του Γιάννη Μουγγολιά
Τριάντα έξι χρόνια συμπληρώνονται σήμερα (3 Φεβρουαρίου) χωρίς τον John Cassavetes, τον κορυφαίο Ελληνοαμερικανό σκηνοθέτη που άφησε σπουδαίο έργο και το όνομά του συνδέθηκε άρρηκτα με την εδραίωση του σύγχρονου ανεξάρτητου αμερικανικού κινηματογράφου ενώ ταυτόχρονα αποτέλεσε πρόκληση για τα αμερικάνικα πρότυπα. Ο John Cassavetes που για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν παγιδευμένος στους ιστούς του αλκοολισμού, έφυγε πρόωρα, στα 59 του στο Λος Άντζελες από επιπλοκές της κίρρωσης που έπασχε. Είναι θαμμένος στο νεκροταφείο Memorial Park του Westwood Village στο Λος Άντζελες.
Στο άρθρο αυτό θα επικεντρωθούμε στο σκηνοθετικό ντεμπούτο μεγάλου μήκους του John Cassavetes «Shadows» («Σκιές») που θεωρήθηκε από μεγάλη μερίδα της κριτικής ως η πρώτη ταινία του ανεξάρτητου αμερικάνικου κινηματογράφου, αλλά και στη μουσική της που συνδέεται με τον κορυφαίο συνθέτη της τζαζ, κοντραμπασίστα Charles Mingus και στην παραγωγή της όπου εμπλέκεται ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας του εξωτερικού, ο σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης. Το «Shadows» ήταν το αγαπημένο φιλμ του ίδιου του John Cassavetes.
Η ταινία
Το «Shadows» γυρίστηκε δύο φορές από τον Cassavetes. Η πρώτη ήταν το 1958 και η δεύτερη που προτιμούσε ο σκηνοθέτης το 1959. Η ταινία γυρίστηκε στο πλαίσιο της θεατρικής σχολής Variety Arts Workshop, ιδρυτής της οποίας ήταν το 1956 ο Cassavetes, με μέλη της, στα οποία προστέθηκαν φίλοι και θαυμαστές τους.
Σε συνέντευξη του ο John Cassavetes που έδωσε στους Χρήστο Βακαλόπουλο, Κώστα Θεοφιλόπουλο, Μαρία Νικολακοπούλου και Μαρία Παπαγεωργίου τον Αύγουστο του 1981 στην Αθήνα και η οποία δημοσιεύτηκε στο τεύχος 30 (Αύγουστος-Δεκέμβριος ΄81) του περιοδικού «Σύγχρονος Κινηματογράφος», σημειώνει ότι άρχισε να κάνει ταινίες συμπτωματικά. Σχετικά με την πρώτη του ταινία «Shadows» και με τα χρόνια του Variety Arts Workshop, ανέφερε στη συνέντευξη αυτή: «Ήμουν ηθοποιός και είχαμε φτιάξει ένα εργαστήρι στη Νέα Υόρκη. Είχα νοικιάσει αυτό το μέρος με το σκοπό να βρουν δουλειά διάφοροι φίλοι μου, ηθοποιοί. Όμως κανένας από τους φίλους μου που ήταν άνεργοι δεν φάνηκε. Επειδή το είχα νοικιάσει για τρία χρόνια, έβαλα μια αγγελία στις εφημερίδες. Τότε όλοι μαζεύτηκαν … Κάναμε διάφορους πειραματισμούς, τίποτα το ιδιαίτερο. Αυτοσχεδιάζαμε πάνω σε κείμενα του Σαίξπηρ, του Αριστοφάνη και άλλων με σκοπό να μάθουν οι ηθοποιοί να μελετάνε και να δέχονται ορισμένες πραγματικότητες. Μια μέρα σκεφτήκαμε να προχωρήσουμε πάρα πέρα. Πολλές φορές οι ηθοποιοί δεν ξέρουν να χρησιμοποιούν το σενάριο. Μαθαίνουν μόνο το ρόλο και δεν σκέφτονται τίποτα, γιατί δεν χρειάζεται να σκεφτούν. Είναι μόνο ζήτημα μνήμης. Πειραματιστήκαμε, λοιπόν, στο να κάνουμε μια ολόκληρη δουλειά αυτοσχεδιαστικά. Ήταν η πρώτη μας ταινία, το “Shadows”. Νομίζαμε ότι δεν θα στοίχιζε τίποτα. Μαζί μας ήρθαν και διάφοροι κινηματογραφιστές, όπως η υπέροχη Σίρλεϋ Κλαρκ, που έφερε και όλα της τα μηχανήματα, και ανακάλυψα τότε ένα ολόκληρο κόσμο από ταινίες και ανθρώπους που κάνουν ταινίες και αγαπούν τη δουλειά τους, τα μηχανήματά τους… Υπήρχαν ελάχιστα μηχανήματα γιατί κανείς δεν δούλευε έξω από τα στούντιο, μόνο λίγοι ντοκιμαντερίστες». Όπως υπογράμμισε ο Cassavetes, την επομένη μιας ραδιοφωνικής εκπομπής που ανακοίνωσε ότι ήθελε να κάνει μια ταινία, συγκεντρώθηκαν 7.000 δολάρια. Ολόκληρη η ταινία στοίχισε 40.000 δολάρια, συμπεριλαμβανομένου και του ταξιδιού των συντελεστών στην Αγγλία, που ήταν το μεγαλύτερο έξοδο. Ήταν όμως συναρπαστικό».

