Μικρό αντίδωρο στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο (γράφει η Ελένη Αντωνιάδου)

0
553

της Ελένης Αντωνιάδου

50 χρόνια φέτος από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο και ως «εκ Λευκωσίας Κύπρου ορμωμένη», όπως αναγραφόταν τότε στο πτυχίο της Φιλοσοφικής Σχολής, αντιγράφω εδώ ένα ποίημα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Κυπριακή Εστία με τίτλο «Divided City». Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος με τους στίχους του «έφερε ξανά την πόλη μου / που ζει κι αλλάζει μακριά μου», όπως είπε κι ο Τίτος Πατρίκιος.

Divided City
Μνήμη Σάββα Παύλου

 

Γοτθικά τόξα
στον περίβολο του Μπουγιούκ Χαν.
Η φωνή του μουεζίνη παιδιά που τρέχουν
κουρασμένοι αδιάφοροι γέροντες.
Και η φράγκικη Αγιά-Σοφιά
με τουρίστες χωρίς παρελθόν.

Στην άλλη άκρη της πόλης
δρόμοι γεμάτοι Ιστορία.
Η καμπάνα του εσπερινού
σέρνεται σαν φίδι στα στενά
λαβυρινθώδη σοκάκια
της παλιάς Λευκωσίας.

Πάλι με χρόνους με καιρούς….

