’, του απευθύνει με έναν εμφανή βαθμό ανακούφισης ο άλλος.
  • ‘Θα έλεγα ότι αλλάζω τη ζωή μου’, τού απαντάει εκείνος με ύφος θριαμβευτικό

Δρασκέλισε την επιβλητική είσοδο τού κτιρίου και απομακρύνθηκε νωχελικά, χωρίς να ‘ρίξει πέτρα πίσω’ μα ούτε και μια στερνή ματιά.  Έσμιξε με το πλήθος στο πεζοδρόμιο και, ενστικτωδώς, πήρε μια βαθιά ανάσα.  Και, προς μεγάλη του έκπληξη, δυό-τρία τετράγωνα παρακάτω ο αέρας συνέχισε να μπαίνει στα σωθικά του, όπως όταν φουσκώνεις μια μπάλα ή τού αυτοκινήτου το λάστιχο.  Κοίταξε γύρω του.  Είδε τους περαστικούς να ακολουθούν ορθά-κοφτά τα κυκλώματα της οικονομίας, σε μαγαζιά, σε οχήματα, σε γραφεία, ενώ ο ίδιος αισθανότανε μια σφαιρική άνωση σαν αερόστατο, χωρίς συγκεκριμένη πορεία.  Ο χρόνος δεν ήταν πια μια μονοδρομική σιδηροτροχιά προς το άγνωστο, με σταθμούς και ωράρια, και αποχαιρετιστήρια.  Ο χρόνος ήταν ένα φιλόξενο διάστημα όπου σεργιανίζεις ανάλογα με την περιέργεια σου και επιστρέφεις τακτικά στα μέρη της καρδιάς σου, όπως σε κάποια στέκια φίλων.  Η μυρουδιά τού καφέ στο πεζοδρόμιο τον προσγείωσε.  Αν ήταν στη δουλειά, σκέφτηκε, τώρα θα ήταν η ώρα για το διάλειμμα του και το εσπρέσο που παράγγελνε απ’ έξω.  Χωρίς δεύτερη σκέψη, μπήκε στο μικρό καφέ και παράγγειλε ‘ένα διπλό’ προτού καθίσει στο τραπέζι που έβλεπε προς το δρόμο.  Εκεί, σε μια έκλαμψη, είδε τον καινούργιο του κόσμο με τη Ζέτα σαν μεσουρανούντα αστέρα, τη Ζέτα που δεν την σκέφτηκε καθόλου όλο το πρωί αφ’ ότου είχε αρχίσει αυτό το επεισόδιο.  ‘Ο καφές σας, κύριε,’ και η Ζέτα έγινε καπνός- ή μάλλον αχνός, σαν και αυτόν που ανέβαινε απ’ το φλυτζάνι μπροστά του.  ‘Τώρα μάλιστα!’ αναλογίστηκε με ικανοποίηση καθώς κατέβαζε την πρώτη γουλιά.  ‘Να τον ευχαριστηθώ σαν άνθρωπος, και όχι σαν το θηρίο πίσω απ’ τα κάγκελα.’   

