της Όλγας Σελλά
Ξεκίνησαν και οι ελληνικές παραγωγές στο Φεστιβάλ Αθηνών και μάλιστα με μεγάλη προσέλευση κοινού. Οι πρώτες δύο καταπιάστηκαν με αμιγώς κοινωνικά ζητήματα και συμπεριφορές. Με το θέμα των ανθρώπων της τρίτης ηλικίας η πρώτη –στην παράσταση «Ενενήντα» σε κείμενο και σκηνοθεσία Βαλέριας Δημητριάδου (μέλος της θεατρικής ομάδας C for Circus). Με το θέμα της καταπιεσμένης ερωτικής έκφρασης ενός άντρα που ζει σε μια πόλη της περιφέρειας η δεύτερη, σε κείμενο –παραγγελία από το Φεστιβάλ- του συγγραφέα Μιχάλη Αλμπάτη με τον περίεργο αλλά εύγλωττο τίτλο «Κρυπτόγαμα» σε σκηνοθεσία Νικαίτης Κοντούρη.
«Ενενήντα»
Ένα εντελώς ουδέτερο και ρευστό σκηνικό μας περίμενε στον Χώρο Ε της Πειραιώς 260. Υφασμάτινοι όγκοι διαφόρων σχημάτων που γίνονται τραπέζι, κρεβάτι, καναπές, καρέκλες, παγκάκια, όλα. Κι ένα πιάνο με ουρά επί σκηνής. Εκεί άρχισαν να κινούνται τα πρόσωπα της ιστορίας: ένας γηραιός άνδρας (που αποτύπωσε έξοχα και συγκινητικά ο παλαίμαχος ηθοποιός Δημήτρης Παπαγιάννης), ο γιος του (Κωνσταντίνος Ασπιώτης), ένα κορίτσι σε αμαξίδιο (Έλη Δρίβα), μια ώριμη γυναίκα (Μαρία Κατσανδρή) και κάποιοι χαλαροί 30άρηδες, με τους οποίους ανταμώνει κάποια στιγμή ο γηραιός κύριος. Η πρόθεση του έργου ήταν ενδιαφέρουσα: η επιθυμία για ζωή και δράση των ανθρώπων που θεωρούνται απόμαχοι. Κι έβαλε κι άλλο ένα ιδιαίτερο στοιχείο η Βαλέρια Δημητριάδου σ’ αυτή τη συνθήκη: δίπλα στον ηλικιωμένο κύριο έβαλε και το κορίτσι με το αμαξίδιο. Δύο άνθρωποι που θεωρούνται απόμαχοι για διαφορετικούς λόγους, και στην παράσταση είναι οι μόνοι που έχουν πάθος και όρεξη για ζωή. Πατέρας και γιος δεν έχουν καταφέρει να επικοινωνήσουν με ειλικρίνεια. Ο ένας κρύβει από τον άλλον γεγονότα και, κυρίως, συναισθήματα. Και ο πατέρας πηγαίνει χωρίς τη θέλησή του σε μια Μονάδα Φροντίδας, όπου δεν προσαρμόζεται καθόλου, παρότι εκεί συναντά μια γοητευτική ώριμη γυναίκα, η οποία του αναμοχλεύει συναισθήματα και μνήμες. Και ο γηραιός κύριος φεύγει από τη Μονάδα Φροντίδας και νοικιάζει ένα σπίτι με συγκατοίκους τρεις 30άρηδες και ζει στους ρυθμούς τους. Ο γιος του αγνοεί τι συμβαίνει, η Μονάδα Φροντίδας δεν τον ενημέρωσε (αδιανόητο πραγματολογικό σφάλμα, που ξεπερνά κάθε καλλιτεχνική υπερβολή). Από εκείνο το σημείο και μετά όλα ανακατεύονται: ο ρεαλισμός με τον σουρεαλισμό, ο λυρισμός με την υπερβολική ένταση και τις φωνές, η συλλογική αφήγηση (γιατί;) με την επανάληψη, κάθε τόσο, της λέξης «Παύση»!!! Με πιο αδέξια στιγμή εκείνην που οι νεότεροι ηθοποιοί φορούν μάσκα γερόντων για να παραστήσουν τα