της Δήμητρας Ρουμπούλα
Ο Ράσελ Μπανκς στρέφει το διεισδυτικό βλέμμα του στα κόλπα της μνήμης, με τα ρήγματα και τα κενά της, στα εγωιστικά κίνητρα των ανθρώπων και τους μύθους που χρησιμοποιούν για να δημιουργήσουν φανταστικούς χαρακτήρες, στις μεταλλάξεις της προσωπικότητας που αποξενώνουν από αγαπημένα πρόσωπα, στον μεθυστικό ιδεαλισμό που είναι η γοητεία και η κατάρα της νιότης, αλλά και στην ανάγκη της εξιλέωσης. Πρόκειται για το αριστουργηματικό μυθιστόρημά του «Oh, Canada», όπως αποδόθηκε στα ελληνικά, από τις εκδόσεις «Πόλις», ακολουθώντας τη γαλλική έκδοση του «Foregone», το οποίο κυκλοφόρησε δύο χρόνια πριν από τον θάνατο του πολυβραβευμένου Αμερικανού συγγραφέα το 2023, στα 83 του χρόνια.
Στο επίκεντρο βρίσκεται ένας διάσημος Καναδο-Αμερικανός ντοκιμαντερίστας, ονόματι Λέοναρντ (Λίο) Φάιφ, ένας από τους εξήντα χιλιάδες νεαρούς Αμερικανούς που διέφυγαν στον Καναδά για να γλιτώσουν την επιστράτευση και να μην καταλήξουν στο Βιετνάμ. Στα εβδομήντα επτά του, ετοιμοθάνατος από καρκίνο τελικού σταδίου, έχει συμφωνήσει να δώσει μια τελευταία συνέντευξη στην οποία είναι αποφασισμένος να αποκαλύψει τα μυστικά και ψέματα που τον βαραίνουν, απομυθοποιώντας τη μυθοποιημένη ζωή του. Η συνέντευξη/ταινία για την καναδική τηλεόραση, με τίτλο «Oh, Canada», μαγνητοσκοπείται από τον πρώην μαθητή του Μάλκολμ Μακλίοντ, παρουσία της συζύγου του Φάιφ και μελών του συνεργείου που όλοι τρέφουν τεράστιο θαυμασμό για τον μέντορά τους, αλλά τώρα πρέπει να ακούσουν τη σκοτεινή ομολογία του και να επεξεργαστούν το νόημά της.
Ο κεντρικός ήρωας γνωρίζει ότι βιώνει τις τελευταίες ημέρες ή ώρες του βίου του και ότι αυτή είναι η μοναδική του ευκαιρία να αποκαλύψει το μακρινό αμερικανικό παρελθόν του, για το οποίο νιώθει μόνο ενοχές, με σκοπό τη συγχώρεση. «Η εξομολόγηση, που συνοδεύεται από μεταμέλεια και εξιλέωση, οδηγεί στη συγχώρεση». Καθισμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, που σπρώχνει η Ρενέ, η νοσοκόμα από την Αϊτή η οποία φροντίζει με αφοσίωση τον μεσιέ Φάιφ, φτάνει στο σαλόνι του σπιτιού του στο Μόντρεαλ όπου τίποτα δεν είναι όπως πριν: «Αντί να μπει σε ένα ευρύχωρο ψηλοτάβανο σαλόνι …. με καναπέδες, καρέκλες, φωτιστικά και τραπέζια σε στυλ Μεσοπολέμου, μπαίνει σε ένα μαύρο κουτί απροσδιόριστων διαστάσεων». Αυτό το μαύρο κουτί θα γίνει το καθαρτήριο εξομολογητήριό του, το μέρος όπου οι αναμνήσεις θα βγουν από το στόμα του σαν τσουνάμι, πυροδοτώντας μια ένταση που καταχωρείται στις απολαύσεις του βιβλίου.
