Αποχαιρετισμός στον καινοτόμο συνθέτη και μουσικό Teddy Lasry (1947-2024)[του Γιάννη Μουγγολιά]

0
117

 

του Γιάννη Μουγγολιά

Η είδηση του θανάτου του Teddy Lasry, ενός κορυφαίου Γάλλου συνθέτη και μουσικού, ο οποίος συνδέθηκε, εκτός της συναρπαστικής προσωπικής του πορείας, με το θρυλικό progressive συγκρότημα των  Magma, λίγο πριν το καλοκαίρι, πέρασε στα ψιλά. Σίγουρα η δημοσιότητα που πήρε ο θάνατος του μεγάλου αυτού μουσικού (10 Μαϊου 2024) στα 77 του, ήταν αντιστρόφως ανάλογη της τεράστιας καλλιτεχνικής του αξίας.

Με αφορμή αυτόν το θάνατο αλλά και την εξαιρετική συλλογή με σταθμούς της προσωπικής μουσικής του πορείας από διάφορα μουσικά είδη, με τίτλο «Teddy Lasry – Funky Ghost 1975-1987» που κυκλοφόρησε πριν λίγα χρόνια, το 2021 σε μια έξοχη έκδοση δίσκου βινυλίου σε περιορισμένα αντίτυπα της γαλλικής δισκογραφικής εταιρείας Hot Mule, θα επιχειρήσουμε να ρίξουμε φως στον βίο και το έργο της ξεχωριστής αυτής προσωπικότητας. Βίος και έργο που θα μπορούσαν κάλλιστα να αποτελέσουν κομμάτι ενός συναρπαστικού μυθιστορήματος μέσα από τις πολλές αντιξοότητες και τα καθοριστικά γεγονότα που αντιμετώπισε ο Teddy Lasry, κυρίως στα πρώτα του χρόνια.

 

Teddy Lasry

Ο Teddy Lasry μέχρι το τέλος της ζωής του έμεινε προσκολλημένος στη μουσική και διαρκώς ανακάλυπτε νέα όργανα (φλάουτο, άλλα πνευστά, πλήκτρα, κρουστά) και μέσα, των οποίων  τις δυνατότητες εξερευνούσε σε βάθος. Καταλυτικό ρόλο στις τάσεις του αυτές έπαιξαν η ανατροφή που πήρε από μια μουσική οικογένεια αλλά και οι πολλοί μουσικοί στους οποίους στάθηκε δίπλα, συνεργάστηκε και μοιράστηκε σημαντικές εμπειρίες. Από τη φύση του ήταν περίεργος μουσικός και θα λέγαμε ακατάτακτος, κάτι που το μαρτυρούν τα πολλά και διαφορετικά μουσικά είδη με τα οποία καταπιάστηκε, πάντα όμως με εξαιρετικά διεισδυτική ματιά, συγκροτημένο όραμα και εξαιρετικά εκλεπτυσμένο τρόπο.

 

Η ατυχία της απώλειας όρασης

Μια εξαιρετική άτυχη στιγμή που του συνέβη θα μπορούσε να αποθαρρύνει και να απογοητεύσει οποιονδήποτε άλλον μουσικό στη θέση του και να τον οδηγήσει να τα εγκαταλείψει. Το 1985 και ενώ ήταν 38 ετών έχασε την όρασή του και λίγο αργότερα την ακοή του στο αριστερό αυτί.

 

Ο Teddy Lasry σε ώριμη ηλικία

Το σφοδρό αυτό πλήγμα όμως ο Lasry με τη μεγάλη αγάπη στη μουσική το μετέτρεψε σε πλεονέκτημα και αφετηρία για να δημιουργήσει και να συνθέσει μουσική με ευρηματικές μεθόδους και παράλληλα να συνεχίσει τα μαθήματα μουσικής που τελειοποίησαν την έτσι κι αλλιώς βαθιά γνώση του. Πάντως τα προβλήματα με την όραση προϋπήρχαν πολλά χρόνια αφού λόγω της διάγνωσης με μελαγχρωστική αμφιβληστροειδοπάθεια (ασθένεια που με τον χρόνο οδηγεί σε απώλεια της όρασης), άρχιζε να αντιμετωπίζει δυσκολίες όταν φοιτούσε στο College Lycee Pasteur, όπου και αναγκαζόταν να καθίσει στην πρώτη σειρά για να βλέπει τον πίνακα. Μια βασική αιτία που τον οδήγησε στην ενασχόληση με την μουσική ήταν οι κακές σχέσεις του καλού μαθητή με κάποιους συμμαθητές του από τους οποίους είχε δεχτεί εκφοβισμό. Η μουσική για αυτόν είχε γίνει μονόδρομος.

Ο Teddy Lasry σε μικρή ηλικία

Πώς όμως άρχισαν όλα για τον Teddy Lasry και τη μουσική; Οι ρίζες του μεγάλου αυτού πάθους του ανιχνεύονται στην παιδική του ηλικία, εκεί που ουσιαστικά αρχίζει η μυθιστορηματική του ζωή, στο Αλγέρι.