Όταν πρωτάρχισε, και για κάμποσα χρόνια μετά, την είχε πάρει τη δουλειά του στα ζεστά: να βρίσκει νέες εφαρμογές και βελτιώσεις στη γνωστή τεχνολογία με τις κωδικές ραβδώσεις.  Του άρεσε να σκέφτεται ότι το αποτέλεσμα τής δουλειάς του ευεργετούσε την κοινωνία και υπήρχαν στιγμές που ονειροπολούσε δικές του ανακαλύψεις που θα γίνονταν αφορμή δημοσίων τελετών και βραβείων και θέμα στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων.  Τελευταία, όμως, όλες εκείνες οι κάθετες γραμμούλες που στέκονταν μπροστά του παραταγμένες αθώα στην πολυμορφία τους, οι παχουλές, και οι σταράτες και οι σχεδόν αόρατες απ’ την αδυναμία τους, όλες εκείνες οι μαύρες γραμμές είχαν αρχίσει να ρίχνουν στην ψυχή του έναν μολυβένιο ίσκιο.  Κάτι συνέβαινε μέσα του.  Βαθιά, εκεί που ούτε αυτό που το λένε ‘το μάτι τής ψυχής’ δεν μπορεί να δει.  ΄Ωμως και οι εξωτερικές καταστάσεις τελευταία δεν βοηθούσαν καθόλου.  Ήταν εκείνος ο πόλεμος, που τον αποκαλούσαν ‘διαμάχη’, που κάθε βράδυ έκανε την άγρια εμφάνιση του στα κανάλια τής τηλεόρασης και του αμαύρωνε τη διάθεση με την καλπάζουσα ωμότητα του.  Δεν ήταν μόνο οι καταστροφές και τα θύματα, αλλά και μια σκέψη που αναρριχιόταν στο μυαλό του ύπουλα και πήγαινε να τον καταστρέψει.  Η υποψία πως κάποιο κομμάτι τού κόπου του, όπως και του κόπου χιλιάδων άλλων ανύποπτων επιστημόνων σαν κι αυτόν, μέσα από περίπλοκες διεργασίες είχε βρει το δρόμο του στο εκκολαπτήριο των όπλων που σκοτώνουν τον κόσμο.  Άσε το άλλο!  Οι κωδικές γραμμές, που προορισμό τους ήταν να διευκολύνουν την οργανωμένη διακίνηση των αγαθών, είχαν αρχίσει να εμφανίζονται και σε αιτήσεις, σε προσωπικές δηλώσεις και σε άλλα τέτοια έγγραφα ως υποκατάστατα των ονομάτων των προσώπων.  Κι έτσι δεν ήταν καθόλου παράξενο ότι στιγμές-στιγμές τού φαινόταν ότι τον κόσμο τον έκλεινε ένας ατέλειωτος και δαιδαλώδης μαύρος φράχτης από εκείνες τις γραμμές, σαν κάτι ζωντανό πού μεγαλώνει μέρα τη μέρα.  Μαυρίλα δηλαδή και άγιος ο Θεός!  Ευτυχώς που υπήρχε η Ζέτα, και εκεί που πήγαινε να καταποντιστεί στη μαυρίλα του, τον άδραχνε με μιας και τον έβγαζε σε μια άπλετη ηλιοφάνεια.

Ιδού το ερώτημα.  Να ήταν, άραγε, η προσωπικότητα τής Ζέτας που άρμοζε απόλυτα στο επάγγελμα της, η μήπως ο χαρακτήρας τής δουλειάς της, στο τμήμα δημοσίων σχέσεων εκείνου τού σταθμού τηλεόρασης, που διαμόρφωνε τη συμπεριφορά της;  Γιατί ήταν πάντα ευχάριστη, ενθουσιώδης και αστεία.  Τίποτα δεν την πτοούσε.  Κάθε αντιξοότητα γινόταν το σκοτεινό φόντο που πρόβαλλε τη φωτεινή της παρουσία.  Τον έκανε να ξεχνάει τις σκοτούρες τής δουλειάς του η παρέα της, και είχε τον τρόπο να τον κάνει να ξεχνιέται εντελώς μέσα στο σώμα της.  Πώς λένε, ‘ρόδα είναι και γυρίζει’ .  Ε, λοιπόν δεν γυρίζει από μόνη της!  Είναι άνθρωποι σαν τη Ζέτα που έχουν τη δύναμη, άπαξ και η ζωή πάρει την κάτω βόλτα, να τη σβουρίσουν και να φέρουν τα πράγματα πάλι στα επάνω.  Κι έτσι τώρα λοιπόν, κοίταγε πως και πως να συναντήσει τη Ζέτα για να μοιραστεί μαζί της αυτή την καινούργια του περιπέτεια.  Ήταν, όμως, ακόμα νωρίς, γύρω στις έντεκα, και η Ζέτα συνήθως έφτανε σπίτι στις τέσσερις.  Είχε αρκετό χρόνο να συνεχίσει τον περίπατο του, να κάνει λίγα ψώνια για αυτό που σχεδίαζε, και να φτάσει στο διαμέρισμα εγκαίρως για να ετοιμάσει την μεγάλη έκπληξη πριν από την άφιξή της.  Πλήρωσε τον καφέ, βγήκε στο πεζοδρόμιο και νάτος! πάλι ελαφρύς σαν αερόστατο να προσπερνάει έναν- έναν τους βαρύγδουπους συμπολίτες του!

