του Δημήτρη Σαραφιανού (*)
Stranieri ovunque. «Ξένοι παντού», είναι ο τίτλος της 60ης Biennale της Βενετίας, που επιμελήθηκε ο βραζιλιάνος καλλιτεχνικός διευθυντής του Μουσείου του Sao Paulo Adriano Pedrosa και, πραγματικά, τόσο η έκθεση όσο και ένας σημαντικός αριθμός εθνικών περιπτέρων, φέρνει στο φως τις φωνές, τις κραυγές, την αγωνία και τους αγώνες αυτών που έχουμε μάθει να αντιμετωπίζουμε ως ξένους: τους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τις μειονότητες εν γένει, εθνικές και σεξουαλικές, τις κοινότητες των αυτόχθονων λαών που ακόμα υφίστανται την αποικιοποίηση, τόσο από την εθνοτική πλειοψηφία όσο και, κυρίως, από τις πολυεθνικές εταιρείες. Συνειδητά επίσης, η έκθεση περιλαμβάνει στη συντριπτική πλειονότητα καλλιτέχνες που έργα τους δεν έχουν ξαναπαρουσιασθεί στη Biennale.
Ο κίνδυνος σε τέτοιου είδους εκθέσεις είναι, φυσικά, αυτός του εξωτισμού, της ανθρωπολογίας και της αισθητικοποίησης: η αντιμετώπιση των εικαστικών έργων που φαίνεται να δημιουργούνται στο περιθώριο του δυτικού πολιτισμού ως εθνογραφική καταγραφή, που το αφ’ υψηλού βλέμμα του δυτικού απολαμβάνει ως ταξινόμηση πληροφορίας ή ως θαυμασμό για τα επιτεύγματα των (κατώτερων) Άλλων. Στη συγκεκριμένη περίπτωση η έκθεση περιέχει τόσο δυνατά έργα που η σχέση αυτή ανατρέπεται. Ιδίως στο τμήμα της κεντρικής έκθεσης που παρουσιάζεται στο Αρσενάλε, πληθώρα έργων αποτελούν μια συγκλονιστική καταγγελία του δυτικού τρόπου θέασης και αντιμετώπισης του Άλλου, που φυσικά αναπαράγεται και στο εσωτερικό των χωρών του τρίτου κόσμου έναντι των κοινοτήτων των αυτοχθόνων: περιθωριοποίηση και κατηγοριοποίηση του Άλλου, μετατροπή του σε φτηνό εργατικό δυναμικό, χωρίς χαρτιά και δικαιώματα, δαιμονοποίησή του ως του Εχθρού που επιτίθεται στα δικαιώματα της «πλειοψηφίας» και που εντέλει δικαιολογεί όχι μόνο τη βίαιη διάλυση του τρόπου ζωής του, στο πλαίσιο του «εκπολιτισμού», αλλά ακόμα και την αποδοχή της φυσικής του εξόντωσης. Άλλωστε, η πολιτική τού διαίρει και βασίλευε είναι προϋπόθεση για τη σταθεροποίηση καθεστώτων που εξυπηρετούν τα συμφέροντα μιας ολοένα και μικρότερης μειοψηφίας. Και, βέβαια, η πολιτική αυτή συνδυάζεται με τη στυγνή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πόρων των περιοχών που ζουν οι Άλλοι, με αποτέλεσμα την ευρύτερη περιβαλλοντική καταστροφή.
