Η δική τoυς Νέκυια  (της Ελένη Σβορώνου)

0
202

της Ελένη Σβορώνου

 

«Κι ήλθε η ψυχή της μάνας μου — είχε στο μεταξύ πεθάνει,
η Αντίκλεια, κόρη του μεγαλόκαρδου Αυτόλυκου,
που ζωντανή την άφησα πηγαίνοντας στην άγια Τροία.
Την είδα, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα, λύπη η ψυχή μου·»

Οδύσσεια, ραψωδία λ, μτφ. Δ.Μαρωνίτη, στ.83 κ.εξ.

 

«Προχώρησα και στάθηκα ακριβώς στη μέση της κεντρικής κάμαρας. Άνοιξα μια μικρή λακούβα στο πατημένο ξερό χώμα του δαπέδου. Αλλά δεν είχα όσα χρειαζόμουν. Ούτε άλλο αίμα από το δικό μου. Χάραξα με το γιαταγάνι το λεπτό δέρμα του καρπού κι άφησα να χυθούν μερικές σταγόνες μέσα στη λακκούβα. Ύστερα κάθισα και περίμενα λέγοντας τα λόγια.

[…]

Τα χέρια οδήγησαν ολόσωμες τις μορφές. Πρώτη εκείνη με πλησίασε και με καλωσόρισε, τον χαμένο της γιο, τον βασανισμένον από κλειστή αγάπη, τον αλαφροΐσκιωτο. Πώς μπόρεσε να κατεβεί και δε φοβήθηκε καμιά θρησκεία; Όμορφος όπως ήταν όμως, καθώς εταίριαζε την ακμή του άντρα και την αθωότητα του παιδιού με τον γλυκύτερο τρόπο που έσμιξε ποτέ η κορυφογραμμή του απέναντι όρους τον ουρανό, για να χαθεί μαζί του στο σκοτάδι. Ας την πλησίαζε λιγάκι, για να δει στα ίδια μάτια την κούραση των χωραφιών να δαμάζεται από ένα πιάτο ζεστό φαΐ και τον εύκολο ύπνο. Για να δει στα ίδια μάτια την κούραση της αραβικής του ζωής να δαμάζεται από το ξεχασμένο χάδι στα μαλλιά του. Αλλά να μην πλησίαζε τόσο πολύ, που να διαπιστώσει τα μαρτύρια, ας έμενε πάντα όπως τη γνώρισε. Το ήξερε βέβαια, ο καλός της, πως γρήγορα θα συναντιόντουσαν και θα χαίρουνταν ασώματοι και αναμάρτητοι. Να μη φοβάται, άρα, περβόλια και γλυκά νερά, οπού θα έβλεπε στον ύπνο.»

Ρέα Γαλανάκη, Ο βίος του Ισμαήλ Φερίκ Πασά, σ.172-74, Καστανιώτης, 2008.

 

«Μπήκα και περπάτησα σε πανομοιότυπους διαδρόμους. Αντίκρυσα τα λυγερόκορμα κυπαρίσσια που έσκιζαν τον ουρανό. Ένιωθα να περπατώ σε μια υγρή μάζα που απειλούσε να με καταπιεί. Περνούσα την Αχερουσία λίμνη κι έφτανα στην άλλη όχθη.

Την πλησίασα, ήμουν ξανά μαζί της. Κάθισα στο πεζούλι. Ο τάφος της λιτός και φτωχικός, όπως κι η ζωή της. Κανένα όνομα. Καμιά επιγραφή. Μέχρι σήμερα. Εδώ και τώρα όλα θα άλλαζαν.

Της χάρισα την πολύχρωμη ιστορία με τα έξι χρώματα. Μαζί θα γράφαμε τη βιολετί. Με λέξεις βιολετιές, που θρηνούν, βάζουν τελείες και ξεκινούν καινούργιους κύκλους. Το δαχτυλίδι της με τη βιολετί πέτρα ταίριαζε τέλεια στο δάχτυλό μου. Το φόρεσα. Είχε φτάσει η στιγμή. Μέχρι τώρα το κουβαλούσα στην τσέπη μου, δεν μπορούσα να το φορέσω. Έκαιγε.

