της Ελένης Δημητριάδου-Εφραιμίδου
Συχνά στη λογοτεχνία θέλοντας να μεταφέρουμε ανθρώπινα συναισθήματα στον αναγνώστη, μιλούμε με σύμβολα, μύθους και αλληγορίες, και τα στοιχεία της φύσης είναι αυτά που πολλές φορές μας ταξιδεύουν με ένα μαγικό τρόπο στον αθέατο κόσμο της ψυχής.
Τι συμβολίζει η θάλασσα στο νέο βιβλίο της Ιφιγένειας Θεοδώρου, με τίτλο Είναι μια Θάλασσα; Αυτό το υγρό στοιχείο που αλλάζει κάθε στιγμή χρώμα και ρυθμό, ενώνει και χωρίζει τόπους, πατρίδες και ανθρώπους μέσα στην πολυκύμαντη και ρευστή πορεία του χρόνου; Σύνορο μνήμης ή ταξίδι ψυχής προς την πρωταρχική πατρίδα; Ταξίδι που αποζητά να γεμίσει τις ρωγμές της απώλειας και να θεραπεύσει τα τραύματα που αφήνουν πάνω της οι χαμένοι τόποι, οι πόλεμοι και ο χρόνος που πολλές φορές στην πορεία του, αλλάζει τις ζωές των ανθρώπων;
Διαβάζοντας το Είναι μια θάλασσα, της Ιφιγένειας Θεοδώρου, δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε στο πρώτο της βιβλίο Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη, που εκδόθηκε το 1997 και επανεκδόθηκε το 2022, από τις καλαίσθητες εκδόσεις Ίκαρος, για τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική καταστροφή. Μια μαρτυρία για τη σύγχρονη Σμύρνη, όπου μέσα από τα επτά διηγήματα της συλλογής προβάλλονται σκηνές της καθημερινής ζωής των ανθρώπων της, καθώς και εικόνες από τη νέα τοπιογραφία της πόλης, όχι στο πριν αλλά στο μετά το 1922.
Και σε αυτό το βιβλίο, όπως και στα προηγούμενα βιβλία της Ιφιγένειας Θεοδώρου, Μελέκ θα πει άγγελος, 2001, Γλώσσα από μάρμαρο, 2005, Γεύση της ερήμου, 2012, Το λίγο που τελειώνει, 2021, και ως το πρόσφατο Είναι μια θάλασσα, 2024, διαπιστώνουμε πως εκτός από τις ιστορικές αναφορές, συνέπεια μιας βαθιάς έρευνας που η συγγραφέας κάνει στις χώρες που αναφέρεται, οι ήρωές της πάσχουν από υπαρξιακές αναζητήσεις, χρόνια συνέπεια ενός ψυχικού τραύματος, που πολλές φορές ούτε ο χρόνος μπορεί να το σβήσει, γιατί ο χρόνος σέρνεται από τη μνήμη και γιατί το τεκμήριο της ζωής και του χρόνου είναι η μνήμη. Η ύπαρξή μας τεκμηριώνεται μέσα απ’ αυτήν που μας ακολουθεί και πολλές φορές είναι ανεξίτηλη. Μετατραυματικό στρες το ονομάζει σήμερα η σύγχρονη επιστήμη και ψυχολογία, και ως ψυχογραφήματα θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν πολλά από τα κεφάλαια των βιβλίων της, όπως και πολλά από τα διηγήματα που θα παρουσιάσουμε εδώ.
Η συγγραφέας βρίσκεται στην Σμύρνη στο τέλος του 20ου αιώνα , ψάχνει τα σημάδια του αλλοτινού της μεγαλείου, νοιώθει στην ατμόσφαιρα τις στάχτες της πυρκαγιάς, το τραύμα, τον διχασμό και τις αλλαγές στη ζωή των ανθρώπων που έμειναν εκεί, και γράφει τα επτά διηγήματα του βιβλίου Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη. Διαβάζουμε στο οπισθόφυλλό του: « Με ρωτούσαν οι φίλοι, πώς είναι η Σμύρνη απέναντι; Τότε, εβδομήντα χρόνια μετά την καταστροφή, όλοι ήξεραν για τον χαμένο παράδεισο και τη μικρασιατική τραγωδία, κανείς όμως για τη Σμύρνη στο ξεψύχισμα του 20ου αιώνα, για τους λιγοστούς χριστιανούς που σεργιανούσαν ακόμη στο «Και», για τα ρωμαίικα σπίτια, αγέρωχα να θυμίζουν την ιστορική όψη μιας προκυμαίας, συνώνυμης με τον ανθρώπινο πόνο και τον ξεριζωμό».
Στο «Είναι μια θάλασσα», οι χάρτινοι ήρωες των διηγημάτων, ήρωες από το πρώτο βιβλίο «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη», συνεχίζουν τη ζωή τους, μεγαλώνουν και γερνούν στις νέες τους πατρίδες, αναζητώντας και νοσταλγώντας πάντα την πρώτη τους πατρίδα στην άλλη πλευρά της θάλασσας. Τριάντα (συγγραφικά) χρόνια μετά, η συγγραφέας διεισδύει πάλι στη ζωή και τη σκέψη τους, στους νέους τους τόπους και στη καινούργια ζωή τους, και με μια αξιοπρόσεκτη ευρηματική τεχνική, ξαναζωντανεύει τους πόθους και τις μνήμες τους, ρίχνοντας φως στην εσωτερική τους εξορία, τον νόστο και τη λαχτάρα της ψυχής για την προγονική πατρίδα.
Τα δύο βιβλία λειτουργούν διαδραστικά μεταξύ τους, το «Είναι μια θάλασσα» συνομιλεί με το πρώτο, οι ήρωες και οι ηρωίδες διχάζονται ανάμεσα σε δύο πατρίδες, ανάμεσα στο εδώ και στο εκεί, ενώ το παρελθόν τους απειλεί πάντα με μια ανατροπή που μπορεί να αλλάξει τη ζωή τους. Η θάλασσα ένας συνδετικός κρίκος, αλλά και μία οριακή γραμμή ανάμεσα στην Σμύρνη και στην Πόλη όπου έζησαν και στην Ελλάδα όπου ζουν τώρα. Και στα δύο αναδεικνύεται η σημερινή πραγματικότητα της Σμύρνης, το θέμα της πολιτιστικής ταυτότητας, της γλώσσας, της θρησκείας, το ζήτημα της συνύπαρξης με το διαφορετικό.
Αλλά ποιοι είναι οι ήρωες και οι ηρωίδες αυτών των βιβλίων που και τα δύο όπως αναφέραμε λειτουργούν ως συγκοινωνούντα δοχεία; Είναι η Ιωάννα, η Έλσα, η Ευτυχία, ο Μιχαήλ Άγγελος, η Συμπέλ, η Πολίτισσα, η Ιφιγένεια της Εφέσου, και ένας ακόμη, ο μυστηριώδης Φοίβος της Σμύρνης που εμφανίζεται μόνο στο δεύτερο βιβλίο, Είναι μια θάλασσα.
Το πρώτο διήγημα με τίτλο «Ιωάννα», είναι μια εισαγωγή στο συναίσθημα της μνήμης και της ανάμνησης. Η Ιωάννα, μικρή στο πρώτο βιβλίο, κουβαλάει μαζί της τις παιδικές της αναμνήσεις από τη ζωή τους στη Σμύρνη του ‘90, όταν φεύγουν για την Ελλάδα. Τη μυρωδιά και τον κυματισμό της θάλασσας, τους γλάρους ,τα καράβια, κάτω απ’ το μπαλκόνι του σπιτιού τους, τις πικρές ιστορίες για την καταστροφή της πόλης και τη μικρασιατική τραγωδία. Επιστρέφει μετά από κάποια χρόνια, για να διαπιστώσει την αλλαγή της Σμύρνης των παιδικών της χρόνων και αναπολεί την προηγούμενη μορφή της:
«Η προκυμαία της απόγνωσης και της προσφυγιάς δεν υπήρχε πια. Ο χωροταξικός νεωτερισμός των Τούρκων θέλησε να σβήσει από τη συνείδηση των κατοίκων την ιστορική μνήμη της πόλης. Όμως το σπίτι της Ιωάννας, χωρίς να γέρνει πια μετά τη ριζική του αναπαλαίωση, έμενε μοναδικός μάρτυρας της ιστορίας». (Είναι μια θάλασσα, σ.17)
Η Έλσα, στο ομότιτλο διήγημα «Έλσα», έρχεται στη Σμύρνη από την Ελλάδα, ακολουθώντας τον σύζυγό της, στρώνει τη ζωή της εδώ, σε ένα ελληνικό σπίτι μισομαυρισμένο ακόμη απ’ την κάπνα και την τέφρα του παρελθόντος και προσπαθεί να το χρωματίσει με το γαλάζιο της θάλασσας, ταυτίζοντας τη ζωή και τη μνήμη της με τη θάλασσα που συμβολίζει γι’ αυτήν το ενωτικό ταξίδι προς την πατρίδα Ελλάδα, αλλά και μια φυγή από τις σκοτεινές μέρες του παρελθόντος. « […] βούρκος που κόχλαζε η θάλασσα κι ακούγονταν παφλασμοί κορμιών που με τρόπο κομψό άνοιγαν ασπριδερές σχισμές στο παχύ σκουροπράσινο σώμα κι εξαφανίζονταν». Τα χρώματα της θάλασσας, το σκοτεινό μπλε, το λουλακί, το γαλάζιο, στοιχειώνουν τη ζωή της και μη μπορώντας να αντέξει αυτήν την ηθελημένη εξορία της, τις στάχτες των ανθρώπων αυτού του σπιτιού και αυτής της θάλασσας, φεύγει για την Ελλάδα εγκαταλείποντας πίσω τον άντρα της, αφήνοντάς του ένα σημείωμα που γράφει: «Θα θέλατε θέα στη θάλασσα;» (Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη, σ.21).
Και στα δύο ομώνυμα διηγήματα, των δύο βιβλίων, εξαιρετικά όσον αφορά τη γραφή της Θεοδώρου, το απύθμενο της ψυχής παρομοιάζεται με το πλάτος, το βάθος και τις ταλαντώσεις της θάλασσας, που πολλές φορές κρύβει την έκταση του ανθρώπινου πόνου. Διαβάζοντάς τα κανείς νοιώθει το ψυχολογικό δράμα των ανθρώπων που ζουν το τραυματικό δίλλημα της διπλής πατρίδας και του νόστου, όταν οι πατρίδες εναλλάσσονται και εισχωρούν η μία μέσα στην άλλη.
Στο διήγημα «Συμπέλ» η ηρωίδα είναι Τούρκισσα, πουλάει το σπίτι της στη Σμύρνη, έρχεται στην Αθήνα γιατί παντρεύεται Έλληνα, μαθαίνει άπταιστα τα Ελληνικά, όμως νοσταλγεί την πατρίδα της «μια πληγή έχω στο κεφάλι μου», λέει και βρίσκει λύτρωση και παρηγοριά στα βιβλία και στα κιτρινισμένα τετράδια της μητρικής της γλώσσας, γιατί κι «η γλώσσα πατρίδα είναι», μια μνήμη που δεν χάνεται ποτέ, ακόμη κι αν οι τόποι χάνονται ή εναλλάσσονται «Πώς να ξεχάσεις μια πατρίδα που άφησες πίσω; Όμως ξαφνικά, ένα πρωί, μια λέξη, ένα ξέσπασμα, ένα αχ! Ακούσιο πισωγύρισμα, παράβαση του νόμου». (Είναι μια θάλασσα,σ.45).