Αυτό που με σαφήνεια αναδεικνύεται από την έκθεση είναι ότι ο «εκπολιτισμός» δεν είναι τίποτε άλλο από την επέκταση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων σε όλο τον πλανήτη, με αποτέλεσμα οι «άλλοι» κοινοτικοί τρόποι ζωής να αποτελούν πλέον μια ανάμνηση. Ανάμνηση που εμπεριέχεται μέσα στα εικαστικά έργα, αλλά που δεν αποκτά, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, τον χαρακτήρα της νοσταλγικής απεικόνισης, αλλά του σαρκασμού και, κυρίως, της καταγγελίας για τις παραδόσεις που χάνουμε συλλογικά όλοι μας (ακόμα κι όταν δεν είναι οι δικές μας), όπως χάνουμε και τη σχέση μας με τη φύση. Είναι μεγάλη επιτυχία της έκθεσης που δείχνει το πώς οι καλλιτέχνες, ακόμα και οι αυτοδίδακτοι, εμποτισμένοι πλέον αναγκαστικά από τον δυτικό πολιτισμό, εμπνέονται από τις κοινοτικές παραδόσεις τους, για να τις μετατρέψουν σε σύγχρονη τέχνη, πλήρη νοήματος. Νόημα και προοπτική που απουσιάζει στον σύγχρονο κόσμο και τον τρόπο ζωής των θραυσματοποιημένων ανθρώπων, με αποτέλεσμα να το αναζητούν απεγνωσμένα είτε σε ανορθολογικές θεωρίες, μυστικιστικές τελετές και κοινότητες, είτε, ακόμα χειρότερα, σε ακροδεξιές και φασιστικές οργανώσεις που ενσωματώνουν, αναπαράγουν και εμβαθύνουν την κυρίαρχη εθνικιστική, πατριαρχική και ρατσιστική ιδεολογία, εξελίσσοντάς την σε μια ενεργητική επιθυμία υποταγής και εξουσιασμού, είτε (πιο ανώδυνα) σε κοινότητες διανοουμένων που, στην προσπάθειά τους να αναγνωριστούν από κρατικούς θεσμούς, αναζητούν την υπεροχή τους στο μυστικό του επαΐοντος, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα τις δικές τους (σαμανιστικές) τελετουργίες – με τις μεγαεκθέσεις να είναι σίγουρα μια από αυτές. Ο σύγχρονος άνθρωπος, δυτικός ή μη, εισέρχεται στον κόσμο μόνος, εξατομικευμένος, ξένος ο ίδιος, όπως διαρκώς προσπαθεί να μπει στο τμήμα της έκθεσης στο Αρσενάλε ο απρόσωπος πρόσφυγας αστροναύτης του Yinka Shonibare, με το σκάφανδρο, την πολύχρωμη ankara στολή του και τον μπόγο με τα υπάρχοντά του.

Στο Arsenale
Αν τα κατάφερνε, θα έμπαινε σε μια μήτρα από πολυεστερικές ίνες, που συμβολίζει, χωρίς όμως εικαστική δύναμη, τη διασυνδεσιμότητα του κόσμου, από τη νεοζηλανδέζικη καλλιτεχνική κολεκτίβα Mataaho (που, παρά ταύτα, πήρε το χρυσό λιοντάρι). Προχωρώντας, όμως, θα βρισκόταν απέναντι στα αβορίγινα μονοπάτια των τραγουδιών της Naminapu Maymuru-White, που συνδέουν τη γη και τα ποτάμια με τον ουρανό και μας επιτρέπουν να βρούμε τη θέση μας στον κόσμο τραγουδώντας εκείνα τα αρχέτυπα προγονικά τραγούδια που έφτιαξαν τον κόσμο, όπως υπέροχα το αποτύπωσε και ο Μπρους Τσάτουιν στο ομώνυμο βιβλίο του (μτφρ. Σ. Φιλέρη, εκδόσεις Χατζηνικολή, 2017). Και μέσω αυτών να βρεθεί μπροστά σε δύο από τα (πολλά) σημαντικά έργα της έκθεσης: πρώτον, στο αγνοούμενο (desaparecido) κέντημα των υφαντριών από το Μαύρο Νησί της Χιλής (Bordadoras de Isla Negra), που απεικονίζει τη ζωή της Χιλής από τις Άνδεις στη θάλασσα (μαζί και τον Νερούδα να κυνηγάει πεταλούδες) και το οποίο στόλιζε, μαζί με άλλα έργα, το εμβληματικό για τη Λαϊκή Ενότητα του Αλιέντε κτίριο UNCTAD, για να εξαφανισθεί και αυτό μαζί με πολλούς χιλιανούς αγωνιστές κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Πινοσέτ και να βρεθεί μόλις το 2019 στο σπίτι ενός γερουσιαστή. Η έκθεση περιέχει και άλλα εμβληματικά υφαντά από τη Χιλή, κεντημένα πάνω σε λινάτσα (arpilla), τα οποία πωλούνταν κατά τη διάρκεια της δικτατορίας προς ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Δεύτερον, θα βρισκόταν μπροστά στο εντυπωσιακό Rage is a Machine in Times of Senselessness, της Frieda Toranzo Jaeger, που εδώ βάζει στην άκρη τη μανία της για το αυτοκίνητο και ζωγραφίζει με λάδι, αλλά και κλωστές, μια συγκλονιστική queer τοιχογραφία, πολύ κοντά σε μια σύγχρονη αφαιρετική εκδοχή των μεξικάνικων τοιχογραφιών του Ριβέρα, που είναι άξια του τίτλου της και μας κάνει να αναφωνήσουμε μαζί της «ζήτω η ζωή, ζήτω η Παλαιστίνη».
Πίσω του, η γουαρανί μητριαρχική κεραμική της Παραγουάης (που μεταδίδεται ως τεχνική από μάνα σε κόρη) εκπροσωπείται από την Juana Marta Rodas με τα εκφραστικά ανθρωπομορφικά της ειδώλια και την κόρη της Julia Isidrez με τις σύγχρονες φόρμες των πιθαριών της.

Δίπλα τους, η Marlene Gilson, από το έθνος των Wathaurung της Βικτώρια (δυτικά της Μελβούρνης), αποδίδει στους πίνακές της με απίστευτη λεπτομέρεια και συμβολική απλότητα την ιστορία της αποικιοποίησης. Δυο μαορί γλύπτες, οι Fred και Brett Graham, πατέρας και γιος, μετατρέπουν σε σύγχρονη τέχνη ο μεν πρώτος τα κλασικά χάκα, ο δε δεύτερος τις παραδοσιακές άμαξες τροφής, καταγγέλλοντας τις αποικιοκρατικές επεμβάσεις που στέρησαν από τους αυτόχθονες τα μέσα επιβίωσής τους. Για να κλείσει η αίθουσα με τις φωτογραφίες του βολιβιανού River Claure, ο οποίος αποτυπώνει με ευαισθησία και σαρκασμό την ενσωμάτωση των πολιτισμών των Άνδεων στον σύγχρονο πολιτισμό και την αλόγιστη εκμετάλλευση των ορυχείων. Έτσι ο Yatiri, ο σαμάνος γιατρός, φοράει πλέον γυαλιά επαυξημένης πραγματικότητας. Όμως η Παναγία του λόφου, η Pachamama δηλαδή, η μητέρα φύση, είναι ακόμα παρούσα, έστω στο εσωτερικό ενός λόφου από δέρματα, και οι κοτσίδες των κοριτσιών, σαν ανθισμένοι κάκτοι, πλέουν μέσα στον χώρο, προσφέροντας μια πολύ πιο ελκυστική εναλλακτική από τα συνήθη πλοκάμια του μεταανθρώπινου.
Οι ιστορίες των μεταναστών, των κατατρεγμένων και των φτωχών καταλαμβάνουν την επόμενη αίθουσα, μέσα από ένα βιντεακό λαβύρινθο, που συνδέεται άμεσα με επόμενη αίθουσα, στην οποία καταγράφονται οι διαδρομές τους.
O λαβύρινθος καταλήγει στην εγκατάσταση και τις φωτογραφίες του ανγκολέζου Kiluanji Kia Henda, που εγκλωβίζει σε κλουβιά από περίτεχνα κάγκελα, τον θεατή, τη Λουάντα και τις ακτές της Μεσογείου, αποτυπώνοντας τη γεωμετρική μπαλάντα του φόβου. Η σαουδοπαλαιστίνια Dana Awartani δεν καταφέρνει να κλείσει τις πληγές μας με την υφασμάτινη εγκατάστασή της, ούτε ο κολομβιανός Daniel Otero Torres να μας ξεδιψάσει με καθαρό νερό, όμως η μεξικάνα Aydee Rodriguez Torres καταφέρνει να μας ανοίξει κι άλλες πληγές, αποτυπώνοντας τη βία και την εκμετάλλευση που υφίστανται οι μαύροι του Μεξικού στα τσιφλίκια και τα σύνορα, ενώ ο Ivan Argote μας προσφέρει μια αύρα αισιοδοξίας με το βίντεό του, εξορίζοντας το άγαλμα του Κολόμβου.