Της μίλησα για ώρα πολλή. Με λέξεις που δεν ήταν πια μόνο στο μυαλό μου. Έβγαιναν από το στόμα μου δυνατά και καθαρά. Είχα ξαναθυμηθεί τον λόγο. Της διάβασα τις έξι χρωματιστές ιστορίες, τη μία πολύχρωμη ιστορία. Κι η έβδομη ήρθε κι έδεσε μαγικά.»

Έλενα Περικλέους, Τα κατάφερα!, Καλειδοσκόπιο, 2024, σ.84.

 

Ο θάνατος στην παιδική λογοτεχνία είναι ένα θέμα που καίει. Απασχολεί τους γονείς, τους συγγραφείς, τους ακαδημαϊκούς, τους ψυχολόγους, τους εκπαιδευτικούς, τους εκδότες. Πόσο θάνατο μπορεί να αντέξει ένα παιδί σε ένα βιβλίο; Πότε λειτουργεί μια ιστορία θεραπευτικά για ένα παιδί που έχει χάσει ένα αγαπημένο πρόσωπο και πότε ματώνει το τραύμα αντί να το επουλώσει; Κι αυτός ο Άντερσεν…Τι πόνο κέρασε τις τρυφερές ψυχές! Παραμυθάς ήταν αυτός ή δήμιος της χαράς της ζωής; Το Κοριτσάκι με τα σπίρτα είναι η μόνη ίσως Χριστουγεννιάτικη ιστορία που κανείς δε θα διαλέξει να διαβάσει με το παιδί ή το εγγόνι του δίπλα στο αναμμένο τζάκι και στο στολισμένο δέντρο. Να μας λείπει τέτοιο τέλος! Στην εποχή της «ευτυχιοκρατίας» ο θάνατος δεν έχει θέση κι εμείς πρέπει να προστατεύσουμε τα παιδιά από το αποκρουστικό του πρόσωπο.

Εκείνοι βέβαια που σοκάρονται περισσότερο με τον θάνατο είναι οι μεγάλοι. Τα παιδιά τον προσεγγίζουν αλλιώς. Με περιέργεια, ίσως και με μια υπαρξιακή αγωνία: «Θα πεθάνεις μαμά; Θα πεθάνεις πριν από μένα; Θα πεθάνουμε μαζί; Τι ακριβώς γίνεται μετά τον θάνατο;» και άλλες ενοχλητικές ερωτήσεις που ωστόσο δεν εμποδίζουν το παιδί να αφοσιωθεί ξανά στο παιχνίδι ή να ξεκαρδιστεί στα γέλια με κάτι που θα βρει αστείο. Σου πέταξε τη βόμβα και επέστρεψε στη ζωή του! Γιατί το παιδί ζει στο εδώ και τώρα. Στο παρόν. Το μέλλον είναι δουλειά των ενηλίκων. Κι ας τραγουδάνε με τον Frank Sinatra “Let’s forget about tomorrow, because tomorrow never comes”. Γι αυτό το αύριο πασχίζουν όλοι. Το δικό τους και των παιδιών τους. Έλα όμως που στο βάθος, τέρμα, αυτού του αύριο περιμένει το Κοριτσάκι με τα σπίρτα! Ας κάνουμε ότι δε βλέπουμε!

Τα τελευταία χρόνια, όμως, η παιδική και νεανική λογοτεχνία επιχειρεί να φωτίσει το θέμα του θανάτου ακολουθώντας ποικίλες στρατηγικές που διαφέρουν ανάλογα και με την ηλικία του αναγνωστικού κοινού-στόχου. Ο θάνατος του παππού, της γιαγιάς ή του κατοικίδιου είναι ένας κοινός τρόπος έμμεσης προσέγγισης του θανάτου του αγαπημένου προσώπου. Ο θάνατος ενός γονιού συχνά συμβαίνει στα παρασκήνια, έχει ήδη συμβεί όταν ξεκινά η ιστορία. Από τη Χιονάτη ως τον Χάρυ Πότερ, πάμπολλοι κλασικοί ήρωες είναι ορφανοί. Αλλά ο θάνατος του γονιού, ιδίως τη μητέρας, εντός της ιστορίας είναι διακεκαυμένη ζώνη. Ο Πάτρικ Νες το έκανε βέβαια με αριστουργηματικό τρόπο στο Tέρας έρχεται, με μια μητέρα, όμως, στο τελικό στάδιο του καρκίνου, όταν ο θάνατος είναι πια πραγματικά μια λύτρωση για όλους, όσο δύσκολο κι αν είναι να το δεχτεί κανείς αυτό.

Είναι αλλιώς όμως ο θάνατος μια μητέρας που δεν πάσχει από ανίατη ασθένεια. Μιας μητέρας που είναι το μόνο πρόσωπο που έχει μείνει στη ζωή ενός παιδιού που πάσχει το ίδιο από μια ασθένεια (είναι πιθανότατα στο φάσμα του αυτισμού) που του έχει στερήσει την ομιλία.

Ποιος να καταλάβει αυτό το παιδί όταν δεν μπορεί να μιλήσει κι όταν στο κεφάλι του σημαίνει συναγερμός με κάθε ασήμαντη, για τους άλλους, αφορμή; Ο θόρυβος, η πολυκοσμία, οι ξαφνικές αλλαγές στο περιβάλλον και στην καθημερινότητα φέρνουν τον μικρό ήρωα της Έλενας Περικλέους σε απόγνωση. Έχουμε γνωρίσει, πια, πολλούς λογοτεχνικούς, κινηματογραφικούς και θεατρικούς ήρωες στο φάσμα του αυτισμού ή με Άσπεργκερ ώστε η συγγραφέας σοφά επιλέγει να μη κατονομάσει το σύνδρομο του ήρωά της. Άλλωστε στις συνθήκες που ζούνε, μάνα και γιος, η διάγνωση, η θεραπεία, οι συνεδρίες και όλα όσα προσφέρονται σε αυτά τα παιδιά υπό κανονικές συνθήκες δεν υπάρχουν. Γιατί οι συνθήκες δεν είναι κανονικές. Φτώχεια, πόλεμος, αναγκαστική μετανάστευση ή προσφυγιά, ούτε αυτό έχει τόση σημασία να ονομαστεί με ακρίβεια, κι ένα πατέρας παραιτημένος, κουκουλωμένος κάτω από τα σκεπάσματα, πιθανόν σε βαθιά κατάθλιψη.

Ο μόνος που καταλαβαίνει αυτό το άλαλο παιδί (που ηλικιακά βρίσκεται κάπου στην προεφηβεία) είναι η μάνα του. Όλοι οι άλλοι τρομάζουν με τον παρουσία του, τον εκφοβίζουν ή απλώς αδιαφορούν. Κι αυτή η μάνα θα πεθάνει.

Πώς μπορεί να χειριστεί ένας συγγραφέας μια τέτοια πλοκή χωρίς μελοδραματισμό αλλά, αντίθετα, με τρόπο που να αγγίζει βαθύτατα όλους τους αναγνώστες, κάθε ηλικίας; Κι αντί να κλείσεις το βιβλίο με δάκρυα και πίκρα, νιώθεις όλο όρεξη να αντιμετωπίσεις και τα πιο δύσκολα της ζωής! Ο θάνατος, με όλη την τραγικότητά του και τον πόνο που φέρνει στους επιζώντες, σε αναγκάζει να δώσεις νόημα σε αυτή την παράλογη ιστορία που είναι το πέρασμά μας από τη ζωή. Ο ήρωας της Περικλέους, με όλα τα προβλήματα που έχει, ή ίσως χάρη σε αυτά, χάρη σε μια σκληρή ζωή που ζει στο περιθώριο, μαθαίνει καθημερινά να δίνει απάντηση σε αυτό το ερώτημα. Κι όταν έρχεται η ώρα του θανάτου της μητέρας, εξαιτίας της κακής κατάστασης της υγείας της που επιδεινώθηκε λόγω της καθημερινής σκληρής εργασίας ως καθαρίστριας, ο ήρωας είναι έτοιμος να αναλάβει τη μεγάλη αποστολή: να προσφέρει στη μητέρα του μια νέα αφήγηση της ζωής τους.

Στην αρχή του βιβλίου το όνειρο του ήρωα είναι να ενηλικιωθεί, να μπορέσει να δουλέψει, και να απαλλάξει τη μητέρα του από τις ατελείωτες σκάλες που έπρεπε να καθαρίζει. Μετά τον θάνατό της, αντί να παραιτηθεί, προσδίδει ένα νέο νόημα στην αποστολή του. Πρέπει να βάλει σε τάξη το χάος της ύπαρξής του και να προσφέρει μια άλλη αφήγηση της ζωής που έζησαν μάνα, γιος ακόμη και ο απών πατέρας. Μια χρωματιστή ιστορία καμωμένη από τα χρώματα του ουράνιου τόξου που θα δίνει προοπτικές για το μέλλον.