 

 

 

Οι Αλγερινοί γονείς του

Ο πατέρας του, Jacques Lasry, Albert γεννήθηκε στην Αλγέρι το 1918. Ο πατέρας του Jacques, παππούς του Teddy ήταν γιος Εβραίων μεταναστών από την Ισπανία, ενώ η μητέρα του Jacques, γιαγιά του Teddy, Juliette ήταν αυθεντική Αλγερινή. O Albert πολέμησε στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και δηλητηριάστηκε κατά τη διάρκεια μιας μάχης. Λίγο πριν πεθάνει, το 1934 ακούει τον γιο του, Jacques να του λέει ότι ήθελε να γίνει μουσικός και του δίνει την ευλογία του. Ο Jacques με τη συνοδεία της μητέρας του Juliette που έπαιρνε την πολεμική σύνταξη, μετακομίζει στο Παρίσι όπου σπουδάζει στην l΄ Ecole Normale και ψάχνει μια θέση στο ωδείο της πόλης. Γνωρίσει τη Marguerite Long, μια φημισμένη Γαλλίδα πιανίστα και δασκάλα στο Ωδείο, η οποία τον βοήθησε να βρει θέση στο ωδείο. Εκεί ο Jacques γνωρίζει τον  φίλο του Samson Francois και μια νεαρή καθολική, την Yvonne, κόρη μιας Γερμανίδας δασκάλας που έπαιζε όργανο στην κυριακάτικη λειτουργία.

Οι γονείς του Teddy Lasry, Yvonne και Jacques

Έμελλε να παντρευτούν και να μετακομίσουν με τους γονείς της Yvonne στη La Varenne Saint Hilaire. Όταν οι Γερμανοί εισέβαλαν στη Γαλλία το 1940, ο Jacques έστειλε τη μητέρα του πίσω στο Αλγέρι, ενώ προσπάθησε μαζί με την Yvonne να πάνε κι αυτοί στο Αλγέρι. Κάτι που με πολλές δυσκολίες το κατάφεραν και έζησαν εκεί μέχρι το τέλος του πολέμου γεννώντας και τον Teddy Lasry το 1947. Είχε προηγηθεί κατά τη διάρκεια του Πολέμου η γέννηση των δυο αδελφών του Teddy, του Claude το 1942 και της αδελφής του, France-Claire το 1945. Ο αδερφός του Teddy, Stany, γεννήθηκε λίγα χρόνια αργότερα το 1954, και έγινε μουσικός από την ηλικία των 6 ετών. Μετά την απελευθέρωση και την επιστροφή τους στο Παρίσι, ανέκτησαν το διαμέρισμα της Juliette στη λεωφόρο des Ternes, το οποίο είχε παράνομα καταληφθεί κατά τη διάρκεια της κατοχής.

Ο Jacques στο Παρίσι δούλευε ως μουσικός σε μικρά καφέ και μουσικούς χώρους, αλλά και εποχιακά στη Νότια Γαλλία. Ο Jacques ανακάλυψε και εισήλθε στην περιβόητη και ανθηρή τζαζ σκηνή της Νίκαιας. Εκεί ανακάλυψε τη μουσική του Teddy Wilson, τον οποίο θαύμαζε τόσο ώστε έδωσε το μικρό του όνομα στον γιο του αλλά και τον Francis Claude, ιδιοκτήτη του μπαρ Parisien Cabaret Milord l΄arsouille με τη μεγάλη ιστορία αφού εκεί το 1792 παίχτηκε για πρώτη φορά η Μασσαλιώτιδα, ο Εθνικός Ύμνος της Γαλλίας, ενώ μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίζονταν οι ανερχόμενοι τραγουδοποιοί και τραγουδιστές Leo Ferre, Jacques Brel και Boris Vian. Ο Jacques Lasry στον χώρο αυτό έπαιξε πιάνο και εμφανιζόταν συνοδεύοντας τον τραγουδιστή Michele Arnaud. Μαζί τους ο τότε νεαρός κιθαρίστας Lucien Ginsburg, ο οποίος έπαιξε με το όνομα Serge Gainsbourg και ο οποίος έγινε σταθερός φίλος του Jacques. Στο περίφημο αυτό κέντρο όπου ο Jacques Lasry ερμήνευε καμπαρέ, συνδέθηκε με φιλία με τον Charlie Chaplin που ήταν θαμώνας του χώρου. Μάλιστα κάποια στιγμή ο Charlie Chaplin ενθουσιασμένος από τον τρόπο που ο Jacques Lasry αυτοσχεδίαζε στο πιάνο, του ζήτησε να γίνει συνοδός του παίζοντας πιάνο, πρόταση στην οποία δεν ανταποκρίθηκε ο Jacques που αρνήθηκε ευγενικά.

Μια οικογενειακή υπόθεση: Με τους Structures Sonores

Στο Millord, ο Jacques συναντήθηκε και δέθηκε με τον Felix Barrel, τον γνωστό καλλιτεχνικά Francois Baschet, γιο του ιδρυτή του γαλλικού περιοδικού Illustration. Ο Jacques συγκινήθηκε από την κιθάρα που σχεδίασε ο Barrel ή Baschet για παραστάσεις, καθώς και από μια άλλη εφεύρεσή του, ένα πρώιμο πρωτότυπο του «κρυστάλλινου οργάνου» (L’Orgue de Cristal).

Les Structures Sonores

Αργότερα το όργανο αυτό θα το έπαιζε η Yvonne ως μέλος του σπουδαίου συγκροτήματος Les Structures Sonores, στο οποίο ανήκε ο Jacques Lasry, ενώ αρκετές φορές συμμετείχε με καθοριστικό ρόλο και ο γιος τους Teddy Lasry. Για παράδειγμα στο cd «Yvonne, Jacques & Teddy Lasry / Les Structures Sonores Lasry / Baschet – L’Orgue de Cristal» που κυκλοφόρησε το 1994 από τη δισκογραφική εταιρεία Cezame, το οποίο κινείται μεταξύ κλασικού και σύγχρονου, πρωτοποριακού και πειραματικού ήχου, τα τρία μέλη της οικογένειας Lasry, o Jacques, η Yvonne και ο Teddy συμμετέχουν ως μέλη του γκρουπ Les Structures Sonores.