Όπως για έναν συγγραφέα μυθοπλασίας μια από τις σημαντικότερες επιλογές είναι το ποιός αφηγείται την ιστορία, έτσι και για έναν έμπειρο δημιουργό ταινιών σημασία έχει σε ποιόν αφηγείται την ιστορία. Το κοινό που ενδιαφέρει λοιπόν τον Φάιφ είναι μόνο η Έμμα, η επί σαράντα σχεδόν χρόνια σύζυγός του που απαιτεί να είναι παρούσα. Σε αυτήν απευθύνεται, αλλά και στον εαυτό του. Η κάμερα απλώς πιστοποιεί την αλήθεια, μάλλον ό,σα ο ίδιος λέει πως έχει διαπράξει, πριν τη γνωρίσει.
Κλείνοντας το μάτι στους αναγνώστες, ο Μπανκς επιλέγει ως ημερομηνία της (αληθινής ή φανταστικής) εξομολόγησης του πρωταγωνιστή του την 1η Απριλίου του 2018. Ο Μακλίοντ έχει μια λίστα προετοιμασμένων ερωτήσεων που αφορούν στη θρυλική καριέρα του Φάιφ, ως σκηνοθέτη του μετα-αφηγηματικού σινεμά και ως ακτιβιστή δημιουργού ταγμένου να ξεσκεπάζει τη πολιτική διαφθορά, την απληστία και την υποκρισία στην Καθολική Εκκλησία. Όμως ο Λίο αρνείται τις «κοινοτοπίες», ξεφεύγει από το σενάριο, γιατί έχει δική του ατζέντα, παρακάμπτοντας διαρκώς τις προσπάθειες του μαθητή του να χαλιναγωγήσει τη συνέντευξη. Σε μια απεγνωσμένη αναζήτηση κάθαρσης, επιστρέφει ξανά και ξανά στην πρώιμη ζωή του στην Αμερική της δεκαετίας του 1960, όταν ο φόβος για τον πόλεμο στο Βιετνάμ συναγωνίζεται ιστορίες που περιλαμβάνουν προδοσία, εγκατάλειψη και μια ληστεία αυτοκινήτου. «Τώρα, με τη δική σας κάμερα, ξεσκεπάζω τον εαυτό μου. Τη δική μου διαφθορά, το δικό μου ψέμα, τη δική μου υποκρισία».
Καθώς οι αναμνήσεις ξετυλίγονται και μπερδεύονται με την παρασκηνιακή αφήγηση των γυρισμάτων, τόσο το κινηματογραφικό συνεργείο όσο και ο αναγνώστης παγιδεύονται σε μια ονειρική ακολουθία που ποτέ δεν είναι σίγουροι για την αλήθεια όσων αφηγείται ο Φάιφ. Δημιουργείται μια σύγχυση σχετικά με το τι πιστεύει ο ίδιος και τι πραγματικά συνέβη. Από την αρχή φαίνεται ότι είναι ένας αναξιόπιστος, πλην συναρπαστικός αφηγητής. Η ιστορία του ελίσσεται στο χρόνο καθώς κάνει συγκλονιστικές αποκαλύψεις για γεγονότα που όλοι γύρω του αγνοούσαν, για έναν πρώιμο γάμο και πατρότητα και μετά μια ακόμη πιο συμβατική διαδρομή στη Βιρτζίνια όπου ένας δεύτερος γάμος σε πλούσια οικογένεια που χρηματοδότησε το όνειρό του να γίνει συγγραφέας, το οποίο επίσης εγκατέλειψε όπως και αυτή τη σύζυγο με το παιδί τους.