μέλη της Μονάδας Φροντίδας Ηλικιωμένων. Κρίμα γιατί ήταν μια πολύ ωραία ιδέα που όμως δεν άγγιξε πράγματι αυτό το εξαιρετικά ενδιαφέρον θέμα, δεν εμβάθυνε. Έμεινε στον σχολιασμό καταστάσεων μόνο και ανακάτεψε ιστορίες. Δεν είχε άξονα και κατεύθυνση το κείμενο, ούτε όμως και η σκηνική γλώσσα της παράστασης (παραβλέπω απολύτως τα τεχνικά προβλήματα της πρεμιέρας, που ασφαλώς απέσπασαν στιγμιαία τη συγκέντρωση των ηθοποιών). Η πιο ωραία στιγμή της παράστασης, η πιο συγκινητική, ήταν εκείνος ο χορός του γηραιού κυρίου (Δημήτρη Παπαγιάννη) με την ώριμη κυρία (Μαρία Κατσανδρή). Η εικόνα των σωμάτων που δεν είναι φρέσκα, αλλά έχουν επιθυμίες και συναισθήματα ήταν η πιο αισθαντική στιγμή της παράστασης. Αυτοί οι δύο ηθοποιοί είχαν και τις καλύτερες ερμηνείες. Μια παράσταση που έμοιαζε βιαστική και ανολοκλήρωτη, τόσο κειμενικά όσο και σκηνοθετικά.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο – Σκηνοθεσία: Βαλέρια Δημητριάδου, Σκηνικά: Τίνα Τζόκα, Κοστούμια: Δήμος Κλιμενώφ, Σχεδιασμός φωτισμού: Τάσος Παλαιορούτας, Κίνηση: Κατερίνα Φωτιάδη, Mουσική: Βαλέρια Δημητριάδου, Βοηθός σκηνοθέτιδας: Αθηνά Σακαλή, Σχεδιασμός ήχου: Φοίβος Παπαγιάννης, Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου
Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Βαγγέλης Αμπατζής, Αντριάνα Ανδρεόβιτς, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Έλη Δρίβα, Μαρία Κατσανδρή, Μιχάλης Πανάδης, Δημήτρης Παπαγιάννης, Μαριάμ Ρουχάτζε
Οργάνωση – Εκτέλεση παραγωγής Χρύσα Κοτταράκου, Βασιλεία Τάσκου.
«Κρυπτόγαμα»
Ένας μονόλογος για «έναν χασάπη που δεν ήθελε χασάπης να γενεί, που σιχαίνεται τη μυρουδιά απ’ τα σπλάχνα και το αίμα, ένα δαχτυλίδι μαγικό, που μεταμορφώνει όποιον το φορεί σ’ ό,τι πιότερο ποθεί μα και φοβάται να ‘ναι, ένα γλέντι αρραβώνων και μια δολοφονημένη τραβεστί που είχε για ίνδαλμά της την Αλίκη Βουγιουκλάκη, δίνοντας παραστάσεις με τα τραγούδια της στους δρόμους και στα ταβερνεία, κάτω από κοροϊδίες και γιουχαΐσματα». Αυτή είναι η ιστορία του έργου του Μιχάλη Αλμπάτη και μπαίνοντας στον Χώρο Η της Πειραιώς 260 βλέπουμε κλειστή την αυλαία. Και δεν ήταν διόλου τυχαίο αυτό με την ιστορία που επρόκειτο να παρακολουθήσουμε πιστεύω. Ήταν το κρυμμένο που αποκαλύφθηκε. Και μόλις άνοιξε η αυλαία είδαμε ένα διαλυμένο χασάπικο κι έναν άνθρωπο να αφηγείται την ιστορία του, σαν από ψηλά, σαν από κάπου μακριά. Και μαζί να περιγράφει τις συνθήκες ζωής σε μια επαρχιακή πόλη (της Κρήτης συγκεκριμένα), όπου τα αγόρια πρέπει να ακολουθήσουν το δρόμο που χάραξε γι’ αυτά ο