 

Μάλιστα ο Jacques και ο Teddy Lasry υπογράφουν το σύνολο των συνθέσεων, εκ των οποίων κάποιες ο Jacques, κάποιες ο Teddy και κάποιες που συνυπογράφουν πατέρας και γιος, οι οποίοι και παίζουν. Το συγκρότημα δημιουργήθηκε το 1955 από τον Bernard Baschet, μηχανικό και δημιουργό οργάνων, με τον αδερφό του François Baschet και το ζευγάρι των μουσικών Yvonne Lasry και Jacques Lasry. Στόχος του συγκροτήματος ήταν να δείξει το ενδιαφέρον των νέων οργάνων που σχεδίασαν οι αδερφοί Baschet, βασισμένα κυρίως σε δονήσεις κρυστάλλινων γλυπτών. Το συγκρότημα έπαιζε ιδιαίτερα διασκευές σε θέματα κλασικής μουσικής. Έκαναν περιοδεία σε όλο τον κόσμο και εμφανίστηκαν σε πολλές τηλεοπτικές εκπομπές. Στα τέλη της δεκαετίας του 60 όταν το ζευγάρι Lasry πήγε στο Ισραήλ, το συγκρότημα διαλύθηκε. Παρόλα αυτά οι αδερφοί Baschet συνέχισαν τα μουσικά τους πειράματα. Αξίζει να αναφερθεί ότι ο Teddy Lasry έπαιξε σε κάποιους από τους πολλούς δίσκους που οι Structures Sonores ηχογράφησαν. Συγκεκριμένα αναφέρουμε τη συμμετοχή του ως κρουστού και φλαουτίστα στο abstract-πειραματικό άλμπουμ «Structures Sonores Lasry-Baschet – Chronophagie» (Arion, 1969), στο ηλεκτρονικό-ambient «Musique Démesurée” (International Music Label, 1972) όπου συνθέτει και παίζει, στο «Les Structures Sonores Lasry-Baschet» (Patchwork, 1978) κ.α. Η ένταξή του Teddy Lasry στο συγκρότημα έγινε ουσιαστικά όταν πριν από μια πρόβα των Les Structures Sonores, ο Teddy κλήθηκε να παίξει ένα κομμάτι Blues στο κλαρίνο για το συγκρότημα. Ενθουσιασμένο από την ερμηνεία του, το συγκρότημα του πρότεινε να συμμετάσχει σε μια συναυλία που θα διεξαγόταν στο Παρίσι, στο L΄ ecole Alsacienne.

Bernard Baschet, Yvonne Lasry, Francois Baschet, Daniel Ouzounoff, Teddy Lasry, Jacques Lasry

Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το ρεπερτόριο των Les Structures Sonores ήταν αρκετά εκλεκτικό, με το συγκρότημα να ερμηνεύει συνθέσεις του πατέρα του, Jacques Lasry, μεταγραφές του «Duetti» του Bella Bartok, έργων του Bach  και του Vivaldi και άλλους αυτοσχεδιασμούς. Ο τρόπος που έπαιζε ο Teddy Lasry αγκαλιάστηκε από το κοινό, το οποίο ξετρελάθηκε με την ερμηνεία του στα blues. Ακολούθησε η συμμετοχή του Teddy Lasry σε περιοδεία του συγκροτήματος στις ΗΠΑ με κορυφαίους σταθμούς τις παραστάσεις στην Παγκόσμια Έκθεση του Σιάτλ και στο Ed Sullivan Show. Ο δρόμος του εξωτερικού για τον Teddy Lasry είχε ανοίξει διάπλατα και η θερμή αποδοχή που επιφύλαξαν στον Teddy Lasry μεγάλα περιοδικά παγκοσμίως (Life, Le Figaro, BBC, New York Times κ.α.) ήταν η καλύτερη επιβράβευση για αυτόν.

Αξίζει να αναφέρουμε ότι εκείνη την εποχή που τα διαστημόπλοια και οι προσπάθειες των ανθρώπων να ταξιδέψουν σε διάφορους πλανήτες ήταν στο επίκεντρο, διάφοροι ραδιοφωνικοί και τηλεοπτικοί σταθμοί αναζητούσαν συχνά πυκνά μουσικές για να «ντύσουν» τα προγράμματα επιστημονικής φαντασίας τους. Σε αυτό η δεξαμενή των ήχων και των συνθέσεων των Structures Sonores ήταν η ενδεδειγμένη λύση και η υποδειγματική επιλογή και σε αυτούς κατέφευγαν οι επιμελητές των προγραμμάτων αυτών.

Τα πρώτα χρόνια του Teddy Lasry και η τριετία με το Theatre du Soleil

Ο Teddy Lasry γεννήθηκε στη Νίκαια το 1947 και η πρώτη επαφή του με τη μουσική ήταν όταν σιγοντάριζε τον πατέρα του στο πιάνο. Το πιάνο ήταν το όργανο της επιλογής του και η πιο καθοριστική στιγμή για να ακολουθήσει τον δρόμο του πιάνου ήταν όταν άκουσε τον πατέρα του να παίζει μια μελωδία Boogie woogie στο πιάνο. Μετά από ένα πρόσκαιρο φλερτ με την κιθάρα τον κέρδισε για ένα διάστημα το άλτο σαξόφωνο, στο οποίο τον προέτρεψε ο φίλος του Jean-Michel Herve. Μελέτησε κλαρίνο και αργότερα αγόρασε βιμπράφωνο. Στη συνέχεια θα συναντούσε τον διάσημο φλαουτίστα Roger Bourdin, ο οποίος αυτοσχεδίασε περίφημα στο “Paris s’eveilie” του Jacques Dutronc και θα γινόταν δάσκαλος του Teddy Lasry στο όργανο.