Παρότι περιέχουν αξιόλογα έργα, οι αίθουσες του ιστορικού πυρήνα της έκθεσης, τόσο στο Αρσενάλε όσο και στα Τζιαρντίνι, αποτελούν δύο από τα αδύναμα τμήματα της Μπιενάλε. Όμως γρήγορα αποζημιωνόμαστε τόσο από το υφαντό της Shalom Kufakwatenzi από τη Ζιμπάμπουε, το οποίο, αποτελούμενο από πληθώρα υλικών, συνεστραμμένων και με βίαιες ραφές, συμβολίζει την αποικιοποίηση και την υπερεκμετάλλευση της γης, αλλά και των ανθρώπων της, όσο και κυρίως από τα, βασισμένα μεν σε τοπικούς μύθους, αλλά με εμφανείς αναφορές στον εξπρεσιονισμό του μεσοπολέμου, μπατίκ της αυστριακής Suzanne Wenger, που αφιέρωσε τη ζωή της στην αναβίωση του ιερού των Yoruba Osun Osogbo. Δίπλα σε αυτήν, τα πιο θεμελιωμένα στην παράδοση μπατίκ του υιοθετημένου γιου της Sangodare Gbadegesin Ajala, ιερέα και σαμάνου, του οποίου η γνώση για τα θεραπευτικά φυτά της περιοχής τού επέτρεψε να δημιουργήσει νέες πολύχρωμες βαφές για να εκφράσει τις πνευματικές παραδόσεις του λαού του.
Η επόμενη αίθουσα επικεντρώνεται κυρίως σε έργα queer καλλιτεχνών, που είτε καταγγέλλουν τη βία και την περιθωριοποίηση απέναντι στα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είτε κατασκευάζουν μια ονειρική ουτοπία αλληλεγγύης, που δείχνει έναν άλλο δρόμο από την πραγματικότητα μιας ιεραρχικής κοινωνίας κατακερματισμένων ατομικοτήτων. Οι συγκλονιστικές ακουαρέλες της αργεντινής Chola Poblete χρησιμοποιούν στοιχεία από την παραδοσιακή εικονογραφία των Άνδεων, του χριστιανισμού και των κόμιξ, μετατρέποντάς τα σε μια κατάφαση της τρανς ταυτότητας και ένα εγερτήριο απέναντι στη βία κατά των τρανς ατόμων. Γιατί, όπως λέει η ίδια, σε έναν κόσμο γεμάτο καπιταλιστικά σκουλήκια, θέλει θάρρος να είσαι πεταλούδα. Το βίντεο και οι πίνακες της μεξικανής Ana Segovia καταγράφουν το αδιέξοδο διαφυγής από την ταυτότητα που σου επιβάλλει μια μάτσο κοινωνία, εμποτισμένη από τον εθνικιστικό μιλιταρισμό, τον οποίο η επίσης μεξικανή Barbara Sanchez-Kane επιδιώκει να καταλύσει μέσω του σαρκασμού με το γλυπτό της Pret–a–patria, όπου η τελετή έπαρσης της σημαίας, ο ναρκισσιστικός σεξισμός και η ομοφοβική απώθηση παλουκώνονται στο ίδιο κοντάρι. Οι πίνακες του πακιστανού Salman Toor, που έχει μεταναστεύσει στη Νέα Υόρκη, διαμορφώνουν ομιχλώδη ονειρικά τοπία μέσα από τα οποία αναδύονται τόσο ο ερωτισμός του περιθωρίου όσο και η βία των μεσοαστικών περιοχών. Η καταπίεση, αλλά και η ερωτική απελευθέρωση, μετατρέπουν τη στιλιζαρισμένη χαρτοκοπτική του κινέζου Xiyadie σε ένα σύμπαν ανθισμένων δυνατοτήτων, ενώ η γιγαντογραφία της καλλιτεχνικής κοινότητας των ινδών Aravani Art Project θυμίζει τους ταϊτινούς πίνακες του Γκωγκέν, χωρίς όμως την εξωτική ματιά του δυτικού. Εδώ η κοινότητα των τρανς υπερήφανα επιδεικνύει την ανθοφορούσα ουτοπία της.