Σε κάθε νέα βόμβα, η Έμμα, σε άβολη κατάσταση στο σκοτεινό δωμάτιο που θυμίζει ατμόσφαιρα από έργο του Μπέκετ, παρεμβαίνει ζωηρά ζητώντας να σταματήσει η διαδικασία, να δώσει στον Λίο την ευκαιρία να ξεκουραστεί ή να διατηρήσει την αξιοπρέπειά του και τη φήμη του όταν δημοσιοποιηθεί η ομολογία του. Εκείνος αρνείται πεισματικά, αφού «είναι η τελευταία του ευκαιρία να πάψει να της λέει ψέματα». Προς υπεράσπισή του, η Έμμα ισχυρίζεται ότι όλο αυτό, σύμφωνα και με τον γιατρό, λέγεται «ψευδομνήμη». Ότι ο Λίο, λόγω συνάρτησης του γήρατος και των ισχυρών αντικαρκινικών φαρμάκων, βρίσκεται σε ασυνείδητη σύγχυση, «κατασκευάζει αναμνήσεις». Και το σημαντικότερο, ότι είναι αυτή η ίδια που, όταν τον ερωτεύτηκε, εγκατέλειψε γάμο και παιδιά κι όχι εκείνος. Ποιος λοιπόν λέει την αλήθεια;
Η απάντηση είναι σχεδόν αδύνατη και, ίσως, δεν έχει σημασία. Τα ερωτήματα είναι πολλά: Ο Λίο διέφυγε από τη Νέα Αγγλία στον Καναδά το 1968 ως πρόσφυγας ή μετανάστης, ως ανυπότακτος αντιρρησίας συνείδησης, όπως πίστευαν όλοι επί μισόν αιώνα, ή λιποτάκτης; Έκανε πράγματι παρέα με τη Τζόαν Μπαέζ και τον Μπομπ Ντίλαν (πριν γίνει Μπομπ Ντίλαν) και τα έπιναν σε μπαρ της Βοστώνης, με τη φολκ βασίλισσα της διαμαρτυρίας κατά του πολέμου στο Βιετνάμ να καταγγέλλει αργότερα, το 1969, σε συναυλία στο Τορόντο, ως δειλούς τους φυγόστρατους, υποστηρίζοντας πως όφειλαν να παραμείνουν στη χώρα και να φυλακιστούν μαζικά (όπως είχε κάνει ο σύζυγός της Ντέιβιντ Χάρις), φέρνοντας σε αδιέξοδο την κυβέρνηση; Είναι αλήθεια ότι επιχείρησε μαζί με έναν συμμαθητή του να διασχίσουν τη χώρα έχοντας κλέψει το αμάξι του πατέρα του τελευταίου, επηρεασμένοι από την κουλτούρα των μπίτνικ και τους ήρωες του «Στο δρόμο» του Κέρουακ που συχνά αναφέρεται στο βιβλίο; Σχεδίαζε όντως να ενταχθεί στις δυνάμεις του Κάστρο στην Κούβα, παρατώντας το πανεπιστήμιο, αλλά έφτασε μέχρι τη Φλόριντα;
Συνεχίζοντας τις καθηλωτικές ιστορίες του, ο Φάιφ ζωγραφίζει το όχι πάντα κολακευτικό πορτρέτο του ως νεαρού άνδρα και αποδομεί τη δημόσια εικόνα του που έχει χτίσει σε μια βάση ψεμάτων. Κερδίζει μόνο γιατί αναζητά τη λύτρωση έστω και στο κατώφλι του θανάτου. Το μόνο σίγουρο είναι ότι αδιαφορεί παντελώς για το πώς θα παρουσιάσει στην οθόνη ο Μακλίοντ την ιστορία του – «μια ιστορία εγκατάλειψης και φυγής». Τώρα που, μαζί με τον καρκίνο, «ο χρόνος καταβροχθίζει τη ζωή του», αυτός ομολογεί τα παραπτώματά του, υποδηλώνοντας ότι άλλαξε δραματικά όταν έγινε σκηνοθέτης και βρήκε τη φωνή του, στον Καναδά πλέον, σε μια ζωή συνδεδεμένη απολύτως με την Έμμα.
Ωστόσο, χρειάζεται να δικαιολογήσει την ύπαρξή του. «Κι αν», λέει, «το παρελθόν σου είναι ένα ψέμα, μια μυθοπλασία, τότε δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει παρά μόνο ως φανταστικός χαρακτήρας». Επιζητά να τον συγχωρήσουν, όχι να τον δικαιολογήσουν. «Και, για να τον συγχωρήσουν, οι αμαρτίες του πρέπει να γίνουν γνωστές. Οι αμαρτίες μάς φορτώνουν ενοχές». Προσπαθεί να γίνει, έστω και την ύστατη στιγμή, ένας άλλος άνθρωπος. «Δεν μπορεί να εξιλεωθεί για τον πρότερο εαυτό του, ούτε να τον συγχωρήσει για τις αμαρτίες και τα εγκλήματα που διέπραξε, αν δεν αλλάξει πρώτα αυτό που ήταν και εξακολουθεί να είναι».
Όλα στο «Oh, Canada» έχουν σχεδιαστεί για να θολώσουν τη γραμμή μεταξύ γεγονότος και φαντασίας, τις στιγμές διαύγειας με τα περάσματα σύγχυσης που ακατάπαυστα εναλλάσσονται. Οι αναμνήσεις του ήρωα δεν εμφανίζονται σε πρώτο πρόσωπο, αλλά στην αποστασιοποιημένη οπτική γωνία του τρίτου προσώπου. Ακόμη και οι σκέψεις του αποδίδονται σε τρίτο πρόσωπο, καθώς το μυθιστόρημα θέλει να αμφισβητήσει ύπουλα όχι μόνο την αλήθεια των αναμνήσεων του Φάιφ, αλλά και την ίδια τη φύση της αλήθειας, όπως και τον διχασμό ανάμεσα σε αλήθεια και μυθοπλασία. Ο κόσμος του παρελθόντος του είναι «ένας κόσμος που υπάρχει μόνο στη μνήμη του, όχι ακριβώς μυθοπλαστικός αλλά, όπως στα μυθιστορήματα, απλουστευμένος, επιλεκτικός, βασισμένος στην πρόθεση, την επιθυμία και τις πανάρχαιες, αναπόδραστες συμβάσεις της αφήγησης».
Ο Μπανκς δημιουργεί ένα έξοχο κινηματογραφικό μυθιστόρημα, καθώς κινείται με μαεστρία και ρυθμό μέσα και έξω από το παρελθόν σαν να χειρίζεται κάμερα και να κάνει μοντάζ. Από τους λίγους σύγχρονους συγγραφείς που έχουν εξερευνήσει τα υπόγεια ρεύματα της αμερικανικής κοινωνίας με διορατικότητα και πάθος, ο Ράσελ Μπανκς αμφισβητεί τη γνώση μας για ένα σημαντικό κεφάλαιο της αμερικανικής κοινωνίας, αυτό της εποχής του πολέμου στο Βιετνάμ. Ενώ λίγο πριν φύγει και ο ίδιος από τη ζωή, διερευνά αυτό το δυσνόητο μεταίχμιο μεταξύ παρελθόντος και παρόντος, ζωής και θανάτου, τη φύση της μνήμης και της αλήθειας, το θέμα των ενοχών όταν η θνητότητα χτυπά την πόρτα και την ανάγκη για κάθαρση, δίνοντάς μας ένα περίτεχνα δομημένο, τολμηρό, ευφυές και ηχηρό έργο. Ο όρος μετα-μυθιστόρημα έχει χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει το «Oh, Canada», αυτό το βαθύ, ακαταμάχητο και κάποιες φορές ενοχλητικό βιβλίο που έχει μεταφερθεί στο σινεμά από τον Πολ Σρέϊντερ .
«Oh, Canada» Russell Banks, εκδ. Πόλις, μτφρ. Άννα Μαραγκάκη, σελ. 382