της Βαρβάρας Ρούσσου
Με φόβο να ολισθήσω προς γενικολογίες μιας κοινότοπης εντυπωσιολογικής κριτικής θα επαναλάβω ότι η ποίηση τροφοδοτείται καταστασιακά από τη μνήμη, και η γλώσσα πασχίζει να λεκτικοποιήσει βίωμα, μύθο, ιστορία με κυμαινόμενους βαθμούς λυρισμού και συχνά με συγκρούσεις κυριολεξίας-αναφορικότητας και αφαίρεσης, όπου η μεταφορά είναι κυρίαρχη. Σε αυτό τον κανόνα υπάγεται και η ποίηση του νεότατου (γ. 1996) Γιώργου Χιώτη.
Ήδη από την προηγούμενη συλλογή του Αφαιρώ από μέσα μου τη λέξη (Σαιξπηρικόν 2020), όπως ο τίτλος εξάλλου υπονοούσε, αξιοποίησε τα κάθε είδους βιώματα σε μια ποίηση με οικονομία λέξεων, αφαιρετική εικονοποιία και επιλεκτική αναφορικότητα. Και στη δεύτερη συλλογή επιχειρεί να απαγκιστρώσει τον ποιητικό λόγο από την αναπαράσταση γεγονότων και από την άμεση καταγραφή συναισθημάτων δίνοντας και τα δυο -γεγονότα και συναισθήματα- υπαινικτικά, με ισορροπία ανάμεσα στην αναπαράσταση του πραγματικού και τη μεταφορική μεταποίησή του.
Το υπόβαθρο της συλλογής είναι λοιπόν η μνήμη, στόχος η μνημονική ανάκληση και στον πυρήνα της η πατρική μορφή στο κατώφλι του θανάτου. Δέκα αριθμημένες ενότητες με διαφορετικό αριθμό ποιημάτων απαρτίζουν το βιβλίο και στο πρώτο ποίημα καθεμιάς η λέξη μνήμη επανέρχεται, το συχνότερο έμμετρα, και πάντα σε διακριτό γραφηματικά τμήμα, ανάμεσα σε διπλές αγκύλες και πλάγια γραφή, είτε ως ορισμός είτε ως απόφανση είτε ως ερώτημα: «//τώρα που η μνήμη/δεν είναι παρά ήττα/ραμμένη/από τρίχα ζώου/από κλωστή αφαλού//. (2) «//άνθρωπος ήτανε ή μνήμη;// (5). «//στενή λακκούβα/η μνήμη μου/δες πώς ηχεί/το βάθος//» (7). Έτσι, η διεργασία του πένθους είναι ο υποχρεωτικός δρόμος της εργασίας της ενθύμησης όπως το σημειώνει ο Ricoeur.
Δεν θα έλεγα ότι επιδιώκεται τη σύνδεση με το συλλογικό αν και το βίωμα του θανάτου-πένθους οικείου προσώπου και η μνήμη αποτελούν κοινό τόπο. Μάλλον προέχει η επιδίωξη να συνδεθούν οι μνήμες -το απώτερο παρελθόν με το παρόν, η ανάκληση παλιότερων τρυφερών διαλόγων πατέρα-γιού με την οπτική της νεότερης σκληρής εμπειρίας της φθοράς στο κατώφλι του θανάτου. Σε μια απόπειρα λείανσης του συμβάντος «θάνατος» η φωνή εκφοράς πότε αφήνει ρωγμές λυρικού συναισθήματος με μέτρο για να μην εκπέσει στον κοινότοπο μελοδραματισμό πότε συνδέει αφαιρετικές εικόνες.
Η συλλογή έχει σκηνικό χώρο, το Νοσοκομείο, του οποίου ορισμένα χαρακτηριστικά αποδίδονται (με όλα τα σχετικά στοιχεία), έχει δυο πρόσωπα: πατέρας ετοιμοθάνατος τον οποίο δεν ακούμε παρά μέσω του γιού και γιός. Όλες οι αναμνήσεις του τότε και οι παραστάσεις του τώρα αποτελούν το στοχασμό του γιού. Στα δέκα μέρη συντελείται ένα τελετουργικό που συνοδεύει τον επερχόμενο θάνατο: από το τώρα και το πατρικό σώμα στο νοσοκομειακό κρεβάτι, στον θάλαμο και από εκεί έξω και πίσω σε αναμνήσεις.
Ένα παράδειγμα της λεπτής ισορροπίας χρόνου-μνήμης και ταυτόχρονα ένα είδος αισθητικοποίησης του ασύλληπτου που συνιστά ο θάνατος ώστε αυτός από υλικό τέλος να μετατραπεί αισθητικοποιημένος σε λεκτική απαρχή είναι το ποίημα:
Σαν ροζ μπαλόνι ο πατέρας
ξεφουσκώνει
ξεφουσκώνει
μα για δες αυτό το χέρι του.
