του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και κατά τη διάρκεια μιας περιόδου η οποία φτάνει μέχρι τις ημέρες μας, το ιστορικό μυθιστόρημα, επηρεασμένο από τον προπολεμικό μοντερνισμό και μπλεγμένο στο δίχτυ του μεταμοντερνισμού του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα, θα επινοήσει ως προς τον ιδεολογικοπολιτικό του προσανατολισμό ταυτότητες με σχετικιστικό περιεχόμενο. Το συλλογικό νόημα θεμελιώνεται πλέον όχι στον ενιαίο κορμό του έθνους, αλλά στα χαρακτηριστικά τα οποία παρουσιάζουν τα επιμέρους εθνοτικά, πολιτισμικά και φυλετικά σύνολα. Το ιστορικό μυθιστόρημα θα γκρεμίσει κατ’ ακολουθίαν τα τείχη του ομογενοποιημένου έθνους και του αδιάσπαστου ιστορικού παρελθόντος, επιτρέποντας να εισβάλει στη σκηνή του η χαώδης ρευστότητα του παρόντος. Υπό αυτές τις συνθήκες, ωστόσο, έχουμε ήδη μετακινηθεί στην επικράτεια της ιστορικής μεταμυθοπλασίας. Ενοφθαλμίζοντας στον παρελθοντικό χρόνο μιαν εμφανώς τονισμένη παροντική προοπτική, οι συγγραφείς της ιστορικής μεταμυθοπλασίας εξηγούν (αν όντως εξηγούν) τις μεθόδους με τις οποίες αξιοποιούν το ερευνητικό υλικό τους, για να παίξουν τόσο με τις ιστορικές τους πηγές όσο και με την παράδοση των λογοτεχνικών ειδών και να οργανώσουν ένα ειρωνικά συντεταγμένο κειμενικό αρχείο.
Και η συναφής με το ιστορικό μυθιστόρημα επιστήμη, η ιστοριογραφία; Ήδη από το 1946, με το δοκίμιό του Η ιδέα της Ιστορίας, ο Roger Collingwood θα υποστηρίξει πως ένα σημαντικό κομμάτι της νεότερης ιστοριογραφίας βασίζεται στη φαντασία του ιστοριογράφου, που επινοεί όχι ένα επιστημονικό αλλά ένα αφηγηματικό αντικείμενο. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970, πάλι, ο Hayden White αρχίζει να κάνει λόγο για τη μεταϊστορική υφή των νεότερων ιστορικών σπουδών, συμπληρώνοντας πως η ερευνητική και η αποδεικτική λειτουργία της επιστήμης μπλέκεται στα γρανάζια της ρομαντικής, της δραματικής ή και της κωμικής ρητορικής της ιδεολογίας, δίνοντας έτσι στον επιστημονικό λόγο μια διάσταση λογοτεχνικής πλοκής. Η ιστορική μεταμυθοπλασία θα καταλήξει κατ’ αυτόν τον τρόπο στη μήτρα από την οποία θα αντλήσει τις ιδρυτικές του αρχές και το παραδεδομένο ιστορικό μυθιστόρημα. Και μια τέτοια μήτρα δεν είναι άλλη από τις επιστημολογικές αναζητήσεις ή αναρωτήσεις της ιστοριογραφίας και την εικόνα που σχηματίζει διαμέσου αυτών για τον εαυτό της: εικόνα σημαιοφόρου ή κατακτητή στην αυγή και στα μέσα του 19ου αιώνα και περιπλανώμενου Ιουδαίου ή ηθελημένου αποσυνάγωγου στα μέσα και στη δύση του 20ου αιώνα. Από την άλλη μεριά, η απορυθμιστική ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αναπνέει η ιστορική μεταμυθοπλασία θα σημάνει και μιαν ευρύτερη απορύθμιση, που θέτει εκτός παιγνίου οιοδήποτε κέντρο αναφοράς: όχι μόνο το έθνος και τη μυθολογημένη του ενότητα, αλλά και κάθε αντικειμενική εξουσία, που μέλλει πια να στερηθεί τα καθιερωμένα της προνόμια είτε με την τήρηση μιας εμφανούς απόστασης από τα μεγάλα και κοινής λήψεως ιστορικά γεγονότα, στη γραμμή την οποία θα χαράξει και η αδελφή ιστοριογραφική επιστήμη, είτε με την αμφισβήτηση της ίδιας της έννοιας του ιστορικού συμβάντος, που μεταμορφωμένο σε αφηγηματικό-λογοτεχνικό γεγονός ανασύρει στην επιφάνεια το ατεκμηρίωτο και ως εξ ορισμού μεροληπτικό σύμπαν της υποκειμενικότητας.
