Γιώργος Βιτωράκης
Αν μια νύχτα του χειμώνα ένας ταξιδιώτης χτυπούσε απαλά την πόρτα, θα σκεφτόμουν πώς ήταν ο άνεμος που βαριανάσαινε αυτόν τον καιρό σε τούτα τα μέρη και μέρα με τη μέρα λάσκαρε χωρίς βιάση τον σιδερένιο μεντεσέ και μαζί με τη συνωμότρια φίλη του την υγρασία, πετσίκαρε το ξύλο ψιθυρίζοντας «εγώ κάνω κουμάντο εδώ, περίμενε και θα δεις». Τον είχα συνηθίσει αυτόν τον ήχο και έτσι αφουγκραζόμουν μήπως γίνει το χτύπημα διαφορετικό – ίσως σαν γρατζούνισμα – και τότε σκεφτόμουν τη Μαριλού τη γάτα που από τότε που της έβαλες δυο ψαροκέφαλα στο μικρό το πήλινο του γιαουρτιού, ερχόταν κάθε απόβραδο και νιαούριζε, γιατί ήξερε πώς κάτι είχε για όλους τότε, σε αυτό εδώ το σπίτι. Και εκείνος όμως ο ήχος ήταν πια σχεδόν αδιάφορος για εμένα και έτσι αυτό που πραγματικά θα με ενθουσίαζε, θα ήταν ένα κοφτό χτύπημα από δάχτυλα λεπτά, άγουρα και έπειτα μια φωνή ανυπόμονη· «άντε κάνει κρύο έξω», θα έλεγε με αγανάκτηση ψεύτικη και έπειτα το πρόσωπο που αντιστοιχούσε στη φωνή θα έτρεχε προς την κουζίνα. Έπειτα θα άρπαζε ένα μπισκότο με το χέρι που δεν σήκωνε τη σχολική σάκα και μετά θα ακούγονταν ακριβώς είκοσι δύο κοφτά χτυπήματα, όχι στην πόρτα, αλλά στα έντεκα ξύλινα σκαλοπάτια της εσωτερικής σκάλας, ενώ ένα μάλλινο, πολύχρωμο κασκόλ θα αιωρείτο για μερικά δευτερόλεπτα, γιατί δεν ήταν απαραίτητο πια. Ή εσύ, ή εγώ, θα μαζεύαμε το κασκόλ απ’ το πάτωμα και πάντως όχι το πρόσωπο που αντιστοιχούσε στη φωνή. Όμως ποτέ δεν μας ένοιαζε. Εδώ απέναντι είναι το κασκόλ – όχι στο πάτωμα, αλλά κρεμασμένο – μια που ήχος σαν και εκείνον από την πόρτα, τα σκαλοπάτια, μα πιο βασικά τη φωνή, ούτε προηγείται, ούτε έπεται. «Φτάνει να είναι καλά» σκέφτομαι συνέχεια, γιατί αυτό είναι το σωστό, το πρέπον, όσο και αν μου λείπει όχι τόσο η φωνή – γιατί με παίρνει κάθε εβδομάδα τηλέφωνο – μα το πρόσωπο, τόσο, που πολύ φοβάμαι πως δεν θα το γνωρίσω, όταν με το καλό επιστρέψει απ’ τα ξένα. Κάπως έτσι, σκέφτηκα προς στιγμή πως ο ήχος προερχόταν απ’ τον ταχυδρόμο, αλλά αυτός δεν χτυπούσε την πόρτα, παρά ακουγόταν από μακριά με εκείνο το σαράβαλο που είχε για μηχανή και που άμα κοιμόσουν σε ξύπναγε και εγώ του φώναζα «άντε να το φτιάξεις το ρημάδι». Εκείνος γελούσε και δεν μου το βγάζει κανένας απ’ το μυαλό, πως επίτηδες δεν το έφτιαχνε το αναθεματισμένο, για να αναγκάζομαι να βγω έξω να του τα ψάλλω. Εκείνος δεν σταματούσε, παρά πέταγε τα γράμματα και πόσες και πόσες φορές τα μαζεύαμε από τις λάσπες και μετά πασχίζαμε να δούμε τι έγραφαν. Όπως και να ’χει, θα πρέπει να χάλασε οριστικά το μηχανάκι του, γιατί αυτή τη στιγμή που το σκέφτομαι έχω ξεχάσει αυτόν τον ήχο. Θυμάμαι πια μόνο τον πλανόδιο φούρναρη που φέρνει το ψωμί κάθε Τρίτη προς το μεσημέρι. Με προζύμι το παίρνω το ψωμί, ξινούτσικο, για να βαστάει μια εβδομάδα άσε που τις πιο πολλές φορές κρατάει και παραπάνω, γιατί δεν προκάνω να το φάω, αλλά εγώ τότε πετάω το περίσσευμα και αγοράζω καινούργιο, ώστε να συνεχίσει να περνάει ο φούρναρης. Όμως ξέρω καλά, πως δεν είναι ημέρα Τρίτη και έτσι σκέφτομαι μήπως τελικά είναι ο γαλατάς που όμως δεν χτυπάει σχεδόν ποτέ. Αφήνει το μπουκάλι το γάλα μπρόστα στην πόρτα και όταν το πιω – αυτό το πίνω γρήγορα, γιατί βοηθάει στον ύπνο και συνάμα μουλιάζω το ψωμάκι όταν αρχίζει να σκληραίνει – βάζω τα χρήματα στο άδειο μπουκάλι και αυτός το παίρνει πίσω και έτσι γίνεται εμπόριο χωρίς να βλεπούμαστε και αν μου τα ’πανε σωστά, κάπως έτσι παίρνουνε και στην πόλη οι άνθρωποι κάποια δέματα που έρχονται από τα ξένα.
Πέρασε ώρα μέχρι να καταλάβω πως κανένας από αυτούς του ήχους δεν είναι σαν αυτόν εδώ. Τούτος είναι πιο ρυθμικός λες και κάπου βρέθηκε ένα ταμπούρλο. Τούκ τούκ, τούκ τούκ κάνει και δεν χάνει το μέτρο και μπαίνει απ’ τις χαραμάδες και φοβίζει ως και τη φωτιά στο τζάκι. Έτσι γίνεται τις τελευταίες μέρες και όλο και δυναμώνει, και σαν να έχει συνεννοηθεί με ένα πόνο που μου έχει κόψει τα γόνατα. Εσύ με κοιτάς ανέκφραστη μέσα από τη μικρή ασημένια κορνίζα απάνω στο μπουφέ. Αντίθετα με το πως με είχες κάποτε συνηθίσει, δεν με συμβουλεύεις πια τι να κάνω. Και εγώ, παρόλο που έχω να δω άνθρωπο μήνες, υποψιάζομαι πως δεν πρέπει να ανοίξω.
Ω, τι όμορφο..
Γεμάτο εικόνες και συναισθήματα! Σα να στάζει μέλι στην ψυχή! Σε ευχαριστούμε τόσο πολύ για τη ζεστή γραφή σου…