Ίδιο με τότε
-φουσκωμένο μπαλόνι 2005
μ’ αρπάζει από τη μασχάλη
«ζαλούκα μπαμπά»
να χαζεύω
τα γκρί πλακάκια της Ερμού
ακορντεονίστες με κόκκινη μύτη
και το ζαχαρένιο καφέ στη γωνία.
«Κυδαθηναίων έξι»
«Γεια σου Κωστή μου»
α ρε πατέρα
ίδιο με τότε το χέρι σου.
Στο παραμορφωμένο χέρι του πατέρα γίνεται ορατό το αποτρόπαιο της φθοράς και κυρίως ο θάνατος της ενσώματης υλικότητας. Εντούτοις, αυτό το χέρι εξωραΐζεται όταν συνάπτεται με την τρυφερή παιδική ανάμνηση. Η παύση των σωματικών λειτουργιών αντιστρέφεται μέσω της μνήμης και το σώμα ξαναγίνεται λειτουργικό μόνο στον ποιητικό λόγο που επιχειρεί να αιχμαλωτίσει τη μνήμη. Τα μέλη του σώματος και τα προσωπικά αντικείμενα του πατέρα, όπως και όσα αποτελούν το στενό περίγυρό του στο νοσοκομείο, ακριβώς υποδεικνύουν την υλική όψη του τέλους. Τέτοια στόχευση υπηρετεί η αναφορά σε αντικείμενα: «Το σεντόνι του πατέρα μου ξεκινάει από έναν ζορισμένο λαιμό/», «Τα γυαλιά του πατέρα μου είναι γοργόνες με στρογγυλά στήθη/», «Τα χείλη του πατέρα μου στενεύουν μέρα με τη μέρα/».
Παράλληλα, ανάμεσα στην ιατρικοποιημένη εικόνα της έσχατης ασθένειας και τις μεταφορές/παρομοιώσεις μετάβασης από τον κλειστό χώρο στον ανοιχτό, από το θάνατο/ασθένεια στη ζωή δημιουργείται μια ακροβασία μεταξύ κυριολεξίας-μεταφοράς: «Ραμμένα επάνω στο μπράτσο του/τα διαφανή καλώδια κατέληγαν στην κορυφή ενός σιδερένιου στύλου/με ροδάκια στρογγυλά και ολόμαυρα στο κάτω μέρος/σαν ελιές πλαγιασμένες στο χώμα της Κορίνθου/». Άλλοτε υπερισχύει η πρώτη: «δυο πέλματα που έχουν πια πρηστεί/που πια μυρίζουν πύον.»
Κάπως έτσι προκύπτει και ο τίτλος της συλλογής: αν εικονοποιήσουμε τη λεπτή λαβή του κερασιού όπου «//η μνήμη μ’ ακουμπάει/σαν κουκούτσι κερασιού/δαγκώνω το περίβλημα/και πέφτω στη ρωγμή της// τότε που η ζωή «Είναι καμπύλη και λεπτό,/σαν τη λαβή του κερασιού./».
Όπως και παραπάνω ανέφερα, και όπως έδειξε και το παραπάνω ποίημα, η οπτική εικόνα των ποιημάτων στη σελίδα είναι σημαίνουσα στην ανάγνωση και ερμηνεία του. Αυτό υποδεικνύει και η μετατόπιση ορισμένων στίχων προς τα δεξιά της σελίδας αλλά κυρίως τα πεζά ποιήματα στα οποία η έννοια του ένστιχου αποδίδεται με πλάγιες γραμμές που υποθέτουν το τέλος στίχου. Πρόκειται για μια μορφική ακροβασία που θα μπορούσε να αντιστοιχεί στην ίδια την ακροβασία της συλλογής: μεταξύ ζωής και θανάτου, μεταξύ γιού και πατέρα, μεταξύ παρελθόντος και παρόντος.
Ο Χιώτης θεωρώ ότι επιτυχημένα αναμετράται με τις λέξεις για να τις εξωθήσει να κάνουν πράγματα σε σχέση με μια εξαιρετικά κοινή αλλά και δύσκολη θεματική. Εν προκειμένω τη δύσκολη εμπειρία του θανάτου του πατέρα, το μη εικονίσιμο, να την μεταφέρει στο ποιητικό υποκείμενο που, κατά κάποιο τρόπο, θα την εξεικονίσει γλωσσικά και επομένως μεταφορικά.