Έβαλε τις τελευταίες πινελιές, έκανε ένα δυό βήματα πίσω για να εκτιμήσει από απόσταση το αποτέλεσμα και, ικανοποιημένος, άραξε στον καναπέ να την περιμένει.  Για να περάσει η ώρα άνοιξε την τηλεόραση.  Δεν πρόφτασε όμως να επιθεωρήσει όλα τα κανάλια, όπως συνήθως έκανε προτού κατασταλάξει σε κάτι που του άρεσε, και άκουσε το κλειδί στην πόρτα.  Στράφηκε προς τα εκεί κι είδε μια μάσκα τρόμου να ξεπροβάλλει δειλά από τη μισάνοιχτη πόρτα.  ‘Εσύ είσαι παιδάκι μου, και μού ’κοψες το αίμα!’, και αμέσως μετά το πρόσωπο ακολουθείται από το σώμα.  Όταν η Ζέτα ήταν πια μέσα στο διαμέρισμα και είχε κλείσει πίσω της την πόρτα, την πήραν οι μυρουδιές.  ‘Μμμ! Τι μυρίζει έτσι θαυμάσια, και είμαι ξελιγωμένη από την πείνα;’  Και χωρίς δεύτερη κουβέντα κατευθύνθηκε ολοταχώς προς την κουζίνα, καθώς αυτός έτρεχε από πίσω της διαμαρτυρόμενος ‘Περίμενε, περίμενε ένα λεπτό!’

Η αλήθεια είναι ότι το παρουσιαστικό τού καχεκτικού κέικ στον πάγκο τής κουζίνας δεν ανταποκρινόταν στην γλυκιά ευωδία που πλημμύριζε το διαμέρισμα.  Εν τούτοις, όμως, αυτή έβγαλε ένα μεγάλο επιφώνημα θαυμασμού και έκπληξης.

  • Μη μου πεις ότι είναι δικό σου κατασκεύασμα!
  • ‘Απολύτως!’, της απαντάει με στόμφο, ‘Κι από παρθένα υλικά! Δοκίμασε το.’

Και ήταν τότε, μετά την πρώτη δαγκωνιά,  θυμήθηκε να τον ρωτήσει, σαν υπεκφυγή θα έλεγες από κάθε σχόλιο για αυτό το πράγμα που γευόταν τώρα:

  • Καλά δεν πήγες στη δουλειά σου σήμερα;
  • ‘Πήγα’, τής απάντησε κοφτά εκείνος.
  • ‘Και πότε πρόφτασες να φτιάξεις αυτό το αριστούργημα;’ συνέχισε αυτή χαριεντιζόμενη.
  • Έφυγα νωρίς. Για την ακρίβεια, παραιτήθηκα.
  • ‘Μη μου πεις, βρε θηρίο!’ και η έκφρασή της ήταν ένα μείγμα θαυμασμού και έκπληξης.  ‘Καλά, τι ακριβώς έγινε, γιατί αν θυμάμαι καλά δεν είχες τέτοια πρόθεση χτες βράδυ, τουλάχιστον μέχρι τα όνειρα!’
  • Τι θέλεις να πεις, δηλαδή, ότι ονειροβατώ;
  • ‘Κάθε άλλο, αγάπη μου,’ τού απαντάει εκείνη και τον πιάνει από το χέρι τραβώντας τον έξω από την κουζίνα. ‘Θαυμάζω τα κότσια σου, επαναστάτη μου!’

Και ύστερα του έκλεισε το στόμα με ένα μακρόσυρτο φιλί και ταυτοχρόνως άρχισε να τον ξεκουμπώνει.  Και δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα μέχρι πού  ανασηκώθηκε μουδιασμένη από το κρεβάτι για να τραβήξει επάνω στα γυμνά τους σώματα το σεντόνι.  Απέξω είχε σκοτεινιάσει για τα καλά και στην κρεβατοκάμαρα γλιστρούσε μόνο το φως τής τηλεόρασης από το διπλανό δωμάτιο, τής τηλεόρασης που σε όλο αυτό το διάστημα προσέφερε μια σιγανή, μονότονη υπόκρουση.   

Πρώτος μίλησε εκείνος.

  • Μου υπόσχεσαι πως όσο κι αν σου φανούν παράξενα αυτά που θα σου πω θα δείξεις κατανόηση; Τουλάχιστον μέχρι να το συζητήσουμε πιο διεξοδικά το θέμα.
  • Αφού ξέρεις ότι σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη.
  • ‘Η παραίτηση…δεν ήταν για κάτι συγκεκριμένο. Θα με περάσεις για τρελό…
  • Επ! Δεν είπαμε εμπιστοσύνη; Και εννοώ αμοιβαία.  Παίζουμε η δεν παίζουμε με ανοιχτά χαρτιά όλα αυτά τα χρόνια;  Συνέχισε λοιπόν χωρίς τα αυτό-σχόλια.