Το καλοκαίρι του 1967 ο πατέρας του, Jacques Lasry ηχογράφησε ένα demo για μια παράσταση με τίτλο «Le Songe d΄une nuit d΄ete», την οποία διηύθυνε η Ariane Mnouchkine και ο θίασος της Le Theatre du Soleil (Το Θέατρο του Ήλιου). Η Ariane Mnouchkine εντυπωσιάστηκε με ένα σόλο φλάουτου του Teddy, με αποτέλεσμα να τον καλέσει να συμμετάσχει στον θίασο. Με τον νέο του ρόλο ο Teddy Lasry στάθηκε στα πόδια του και η καλή οικονομική του βάση εκείνη την περίοδο τον έφερε στο προσκήνιο της πόλης. Το 1968 ήταν μια πολύ καλή χρονιά για «Το Θέατρο του Ήλιου», αφού παρουσίασε το καινοτόμο «Le Songe…» στο τσίρκο της Βουλώνης αποσπώντας τις θερμές εκδηλώσεις και τα ηχηρά χειροκροτήματα του κοινού. Ακολούθησαν ζωντανές παραστάσεις σε εργοστάσια κατά τη διάρκεια των μεγάλων απεργιών, που συνέπεσαν με τις διαδηλώσει του Μάη (8 Μαϊου).

Από τους Clowns του Theatre du Soleil

Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού πρόβες και αυτοσχεδιασμοί δημιούργησαν ένα ικανό υλικό αλλά και την αφετηρία της παράστασης «Les Clowns» του Theatre du Soleil. Στον Teddy Lasry δόθηκε ο ρόλος του συνθέτη σε αυτή την παραγωγή, ενώ έπαιζε άλτο σαξόφωνο και πιάνο. Η μουσική του ήταν ιδανική και υποστήριξε υποδειγματικά την εξοικείωση στην πράξη των ηθοποιών με την comédia dell’arte, τον αυτοσχεδιασμό και διάφορες άλλες μορφές δραματικής έκφρασης, αλλά κυρίως την ανάγκη η εφήμερη τέχνη να αναδειχτεί μέσα από τις διαδρομές ενός γνήσιου λαϊκού θεάματος, που ωστόσο έχει την ποιοτική σφραγίδα του σπουδαίου θιάσου. Τα θέματα που έθιγε η παράσταση και που θα μπορούσαμε να πούμε ότι αναδεικνύονταν μέσα από τη λειτουργία «παιδικών παιχνιδιών», οι χειρονομίες, τα συναισθήματα, οι καταστάσεις, οι λέξεις που έχουν μια απόλυτα γήινη διάσταση, υπογραμμίστηκαν στο έπακρο από τη μουσική του Teddy Lasry, o οποίος δούλεψε για το Theatre du Soleil από 1967 έως το 1969 ως συνθέτης και μουσικός.

 

Με το θρυλικό συγκρότημα των Magma

Το 1969 βαρέθηκε από την επαναληπτικότητα των παραστάσεων του Θεάτρου του Ήλιου αλλά και από τα όρια από τεχνικής πλευράς που έθετε ο θίασος στο ρεπερτόριο για αυτές. Εκείνη την περίοδο, η Ariane στον Teddy Lasry και στο κουαρτέτο του έναν χώρο για πρόβες στην κοινότητα Chatou στα περίχωρα του Παρισιού, που ανήκε στον πατέρα της, τον γνωστό παραγωγό ταινιών Alexandro Mnouchkine.

Ο Jacques Vidal, ο κοντραμπασίστας του κουαρτέτου, ενημέρωσε τον Teddy Lasry ότι κάποιο  γκρουπ έψαχνε για μουσικό πνευστών, κάτι που ταίριαζε γάντι στον Teddy ο οποίος έπαιζε όλη την γκάμα των πνευστών και μάλιστα με εξαιρετικά δημιουργικό τρόπο. Μέσω της σύστασης αυτής έγινε η συνάντηση του Teddy Lasry με τον πιανίστα του γκρουπ, Francois “Faton” Cahen, ο οποίος εντυπωσιασμένος από τη δεξιοτεχνία, το εύρος και τη δημιουργικότητα στο παίξιμο του Teddy τον έφερε σε επαφή με τον αρχηγό του συγκροτήματος, τον σπουδαίο ντρ’αμερ και συνθέτη Christian Vander, ο οποίος εισέπραξε ανάλογες εντυπώσεις μόλις τον άκουσε. Το συγκρότημα δεν ήταν άλλο από το θρυλικό γαλλικό γκρουπ της progressive Jazz rock, Magma, που άφησε εποχή και ανεξίτηλο αποτύπωμα στο είδος. Η μαγιά για τους Magma ήταν ήδη έτοιμη. Christian Vander (ντραμς, φωνητικά, συνθέτης), Francois “Faton” Cahen (πιάνο) και Teddy Lasry (σοπράνο σαξόφωνο, φλάουτο και άλλα πνευστά και συνθέτης) μαζί με τους Claude Engel (κιθάρα, φλάουτο, φωνητικά), Laurent Thibaut (συνθέτης, παραγωγός) και Francis Moze (ηλεκτρικό μπάσο, κοντραμπάσο) αποτέλεσαν τον αρχικό, κεντρικό πυρήνα του συγκροτήματος. Οι πρόβες άρχισαν αμέσως και ήταν καθημερινές και πολύωρες για μισό χρόνο με αποτέλεσμα την κυκλοφορία σε διπλό δίσκο βινυλίου του εκπληκτικού ομώνυμου δισκογραφικού τους ντεμπούτου το 1970 από τη δισκογραφική εταιρεία Philips, που αργότερα κυκλοφόρησε και με τον τίτλο «Kobaia».