Πολίτικα γλωσσικά ιδιώματα συναντούμε στο διήγημα «Πολίτισσα», λέξεις από την ντοπιολαλιά της Πόλης που ενσωματώνονται στον λόγο της ηρωίδας και εμπλουτίζουν την αφήγηση: (Ατσμάς: είδος ζύμης, μιτσβέρι: κολοκυθοκεφτέδες που ψήνονται στο φούρνο). «Είχε γεννηθεί στη Σμύρνη, από πατέρα Ρωμιό και μάνα Τουρκάλα. Είχε μάθει να μιλάει ελληνικά από τον πατέρα της και να μαγειρεύει από την Πολίτισσα γιαγιά της» (Είναι μια θάλασσα, σ.55)
Αριστουργηματικά γραμμένο, με σουρεαλιστικές παρομοιώσεις, μεταφορές και εικόνες, είναι το διήγημα «Μιχαήλ Άγγελος», στο βιβλίο «Χρυσός, Λιβάνι και Σμύρνη». Ο μικρός Μιχαήλ μεγαλώνει στη Σμύρνη σε ένα αρχοντικό με ζωγραφισμένους αγγέλους στα ταβάνια που συνομιλούν μαζί του. Η γιαγιά, Ελληνίδα με καταγωγή από τη Μυτιλήνη που παντρεύτηκε τον Λεβαντίνο παππού(οι λεβαντίνοι ήταν Ευρωπαίοι που ήρθαν να δουλέψουν σ’ αυτά τα μέρη), τον φυγαδεύει στην Αθήνα για το σκάνδαλο της έμφυλης ταυτότητάς του. Τον συναντούμε στο δεύτερο βιβλίο να επιστρέφει μετά από πολλά χρόνια σε μια αλλαγμένη Σμύρνη αναζητώντας το πατρικό του που αντέχει ακόμη , ενώ οι γονείς και η γιαγιά δεν υπάρχουν πια.
Στο διήγημα « Ιφιγένεια της Εφέσου», συναντούμε την ηρωίδα Ιφιγένεια, στο αρχαίο θέατρο της Εφέσου, να υποστηρίζει πως δεν είναι μόνο ο χρόνος που αλλάζει ανθρώπους και συναισθήματα, αλλά κι οι πόλεμοι και τα συμφέροντα. «Οι πόλεμοι καθορίζουν την τύχη του κόσμου», λέει. «Τι θα ήσουν εσύ, τι θα ήταν η μουσική σου χωρίς τα γεγονότα του εμφυλίου; Πώς θα ήμουν εγώ χωρίς την αγωνία του ’64; Πώς θα ‘ταν η ζωή μου χωρίς την Τουρκική εισβολή; Πού θα ‘ταν οι γονείς μου χωρίς την τραγωδία του ‘22;»(Χρυσός , Λιβάνι και Σμύρνη σ.95).
Δύο βιβλία αφηγηματικά παράλληλα, με διηγήματα που αναφέρονται στο παρελθόν και στο τώρα. Η συγγραφέας τοποθετώντας τους ήρωες και τις ηρωίδες σε διαφορετικά χρονικά σημεία και διαφορετικούς τόπους, στοχάζεται πάνω στις διαχρονικές έννοιες του χρόνου, του μεταβλητού τόπου, αφουγκράζεται τις συναισθηματικές απώλειες και τις αλλαγές που αφήνει ο χρόνος και οι πόλεμοι στις ζωές και στους χαρακτήρες των ανθρώπων, αναμοχλεύει τη μνήμη που οπτικοποιεί τις πληγές και τα συλλογικά τραύματα του παρελθόντος, υπογραμμίζει την κοινωνική παθολογία, τη διαφορετικότητα, τον ρατσισμό, μιλά για τον έρωτα, τη γλώσσα, τις λέξεις και τη γραφή, γιατί κι αυτή αλλάζει και εξελίσσεται, όπως διαπιστώνουμε στα διηγήματα της Ιφιγένειας Θεοδώρου, στα βιβλία που έχουμε μπροστά μας και γράφτηκαν με την απόσταση των τριάντα χρόνων μεταξύ τους.
Η γραφή της Θεοδώρου, σε όλα της τα πεζογραφήματα έχει ένα πλούσιο υπαρξιακό υπόστρωμα που το υποστηρίζει με μια γλαφυρή εικονοποιία, με προσωποποιήσεις άψυχων αντικειμένων και φυσικών στοιχείων, με υπερρεαλιστικές παρομοιώσεις και μεταφορές, αυτόματους συνειρμούς, ρυθμό και ποιητική αφαιρετικότητα με στόχο τη νοηματική έκφραση της αγωνίας ως την απόγνωση.
Ιφιγένεια Θεοδώρου, Είναι μια Θάλασσα, Ίκαρος, 2024