Ανωφελής Navidad (Πρωτοχρονιάτικο διήγημα του Αχιλλέα ΙΙΙ)

0
293

 

Αχιλλέας ΙΙΙ  (*)

«Τι στην ευχή συμβαίνει; Δεν θα έπρεπε, κανονικά, να είναι κι άλλοι σαν και μένα τριγύρω; Εδώ και μια εβδομάδα προσπαθώ να καταλάβω τι δεν πάει καλά. Αυτή η σταθερή αίσθηση ότι αποτελείς ξένο σώμα∙ ότι δεν ανήκεις εκεί όπου  βρίσκεσαι. Βλέπω κι όλους αυτούς να πηγαινοέρχονται ασταμάτητα… Τις τελευταίες ημέρες, μικροί και μεγάλοι είναι σε μεγάλη έξαψη. Κάθε μέρα όλο και κάτι προστίθεται στον χώρο. Ακόμη περισσότερα αντικείμενα σε έντονα χρώματα, σακούλες με ψώνια, κι άλλα λαμπάκια που αναβοσβήνουν, κρυφά γέλια από τους μεγάλους όταν τα παιδιά έχουν πέσει για ύπνο, ψίθυροι από τα παιδιά για τα δώρα που περιμένουν, μια γενική αναστάτωση, εξαντλητική αν είσαι αποστασιοποιημένος…

»Εμένα, φυσικά, όλη αυτή η αναμπουμπούλα με συμφέρει. Κανείς δεν με προσέχει. Έτσι καταφέρνω να επιβιώνω, δεν λέω, και πάλι όμως, δεν μπορώ να συμμεριστώ τη διάχυτη χαρά. Με κουράζουν τα πέρα δώθε και οι ετοιμασίες μου φαίνονται υπερβολικές και εντελώς άσκοπες. Αυτοί όμως; Αυτοί φαίνεται να έχουν άλλη άποψη. Αντλούν τεράστια ικανοποίηση με το να προσδίδουν σημασία σε κάτι ασήμαντο. Τους αρκεί που του βοηθάει να νιώθουν ευτυχισμένοι. Πείθονται πως είναι χαρούμενοι, ίσως και πλήρεις, επειδή συμμετέχουν σε ένα παιχνίδι που οι ίδιοι έχουν στήσει. Επιζητούν να εξαπατηθούν, χωρίς καθόλου να τους πειράζει η επίγνωση της αλήθειας! Έχει αξία όλο αυτό;

»… και κάπου μέσα στις γιορτές και στη χαρά τους, έχω γλιστρήσει κι εγώ. Ένα απρόσκλητος μίζερος επισκέπτης, που αγωνίζεται για την επιβίωσή του…»

Το ίδιο το κουνούπι (γένους Anopheles) δεν είχε ιδέα περί κλιματικής αλλαγής, ωστόσο, αποκλειστικά αυτή ευθυνόταν για το γεγονός ότι βρισκόταν εκεί, στο σαλόνι ενός σπιτιού, Δεκέμβρη μήνα, μοναδικός εκπρόσωπος του είδους του, και για να επιβιώνει αναγκαζόταν να μένει κρυμμένο στη χριστουγεννιάτικη διακόσμηση, ξεμυτίζοντας αποκεί για κανένα γρήγορο τσίμπημα μόνο – σε κάποιο από τα παιδιά της οικογένειας, συνήθως. Ποιος, όμως, ασχολείται με ένα τσιμπηματάκι και λίγη φαγούρα όταν υπάρχουν άλλα πιο σημαντικά σε εξέλιξη, όπως, ας πούμε, οι ετοιμασίες μιας μεγάλης γιορτής; Για να περάσει την ώρα του, όταν δεν παραμόνευε στις πτυχώσεις της κουρτίνας, άλλοτε τρύπωνε στα κλαδιά του ψεύτικου έλατου για να καθρεφτιστεί στις γυαλιστερές μπάλες, και άλλοτε αγκιστρωνόταν σε κάποιο εποχιακό διακοσμητικό στη βιβλιοθήκη: σ’ έναν γελαστό Αϊ-Βασίλη, σε ένα γύψινο σπιτάκι με χιονισμένη στέγη, σε κέρινες μινιατούρες ταράνδων με ορατά επάνω τους τα ίχνη από τις προηγούμενες γιορτές και τα ετήσια ανεβοκατεβάσματα στο πατάρι.