πατέρας τους. Έτσι και ο άντρας της ιστορίας μας, έγινε χασάπης παρόλο που καθόλου δεν τον ενδιέφερε. Παντρεύτηκε, έκανε δύο παιδιά, και η ζωή του κυλούσε κανονικά. Μέχρι που βρήκε ένα δαχτυλίδι στο δρόμο. Και του απελευθέρωσε αυτό που έκρυβε ένοχα τόσα χρόνια, αυτό που ούτε ο ίδιος δεν ήθελε ν’ αγγίξει: την επιθυμία του για τα αντρικά σώματα, τις κρυφές παρενδυσίες με τα ρούχα της μάνας του ή της γυναίκας του αργότερα, την ύπαρξη «της γυναίκας μέσα μου», όπως έλεγε ο ίδιος. Και τι κάνεις μ’ αυτή τη διαπίστωση σ’ έναν κλειστό κύκλο, που αυτή η επιθυμία θεωρείται ντροπή και έγκλημα; Οι σκοτεινές πλευρές της πόλης έγιναν ο κρυφός και ένοχος προορισμός του. Μέχρι που η φρικτή δολοφονία ενός ανυπεράσπιστου πλάσματος που όμως δεν κρυβόταν, παρότι γινόταν περίγελως, ανοίγει τον ασκό του Αιόλου. Όλα διαλύονται στη ζωή του ήρωά μας.
Μικρή παράσταση, μόλις 45 λεπτά, με έμφαση στη σκηνική όψη (το διαλυμένο χασάπικο, που δέχθηκε την οργή των γειτόνων του ήρωα μετά την αποκάλυψη), στην ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου και στο κείμενο του Μιχάλη Αλμπάτη. Που ομολογουμένως ξέρει να αφηγηθεί μια ιστορία. Μόνο που υπήρχε μια γλωσσική επιτήδευση στο εγχείρημα, αφού στο κείμενο υπήρχαν πολλές λέξεις ντοπιολαλιάς ταυτόχρονα και παράλληλα με το καβαφικό ύφος που διαπερνούσε όλο το κείμενο.
Πολύ ωραίο το σκηνικό του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, παρότι μας αποκαλύπτει μ’ έναν τρόπο την εξέλιξη της ιστορίας. Η ερμηνεία του Μάκη Παπαδημητρίου είχε την ερμηνευτική στερεότητα του ηθοποιού, που μετέδωσε κάθε φθόγγο των λέξεων που έλεγε, αλλά νομίζω ότι καθοδηγήθηκε να είναι απόμακρος, αποστασιοποιημένος, σχεδόν στατικός. Και στην πιο κρίσιμη στιγμή της παράστασης, τη στιγμή που αποφασίζει ότι όλα θ’ αποκαλυφθούν, υπάρχει ένα δυνατό κρεσέντο παραπάνω έντονο απ’ ό,τι χρειαζόταν νομίζω.
Πέρα από αυτές τις παρατηρήσεις ήταν μια παράσταση με ένα κείμενο που άγγιζε το θέμα με το οποίο καταπιανόταν και έδινε με πυκνό τρόπο πολλές όψεις εθελοτυφλίας, ενοχής, καταναγκασμών που υπάρχουν περισσότερο απ’ ό,τι πιστεύουμε γύρω μας. Κι όχι μόνο στην περιφέρεια. Και ήταν μια παράσταση με μια ερμηνεία στιβαρή, παρότι εντελώς κόντρα.
Η ταυτότητα της παράστασης
Κείμενο: Μιχάλης Αλμπάτης, Σκηνοθεσία: Νικαίτη Κοντούρη, Σκηνικά – Κοστούμια: Κωνσταντίνος Ζαμάνης, Μουσική: Αλέξανδρος Δράκος Κτιστάκης, Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα, Βοηθός σκηνοθέτιδας: Δανάη Παπακωνσταντίνου, Φωτογραφίες: Εβίτα Σκουρλέτη
Ερμηνεύει ο Μάκης Παπαδημητρίου.