Το εξώφυλλο του πρώτου δίσκου των Magma «Kobaia»

Πρόκειται για ένα άλμπουμ με συγκεκριμένη θεματική που αφηγείται την αναχώρηση μιας ομάδας ανθρώπων από την καταδικασμένη Γη με προορισμό τον φανταστικό πλανήτη Kobaia. Όλα τα κομμάτια του σκοτεινού αυτού άλμπουμ, με εξαίρεση το εναρκτήριο ομώνυμο κομμάτι που έχει αγγλικούς στίχους, είναι τραγουδισμένα στη γλώσσα του πλανήτη Kobaia, στην Kobaian, γλώσσα επινοημένη από το συγκρότημα. H μουσική του δίσκου παρότι έχει βαθιές επιρροές από Igor Stravinsky, Bella Bartok, John Coltrane, J.S. Bach, jazz, rock, rhythm and blues, έφερνε έναν απολύτως νέο και φρέσκο άνεμο. Μια νέα μουσική γλώσσα, ριζοσπαστική και επαναστατική, με έντονα τα χαρακτηριστικά της πρωτοτυπίας στον ρυθμό, που δηλώνει καθοριστικά και αμετάκλητα τις τομές και τα ρήγματα με ό,τι προϋπήρχε και κυρίως με την καθολική εισβολή των αγγλοσαξονικών επιρροών και χαρακτηριστικών στη γαλλική μουσική δημιουργία της εποχής. Η μουσική των Magma βαφτίστηκε από τους ίδιους «Zeuhl music» και ήταν ένα μείγμα μουσικών ειδών όπως ο νεοκλασικισμός, ο ρομαντισμός, ο μοντερνισμός και το fusion. Η λέξη σημαίνει ουράνια, αν και πολλές φορές ερμηνεύεται λανθασμένα δημιουργώντας παρεξηγήσεις ως «ουράνια μουσική». Αυτό όμως που πραγματικά σημαίνει είναι «Μουσική της παγκόσμιας δύναμης». Μουσική συχνά με ανησυχητική διάθεση, με εμβατηριακής μορφής θέματα, με πρωταγωνιστικό μπάσο που πραγματικά πάλλεται, με ένα αιθέριο πιάνο ή δυναμικό Fender Rhodes και εντυπωσιακά χάλκινα πνευστά. Το ύφος των Magma στο πρώτο τους αυτό άλμπουμ προσεγγίζει περισσότερο τον χώρο του ροκ από τα κατοπινά σπουδαία τους άλμπουμ. Ένα ροκ ωστόσο εξαιρετικά ιδιοσυγκρασιακό και διαφορετικό από ό,τι είχαν συνηθίσει έως τότε οι ακροατές.

O Teddy Lasry στο άλμπουμ αυτό συνέθεσε το επτάλεπτο πρώτο κομμάτι της δεύτερης πλευράς “Sohïa”, κάνει τις διασκευές για τα μέρη των πνευστών και παίζει σοπράνο σαξόφωνο και φλάουτο.

Στις 5 Οκτωβρίου 1971 επίσης από τη Philips κυκλοφορεί το δεύτερο άλμπουμ των Magma με τίτλο «1001° Centigrades», το οποίο εκδόθηκε και με τον εναλλακτικό τίτλο «2». Πρόκειται για τη συνέχεια και το δεύτερο μέρος που χαρακτήρισε τη θεματική του πρώτου τους άλμπουμ, αφού με στίχους που ερμηνεύονται ξανά στην επινοημένη γλώσσα του συγκροτήματος (Kobaian), η αφήγηση αφορά στην επιστροφή των ανθρώπων από τον πλανήτη Kobaia στη Γη για να σώσει τον πλανήτη μας. Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο οπισθόφυλλο του αυθεντικού δίσκου υπάρχει το ποίημα «Ïtah» του Christian Vander συνοδευόμενο από γαλλική μετάφραση, μια από τις σπανιότατες περιπτώσεις μετάφρασης Kobaïan-Γαλλικών που έχουμε από το ίδιο το συγκρότημα. Η μουσική αποτελεί μια εξαιρετική μίξη               fusion, jazz-rock, progressive rock. Εδώ ο Teddy Lasry συνθέτει το πρώτο κομμάτι της δεύτερης πλευράς του δίσκου «Ιss’ Lanseï Doïa» διάρκειας 11.46 λεπτών και παίζει κλαρινέτο, σαξόφωνο, φλάουτο, ενώ κάνει και φωνητικά.

Ο Teddy Lasry (στο μέσο) με τους Magma στο Olympia του Παρισιού το 1970

Ο Teddy Lasry εκτιμούσε απεριόριστα και παραδεχόταν την αξία του Christian Vander ως  τραγουδιστή, ντράμερ και συνθέτη. Όμως στην προετοιμασία του τρίτου άλμπουμ των Magma «Mekanik Destruktiw Kommandoh», που κυκλοφόρησε από τη δισκογραφική εταιρεία Vertigo το 1973, δεν ήταν τόσο θερμός λόγω της διαφωνίας του για την κατεύθυνση που έπαιρναν οι Magma. Εγκαίρως πληροφόρησε τον Vander ότι επρόκειτο να εγκαταλείψει το συγκρότημα. Αυτό δεν σήμαινε ότι ο Teddy Lasry θα αδιαφορούσε και δεν θα ανταποκρινόταν στις απαιτήσεις του τρίτου τους δίσκου. Αντιθέτως έπαιξε τρομπέτα, τρομπόνι και σαξόφωνο σε πολλά κομμάτια. Στο «Mekanik Destruktiw Kommandoh» παραγωγοί ήταν ο πρώτος μάνατζερ των Rolling Stones Giorgio Gomelsky και ο συνιδρυτής της δισκογραφικής εταιρείας Virgin, Simon Heyworth (παραγωγός σε δίσκους των Gong και στο άλμπουμ «Tubular Bells» του Mike Oldfield κ.λπ.).

Με την άρνηση του Lasry να εμφανιστεί στο Μουσικό Φεστιβάλ του Νιούπορτ το 1973 με τους Magma, σηματοδοτείται η αποχώρησή του από το συγκρότημα, από τον ήχο του οποίου όμως είχε βαθιές και κύριες επιρροές στη μετέπειτα καριέρα του, παρά το γεγονός της διάστασης απόψεων για την τότε αλλαγή πορείας των Magma.

 

Οι μουσικές του για τον κινηματογράφο

Από το 1973 συνέθετε για την τηλεόραση και τη διαφήμιση και τα αποτελέσματα της δουλειάς του σε αυτούς τους χώρους ήταν πάρα πολλά. Πιο σπάνια, συνθέτει για τον κινηματογράφο όπου η πρώτη του απόπειρα ήταν η μουσική του για τη μικρού μήκους «Camille ou La Comédie Catastrofique» σε σκηνοθεσία Claude Miller το 1971. Αφού γνώρισε τον Claude Miller από τον συνεργάτη του στο Theatre du Soleil, Philippe Leotard, ο Teddy Lasry ενεργοποιήθηκε στη σύνθεση του σάουντρακ. Η μουσική της ταινίας ηχογραφήθηκε στα Savarah Studios του Pierre Barouh και δίπλα στον Lasry εμφανίστηκαν οι Jean-Charles Capon (τσέλο), Leo Petit (μπάσο) και ο πρώην συνεργάτης των Magma, Yochk’o Seffer (φλάουτο). Ο σκηνοθέτης Millerενθουσιάστηκε με το αποτέλεσμα και ενθάρρυνε ιδιαίτερα τον Teddy Lasry να συνεχίσουν τη συνεργασία τους.

Ο Teddy Lasry παίζει σοπράνο σαξόφωνο

Το 1976, τον Teddy Lasry πλησίασε ο μουσικός εκδότης Robert Viger για να δημιουργήσει το σάουντρακ μιας πορνογραφικής ταινίας στην οποία εργαζόταν. Ο Teddy Lasry όταν είδε την ταινία, σοκαρίστηκε και εντυπωσιάστηκε. Εμπλέχτηκε στο σάουντρακ συνθέτοντας το κομμάτι «Blue Theme», μια εξαιρετική ηχητική ηλεκτρονική οδύσσεια σε ύφος τζαζ και με επικό χαρακτήρα. Για τη σύνθεση αυτού του κομματιού είναι έκδηλες οι επιρροές του «All Blues» του Miles Davis.

Το 1988 συνέθεσε μουσική για το ντοκιμαντέρ «Falkenau, the Impossible» των Samuel Fuller και Emil Weiss, που προέρχεται από το 1945, όταν ο πεζός, μέλος του στρατού των ΗΠΑ, βοήθησε στην απελευθέρωση ατόμων από το στρατόπεδο του θανάτου Φαλκενάου των Ναζί. Ο δεινός σκηνοθέτης τράβηξε πλάνα από τον διοικητή του αλλά και ντόπιους Τσέχους που παρήλαυναν υποστηρίζοντας ότι δεν ήξεραν για τη γενοκτονία έξω από την πόλη και ότι δεν είχαν δει τη φρίκη του θανάτου στο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Σαράντα χρόνια μετά την τρομακτική αλλά συναρπαστική αυτή ιστορία, ο σκηνοθέτης ντοκιμαντέρ Emil Weiss κατάφερε να φέρει στο στρατόπεδο Φαλκενάου τον Samuel Fuller, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο αναγνωρίστηκε ως κορυφαίος σκηνοθέτης του παγκόσμιου κινηματογράφου, και να αφηγηθεί ο ίδιος την ιστορία της απελευθέρωσης του στρατοπέδου. Τα αρχικά πλάνα του Fuller που έδειχναν την κατάσταση τότε, ενσωματώθηκαν στο ντοκιμαντέρ.

Πολλά χρόνια αργότερα ο Teddy Lasry ξανασχολήθηκε με την κινηματογραφική μουσική συνθέτοντας το 2005 τη μουσική για την ταινία του Richard Dembo «La Maison de Nina». Η υπόθεση της ταινίας διαδραματίζεται κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου σε ένα κάστρο έξω από το Παρίσι όπου μια ομάδα Εβραίων παιδιών καταφεύγει για να κρυφτεί εκεί μέχρι να ηρεμήσει η εμπόλεμη κατάσταση. Το κάστρο όμως γίνεται νέο σπίτι των παιδιών, στο οποίο στην πορεία καταφθάνουν και παιδιά που βρίσκονταν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

To 2008 είναι η χρονιά της σύνθεσης της μουσικής για  το τηλεοπτικό ντοκιμαντέρ «Shoah par balles – L’histoire oubliée» του Romain Icard, που αναφέρεται στις απάνθρωπες δολοφονίες μεταξύ 1941 και 1944, σχεδόν ενάμισι εκατομμυρίου Ουκρανών Εβραίων μετά την εισβολή της ναζιστικής Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση.