Το ποίημα ορθώς, κατά τη γνώμη μου, τιτλοφορείται με τον αγγλικό όρο «Divided City», ως εάν η εκδοχή του στη μητρική γλώσσα, «μοιρασμένη πόλη», να πληγώνει περισσότερο, με τον φόβο ότι μπορεί να κυοφορεί και τον κίνδυνο μιας απαράδεκτης αποδοχής.
Θυμάμαι στα παιδικά μου χρόνια, πριν η πόλη γίνει «απ’ εκεί» και «απ’ εδώ», την παλιά αγορά της Λευκωσίας κοντά στην Αγια Σοφιά, τότε που με τον παιδικό μου φίλο Στέφανο πηγαίναμε στο μαγαζί του πατέρα του με τους υπέροχους ξηρούς καρπούς και χαζεύαμε το πήγαινε-έλα όλου εκείνου του πολύχρωμου πλήθους, με τη φωνή του μουεζίνη να είναι ένας ήχος σχεδόν φυσικός, όπως φυσικός ήταν κι ο ήχος της καμπάνας του Άη- Γιαννιού, που ακούγαμε κάθε απόγευμα για τον εσπερινό και πιο θριαμβευτικά Κυριακές και Γιορτές. Τα γειτονικά μας σπίτια ήταν κοντά στην Αρχιεπισκοπή και το Παγκύπριο Γυμνάσιο. Η ιστορική πλατεία της Αρχιεπισκοπής και το προαύλιο της εκκλησίας του Άη-Γιάννη ήταν οι τόποι των παιδικών μας παιχνιδιών, ως αργά το βράδυ, όταν βγαίναν οι μανάδες και οι γιαγιάδες να μας μαζέψουν. Καθόλου περίεργο που ως τα σήμερα ξέρω απέξω όλες τις λειτουργίες. Ζούσαμε και μεγαλώναμε στο πιο ιστορικό μέρος της Κύπρου, αλλά τότε, όλα όσα γίνονταν γύρω μας, καθώς και τα ιστορικά μνημεία που μας περιέβαλλαν, ήταν απλώς το παρόν μας, γιατί, ως παιδιά, ζούσαμε την μόνη περίοδο της ζωής του ανθρώπου που δικαιούται να ζει χωρίς παρελθόν. Κάτι που ασφαλώς δεν δικαιούνται να κάνουν οι «χωρίς παρελθόν τουρίστες» του ποιήματος του Δημήτρη Δασκαλόπουλου που επισκέπτονται σήμερα το περιώνυμο γοτθικό μνημείο της Αγίας Σοφίας, στο κατεχόμενο μέρος της πόλης.
Το ποίημα του Δημήτρη Δασκαλόπουλου, γεμάτο αληθινές, ζωντανές εικόνες – χαρακτηριστικό της τέχνης του – φέρνει νοσταλγικά στο νου τα χρώματα της ώχρας από την χαρακτηριστική πέτρα από την οποία είναι φτιαγμένες οι παλιές εκκλησίες και τα παλιά αρχοντικά της πόλης, ήχους που στ’ αυτιά μας φθάνουν ως «φωνή πατρίδας». Μπόρεσε δηλαδή να μιλήσει με τρόπο ποιητικό για τους ανθρώπους και τα πάθη τους, αλλά και για το παλίμψηστο της ιστορίας μιας πόλης που, όπως και όλη η Κύπρος άλλωστε, πλήρωσε με βαρύ τίμημα την αέναη σύγκρουση της ιστορίας με τη γεωγραφία, με μοναδικό κέρδος την ομορφιά που χαρίζει ο πλούτος της ιστορικής διαστρωμάτωσης. Με άλλα λόγια το ποίημα έχει πολλά από τα διακριτικά της ποίησης του Δημήτρη Δασκαλόπουλου. Το χαμηλότονο ύφος, την ιστορική οπτική, τον εσωτερικό ρυθμό που χαρίζει η σοφή επιλογή των λέξεων και το σπουδαιότερο γνώρισμα, ότι ο ποιητής στοχάζεται πάνω στον κόσμο των πραγμάτων και όχι των αφηρημένων ιδεών. Αυτό, εξάλλου, είναι εκείνο που συγκινεί, αλλά και εκείνο που, κατά τη γνώμη μου, της προσδίδει τον βαθιά ανθρώπινο χαρακτήρα της.
Ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος ξέρει την Κύπρο καλά. Την έχει επισκεφθεί πολλές φορές, έχει σχέσεις και λογοτεχνικές συνεργασίες από τα πρώτα νεανικά του χρόνια και έχει γράψει ποιήματα γι’ αυτήν που μαρτυρούν και το μέτρο της γνώσης, αλλά και το μέτρο της ευαισθησίας του. Έχει φίλους παλαιούς και μπόρεσε – είναι φανερό – να δει τον τόπο μέσα από τα μάτια τους.
Ο Σάββας Παύλου, καλός φιλόλογος και εμβριθής μελετητής του σεφερικού έργου και δη της κυπριακής εμπειρίας του Σεφέρη, στη μνήμη του οποίου αφιερώνει και το ποίημά του, ήταν, πιστεύω, ένας από αυτούς.
Ως κατακλείδα αυτής της σύντομης αναφοράς, δανείζομαι κάποιους στίχους από το ποίημα του Ανδρέα Αντωνιάδη, «Άγιες γειτονιές», τους οποίους αφιερώνω στον Δημήτρη Δασκαλόπουλο. Ο Αντωνιάδης, το ποίημα αυτό, το έχει αφιερώσει στον Ζακ Λακαριέρ που έγραψε, επίσης, για τη Λευκωσία. Είμαι πάντως απολύτως πεπεισμένη ότι δεν θα είχε καμία αντίρρηση γι’ αυτήν την πρόσθετη αφιέρωση σ’ έναν ακριβό φίλο.
Οι «Άγιες γειτονιές» όπως τις λες
μαζί με τη Χρυσαλινιώτισσα,
«όλος ο κόσμος» δηλαδή
λέγονται σήμερα «Buffer Zone».
Από σένα, ευτυχώς,
τις μαθαίνω, τώρα, ξανά
για να ερωτευτώ μέχρι θανάτου
τη Λευκωσία

 

Προηγούμενο άρθροMad Men- μια λοξη ματιά στην αμερικανική δεκαετία του ΄60 (του Ιάσονα Νεύρη)
Επόμενο άρθροΑφιέρωμα στον φίλο και συνεργάτη μας Λευτέρη Ξανθόπουλο (Ταινιοθήκη 26 -29 /9)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