Λογοτεχνία και στοχασμός: η περίπτωση του Νικήτα Σινιόσογλου (της Δήμητρας Λουκά)

0
646
Franz_Marc, Η κίτρινη αγελάδα

της Δήμητρας Λουκά

 Στο Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων (Κίχλη, 2024) του Νικήτα Σινιόσογλου, ένα «Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο» που δεν γνωρίζουμε ακριβώς την ταυτότητά του και το οποίο έχει ξεφύγει από την επιτήρηση του κατόχου του, χάνει τον δρόμο για το σπίτι του και οδηγείται από μια γριούλα στο «Απομονωτήριο», ένα ίδρυμα στο οποίο συναντά λοιμύποπτα ζώα, σχεδόν ημιθανή. Στον χώρο αυτό θα παραμείνει οκτώ μερόνυχτα. Κάθε νύχτα θα ακούει ένα από τα ζώα του «Απομονωτηρίου» να αφηγείται την ιστορία του άγριου βασανισμού του από τον άνθρωπο. Είναι προφανές ότι ο Σινιόσογλου ακολουθεί εδώ την αφηγηματική παράδοση – από το Δεκαήμερο του Βοκάκιου έως το Μπαρ κάτω από τη θάλασσα του Στέφανο Μπένι – της εναλλαγής στο ρόλο του αφηγητή διαφόρων προσώπων που καθένα αναλαμβάνει να αφηγηθεί την προσωπική του ιστορία.

Το κείμενο υιοθετεί αρχικά τη λογοτεχνική σύμβαση της περιπλάνησης/αναζήτησης. Το «Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο» που όπως διευκρινίζεται στις «Σημειώσεις» του βιβλίου είναι αυτό «που εντοπίζεται άνευ επιτήρησης εκτός της οριοθετημένης κτηνοτροφικής εκμετάλλευσης του κατόχου του (συμπεριλαμβανομένου του οικείου βοσκοτόπου) και είτε φέρει είτε δεν φέρει σήμανση», αποτυγχάνει κατά τη βραδινή του περιπλάνηση να βρει το σπίτι του. Βγαίνει ξανά και ξανά στο ίδιο μέρος όπου δεν υπάρχει ψυχή. Ο αληθινός στόχος της περιπλάνησης, ωστόσο, δεν είναι ο αρχικά εκπεφρασμένος, να βρει δηλαδή το σπίτι του. Ο πραγματικός λόγος, τον οποίο το ζώο φυσικά δεν γνωρίζει, αφορά την απόκτηση αυτογνωσίας.[1] Πράγματι η παραμονή του στο «Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων» θα ενεργοποιήσει τις διανοητικές του δυνάμεις καθώς κάθε βράδυ ακούει τις ιστορίες που αφηγούνται τα άλλα ζώα και διαβάζει τα βιβλία της βιβλιοθήκης του Απομονωτηρίου. Έτσι το αρχικά ανυποψίαστο ζώο, που «κοιτούσε τον κόσμο με χαμηλωμένα τα μάτια», θα αφυπνιστεί και θα επαναστατήσει. Μπροστά στο «κυλινδρικό γομάρι που ‘ναι γνωστό στους κύκλους των χασάπηδων με την ποιητική ονομασία Το Κούτσουρο», θα κάνει μια χαψιά τον Ειδικό Επιστήμονα του Απομονωτηρίου και ξαλαφρωμένο θα τιναχθεί «πάνω από τη μάντρα του Απομονωτηρίου μέσα στο αγαθό σκοτάδι της νύχτας