Αν η έκθεση περιέχει μια σειρά από κραυγές αγωνίας ενάντια στη βία, την αποικιοποίηση και την περιβαλλοντική καταστροφή, μια σειρά από σύγχρονες Γκερνίκες, η συνθήκη αυτή κορυφώνεται με τους πίνακες των περουβιανών Santiago και Rember Yahuarcani, πατέρα και γιου, που ο καθένας με τον δικό του εκφραστικό τρόπο στηρίζεται στις παραδόσεις των Uitoto, αλλά και στη γνώση της δυτικής εικονογραφίας, για να εκφράσει την αδικία, αλλά και την αντίσταση.
Στο έργο του αυτοδίδακτου Santiago Εδώ είναι καυτά, η ζούγκλα του Αμαζονίου μετατρέπεται σε Κόλαση του Δάντη, με την εικονογραφία της από τον Μαρκοβάλντο, τον Φρα Αντζέλικο και τον Ιερώνυμο Μπος να συλλειτουργεί με τα σαμανιστικά πνεύματα του Ιαγουάρου και του Αλιγάτορα για να απεικονίσει τη σύγκρουση μεταξύ αυτών που καταστρέφουν τη φύση και αυτών που την υπερασπίζονται. Αισιόδοξη θα ήταν μια ανάγνωση ότι οι αμαρτωλοί καταστροφείς, με επικεφαλής τον πρόεδρο του Περού, τιμωρούνται για τα ανομήματά τους. Η πραγματικότητα είναι ότι ακριβώς αυτοί είναι που έχουν μετατρέψει τη ζούγκλα σε κόλαση, όπως άλλωστε ανάγλυφα αποτυπώνει ο γιος του Remper στα δικά του έργα και ιδίως στο Αυτοί οι άλλοι κόσμοι, όπου τα κομμένα κεφάλια των αυτόχθονων αρχηγών που δολοφονήθηκαν από τις μαφίες της υλοτομίας και τους ναρκέμπορους, με τις ευλογίες της κυβέρνησης, εκπνέουν τις ψυχές τους, έτσι ώστε να ενωθούν με τις φωνές των πνευμάτων της περιοχής, για να αποτελέσουν τα οικοδομικά στοιχεία της σύγχρονης αυτόχθονης τέχνης σε αυτές τις περιοχές των μύθων και της αντίστασης.
Αξίζει το ταξίδι και μόνο για να δει κανείς αυτά τα έργα, που αποδεικνύουν ότι ακόμα και αν η αυτόχθονη τέχνη έχει φτάσει στο «τέλος» της, όπως άλλωστε και η θρησκευτική τέχνη εν γένει, αυτό το τέλος δεν σηματοδοτεί την απώλεια της αύρας τους, αλλά την αρχή για μια καινούργια οικουμενική αύρα: αυτή της αντίστασης, του αγώνα, της κραυγής, της αλληλεγγύης.

Στα Giardini
Το τμήμα της έκθεσης που βρίσκεται στα Τζιαρντίνι σίγουρα υπολείπεται του Αρσενάλε, όμως και εκεί μπορεί κανείς να δει αξιόλογα ή/και συγκλονιστικά έργα.