Τα περιπετειώδη γυρίσματα
Αξίζει να σημειώσουμε ότι τα γυρίσματα της ταινίας έγιναν σε διάφορες τοποθεσίες, μεταξύ των οποίων και το διαμέρισμα που ο σκηνοθέτης έμενε με τη σύζυγό του Gena Rowlands αλλά και στους δρόμους της Νέας Υόρκης.
Ενδιαφέροντα στοιχεία για την ταινία βρίσκουμε στο κείμενο του Γιάννη Κονταξόπουλου «Ελεγεία της ανατροπής» που εμπεριέχεται στη μονογραφία του για τον Νίκο Παπατάκη, η οποία κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη το 2005 για λογαριασμό του 46ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.

Σύμφωνα με τις μνήμες του βοηθού εικονολήπτη της ταινίας Cliff Carnell, τα γυρίσματα ήταν περιπετειώδη, κάτω από τον διωγμό της αστυνομίας, χωρίς άδεια γυρισμάτων στους δρόμους της Νέας Υόρκης, με τους απλούς πολίτες να παραχωρούν τις πρίζες τους στο συνεργείο για να βάλει καλώδια και να ανάψει δυο προβολείς. Όπως υπογράμμισε ο Cassavetes στο τεύχος 58 (Ιούλιος 1961) του περιοδικού Cinema, ανάμεσα στα πολλά τεχνικά προβλήματα που αντιμετώπισαν ήταν η αδυναμία του εικονολήπτη Erich Kollmar να φωτίσει τους ηθοποιούς με παραδοσιακά μέσα αφού αυτοί δεν τιθασεύονταν και έπαιζαν με βάση τις παρορμήσεις τους. Κάτι που έκανε τον σκηνοθέτη, εφαρμόζοντας μια τακτική που προέρχεται από το θέατρο, να προσαρμόζει την ιστορία πάνω στους ηθοποιούς και όχι το αντίθετο, όπως συνέβαινε στον συμβατικό κινηματογράφο. Επί της ουσίας, όπως ανέφερε ο Cassavetes, εμπιστευόταν τους ηθοποιούς και τη δική τους αλήθεια και ο δρόμος που ακολούθησε σε αυτή την ταινία ήταν να μας πει τις ιστορίες που αφηγούνται οι ίδιοι οι άνθρωποι (αφηγητές), που κατά τη γνώμη του είναι εξίσου σημαντικές με την αφήγηση που γεννά η φαντασία ενός επαγγελματία. Έτσι στο «Shadows» οι ηθοποιοί εκφράζουν ελεύθερα τα συναισθήματά τους και οδηγούν οι ίδιοι το σενάριο. Στην ίδια λογική χρησιμοποιήθηκε και αξιοποιήθηκε το φυσικό φως που πρόσφερε σε μεγάλο βαθμό αυθεντικότητα στην ταινία. Όπως γίνεται αντιληπτό, το «Shadows» ήταν ένα φιλμ γυρισμένο με τη μέθοδο του αυτοσχεδιασμού και εντελώς χειρωνακτικά μέσα. Oι ηθοποιοί αυτοσχεδιάζουν ελεύθερα στα όρια όμως ενός σεναρίου που έχει τεθεί εξαρχής. Σαν αποτέλεσμα έρχεται η παρουσίαση της ζωής χωρίς εφέ και ωραιοποιήσεις. Βλέπουμε την κίνηση στους δρόμους, τους ηθοποιούς όπως πραγματικά είναι σαν άνθρωποι και νιώθουμε ως θεατές να μην μας χωρίζει καμιά απόσταση από αυτούς. Αυτό ο Cassavetes το κάνει συνειδητά. Και μας το λέει καθαρά στο τελευταίο πλάνο τονίζοντας: «Η ταινία που μόλις είδατε, ήταν ένας αυτοσχεδιασμός». Ίσως κι εκεί να κρύβεται η μεγάλη δύναμή της.