Μακρηγόρησα ίσως, μπορεί και να θεωρητικόγησα κάπως παραπάνω, ήθελα, όμως, να αποκαλυφθεί με κάποιες λεπτομέρειες το σύμπαν της υποκειμενικότητας και του παροντισμού στο οποίο μας βάζει ο Δημήτρης Τζιόβας με το συνθετικό του έργο Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση. Τραύμα, Μνήμη και Μεταφορά, που κυκλοφόρησε προ ολίγου καιρού από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. Ξέροντας πως το ιστορικό μυθιστόρημα συνιστά κεντρική συνιστώσα της μεταπολιτευτικής πεζογραφικής παραγωγής, και έχοντας ερευνήσει εξονυχιστικά τις επιδόσεις του είδους κατά τη διάρκεια μιας πεντηκονταετίας, ο μελετητής προσεγγίζει το πεδίο του σε αναπεπταμένη προοπτική. Πώς ακριβώς; Μα, τείνοντας εξαρχής να εφεσιβάλει τη σημερινή ισχύ του όρου «ιστορικό μυθιστόρημα» – διευρύνοντας, τροποποιώντας, μετονομάζοντας (ακόμα και υπονομεύοντας) το παραδεδομένο (και παραδεδεγμένο) πλαίσιο εφαρμογής της.
Ο παροντισμός προς τον οποίο ανοίγεται και τον οποίο επιβάλλει η ιστορική μεταμυθοπλασία θα σπρώξει αθόρυβα την πεζογραφία της μεταπολιτευτικής περιόδου από το ιστορικό προς το ιστοριογραφικό μυθιστόρημα (η λογοτεχνία έρχεται πιο κοντά στην επιστήμη, αλλά και η επιστήμη έρχεται πιο κοντά στη λογοτεχνία). Και το ιστοριογραφικό μυθιστόρημα θα λειτουργήσει με τη σειρά του ως ένα διαρκώς ανοιχτό και υπό διαμόρφωση αρχείο ενώ το άνοιγμα του αρχείου θα στρώσει τον δρόμο (αν ο δρόμος δεν έχει κιόλας στρωθεί) προς τον μεταμοντερνισμό, όπου θα συλλειτουργήσουν οι νεότευκτες έννοιες της μνήμης, του τραύματος και της μεταφοράς, αποκτώντας ιστορικό άρωμα και καινούργιο πολιτικό νόημα.
Δεν πρέπει να υπάρχει σελίδα του βιβλίου στην οποία ο Τζιόβας να μη συνομιλεί για το ιστορικό μυθιστόρημα με τους μεταπολιτευτικούς κριτικούς της λογοτεχνίας, όντας, άλλωστε, δίπλα στην ηλικία και στη γενιά τους. Όχι πως οι ίδιοι δεν πρόλαβαν να καταπιαστούν, στις βιβλιοκρισίες ή στα βιβλία τους, με τους τρόπους ανανέωσης του είδους και όχι πως ο Τζιόβας δεν έχει λάβει υπόψη ζωτικές τους παρατηρήσεις ή τις παρατηρήσεις άλλων μελετητών της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας. Ο ίδιος, όμως, εμπλουτίζει τον γενικό προβληματισμό, εστιάζοντας κεντρικότερα στους δεσμούς της μεταπολιτευτικής πεζογραφίας με το τραύμα του Εμφυλίου και συμβάλλοντας έτσι στην ανάδυση ενός καθολικότερου κοινωνικού τραύματος. Φροντίζει επίσης ο μελετητής να υπογραμμίσει το ζήτημα της αυτοβιογραφίας στα συμφραζόμενα του ιστορικού μυθιστορήματος, όταν γίνεται όχι μόνο συγγραφική, αλλά και οικογενειακή και εθνική και ιστορική. Κι ύστερα είναι τα εδώ και πολύ καιρό διεθνή θέματα της μετανάστευσης και της ταυτότητας, που ενισχύουν τον παροντισμό με ένα έντονα διασπορικό στοιχείο.
Σκέφτομαι το αμέσως προηγούμενο έργο του Τζιόβα Η Ελλάδα από τη χούντα στην κρίση. Η κουλτούρα της Μεταπολίτευσης, που κυκλοφόρησε το 2022 σε μετάφραση Γιάννη Στάμου και Ζωής Μπέλλα-Αρμάου. Συνδέοντας τις μεταπολιτευτικές κουλτούρες με τους μετασχηματισμούς που καθιερώθηκαν στην ελληνική κοινωνία μετά το 1974 σε πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό και πολιτισμικό επίπεδο, ο Τζιόβας αποδεικνύει εκεί τη σημασία του θεωρητικού εξοπλισμού και της ερμηνευτικής του ικανότητας, δουλεύοντας ως πολιτισμικός κριτικός. Με το Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση, ο πολιτισμικός κριτικός θα αποδείξει τη θεωρητική, την κριτική και τη συνθετική του δεξιοσύνη και σε ένα κατ’ εξοχήν ακαδημαϊκό έδαφος, που δεν είναι άλλο από την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπου έχει άλλωστε πρωτεύσει κατ’ επανάληψη.
Δημήτρης Τζιόβας Ιστορία, έθνος και μυθιστόρημα στη Μεταπολίτευση. Τραύμα, Μνήμη και Μεταφορά. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης