Στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών (διήγημα του Γιάννη Πάσχου)

0
606

 

Γιάννης Πάσχος  (*)

Ο Αποστόλης Χαλιφατίδης με το παρατσούκλι  «ο Πουλάκιας» από μικρός βοηθούσε τον πατέρα του στα πανηγύρια. Στην αρχή εμπορεύονταν σώβρακα και φανέλες, μετά ψάρια ενυδρείου και ωδικά πτηνά  (από εκεί του κόλλησε και το πουλάκιας) και   στο τέλος αγόρασαν ένα πόνι και φωτογράφιζαν μικρούς και μεγάλους, πότε καβάλα στο υπομονετικό αλογάκι και πότε δίπλα σε αυτό, όταν ο πελάτης ήταν υπέρβαρος και φοβούνταν μην τους λυγίσει το ζώο και τους απομείνει στα χέρια. Ο πατέρας Χαλιφατίδης ήταν  ήρεμος άνθρωπος, καλός και βολικός,  μα και ο γιός του ο Αποστόλης είχε πάνω-κάτω τα ίδια χαρίσματα. Ψηλοί και αδύνατοι, σχεδόν αποστεωμένοι και οι δυο, με το αλογάκι ανάμεσά τους  στολισμένο σαν επιτάφιος, στεκόντουσαν οι τρεις τους σε επιλεγμένα σημεία κάθε πανηγυριού και περίμεναν τους πελάτες για να φωτογραφηθούν.

Σαν γύρισε ο Αποστόλης από το στρατό ο πατέρας του αποσύρθηκε από τη δουλειά. Τόλια μου, του είπε, πάρε τον Βουκεφάλα και δούλεψε  μόνος σου, εγώ απόσωσα στο πήγαινε έλα. Στο  πανηγύρι της Φανερωμένης, στην Λευκάδα, ο Τόλιας γνώρισε  την  Αποστολία. Και σένα Αποστόλη σε λένε καλέ; τον ρώτησε, κοίτα σύμπτωση… Χαμογέλασε ο Τόλιας, την έβγαλε δυο τρεις απανωτές φωτογραφίες με την πολαρόιντ και χρέωσε μόνο μία. Την επομένη, του Αγίου Πνεύματος, νάτη πάλι  με μια φίλη της  αγκαζέ στο πανηγύρι. Γεια σου Αποστόλη, και δώστου να χαϊδεύουν το αλογάκι η μία στο κεφάλι και η άλλη στα καπούλια. Ο Τόλιας τις κοιτούσε ικανοποιημένος, λες και  χάιδευαν τον ίδιο.

Κάπως έτσι έστρωσε ο δρόμος πανηγυρικά και συνεχίστηκε με πανηγύρια, γιατί η Αποστολία -εις το καθημερινότερον Λία- αποδείχτηκε, ειδικά μετά το γάμο, μόνο για τα πανηγύρια, φωνακλού και ανοικοκύρευτη. Θα με πεθάνεις, της λέγε ο έρμος ο Τόλιας, θα με στείλεις μια ώρα αρχύτερα έτσι που κάνεις,  αλλά αυτή τίποτε, άσε που  μέσα σε δυο χρόνια πήρε  εικοσιτέσσερα  ολόκληρα κιλά, ένα κιλό για κάθε μήνα. Ακόμη και ο Βουκεφάλας, όταν την έβλεπε, έκανε πίσω το ζώο, φοβόταν μην τον καβαλήσει και μείνει στον τόπο. Το ζώο το λιγόμυαλο το κατάλαβε και την απέφευγε, ο Τόλιας όμως, δυστυχώς, δεν την απέφευγε, με αποτέλεσμα  μια βραδιά που η Λία ανέβηκε πάνω του κι άρχισε να του κάνει παιχνίδια και να κουνιέται, τούβγαλε την ψυχή. Πάγωσε ο Τόλιας κι αυτή, μέχρι να καταλάβει ότι ο άλλος παρέδωσε πνεύμα, παραλίγο να τον κάνει κιμά. Τόλια μου και Τόλια μου, τι σούκανα  Τόλια μου, του έλεγε μετά, αλλά ήταν αργά, ο Τόλιας είχε αποχαιρετήσει τα  εγκόσμια.