Τα γυρίσματα έγιναν με μια κάμερα Arriflex 16mm και ο συγχρονισμός και το μοντάζ στο οποίο επιχειρήθηκε να αφαιρεθούν οι πολλοί θόρυβοι από τους δρόμους της Νέας Υόρκης, πήραν 18 μήνες.
Οι δυο εκδοχές της ταινίας
Η πρώτη αυτή εκδοχή της ταινίας, που είχε διάρκεια 1 ώρα, προβλήθηκε σε δυο μεταμεσονύχτιες προβολές στην αίθουσα Paris Theater της Νέας Υόρκης, γνωστή για την πρωτοποριακή κατεύθυνσή της και την εξειδίκευσή της στον προγραμματισμό προβολών ευρωπαϊκών, κυρίως γαλλικών ταινιών.

Ο Cassavetes πάντως δεν έμεινε ικανοποιημένος και έτσι ξαναδούλεψε το υλικό του κάνοντας κι άλλα γυρίσματα, μοντάροντας εκ νέου, μετατρέποντας σε 35mm την ταινία, η οποία πλέον έφτασε στη διάρκεια περίπου της 1,5 ώρας. Η ταινία προβάλλεται στην αίθουσα Cinema 16 του Νεοϋορκέζου κινηματογραφιστή και επιμελητή Amos Vogel. Παρότι η πρώτη εκδοχή της ταινίας είχε ενθουσιάσει τον «νονό του αμερικανικού αβανγκάρντ κινηματογράφου», σκηνοθέτη, ποιητή και καλλιτέχνη Jonas Mekkas, ο οποίος απένειμε το Βραβείο του Ανεξάρτητου Κινηματογράφου στις 26 Ιανουαρίου 1959 στον Cassavetes και αποθέωσε την ταινία στον κινηματογραφικό τύπο, η δεύτερη εκδοχή τον απογοήτευσε αφού για αυτόν ο Cassavetes έκανε στροφή κάνοντας εκπτώσεις υπέρ του εμπορικού σινεμά στερώντας από το φιλμ την τα χαρακτηριστικά του ανεξάρτητου κινηματογράφου.
Η δεύτερη εκδοχή προβλήθηκε χωρίς υπότιτλους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας 1960 αποσπώντας το βραβείο των κριτικών. Ωστόσο όπως αποδείχτηκε από την υποδοχή των κριτικών, αυτοί ήταν διχασμένοι απέναντί της. Την ίδια στιγμή υπήρξαν κριτικές εντελώς αντίθετες. Για παράδειγμα από τη μία γράφτηκαν εγκωμιαστικές κριτικές όπως των «Le Figaro» και «L΄ Express» αντίστοιχα: «Οι Σκιές έχουν την αξία ενός μυστικού ποιήματος που αποπνέει μια μελαγχολική οικειότητα» και «Με τέτοιες ταινίες, ο κινηματογράφος παύει να είναι μια κοινότοπη βιομηχανία ονείρων. Γίνεται πραγματικότητα, Θεία Κοινωνία, εξήγηση του κόσμου, αλφαβητάρι του ανθρώπου για να διαβάσει και να γνωρίσει τον εαυτό του» και από την άλλη κριτικοί όπως ο Maurice Ciantar στην «Paris Jour» και ο Claude Carson στη «L΄Οeuvre» έβγαλαν το φτυάρι για να τη θάψουν γράφοντας αντίστοιχα: «ένας ασπόνδυλος στοχασμός, χωρίς αρχή και χωρίς τέλος […] μια παρέα από παράσιτα» και «Για να φύγει κανένας από την πεπατημένη δεν σημαίνει ότι πρέπει να καταφύγει στον ερασιτεχνισμό. Ο αληθινός, ο καλός, ο μεγάλος κινηματογράφος είναι αυτός που βάζει την πιο τέλεια τεχνική στην υπηρεσία μιας κεντρικής ιδέας. Οι ήρωες στην ταινία μιλούν όπως στη ζωή: καλημέρα, καληνύχτα, άνοιξε την πόρτα κ.λπ. Αυτό είναι ίσως μοντέρνο, πρόκειται όμως για κινηματογράφο;» Ο ίδιος όμως ο Cassavetes είχε εντελώς άλλη άποψη, αφού θεωρούσε το «Shadows» το καλύτερο έργο του.