Η προσωπική δισκογραφία του

Το 1975, ο Teddy είχε δημιουργήσει ένα στούντιο στο διαμέρισμά του στη Rue de la Victoire και εκεί εργάστηκε για τον δίσκο του «Action Printing» που κυκλοφόρησε εκείνη τη χρονιά από τη δισκογραφική εταιρεία Sonimage. Η μουσική ήταν ένα μωσαϊκό ηλεκτρονικής, abstract και ποπ παιγμένης με συνθεσάιζερ, με φουτουριστικά στοιχεία, ατμόσφαιρα επιστημονικής φαντασίας και πολλή ενέργεια. Ο Christian Lete στα ντραμς πλαισίωσε υποδειγματικά τον Teddy Lasry.

 

Tην ίδια χρονιά η επαφή του Ted Lasry με τον ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρείας Patchwork, Rene Taquet, έφερε ως καρπό τον δίσκο «Tutti Fluti» όπου συνυπάρχουν διάφορα είδη (ηλεκτρονική, τζαζ, φανκ σόουλ, φιούζιον). Ο Jean Schultheis στα ντραμς για τέσσερα κομμάτια, μεταξύ των οποίων το «Los Angeles» με τον Jannick Top να συνεισφέρει στο μπάσο.

Στη συνέχεια, μετά το 1976, ο Teddy θα δούλευε μαζί με τον συνθέτη Claude Perraudin στο άλμπουμ «Racing». Η κάθε πλευρά ανήκει συνθετικά στον καθένα τους. Ο Teddy ηχογράφησε τρεις κινήσεις στα πλήκτρα για το κομμάτι «Chamonix» από αυτόν τον δίσκο, τις οποίες πήγε στο Studio Davout για να συμπεριλάβει τις οργανικές προσθήκες των  Andre Ceccarelli, Tony Bonfils και Jean-Claude Chavanat.

Ο Teddy Lasry έπαιζε κλαρίνο συνεργαζόμενος με τον τραγουδιστή των Γίντις, Ben Zimet εκείνη την περίοδο. Το σχήμα συμπλήρωναν ο ακορντεονίστας Eddy Schaff και ο βιολινίστας Maurice Delaistier, με το ρεπερτόριο του συγκροτήματος να αποτελείται από έργα των Ravel και Sati. Παράλληλα, από το 1983 και για πολλά χρόνια και έως πρόσφατα συνεργάστηκε με την Εβραία τραγουδίστρια Talila, με την οποία ηχογράφησε δυο άλμπουμ («Mon yiddish blues»-Naïve 2010 και και ίδρυσε το 1986 το τρίο Yiddish Blues.

Κορυφαία στιγμή της προσωπικής δισκογραφίας του ήταν το άλμπουμ «e=mc²» (Balance, 1976), που απέδειξε πραγματικά τις ικανότητές του και το όραμά του, μαζί με τη χρήση καινοτόμων τεχνικών ηχογράφησης για να δημιουργήσει υφές και ήχους. Είναι αξιομνημόνευτο ένα από τα αριστουργηματικά κομμάτια της συνθετικής του δημιουργίας, το «Birds of Space», στο οποίο ξεκινά προσφέροντάς μας μια απόλυτα πειστική και γοητευτική αναπαράσταση του ήχου των πουλιών. Μετά τη μαγευτική εισαγωγή έπαιξε μαρίμπα και παράλληλα αυτοσχεδίαζε στο πνευστό του. Ο Jannick Top δίνει τον καλύτερο εαυτό του στο μπάσο και το κομμάτι τελειώνει με ένα σόλο στα Rhodes (το πρώτο μέρος του οποίου είναι γραμμένο και το τέλος εξελίσσεται αυτοσχεδιαστικά). Ο Lasry εδώ παίζει πλήθος οργάνων: ακουστικό πιάνο, ηλεκτρικό πιάνο, Clavinet, συνθεσάιζερ, μαρίμπα, φλάουτο, σοπράνο σαξόφωνο, κλαρινέτο και κρουστά και δημιουργεί σπάνιες ατμόσφαιρες κινούμενος με εξαιρετική άνεση σε διάφορα μουσικά είδη.

Το τελευταίο άλμπουμ του στο στούντιο που μας πρόσφερε εκλεκτά δείγματα της έμπνευσής του στα συνθεσάιζερ ήταν το «Back to Amazonia» (         Sonimage, 1987), που κατά δήλωσή του ήταν και από τα πιο αγαπημένα του. Στο πρώτο κομμάτι του δίσκου με τίτλο «Raising Sun On Bali» τον Lasry συνοδεύει στην τρομπέτα ο Guy Cassuto. Υποδειγματικά παιξίματα, εξωτικό κλίμα, έμπνευση και φαντασία σε μια επίσης σημαντική δισκογραφική κατάθεση. Τη χρονιά που κυκλοφόρησε το άλμπουμ, ηχογραφήθηκε και το άλμπουμ «Swing Nostalgia», το οποίο κυκλοφόρησε όμως το 1992 από τη δισκογραφική εταιρεία Koka Media σε cd. To άλμπουμ σε διαφορετικό κλίμα μας μεταφέρει στις θρυλικές εποχές της τζαζ των δεκαετίών του 30, του 40, του 50 και του 60. Ο Teddy Lasry παίζοντας κλαρινέτο με την ορχήστρα του μάς ταξιδεύει με όχημα την τζαζ big band σε άλλες περιοχές.