Ολόκληρο το περίπτερο είναι επιζωγραφισμένο από τη βραζιλιάνικη κολεκτίβα ΜΑΗΚU, του Iba και των γιων του από το έθνος των Huni Kuin, που καταγράφουν το μυθικό πέρασμα των λαών από τον Βερίγγειο Πορθμό για να κατοικήσουν στην Αμερική, με τη βοήθεια ενός αλιγάτορα, για να τον προδώσουν στη συνέχεια, κυνηγώντας την οικογένειά του, με αποτέλεσμα την κατάδυσή του και τον αποκλεισμό της Αμερικής. Ποιος ξέρει, ίσως ο ίδιος αλιγάτορας να οδήγησε τα καράβια του Κολόμβου…
Στην είσοδο της έκθεσης έχει στηθεί ένα αφιέρωμα στο έργο της Nil Yalter, που βραβεύτηκε μαζί με την Anna Maria Maiolino για το σύνολο του έργου της και που συνδυάζει δυο εγκαταστάσεις της, μια τέντα και φωτογραφικό υλικό από τον κυνηγημένο λαό των Bektik, καθώς και φωτογραφίες και βίντεο από τη συνεχιζόμενη αρχειακή δουλειά της με τίτλο (εμπνευσμένο από το ποίημα του Ναζίμ Χικμέτ «Από τη Σόφια») Η εξορία είναι δύσκολη δουλειά (ο ίδιος ο Χικμέτ, άλλωστε, συνεχίζει: «αυτή η τέχνη είναι δύσκολη δουλειά» και η Yalter το αποδεικνύει).
Από τα υπόλοιπα έργα αξίζει κανείς να σταθεί στους πίνακες της μοζαμβικανής Bertina Lopes, που η δυναμική της γραφή αγγίζει την ουσία των πραγμάτων, είτε κραυγές ζωγραφίζει, είτε την προδοσία του Ιούδα, είτε τοτέμ, στα queer πορτρέτα του Louis Fratino, που λες και έχουν βγει από τα έργα του Ζενέ ή του Ταχτσή, στις αμαζονικές φύσεις που μετατρέπονται σε θρησκευτικές κοσμογονίες από τον κολομβιανό Aycoobo, στις ταπισερί της Liz Collins που, εμπνεόμενη από τα ηλεκτρικά πρίσματα της Σόνιας Ντελωνέ, μετατρέπει τα τοπία σε queer ουτοπίες, στις ευαίσθητες μινιμαλιστικές εγκαταστάσεις του κορεάτη Kang Seung Lee, αφιερώματα σε καλλιτέχνες φίλους του που πέθαναν από AIDS, στις συμβολικές απεικονίσεις των πνευμάτων και του ρόλου τους στην κοινωνία των Yanomami από τον Joseca Mokahesi και ιδίως από τον Andre Taniki, στον στιλιζαρισμένο ρεαλισμό του αϊτινού Philome Obin, στον αντιαποικιοκρατικό σουρεαλισμό του μοζαμβικανού Malangatana Valente Ngwenya, που καταγγέλλει τους τρόπους ρύθμισης του γυναικείου σώματος και της μητρότητας και κυρίως στο πορτρέτο του δολοφονημένου βενεζολάνου μετανάστη από τη μεξικανή Teresa Margolles, αποτυπωμένου με το ίδιο το ξεραμένο αίμα του νεκρού κατά τη διάρκεια μιας αυτοψίας.