Η υπόθεση της ταινίας
Στη Νέα Υόρκη η Λίλια, μια νεαρή Αφροαμερικανίδα με ανοιχτόχρωμη επιδερμίδα που θέλει να γίνει συγγραφέας, ο Μπεν που προσπαθεί να γίνει τζαζ τρομπετίστας και οι λευκοί φίλοι του Τομ και Ντενς, όλοι τους αργόσχολοι, ξοδεύουν τον χρόνο τους στα καφενεία και τα μπαρ της Νέας Υόρκης μαζί με τον Ντέιβιντ, τον μέντορα της Λίλια.

Η Λέλια συναντά τον λευκό γόη Τόνι σ΄ ένα πάρτι και από εκείνη τη στιγμή αναπτύσσεται ένας ειδυλλιακός έρωτας ανάμεσά τους αφού ο Τόνι λόγω της ανοιχτόχρωμης επιδερμίδας της την περνά για λευκή. Το ειδύλλιό τους όμως θα καταρρεύσει τη στιγμή που ο Τόνι θα συναντήσει τον Χιού, αδερφό της Λέλια αλλά και του Μπεν και ταυτόχρονα ταλαντούχο μαύρο τραγουδιστή της τζαζ που ονειρεύεται να κάνει καριέρα και αγωνίζεται να βρει δουλειά, και από τον οποίο ο Τόνι θα μάθει την αλήθεια για τις φυλετικές ρίζες της Λέλια. Ο Μπεν, με τα επίσης ανοιχτόχρωμα χαρακτηριστικά παρότι μιγάς, στο τέλος αρχίζει τους μοναχικούς του περιπάτους στους δρόμους της Νέας Υόρκης όπου τα φώτα μένουν πάντα αναμμένα, χωρίς τους λευκούς φίλους του που αποφάσισαν να τον εγκαταλείψουν και να αλλάξουν τρόπο ζωής.
Η ταινία είναι ενταγμένη στο πλαίσιο του ρατσισμού που κυριαρχούσε τότε στην Αμερική και των φυλετικών σχέσεων ανάμεσα σε λευκούς και μαύρους. Οι ταπεινώσεις των μαύρων από τους λευκούς και κάποιες φορές των λευκών από τους μαύρους (ο Χιού επιλέγει να φύγει από την Αμερική παρά να συμβιβαστεί με τις μειωτικές προτάσεις του αφεντικού του, η Λίλια δεν συγχωρεί τον μετανιωμένο Τόνι κατά την επιστροφή του και ταυτόχρονα ταπεινώνει τον νέο εραστή της που είναι ομόφυλός της αλλάζοντας τους ρόλους και από θύμα γίνεται θύτης, ο Μπεν επιλέγει τη μοναξιά του) ξεδιπλώνονται στις σχέσεις των χαρακτήρων. Σε αυτές τις λεπτές ισορροπίες μάλιστα ο Νίκος Παπατάκης εντόπισε τις διαφορές των δύο εκδοχών της ταινίας, όπως αναφέρεται σε κείμενο που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 119 (Μάιος 1961) του περιοδικού «Cahiers du cinema». Στην πρώτη εκδοχή κυριαρχεί η μοναξιά του Μπεν και στη δεύτερη εκδοχή η ρατσιστική ταπείνωση της Λίλια.
Τους βασικούς, πρωταγωνιστικούς ρόλους της ταινίας ερμηνεύουν οι Lelia Goldoni (ως Λίλια Καράδερς), Ben Carruthers (ως Μπεν Καράδερς), Hugh Herd (ως Χιού Χερντ) και Anthony Ray (ως Τόνι Ράσελ).
Η εμπλοκή του Νίκου Παπατάκη στη παραγωγή κόντρα στα αμερικάνικα πρότυπα
Στη δεύτερη εκδοχή της ταινίας την παραγωγή έκανε ο σπουδαίος σκηνοθέτης Νίκος Παπατάκης, που συνάντησε τον Cassavets το 1959 στη Νέα Υόρκη. Παράλληλα ο Cassavetes για πρόσθετη οικονομική στήριξη βρήκε έναν ακόμη συμπαραγωγό, τον Maurice McEndree που πρόσφερε επιπλέον 13.000 δολάρια.