Στην αλληγορική αφήγηση του Σινιόσογλου οι αφηρημένες έννοιες, όπως το «Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο» ή τα «λοιμύποπτα ζώα» παίρνουν γρήγορα συγκεκριμένη μορφή και αυτό τις φωτίζει νοηματικά. Τα ζώα κουβαλούν μια συσσωρευμένη εμπειρία άγριου βασανισμού, την οποία αφηγούνται με ανθρώπινη φωνή, παρουσία του «Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου». Τα ζώα-ήρωες, το λευκό γατί, το κήτος, ο κάβουρας ερημίτης, ο ερωτύλος κύκνος, η εργαστηριακή τίγρης, το τζίνι-λιοντάρι είναι αλληγορικές απεικονίσεις σύγχρονων ανθρώπων με ιδιαιτερότητες, ενώ το «Απομονωτήριο των λοιμυπόπτων ζώων» συνιστά αλληγορία μιας ζωής βασισμένης σε κανονιστικά πρότυπα συμπεριφοράς που οι αρχές της εναντιώνονται προδήλως σε αυτές  του αφηγητή. Την εναντίωσή του σε όλα αυτά ο Σινιόσογλου την εκφράζει με τη χρήση της σάτιρας, που χειρίζεται με εξαιρετική δεξιοτεχνία και η οποία σημειωτέον είναι στενά συνυφασμένη ως είδος με την αλληγορία. Ο συγγραφέας δεν καυτηριάζει απλώς φαινόμενα, όπως ο άγριος βασανισμός των ζώων, οι γενετικές μεταλλάξεις, ο οικονομικός παρασιτισμός, η τεχνητή νοημοσύνη, η οικολογική καταστροφή, η αδιάλειπτη προσπάθεια για ενδυνάμωση και καταναγκαστική ευεξία, αλλά ξεσκεπάζει την ανθρώπινη υποκρισία. Ο σατιρικός Σινιόσογλου επισημαίνει διαρκώς τις διαφορές ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι και επειδή οι στόχοι του είναι όργανα και θεσμοί, η σάτιρά του κερδίζει πιστεύω σε διεισδυτικότητα και διαχρονικότητα. Θα αναφέρω ως παράδειγμα τα θεσμικά όργανα που φροντίζουν αδιαλείπτως για την ενδυνάμωση των «λοιμυπόπτων» ζώων του Απομονωτηρίου, και για τα οποία, όπως σπεύδει να διευκρινίσει με χιούμορ ο αφηγητής: «Το Ινστιτούτο Ηθικών Επιστημών υποχρεώνει όλα τα ζώα να κάνουν αυτό που ποθούν και να καταβροχθίζουν ό,τι γουστάρουν, επομένως τα υποχρεώνει να ικανοποιούν την ορμή για ζωή όπως τους κατέβει, αρκεί να γίνεται με ενσυναίσθηση και τρόπο συμπεριληπτικό, που θα πει σύμφωνο με τις αρχές και τις αποφάσεις του Ινστιτούτου Ηθικών Επιστημών» (σ. 29). Στη δομή του έργου εντοπίζουμε και μια άλλη μορφή αλληγορίας, που συναντούμε σε βιβλικά κείμενα. Πρόκειται για την «αλφαβητική αλληγορία» ή την «αλληγορία των αριθμών». Εάν δεχτούμε ότι ο Σινιόσογλου ακολούθησε εσκεμμένα ένα πρότυπο παρόμοιο με αυτό της Γένεσης, «Νύχτα πρώτη», «Νύχτα δεύτερη», κατά το «ημέρα πρώτη», «ημέρα δεύτερη», κτλ.,  τότε μπορούμε να καταλάβουμε ότι η μορφή και το περιεχόμενο του έργου του συνδέονται στενά. Το περιεχόμενό του είναι η αντεστραμμένη πορεία του κόσμου, μια πορεία πτωτική, πορεία από το φως στο σκοτάδι, πορεία της εξωφρενικής επιστροφής του ανθρώπου στην κατάσταση του κτήνους: «Βαρέθηκα να ΄μαι  άνθρωπος, βλέπω κι εσείς προς τα κει το πάτε, τουλάχιστον η ψυχή σας· λοιπόν, πάει καιρός που βαρέθηκα  να ΄μαι άνθρωπος, ξένος ένιωθα ανάμεσά τους, ή, μάλλον, ξένος υπήρξα μέσα στ΄ απομεινάρια των ανθρώπων, οπότε τους έδωσα μια και τα ΄κανα πέρα, καιρό τώρα οι άνθρωποι έχουν ξεθυμάνει ως είδος, […]» (σ. 58).  Στη Βίβλο, η όγδοη ημέρα έπεται των έξι ημερών της δημιουργίας και του Σαββάτου, προαναγγέλλοντας μια νέα εποχή. Η νέα αυτή εποχή προαναγγέλλεται στην ιστορία «Περίπτωση Κλεπτοβίωσης» που αφηγείται το τζίνι-λιοντάρι: «υπάρχουν στιγμές που ανατινάζονται όλα· τότε άνθρωποι ζώα, δαίμονες, […] αρχίζουν ένα ένα να πέφτουν στην πιο βαθιά θάλασσα, και ο χρόνος ξεκινά ξανά» (σ. 54). Πράγματι το βιβλίο τελειώνει με μια «ιδιότυπη αισιοδοξία», με τη μαχητική στάση του «Ανεπιτήρητου Παραγωγικού Ζώου» που καταφέρνει να αποδράσει από το Απομονωτήριο, αφού πρώτα εξοντώσει τον «Ειδικό Επιστήμονα».  Η νέα εποχή που προαναγγέλλεται είναι η εποχή της εξωφρενικής επιστροφής στο κτήνος, αφού ο άνθρωπος έχει γίνει πια η ασθένεια της δημιουργίας.

Οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο και σε μακροπερίοδο λόγο. Τα «λοιμύποπτα» ζώα μονολογούν ασθμαίνοντας και ο αναγνώστης που αναγκάζεται να διαβάσει με μια ανάσα την ιστορία τους, νιώθει και ο ίδιος να ασφυκτιά συναισθανόμενος τον ψυχικό τους πόνο. Στους αφηγηματικούς μονολόγους, εντοπίζει κανείς πλείστες αναφορές στον βιωματικό εαυτό των ηρώων: «σημαντικό ν’ αγαπάς τον εαυτό σου, να βάζεις όρια στους άλλους, να μην πολυδένεσαι μαζί τους, […]» (σ. 34), λέει ο κύκνος. Τα ζώα αφηγούνται σημαντικές προσωπικές τους εμπειρίες, τις οποίες ερμηνεύουν και αξιολογούν χάρη στην ύστερη γνώση τους. Το τραυματικό παρελθόν που βίωσαν παρουσιάζεται μέσα από την παροντική τους συνείδηση, η μνήμη τους προσφέρει απλώς τον τρόπο να ανασυνθέσουν το παρελθόν ώστε να πραγματώσουν ένα είδος αυθερμήνευσης στο παρόν. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το σημείο όπου το κήτος που ξεβράστηκε στη στεριά, προβαίνει στη δική του υποκειμενική ερμηνεία για την επίδραση της καταγωγικής του ρίζας στην τωρινή ψυχική του κατάσταση: «η στεριά σας με πνίγει, αυτόν τον πετρότοπο, πάει καιρός που τον άφησα, βέβαια ακόμη τον αφουγκράζομαι, κανέναν τόπο δεν αφήνεις στ’ αλήθεια πίσω, ούτε τη βία του, [..]» (σ. 40). Σε επίπεδο αφηγηματικής οργάνωσης ο βιωμένος εαυτός αποκαλύπτεται με τη χρήση του ενεστώτα. «Παντού κάβουρες ερημίτες ψάχνουν το κοχύλι τους για να χωθούν, αυτό δεν κάνουμε οι κάβουρες ερημίτες; καβατζώνουμε ένα κοχύλι και παχαίνουμε και μεγαλώνουμε μέσα του και, όταν πάψει να μας βολεύει, το αφήνουμε για ένα άλλο, […]» (σ. 22), μονολογεί ο κάβουρας ερημίτης. Είναι φανερό ότι ο Σινιόσογλου δεν ενδιαφέρεται τόσο για την χρονοαιτιολογική σύνδεση των γεγονότων, όσο για την αμεσότητα της γραφής, για την υπαρξιακή και όχι την χρονική/ιστορική εξέλιξη των ηρώων του.

Αυτό που εκ πρώτης όψεως μπορεί να ξενίσει στο Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων είναι οι στοχασμοί που οι ήρωες-ζώα εκφράζουν κατά τρόπο που το κείμενο σε αρκετές περιπτώσεις να «λέει» (telling) παρά να «δείχνει» (showing), όπως συμβαίνει στη σύγχρονη λογοτεχνία. Επειδή, ωστόσο, οι χαρακτήρες έχουν βάθος και η πλοκή είναι καλοδουλεμένη, όπως ελπίζω να έδειξα παραπάνω, θεωρώ ότι η λογοτεχνική γραφή του Σινιόσογλου καταφέρνει να αφομοιώσει επιτυχημένα στον αφηγηματικό της ιστό τον φιλοσοφικό λόγο. Ο Νικήτας Σινιόσογλου έχει χαρακτηριστεί ως ένας «αλλόκοτος συγγραφέας», προφανώς γιατί, όπως έχει φανεί ήδη από το έργο του, αρέσκεται στο να διαγράφει  διαδρομές εξερεύνησης οριακών τρόπων έκφρασης και ιδεών. Και επειδή πολύς λόγος γίνεται τελευταία για την εξάντληση των εκφραστικών τρόπων της λογοτεχνίας, χρειαζόμαστε πιστεύω κείμενα που να προτείνουν νέους τρόπους εξερεύνησης του λογοτεχνικού λόγου. Το Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων συνιστά κατά τη γνώμη μου μια τέτοια πρόταση.

 

[1] Πρβλ. Thomas C. Foster, «Κάθε διαδρομή είναι μια αναζήτηση [Παρεκτός όταν δεν είναι]» στο Τα μυστικά της λογοτεχνίας, Πώς να διαβάζετε τη λογοτεχνία σαν ειδικός, μτφρ. Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης, Κλειδάριθμος, Αθήνα 2019, σσ. 33-39.

 

Νικήτας Σινιόσογλου, Απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων,Κίχλη, 2024 

 

Προηγούμενο άρθρο«Τουραντό», Κ. Γκότσι, Στ. Λιβαθινός: γοητευτικό θεατρικό παραμύθι (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθρο25 + 3 επιλογές : Η ποίηση στο «τέταρτον του αιώνος» και όχι «εις ξένα έθνη» (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