Εκείνο το βράδυ οι προετοιμασίες φαίνονταν να κορυφώνονται. Φίλοι και συγγενείς άρχισαν να έρχονται από νωρίς για το ρεβεγιόν. Το σπίτι γέμισε κόσμο, φωνές, φαγητά σε πιατέλες, κουτιά με γλυκά, και δώρα με φανταχτερά περιτυλίγματα και κορδέλες. Όλοι ήταν πρόσχαροι, μιλούσαν, έτρωγαν, έπιναν και ξανά από την αρχή, όχι απαραίτητα με αυτή τη σειρά. Το κουνούπι κοίταζε τη δουλειά του: επιβίωνε. Πετούσε χαμηλά, ανάμεσα στα πόδια των ανθρώπων και, βουίζοντας ανεπαίσθητα, έριχνε κανένα τσίμπημα σε κάποια γυμνή θηλυκή γάμπα ή στο κενό σημείο ανάμεσα σε μια ανδρική κάλτσα και στο μπατζάκι ενός παντελονιού. Σιγά σιγά το αλκοόλ που κυλούσε στις φλέβες των θυμάτων του και τα επίπεδα της ζάχαρης από όλα εκείνα τα γλυκά στις πιατέλες άρχισαν να το επηρεάζουν, προκαλώντας του ευφορία. Όσο περνούσε η ώρα χαλάρωνε, ώσπου ξέχασε τις αντιρρήσεις του για τις γιορτές και, αφήνοντας κατά μέρος τη γκρίνια και την επιφυλακτικότητα, αισθάνθηκε για πρώτη φορά στη μοναχική του ζωή ότι γιόρταζε μαζί με τους άλλους. Ξαφνικά, καμία σημασία δεν είχε τι ακριβώς εορταζόταν ή αν επρόκειτο για ένα «στημένο παιχνίδι». Χωρίς να έχει ποτέ έως τότε φανταστεί πως κάτι παρόμοιο ήταν ποτέ δυνατόν να συμβεί, το κουνούπι περνούσε ευχάριστα, ως μέρος μιας μεγάλης παρέας που διασκέδαζε. «Γλυκιά είναι η ζωή, ακόμη και μέσα στα ψέματα ή κυρίως σε αυτά», ψιθύρισε. Χωρίς να μιλάει, με ένα σταθερό χαμόγελο στο στόμα, με μάτια μισόκλειστα, κοιτούσε πότε τον έναν και πότε τον άλλον, χορταίνοντας από το πνεύμα των ημερών. Μάλλον για αυτό δεν αντιλήφθηκε έγκαιρα την παλάμη που έπεσε με δύναμη πάνω του.

«Κουνούπι, ρε σεις! Κουνούπι Πρωτοχρονιάτικα!» είπε ο άνδρας που το είχε μόλις συνθλίψει στον τοίχο. Στη φωνή του συνυπήρχαν η έκπληξη και η αίσθηση του θριάμβου. Στον τοίχο, μνημείο ενός ασήμαντου κατορθώματος, είχε απομείνει ένα μακρόστενο σημάδι, στη φορά της κίνησης του χεριού του. Επρόκειτο για ένα σημάδι κόκκινο

σαν τη στολή του Αϊ-Βασίλη,

σαν κάποιες γυαλιστερές μπάλες στο δέντρο,

σαν ορισμένα από τα περιτυλίγματα των δώρων,

σαν μερικά γιορτινά φορέματα στο δωμάτιο

και σαν το κομματάκι συνθετικού υφάσματος που τύλιγε ένα μικροσκοπικό πλαστικό μωρό μέσα σε μια μινιατούρα φάτνης, ανάμεσα σε ένα σωρό δώρα, από τα οποία κανένα μα κανένα δεν προοριζόταν για ένα ακάλεστο στη γιορτή κουνούπι.

Αν κάποιος από τους χαρούμενους καλεσμένους πλησίαζε και παρατηρούσε από πολύ κοντά το σημάδι στον τοίχο, ίσως και να έβλεπε πως, εκεί που το κόκκινο χρώμα ξεκινούσε να ξεθωριάζει, αχνοφαίνονταν γραμμένες με πολύ μικρά γράμματα δύο λέξεις, σημαντικές ανά πάσα στιγμή, παρότι τόσο απλές και φθαρμένες από τη συχνή χρήση, που συνήθως ανταλλάσσονται χωρίς ιδιαίτερη σκέψη τέτοιες μέρες: «Χρόνια πολλά».

 

 

(*)  Ο Αχιλλέας ΙΙΙ γεννήθηκε στην Καβάλα το 1979. Έχει γράψει ένα Κομπλεξικό και τρεις συλλογές διηγημάτων, από τις οποίες η πιο πρόσφατη έχει τον τίτλο «Τέλος Πάντων» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος. Το 2020 τιμήθηκε με το Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας για τη συλλογή φωτογραφηγημάτων του «Παραχαράκτης».

Προηγούμενο άρθροΧρόνια πολλά στην 96χρονη Vikki Dougan που με τη γυμνή πλάτη της έκανε πάταγο στα 1950s ( του Γιάννη Μουγγολιά)
Επόμενο άρθρο50 +1 λογοτεχνικά γεγονότα από τη χρονιά που πέρασε (Από τους Αλεξάνδρα Χαΐνη και Γιάννη Μπασκόζο)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