Όπως έγραψε ο Νίκος Παπατάκης στο τεύχος 377 (Ιούνιος 1992) του περιοδικού Positif, έμαθε για την ταινία από τον διευθυντή της αίθουσας Paris Theater της Νέας Υόρκης που είχε προβληθεί η πρώτη εκδοχή με μικρή ανταπόκριση κοινού, ο οποίος του είπε: «Κάποιος συμπατριώτης σου γύρισε μια ταινία μεγάλου μήκους σε 16mm με πολύ μικρό προϋπολογιαμό, σε συνθήκες εξαιρετικά δύσκολες, όπως καταλαβαίνεις… Υπήρχαν ενδιαφέροντα πράγματα σε αυτό που είδα… Προσπάθησε να κάνεις μια προβολή, είμαι σίγουρος πως κάποια κομμάτια θα σου αρέσουν πολύ».

Όπως γράφει ο Παπατάκης στο ίδιο άρθρο, που εμπεριέχεται στη μονογραφία του Κονταξόπουλου:
«Κάποιος στην Αμερική, μέσα στο ίδιο φέουδο της μεγάλης Μέκκας, είχε τολμήσει να επιτεθεί, εκ των ενόντων, στις ιερές και απαράβατες χολιγουντιανές αξίες, τόσο με την αισθητική όσο και με το περιεχόμενο του, έστω ατελούς, έργου του. Ενώ τα μεγάλα στούντιο, υπερθεματίζοντας σε αστρονομικά ποσά, πλάσαραν δουλικά καλλωπιστικές μονάχα μάσκες για τους ομοίους τους της λευκής ράτσας, παρήγαγαν μονάχα μια πουριτανική και ηθικοπλαστική εικονογραφία, που γινόταν ακόμα πιο καθησυχαστική, αφού συμβάδιζε με το φετιχιστικό δόγμα του κέρδους με κάθε τίμημα, και της εκτυφλωτικής επιτυχίας. Ενώ σε κάμποσες Πολιτείες το λιντσάρισμα εφαρμοζόταν ατιμωρητί, ο ρατσισμός ήταν κοινωνικά θεμελιωμένος, τόσο στην Καλιφόρνια όσο κι αλλού, κι ο μακαρθισμός, εκτρωματικό προϊόν των ίδιων των στούντιο, έκανε θραύση, για πρώτη φορά μια ταινία μυθοπλασίας αντιμετώπιζε χωρίς συναισθηματισμούς, μισόλογα και ταμπού τις σεξουαλικές σχέσεις ανάμεσα σε μια νεαρή μαύρη κι ένα νεαρό λευκό. Και τοποθετούσε τη σχέση μέσα σ΄ έναν βίαιο κοινωνικό περίγυρο, στο περιθώριο των παραπεταμένων από τους ακόμα πιο ηλίθιους κι από τα αρχέτυπά τους κυριάρχους του επιχρυσωμένου χολιγουντιανού κόσμου, τους φανατικούς του american way of life… Ας μου επιτραπεί να πω ότι ο Τζων Κασσαβέτης είναι ένας ποιητής με την ακριβή έννοια του όρου! Αυτός ο ελληνονεοϋορκέζος βάρδος ή καλύτερα ραψωδός του χάους, ήταν σε ριζική διάσταση με τον τυπικά αμερικανικό πραγματιστικό ή περιστασιακό τρόπο έκφρασης που απωθεί κάθε λυρισμό (και δεν αρκούν οι ανώδυνες επιδρομές στον παιδιάστικο κόσμο του φανταστικού ή της σιδηρόφρακτης επιστημονικής φαντασίας για να αλλάξουν τα πράγματα στο Χόλιγουντ). Σε αντίθεση, ο Τζων κατάφερε να τα βγάλει πέρα με καυστικό χιούμορ, έναν προσωπικό κινηματογράφο επικίνδυνο και παθιασμένο ταυτόχρονα, εμμονοληπτικό, παρ΄ όλες τις δυσκολίες που συναντά όποιος διακινδυνεύει αδιάκοπα και για πολύ καιρό, ιδίως από τον εξοστρακισμό που του επιβάλλεται απ΄ όλους τους Edward J. Robinson εν δράσει, από το σύστημά τους και τους εκτελεστές του. Αυτό ήταν που τον έφθειρε…
… Θα ήθελα να προσθέσω μια μικρή παρατήρηση. Μιλάμε συχνά, με αφορμή κάποιο σκηνοθέτη, για μέθοδο ή για «μη μέθοδο» (sic) αυτοσχεδιασμού, για απουσία σεναρίου κ.λπ. Η διαφορά με τον Τζων Κασσαβέτη, στη συγκεκριμένη περίπτωση των “Σκιών”, είναι πως η τεχνική του ήθελε να μοιάζει με της Commedia dell΄ Arte. Όπως σ΄ αυτήν, οι ερμηνευτές του ανήκαν σε ένα εργαστήριο που διηύθυνε ο ίδιος, και ακριβώς όπως σε μερικούς θιάσους της εποχής του Goldoni ή στο Piccolo Teatro του Μιλάνου, συνήθιζαν να δουλεύουν μαζί, για μια περίοδο που διαρκούσε από ένα ως δύο χρόνια, σύμφωνα με κανόνες και πειθαρχία που δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν από την εξάσκηση ενός ηθοποιού του κλασικού θεάτρου».