Τα εθνικά περίπτερα
Αρκετά από τα εθνικά περίπτερα συμβάδισαν απόλυτα με το πνεύμα της κεντρικής έκθεσης και δώσανε λόγο και φωνή σε αυτόχθονες καλλιτέχνες. Το πιο συγκλονιστικό έργο ανήκει αναμφίβολα στον Ziel Karapoto, ο οποίος με το School of fish αποτυπώνει πλήρως το «ποιος ποιον» στη διαρκή μάχη για τη διεκδίκηση μιας αξιοβίωτης ζωής: μαράκες ενάντια στις σφαίρες. Συνολικά, βέβαια, το περίπτερο της Βραζιλίας, μετονομασθέν σε Ηahawpua (ένα από τα ονόματα με τα οποία οι αυτόχθονες αποκαλούν τη Βραζιλία) και η έκθεσή του «Ka’a puera: Είμαστε πουλιά που περπατάνε», ανήκει στα καλύτερα περίπτερα της Μπιενάλε, με την Celia (Gliceria) Tupinamba, ηγέτιδα της τοπικής κοινότητας, φυλακισμένη επί χρόνια με το ανήλικο παιδί της για τους αγώνες της, να φτιάχνει καινούργιες στολές από φτερά, οι οποίες θα αποσταλούν, εν είδει διπλωματικής αποστολής, σε άλλες χώρες, προκειμένου να διεκδικήσουν, μεταξύ άλλων, και την επιστροφή των παραδοσιακών στολών που έχουν κλαπεί από τους αποικιοκράτες για να στολίσουν τα εθνογραφικά τους μουσεία.
Συμβολικά φορέματα από τον φλοιό του συκόδεντρου (mutuba) έχει ράψει στο περίπτερο της Ουγκάντα και η Jose Hendo, αναδεικνύοντας τη δυνατότητα της μητέρας φύσης να αναγεννιέται. Με το επιτοίχιο Common threads δείχνει επίσης πώς όλοι είμαστε ένα (όπως είναι και ο τίτλος του περιπτέρου: «Wan Acel»), δείχνοντας ότι κοινές είναι και οι απειλές (common threats) που δεχόμαστε, όχι βέβαια από τους ξένους, αλλά από την παγκοσμιοποίηση και τις οικονομικές, υγειονομικές και κλιματικές κρίσεις. Το ίδιο δέντρο και κομμάτια μπαμπού και καουτσούκ χρησιμοποιεί ο Xenson για να φτιάξει ατομικές σκηνές που συμβολίζουν πως μπορεί να είμαστε μόνοι, άλαλοι και τυφλοί, όμως ο μόνος τρόπος για να επιβιώσουμε είναι να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, έστω μέσω της αφής. Ταυτόχρονα οι πίνακες του Taga Nuwagaba συγχέουν τις φιγούρες των ζώων, των πουλιών και των ανθρώπων με το περιβάλλον γύρω τους, αφού από αυτό προέρχονται και εκεί θα γυρίσουν.
Στο περίπτερο της Αιγύπτου ο Wael Shawky ανατέμνει την βρετανική αποικιοκρατία μέσα από μια χορογραφημένη αναπαράσταση της λαϊκής επανάστασης του Ουράμπι πασά το 1882, επανάσταση που η ίδια η ιστορική αποτίμησή της έχει περάσει από την απόλυτη απαξίωση στο εθνικό πάνθεο των ηρώων, ανάλογα με το ποιος κυβερνά την Αίγυπτο
Στο περίπτερο του Λιβάνου, του καλύτερου στο Αρσενάλε, η Mounira Al Solh ανατρέπει στο σύνολό του τον πατριαρχικό μύθο της Ευρώπης, κατασκευάζοντας έναν νέο φεμινιστικό μύθο, όπου η Ευρώπη είναι αυτή που έχει κάνει τις επιλογές της και το μόνο που αποζητεί είναι να την αφήσουν να μείνει ελεύθερη. Πόσο ωραίο, πόσο ουτοπικό στη σημερινή φιλοπόλεμη Ευρώπη του ρατσισμού, της λιτότητας και της ανόδου της ακροδεξιάς.