Τα άλμπουμ της προσωπικής δισκογραφίας του Teddy Lasry αγγίζουν έναν μεγάλο αριθμό και βέβαια δεν περιορίζονται σε όσα προαναφέραμε.

Η σπουδαία συλλογή με επιλογές της προσωπικής δισκογραφίας του

Από κάποια από αυτά τα άλμπουμ στελεχώθηκε η καταπληκτική συλλογή «Funky Ghost 1975-1987» που κυκλοφόρησε το 2021 σε δίσκο βινυλίου. Η επιλογή των κομματιών είναι εξαιρετική και φωτίζει αντιπροσωπευτικά τις πολλές πτυχές του δημιουργικού ταλέντου του σπουδαίου αυτού συνθέτη κάνοντας ένα συναρπαστικό οδοιπορικό από το 1975, χρονιά έκδοσης του προσωπικού δισκογραφικού του ντεμπούτου έως το 1987 που ολοκληρώθηκε η ποικίλη προσωπική δισκογραφική του πορεία. Παράλληλα η σειρά με την οποία παρατίθενται τα κομμάτια δημιουργεί μια εξαιρετική αλληλουχία και δημιουργεί μια μοναδική αίσθηση ηχητικής απόλαυσης. Ο τρόπος που το ένα κομμάτι διαδέχεται το άλλο έχει ως αποτέλεσμα ένα ολοκληρωμένο, συγκροτημένο, ατμοσφαιρικό και απολαυστικό σύνολο υπογραμμίζοντας ταυτόχρονα ποικίλες παραμέτρους της δημιουργικότητάς του. Η δομή των κομματιών με τη συγκεκριμένη αλληλοδιαδοχή γίνεται μια σειρά αφηγήσεων που με εξαιρετική προσοχή φτιάχνουν μια ιστορία που, παρότι οι λέξεις απουσιάζουν, το αφήγημα μοιάζει ολοζώντανο. Κάτι που πολύ δύσκολα συναντάμε σε ανάλογου τύπου συλλογές. Από την τζαζ-φανκ που κυριάρχησε στο μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής του στη δεκαετία του 70, τη σουίνγκ, τη φιούζιον και τη ρέγκε στην ηλεκτρονική μουσική με τα ambient περιβάλλοντα, τα συνθεσάιζερ και τα πολύχρωμα ατμοσφαιρικά τοπία, από τους λαμπερούς ήχους έως τα διακριτικά, λεπτά πειράματα, ο καινοτόμος και πολύπλευρος ήχος του Teddy Lasry, μέσα από την ευφυή και αντισυμβατική συνθετική του προσέγγιση, ξεδιπλώνεται σε όλο του το μεγαλείο.

Το υλικό της υπέροχης αυτής συλλογής περιλαμβάνει το ολόφρεσκο φλάουτό του στο «Los Angeles», το «Blue Theme» σε μονοπάτια αλά Miles Davis, το progressive και δεξιοτεχνικό «Chamonix», το ιδιαίτερα περίπλοκο και συνάμα κοσμικά γοητευτικό «Krazy Kat», το εξαιρετικά χαρμόσυνο αλλά και υπόγεια τρομακτικό «Funky Ghost» σε μια θαυμάσια φανέρωση της αγάπης του Lαsry για το συνθεσάιζερ, το αριστουργηματικό και με μια υπνωτική ενέργεια «Birds Of Space» από το «e=mc²», καθώς και δυο κομμάτια από το τελευταίο του άλμπουμ «Back To Amazonia», το ομώνυμο και το το ξεχωριστά υποβλητικό «Raising Sun in Bali» με χαρούμενες μελωδίες αλλά και διαλογιστικές κατευθύνσεις.

Πρόκειται για μια συλλογή που συνιστάται ανεπιφύλακτα και θα σας προσφέρει μια σφαιρική αλλά απολύτως αντιπροσωπευτική εικόνα του συνθετικού οράματός του και του τρόπου με τον οποίο προσπάθησε να το υλοποιήσει.

Η θαυμάσια αυτή συλλογή αποτελεί καθρέφτη της δημιουργικής προσωπικής πορείας του Teddy Lasry και συγχρόνως έναν πολύ καλό μετρητή που μας δείχνει πού έφτασε η συνθετική του έμπνευση αλλά και η μοναδική ευελιξία να ασχοληθεί με τόσο ψηλές επιδόσεις σε τόσα πολλά και διαφορετικά μουσικά στυλ. Και όταν μιλάμε στην περίπτωσή μας για ευελιξία δεν εννοούμε μια μορφή προσαρμοστικότητας ή μια τάση επικοινωνιακή με κέρδος αναγνωρισιμότητα και επιφανειακή επιτυχία. Αναφερόμαστε σε μια έντονη, ουσιαστική και εκ βαθέων περιέργεια, σε μια διαρκή, παθιασμένη και στοχευμένη τάση πειραματισμού και εσωτερικών αναζητήσεων και σε μια διαίσθηση που τον έκανε πάντα να ανασύρει από τα πιο δυσπρόσιτα μέρη σπάνιες ομορφιές και νέους, ολόφρεσκους δημιουργικούς και εκφραστικούς κώδικες.

 

Προηγούμενο άρθροBooker 2024- ο λόγος στις γυναίκες
Επόμενο άρθροΗ μνήμη του πατέρα στην ποίηση του Γ.Χιώτη (της Βαρβάρας Ρούσσου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