Από το κείμενο αυτό μπορούμε εύκολα να καταλάβουμε πόσο ο Νίκος Παπατάκης είχε πιστέψει στο «Shadows¨και τι ήταν αυτό που τον οδήγησε να αναλάβει ως παραγωγός τη δεύτερη εκδοχή της ταινίας. Δεν είναι τυχαίος άλλωστε ο μεγάλος βαθμός επίδρασης που άσκησε το «Shadows» του John Cassavetes στο σκηνοθετικό ντεμπούτο του Νίκου Παπατάκη «Οι Άβυσσοι» (1963, τέσσερα μόλις χρόνια μετά), το οποίο εκπροσώπησε επίσημα τη Γαλλία στο Φεστιβάλ Καννών, κυρίως όσον αφορά στη «χειρωνακτική αισθητική» της ταινίας και λιγότερο στην αυτοσχεδιαστική φυσιογνωμία της.

Αξίζει να σημειώσουμε ότι στο «Shadows» οι John Cassavetes και Νίκος Παπατάκης έχουν μια σύντομη παρουσία και ως ηθοποιοί. Ειδικότερα υπάρχει μια σκηνή τσακωμού και «μάχης» στην ταινία όπου ο Νίκος Παπατάκης παρενοχλεί τη Λίλια στον δρόμο στο Broadway και συγκρούεται με τον John Cassavetes που υποδύεται τον προστάτη της Λίλια. Αλλά και η σύζυγος του Cassavetes, Gena Rowlands κάνει ένα σύντομο πέρασμα ως πελάτισσα του καμπαρέ.
Η μουσική του τζαζίστα Charles Mingus και το σάουντρακ της ταινίας
Το «Shadows» του John Cassavetes χαρακτηρίστηκε σαν ένας τζαζ αυτοσχεδιασμός που αποτυπώθηκε στη μεγάλη οθόνη. Και βέβαια μια ταινία τζαζ θα ήταν αδύνατο να μην έχει μουσική τζαζ. Έτσι η επιλογή της μουσικής υπόκρουσης της ταινίας από το είδος της τζαζ, είχε ως ραχοκοκαλιά εξ ορισμού στον αυτοσχεδιασμό.

Για την πρώτη εκδοχή της ταινίας ο Cassavetes που όταν τη γύρισε ήταν 29 ετών, είχε στο μυαλό του να έχει τη τζαζ μουσική του 36χρονου τότε Charles Mingus. Μέχρι τότε ο Cassavetes δεν είχε σκηνοθετήσει κάποια δική του μεγάλου μήκους ταινία αλλά είχε παίξει ως ηθοποιός σε ταινίες άλλων και συγκεκριμένα στις «Taxi» (1953) του Gregory Ratof, «The Night Holds Terror» (1955) του Andrew L. Stone, «Crime in the Streets» (1956) toy Don Siegel, «Edge of the city» (1956) του Martin Ritt, «Affair in Trinidad» (1957) του Laslo Benedek, «Virgin Island» (1958) του Pat Jackson και «Saddle the Wind» (1958) του Robert Parrish, από το 1953 δούλευε στο Broadway και από το 1955 είχε εμφανιστεί ως ηθοποιός σε τηλεοπτικά σίριαλ. Από την πλευρά του ο Charles Mingus είχε ήδη καταξιωθεί στον χώρο της τζαζ έχοντας κυκλοφορήσει δισκογραφικά διαμάντια από το 1953. Συγκεκριμένα μεταξύ άλλων είχε εκδώσει τα αριστουργηματικά στούντιο άλμπουμ «Jazzical Moods, Volume 1» (1955), «Jazzical Moods, Volume 2» (1955), «Pithecanthropus Erectus» (1956) και «The Clown» (1957), «East Coasting» (1957) και το ζωντανά ηχογραφημένο άλμπουμ «Mingus at the Bohemia» (1956).