Το εύρημα με τα επτά χρώματα και τις αντίστοιχες επτά ιστορίες λειτουργεί θαυμάσια. Το κάθε χρώμα αντιστοιχεί σε μια περιπέτεια, σε μια κατάδυση στον εαυτό, σε ένα στάδιο αυτογνωσίας. Τα τείχη που είχε χτίσει ο ήρωας ανάμεσα σε εκείνον και τον κόσμο γκρεμίζονται σιγά σιγά για να ανοίξει ένας νέος δρόμος ζωής. Ο άλαλος θα χρησιμοποιήσει τις λέξεις για να γράψει τις επτά ιστορίες του.

Τελευταίο χρώμα το βιολετί. Το χρώμα του θανάτου. Η εις Άδου Κάθοδος. Η συνάντηση με τη μητέρα. Η λύτρωση μέσω της εκ νέου νοηματοδότησης της ζωής τους. Τώρα ο γιος είναι άλλος. Είναι ο ορφανός ήρωας των παραμυθιών που ενηλικιώθηκε. Ο άλαλος που βρήκε τη λαλιά του. Ο παθητικός ήρωας που έγινε αφηγητής. Είναι ο Οδυσσέας που μπορεί να συνεχίσει το ταξίδι του για την Ιθάκη. Είναι ο Ισμαήλ Πασάς της Ρέας Γαλανάκη στην πιο κρίσιμη στιγμή της ζωής του. Κι αν οι αναλογίες μπορεί να θεωρηθούν υπερβολικές, παραμένει το γεγονός ότι η Έλενα Περικλέους εκπροσωπεί μια νέα γενιά Κυπρίων λογοτεχνών της παιδικής και νεανικής λογοτεχνίας που «τολμά να ανοίξει θέματα», όπως ειπώθηκε σε πρόσφατη εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την ίδρυση του Κυπριακού Συνδέσμου του Παιδικού και Νεανικού Βιβλίου.

Με τους τρόπους της παραβολής, της μεταφοράς, της αλληγορίας και του συμβολισμού, η πένα της συγγραφέως απέφυγε όλες τις παγίδες που έχει ο ταυτόχρονος χειρισμός πλήθος θεμάτων που ανοίγει σε αυτό το βιβλίο. Οικονομία και πύκνωση λόγου, εμπιστοσύνη στην ικανότητα του αναγνώστη να δώσει το δικό του νόημα στο κείμενο και στέρεα δομή ξετυλίγουν όμορφα την κόκκινη κλωστή μιας αφήγησης που εύκολα θα μπορούσε να έχει μπερδευτεί. «Τα κατάφερε!» η συγγραφέας και την ευχαριστούμε, ιδίως γι αυτή την αναπάντεχη «Νέκυια».

Η πρόσφατη διάκριση της Περικλέους, που, ανάμεσα στις άλλες ιδιότητές της είναι και πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Παιδικού – Νεανικού Βιβλίου (CYPRUS IBBY), από το Limassol International Book Fair για τη «σημαντική της συμβολή στην παιδική λογοτεχνία και την προώθησή της πέρα από τα σύνορα της Κύπρου» δικαιώνεται πλήρως με αυτό το βιβλίο. Στέλνει την κυπριακή παιδική λογοτεχνία όχι πέρα από τα σύνορα της Κύπρου και, ακόμη, ενώνει το βασίλειο της Δήμητρας και της Περσεφόνης με ένα ουράνιο τόξο.

INFO

Έλενα Περικλέους, Τα κατάφερα!, Εικ. Νίκος Κυριακόπουλος, Καλειδοσκόπιο, 2024.

Προηγούμενο άρθροΟ Εφευρέτης των Γλυκών (διήγημα του Χρήστου Τσιάμη)
Επόμενο άρθροΟι πληγές της μεταπολεμικής δυτικογερμανικής πραγματικότητας (γράφει η Δήμητρα Ρουμπούλα)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