Όσο ανοικοκύρευτη ήταν  μια ζωή η Αποστολία,  τόσο τυπική και νοικοκυρεμένη ήταν με την προετοιμασία της κηδείας. Η αλήθεια είναι ότι της στοίχισε ο θάνατος του Τόλια  γιατί τον αγαπούσε, τρόπο δεν είχε η κακομοίρα, χάθηκε μέσα στα γινάτια, στα έτσι και τα αλλιώς. Έχασε  πρώτα το εαυτό της και μετά και τον Τόλια της.

Ετοίμασαν τον Τόλια τον Πουλάκια, τον έβαλαν στην μέση του σαλονιού, με δυο λαμπάδες δεξιά κι αριστερά, ήρθε το σόι, οι φίλοι και οι γειτόνοι να της κάνουν συντροφιά και να τη συλλυπηθούν.

Έπαιρνε να ξημερώσει και οι περισσότεροι ήταν ανάμεσα σε ύπνο και ξύπνιο, δε χόρταιναν να τρώνε πίτες και να πίνουν καφέδες  για να μην ξεμείνουν από δυνάμεις. Πάνω στη φέξη και ανάμεσα από σιγανοκουβέντες ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του Τόλια:  «Λία, το τάισες το καναρίνι;» Έμειναν όλοι άγαλμα, πάγωσαν, γύρισαν τα κεφάλια προς το φέρετρο κι ανάμεσα από τα γαρύφαλλα φάνηκε στη αρχή η μύτη από το παπούτσι το δεξί του Τόλια, μετά ξεπρόβαλε το αριστερό το χέρι κι έκανε να πιαστεί  από το φέρετρο και μετά το δεξί, που πασπάτευε να βρει μέρος να γραπωθεί. Αναταράχτηκαν  τα γαρίφαλα, το φέρετρο πήρε κλίση σαν έκανε ο Τόλιας να σηκωθεί, φωνές ακούστηκαν, αναταραχή  μεγάλη, οι περισσότεροι έτρεξαν πανικοβλημένοι προς το χολ, μόνο η Λία και η ξαδέρφη της απόμειναν  να τον κοιτούν μαρμαρωμένες και άναυδες. Ανακάθισε ο Τόλιας  στο φέρετρο και να ξελύσει προσπαθούσε τη γραβάτα που τον έσφιγγε και να διώξει τα πέταλα από τα γαρίφαλα που του είχαν μπει στα μάτια και  στα μαλλιά. Σήκωσε λίγο τους ώμους, σαν νάθελε  να ξεπιαστεί κι έκανε πέρα με τα χέρια τα λουλούδια που τον σκέπαζαν. Η Λία και η ξαδέρφη της κρατούσαν το φέρετρο να μην πλαγιάσει και χυθεί ο Τόλιας στο πάτωμα, οι υπόλοιποι κοιτούσαν από το χολ, σταυροκοπιόνταν και δεν έμπαιναν  μέσα με τίποτε, παρά μονάχα δυο φίλοι του όρμησαν να βοηθήσουν, ξεπερνώντας το αρχικό σοκ, όταν είδαν ότι η Λία και η ξαδέρφη της  από μόνες τους   δεν ήταν σε θέση να κρατήσουν το φέρετρο που έγερνε επικίνδυνα.  Οι υπόλοιποι δε σπάραξαν από τη θέση τους. Ο Τόλιας έβγαλε το ένα πόδι έξω και όπως ήταν ψηλός, εύκολα το ακούμπησε στο πάτωμα, στάθηκε με δυσκολία όρθιος και κάθισε  ξεφυσώντας στο βελούδινο καναπέ. «Τόλια, αγάπη μου, γύρισες;» του είπε με κάποια επιφύλαξη η Λία, αυτός δεν απάντησε, έτριβε τα μάτια και κοιτούσε με απορία τριγύρω σαν μη γνώριζε το σπίτι του. Έναν καφέ, είπε και  σκούπισε  το μέικ απ που του είχε κολλήσει στα χέρια. Κάπου εκεί άρχισε ο κόσμος να ξεθαρρεύει. Πήραν το φέρετρο από τη μέση σαλονιού,  ξανάβαλαν το τραπεζάκι με το σεμέν το χρυσαφί και τη λάμπα την μπρούτζινη και οι γυναίκες μάζευαν τα λουλούδια από το πάτωμα, χωρίς  να κοιτούν προς το μέρος του Τόλια, που τεντωνόταν του καλού καιρού και ρουφούσε τον καφέ του με περισσή απόλαυση, σαν να ήταν σε κυριακάτικη επίσκεψη.