Ωστόσο στην περίπτωση του σάουντρακ του «Shadows» ο Mingus δεν κατάφερε να τηρήσει τις προθεσμίες και καθυστέρησε σημαντικά με αποτέλεσμα ο Cassavetes να συμπεριλάβει στην ταινία ένα θαυμάσιο σόλο του Mingus στο κοντραμπάσο και κάποιες ακόμα πολύ ενδιαφέρουσες στιγμές του μεγάλου τζαζίστα. Μάλιστα αυτές οι πρωτότυπες στιγμές που ηχογραφήθηκαν την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1958, αφαιρέθηκαν στη δεύτερη εκδοχή της ταινίας. Αργότερα, το 1964 ο ίδιος ο Mingus με κάπως υποτιμητικό και κάθετο τρόπο σε συνέντευξή του στους Jean Clouzet και Gene Santoro στο «Jazz Magazine» είπε: «Δεν έχω καμία σχέση με το σάουντρακ της ταινίας. Έγραψα κάτι αλλά δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω αυτό που είχα σχεδιάσει. Περάσαμε μόλις τρεις ώρες στο στούντιο όπου επρόκειτο να ηχογραφηθεί η μουσική. Δεν προχωρήσαμε πέρα από το να την παίξουμε σε μερικά μπαρ. Αυτό ήταν. Τα παράτησα γιατί δεν μπορούσαμε να συμφωνήσουμε στο οικονομικό. Ο Cassavetes ουσιαστικά χρησιμοποίησε τη μουσική που έπαιζε ο τενόρο σαξοφωνίστας που ήταν στο συγκρότημα μου».

Ο τενόρο σαξοφωνίστας που αναφερόταν ο Charles Mingus, ήταν ο Shafi Hadi (πραγματικό όνομα: Curtis Porter), γνωστός από τις ηχογραφήσεις του με τον Mingus την περίοδο 1956-1958 αλλά και από ηχογραφήσεις με τον Hank Mobley, καθώς και από το άλμπουμ «Debut Rarities, Vol. 3» (1957) όπου εμφανίζεται με το σεξτέτο του. Ο ήχος του Shafi Hadi, που έφυγε από τη ζωή το 1976 σε ηλικία μόλις 46 ετών, ήταν ένα ξεχωριστό μείγμα bop και blues σε συνδυασμό με έναν πολύ ξεχωριστό τόνο. Στο σάουντρακ του «Shadows» αυτοσχεδιάζει και παρουσιάζει μερικά υπέροχα σόλο στο τενόρο σαξόφωνο παίρνοντας το μεγαλύτερο μέρος της μουσικής.

Στην εξαιρετική έκδοση βινυλίου του σάουντρακ του «Shadows» που κυκλοφόρησε το 2023 από την Destination Moon Records το 2024 στον περιορισμένο αριθμό των 500 αντιτύπων (πρώτη official έκδοση από την DOL το 2016), μπαίνουμε στη μοναδική ατμόσφαιρα της ταινίας και της μουσικής της (παρότι αποτελεί μέρος ενός αποσπασματικού σάουντρακ είναι αναπόσπαστο μέρος της συναισθηματικής θερμοκρασίας του φιλμ) με το εναρκτήριο «Untitled Percusion Composition». Εδώ κυριαρχούν ο Charles Mingus (πιάνο, κρουστά, φωνητικά) σε σύνθεση δική του και έντονο αυτοσχεδιαστικό ύφος, το φλάουτο του Shafi Hadi, ενώ σε μια σειρά κρουστών εμφανίζονται οι Jimmy Knepper, Horace Parlan, Phineas Newborn, Clarence Shaw και στα ντραμς ο Dannie Richmond, που μαζί με τον Hadi κάνουν εξαιρετικά εφέ. Το εξαιρετικό αυτό κομμάτι του Mingus μπορούμε να το βρούμε μόνο σε αυτόν τον δίσκο και είναι ουσιαστικά η μοναδική αυθεντική σύνθεση του Mingus για το σάουντρακ. Ένα εκπληκτικό κομμάτι μινιμαλιστικής λογικής όσον αφορά στην επαναληπτικότητα, διάρκειας 7 λεπτών, που εκπέμπει μια υπέροχη «ακαταστασία» και συνδυάζει ηχηρούς φανκ ρυθμούς, υπέροχες πνευστές φράσεις από το φλάουτο και φωνητικές προτροπές.