Αναμφίβολα, το πιο ολιστικό, όχι όμως και το πιο δυνατό, περίπτερο είναι η ισπανική Μεταναστευτική πινακοθήκη (όταν μιλάνε οι δρόμοι), της περουβιανής καταγωγής Sandra Gamarra Heshiki, μια καταλυτική καταδίκη για το βλέμμα του αποικιοκράτη και της δυτικής αντίληψης για το μουσείο, είτε ως ταξινομητικό Wunderkammer του 17ου αι. είτε ως χεγκελιανό απαύγασμα του παγκόσμιου πνεύματος. Η παρθένα προς εκμετάλλευση φύση, όπως την έβλεπαν οι δυτικοί, αφαιρώντας φυσικά τους λαούς που είχαν συμβάλλει έως τότε στη διαμόρφωσή της, χάνεται ήδη μπροστά στα μάτια μας, ακριβώς λόγω της υπερεκμετάλλευσης, ενώ οι αυτόχθονες κατατάσσονται και αυτοί σε φυλετικές κατηγορίες μαζί με τα φυτά και τα ζώα. Η τύχη όσων αρνούνται να καταταχθούν και να υποταχθούν στον δυτικό ορθολογισμό είναι η εξόντωση. Συνθήκη που συνεχίζεται μέχρι σήμερα, αφού, όπως χαρακτηριστικά λέει η Gamarra, το τρανς σώμα είναι για την κανονιστική ετεροσεξουαλικότητα ό,τι και η Παλαιστίνη για τη Δύση: μια αποικία που η έκταση και η φόρμα της διαμορφώνεται συνεχώς μέσω της βίας.

Αν θέλουμε να αναζητήσουμε τα πιο δυνατά περίπτερα, θα πρέπει να επισκεφτούμε το διπλανό περίπτερο της Ολλανδίας, που έχει παραχωρηθεί στην Κοινότητα καλλιτεχνών Cercle d’art des Travailleurs de Plantation Congolaise, οι οποίοι συγκλονίζουν με τα γλυπτά τους από πηλό, κακάο και φοινικέλαιο, από τα είδη, δηλαδή, που έχουν ποτιστεί με το αίμα τους από την υπερεκμετάλλευση πολυεθνικών εταιρειών, όπως η Unilever. Στην ίδια έκθεση βλέπουμε και το βίντεο της ενθουσιώδους υποδοχής του Balot, του σαμανικού αγάλματος που επιτέλους, έστω και δανεικό, επέστρεψε στο Κονγκό και το οποίο κατασκευάστηκε για να ξορκίσει το πνεύμα ενός επιστάτη που αποκεφαλίστηκε και διαμελίστηκε μετά από τον βιασμό γυναικών από άλλους επιστάτες.
Με λίγο μεγαλύτερο ψάξιμο θα βρει κανείς και την Mamita montana (την Pachamama πάλι) της Valeria Montti, στο xιλιανό περίπτερο. Η Montti, μετανάστρια δεύτερης γενιάς στη Σουηδία, δείχνει πώς, ακόμα και στο αφιλόξενο για τέτοιες αναπαραστάσεις περιβάλλον της Σουηδίας, μέσα στα χιόνια, οι παραδόσεις που κουβαλά μέσα του ο μετανάστης σίγουρα φέρουν νοσταλγία, μπορούν όμως να γίνουν και μια γλώσσα με την οποία είναι σε θέση να επικοινωνήσει όχι μόνο με τους ομοεθνείς του αλλά παγκόσμια.
Άλλα περίπτερα δεν κατάφεραν να συντονιστούν με το κλίμα της Μπιενάλε, ανάμεσα σε αυτά, δυστυχώς, και το ελληνικό. Ένα πρότζεκτ που από αλλού ξεκίνησε (την αναζήτηση της τραγουδίστριας του δημοτικού τραγουδιού Κικής Μαργαρώνη, που έχει συνειδητά αποσυρθεί από τη δημοσιότητα) και αλλού κατέληξε (στα πανηγύρια του Ξηρόμερου) και που βγάζει μια δυστοπική, κενή και ασύνδετη εικόνα, από την οποία αυτό που λείπει, ο ξένος, είναι ό,τι ακριβώς έχει να προσφέρει ακόμα το πανηγύρι, δηλαδή η συλλογικότητα και η αναμέτρηση με τη ζωή, τον έρωτα και τον θάνατο.
* Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων «Λόφος art project», στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη, όπου φιλοξενείται μέχρι τις 30 Ιουνίου 2024 η έκθεση «Πάνος Σαραφιανός – Μαίρη Χατζηνικολή: Η τέχνη ως κοινό δώρο», καθημερινά εκτός Δευτέρας, 18.00-21.00.