«Και τι είδες Τόλια μου;» τον ρώτησε η Λία την επομένη μέρα από τη  νεκρανάσταση. «Φως», απάντησε ο Τόλιας ο Πουλάκιας, «άσπρο φως Λία μου κι ένα  τούνελ μεγάλο. Ήταν άνοιξη κι άκουγα τα πουλιά να κελαηδούν, η καρδιά μου αγαλλίαζε, είδα και τον Βουκεφάλα μας να βοσκά μαζί με κάτι άλογα ψηλά, πολύ ψηλά κι άγρια, αλλά το πρόσεχαν το δικό μας το αλογάκι σαν παιδί τους». «Με είδες και μένα Τόλια μου;» τον ρώτησε η Λία με αγωνία. Η ερώτηση της Λίας φάνηκε να τον προβλημάτισε, μια σκέψη του πέρασε σαν αστραπή, ήταν η μεγάλη ευκαιρία να βάλει τα πράγματα στη θέση τους μια και καλή και κατά πως επιθυμούσε. Η Λία επέμεινε «με είδες τελικά ναι ή όχι;».  «Όχι Λία μου» της είπε «σε ανάφεραν όμως». Η Λία γούρλωσε τα μάτια της. «Να, εκεί που πήγαινα  και χάζευα τα πουλιά, άκουσα από το βάθος του τούνελ: Πουλάκια, λάθος έγινε, δεν ήρθε η ώρα σου ακόμη, γύρνα πίσω σε περιμένει η γυναίκα σου η Λία,  να περάσετε όμορφα τη ζωή σας, να κάνετε πολλά παιδιά, μη σε νοιάζει τίποτε, αυτή θα φροντίσει να είστε ευτυχισμένοι μέχρι τα βαθιά γεράματα. Αυτά Λία μου, αυτά μου είπαν, αυτά έγιναν και με γύρισαν πίσω».

Τα άκουσε η Λία τα λόγια τα άγια, τα μηνύματα του Υψίστου όπως της τα μετέφερε ο άντρας της  και της λύθηκαν τα γόνατα, τρομοκρατήθηκε, έβαλε τα κλάματα, γονάτισε μπροστά του κι άρχισε να σταυροκοπιέται. Μαζί με τον Τόλια, ήθελε δεν ήθελε, αναστήθηκε κι εκείνη, έκανε στροφή εκατόν ογδόντα μοιρών, άλλος άνθρωπος  έγινε, εφτά  παιδιά   έκαναν κι όλα ήταν περήφανα για τον πατέρα τους και  όταν η δασκάλα τους μίλησε  για τον Διγενή και τα μαρμαρένια αλώνια, φαντάζονταν τον πατέρα τους και τα εφτά, σαν ήρωα ατρόμητο που νίκησε τον Χάρο. Έτσι τον έβλεπαν, με δέος και θαυμασμό,  όπως άλλωστε και η γυναίκα του, η Λία.

 

(*) Ο Γιάννης Πάσχος είναι συγγραφέας

 

Προηγούμενο άρθροΕπίδαυρος: η Ιφιγένεια και μια σημαία –από νάιλον;- που μένει να ανεμίζει (της Όλγας Σελλά)
Επόμενο άρθροΓιατί μεταφράζουμε ξένη λογοτεχνία; (του Ντέιβιντ Κόννολλυ)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