Της είπε, μονορούφι, πώς ξύπνησε το πρωί από ένα μανιασμένο βουητό ανέμου, μα όταν κοίταξε έξω απ’ το παράθυρο είδε πως δεν κουνιόταν φύλλο, και λίγο αργότερα στο δρόμο για τη δουλειά διαπίστωσε ότι εκείνος ο πρωινός άνεμος είχε μάλλον φυσήξει μέσα του σαρωτικά και τον είχε αφήσει άδειο, τουλάχιστον εκείνο το καβούκι που περπατούσε βιαστικά, μηχανικά πάνω στα χτεσινά του βήματα, γιατί είχε επίσης  επίγνωση πως κάποιος άλλος μέσα του, πίσω από ένα παλιό κουρτινάκι ομίχλης , τον παρακολουθούσε σιωπηλός, και πότε-πότε με μια ανεπαίσθητη κίνηση τραβούσε λίγο το κουρτινάκι, και τότε μια ζεστή σκέψη τον άγγιζε στην πλάτη σαν χέρι στοργικό, που διαπίστωνε πως ήταν εκείνου που είχε αποσπάσει από επάνω του το πρωί ο μανιασμένος άνεμος.  Και όταν κάθισε να πιει τον καφέ στο γραφείο, μια φωνή, σαν οβίδα, τράνταξε το κεφάλι του: Αρκετά!  Και τότε κατάλαβε πως είχε γίνει ένα με εκείνον πίσω από την κουρτίνα ομίχλης, πως τα κομμάτια τού εαυτού του, δηλαδή, μια δύναμη τα είχε συγκολλήσει.

  • Ζέτα, βαρέθηκα να κάνω πράγματα ασύνδετα με αυτό που είμαι, με αυτό που επιθυμώ. Θέλω ό,τι κάνω να έχει αμεσότητα μαζί μου.  Αίτιο και αιτιατό.  Θέλω να κάνω κάτι που να ευεργετεί τον διπλανό μου και να το βλέπω…
  • Μεγάλε και τρανέ μου ήρωα!
  • Σταμάτα την πλάκα…Τέλος πάντων, αποφάσισα να μάθω ζαχαροπλαστική και σιγά σιγά να ανοίξω κι ένα μαγαζί που θα κάνει…
  • Α! τώρα εξηγείται το κέικ…Αν τα γλυκά σου, κούκλε μου, θα έχουν ένα κλάσμα από τη γλύκα σου στον έρωτα, σίγουρα θα γίνουμε ζάπλουτοι!
  • ‘Καλομελέτα κι έρχεται, Ζουζούκα. Κοίταξέ με καλά!’ τής λέει καθώς στέκει γυμνός δίπλα στο κρεβάτι και η στύση του έχει ήδη ξαναρχίσει την κλιμακωτή της άνοδο.
  • Δεν θα το βάλω κάτω μέχρι να γίνω ο μέγας εφευρέτης των γλυκών. Ο αρχιτέκτονας τής κρέμας, ο ιεροφάντης τής σοκολάτας!

Και πέφτει και την καλύπτει ολόκληρη, κι εκείνη κλείνει τα μάτια για να μπει στο δικό του όνειρο, που είναι ένας φούρνος με μια μαγική μίξη στο ταψί.  Και η θερμοκρασία ανεβαίνει, ανεβαίνει, ανεβαίνει, και αρχίζουν να φουσκώνουν τα υλικά, μέχρι που ξεχειλίζουν, και οι δυο τους τότε πανηγυρίζουν με νικητήρια επιφωνήματα.  ‘Ζέτα, είσαι μια σκέτη έμπνευση!’, τής ψιθυρίζει στο αυτί, προτού γυρίσει πλευρό και αποκοιμηθεί.

Προηγούμενο άρθρο50 +1 λογοτεχνικά γεγονότα από τη χρονιά που πέρασε (Από τους Αλεξάνδρα Χαΐνη και Γιάννη Μπασκόζο)
Επόμενο άρθροΗ δική τoυς Νέκυια  (της Ελένη Σβορώνου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