Τα υπόλοιπα τρία κομμάτια του δίσκου μπορεί κάποιος να τα βρει και σε άλλους δίσκους του Mingus και επιλέχτηκαν να συνοδέψουν ηχητικά τις φιλμικές εικόνες. Το 12λεπτο «Nostalgia in Time Squares» που συμπεριλήφθηκε στο ζωντανό άλμπουμ «Jazz Portraits» (1959) του Mingus, χαρακτηρίζεται από το ευέλικτο σόλο του στο κοντραμπάσο. Μια σύνθεση πολύ όμορφη, κάπως ελαφριά, με νοσταλγικό ύφος. Το «Alice΄s Wonderland» που αργότερα συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του Mingus με το ίδιο όνομα και στο άλμπουμ του «Jazz Portraits» (1959)-δυο εκδοχές του ίδιου μουσικού υλικού που κυκλοφόρησαν με διαφορετικούς τίτλους-, σφραγίζεται από την αργή ανάπτυξή του, τη ρομαντική φυσιογνωμία του, τον μελωδισμό του, την ευελιξία του, αλλά και τις νύξεις ανησυχίας που διακριτικά απελευθερώνει. Εκφραστικά φορτισμένες και παθιασμένες οι σαξοφωνικές παρουσίες των John Handy και Booker Ervin, ενώ τις εντυπώσεις κλέβει ο Richard Wyands στο πιάνο που συνδιαλέγεται θαυμάσια και με σπάνια λεπτότητα με το κοντραμπάσο του Mingus. Tο τελευταίο σύντομο κομμάτι του δίσκου «Self-Potrait in Three Colours», που συμπεριλήφθηκε αργότερα σε ένα από τα καλύτερα άλμπουμ του Mingus με τίτλο «Ah Um» (1959), λάμπει με τη στοχαστική και ταυτόχρονα δροσερή του αύρα, παρουσιάζει έξοχους οργανικούς, αυτοσχεδιαστικούς διαλόγους των Booker Ervin και Shafi Hadi με το κοντραμπάσο του Mingus, καθώς και την υπέροχη παρουσία του Willie Dennis, ο οποίος ξεδιπλώνει ταλέντο και μελαγχολική, απελπισμένη εκφραστικότητα στο τρομπόνι. Στο πιάνο ο Horace Parlan και στα ντραμς ο Dannie Richmond.
Ολόκληρο το άλμπουμ διαθέτει ξεχωριστή προσωπικότητα και ακούγεται με μεγάλο ενδιαφέρον, ωστόσο πρέπει να αντιμετωπιστεί περισσότερο σαν μια συλλογή αποσπασμάτων της συνθετικής ιδιοφυίας και αυτοσχεδιαστικής λειτουργίας του άλμπουμ παρά σαν ένα πλήρες άλμπουμ του. Σε κάθε περίπτωση η σύνδεση των μουσικών του με την αυτοσχεδιαστική λειτουργία της ταινίας του John Cassavetis προσδίδει μεγάλο ιστορικό ενδιαφέρον παρά το γεγονός ότι το μουσικό υλικό, με εξαίρεση το «Untitled Percussion Composition» δεν αποτελεί πρωτότυπη μουσική του Mingus για την ταινία.

Κλείνοντας ας θυμηθούμε μια από τις ωραιότερες ερωτικές σκηνές του σινεμά, όχι με τον τυπικό όρο, που εμπεριέχονται στο «Shadows» του John Cassavetes και που σίγουρα θα εντυπωσίασε τους θεατές του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Βενετίας 1960 που προβλήθηκε. Μια σκηνή σπάνιου ρεαλισμού βγαλμένη από τη ζωή όπου η υποκριτική ωχριά μπροστά στην αλήθεια. Όσοι δεν την έχετε δει αξίζει να την αναζητήσετε όπως και ολόκληρο το φιλμ.